Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

“Ιωνικές κολώνες σε μαγκώνουν και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη…“



Άλκης Αλκαίος 1949-2012


Το κακόηθες μελάνωμα (Μνήμη Νίκου Πουλαντζά)


Σε παίρνει για ταξίδι μια σειρήνα
και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη.
Τη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα
καχύποπτοι
ανύποπτοι
και ύποπτοι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά,
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Τα ναύλα μου πώς ν΄ αγοράσω
τώρα που απόμεινα στον άσσο.

Στο μέτωπο τριγύρω στις ραβδώσεις
μια μύγα παίζει ως κορασίδα άπορη.
Οι φίλοι σ’  επισκέπτονται με δόσεις
παράφοροι
ανυπόφοροι
κι αδιάφοροι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά,
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Απόψε πρέπει να προφτάσω
γιατί αύριο θε να σε χάσω.

Ιωνικές κολώνες σε μαγκώνουν
και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη.
Σ΄ αυτή την άσπρη πρέσα δε γλιτώνουν
διάδικοι
υπόδικοι
κατάδικοι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά
δίδυμα πάνε φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Τα ναύλα μου δε θα αγοράσω
γιατί απόμεινα στον άσσο.

Μέχρι να αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις
το πρόσωπό τους αποστρέψανε άφωνοι
οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις
μεγάφωνοι
μικρόφωνοι
παράφωνοι.

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά
δίδυμα φτάνουν φορτηγά
κι ένα ιπτάμενο δελφίνι
στον Πόρο και στη Σαντορίνη.
Κι εγώ απόψε θα σε χάσω
και αύριο θα σε ξεχάσω.

Μουσική - ερμηνεία: Θάνος Μικρούτσικος
Δίσκος: Εμπάργκο (1982) 

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

«Δε θα αφήσω την Μποφίλιου να ισοπεδώσει τη Νατάσσα»



Με τις Μέρες του φωτός, τον καινούργιο δίσκο των Θέμη Καραμουρατίδη και Γεράσιμου Ευαγγελάτου στις αποσκευές της, ταξιδεύει σε ολόκληρη την Ελλάδα. Σε μία στάση απ’ την περιοδεία της μίλησε στο Music Paper για τις δικές της μέρες του φωτός, τη γενιά της, για ό,τι την ικανοποιεί και ό,τι τη θυμώνει. Δίχως άλλα λόγια και περιττές συστάσεις, κυρίες και κύριοι, η Νατάσσα Μποφίλιου.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο MusicPaper.gr (εδώ) στις 30 Αυγούστου 2012.
.
.
Με καθυστέρηση αρκετών μηνών, οι Μέρες του φωτός βγήκαν στα δισκοπωλεία…
Ναι, επιτέλους εκδόθηκαν και είναι και Νο1 στις πωλήσεις σε Ελλάδα και Κύπρο. Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό, γιατί παρά τις αντίξοες συνθήκες για τη δισκογραφία υπάρχει ακόμα κάποιος κόσμος που όταν μία δουλειά του αρέσει την τιμά με το να την αγοράσει. Μιλάμε βέβαια για νούμερα που σε καμία περίπτωση δε συγκρίνονται με το παρελθόν, αλλά εντάξει, κάτι είναι κι αυτό.

Τι πιστεύεις ότι χαρακτηρίζει αυτό το δίσκο ως προς την καλλιτεχνική σχέση σου με τους σταθερούς συνεργάτες σου, τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο;
Νομίζω ότι τον χαρακτηρίζουν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η καλλιτεχνική και ψυχική ωριμότητα με την οποία μπήκαμε στη δημιουργία αυτού του project. Άλλωστε, πάντα δουλεύαμε με την λογική του project όταν πρόκειται να βγάλουμε μία καινούργια δουλειά. Ένας δίσκος, ένα live, είναι για μας ένα σύνολο, μια ολοκληρωμένη πρόταση που έχει μία θεματική, και ως τέτοια τα αντιμετωπίζουμε. Αυτή η επιλογή έχει και έντονο το στοιχείο της σιγουριάς και της ασφάλειας για τη συγκεκριμένη καλλιτεχνική κίνηση που συνειδητά επιλέγουμε. Το δεύτερο είναι ότι αυτή η σιγουριά συνέπεσε και με την αποδοχή του κόσμου κατά τη διάρκεια των εμφανίσεών μας το χειμώνα. Ταίριαξε και πρακτικά η δική μας καλλιτεχνική ανάπτυξη με την αποδοχή του κόσμου, κάτι που είναι πολύ ισορροπημένο, υγιές, και πολύ ευχάριστο.

Από τις χειμωνιάτικες εμφανίσεις σας στο Gazoo τι έχεις να θυμάσαι;
Ήταν ένα καταπληκτικό ταξίδι που πολύ το ευχαριστήθηκα. Προς μεγάλη μας ικανοποίηση είχαμε παράταση των παραστάσεων και όταν τελείωσαν, όλοι μας πέσαμε σε μελαγχολία. Δουλέψαμε πολύ γι’ αυτό το πρόγραμμα και διαπίστωσα ότι ο κόσμος ερχόταν με διαφορετική διάθεση απ’ ότι για παράδειγμα πέρσι στο Μετρό. Ήταν κι όλο αυτό το πράγμα που σιγόβραζε στον κόσμο και που φέτος είχε εκτονωθεί. Άσε που για πρώτη φορά – για τα δικά μας δεδομένα -  το πρόγραμμα φέτος τελείωνε με αισιοδοξία, έφευγε ο κόσμος δυναμικά, δεν έφευγε αποτελειωμένος. Σε όλη την παράσταση η αίσθηση ήταν λυτρωτική. Υπήρχε κι εκείνο το σετ με τον Καραγκιόζη, τις Νταλίκες και τις Μεγάλες αγάπες, που έδωσε άλλο τόνο στην παράσταση. Άλλωστε, το πρόγραμμα ξεκινούσε με το τραγούδι που μιλάει για τις Μέρες του φωτός. Μεγάλη ανατροπή για τα δικά μας δεδομένα!

Από τις μικρές μουσικές σκηνές όταν πρωτοξεκίνησες, μέχρι το κατάμεστο Gazoo και τελικά σε ολόκληρη την Ελλάδα, πόσο έχεις αλλάξει μέσα από αυτή την αλλεπάλληλη έκθεσή σου στο κοινό;
Νομίζω καθόλου. Μπορώ να σου πω τις συνέπειες που είχε αυτή η έκθεση σε μένα, αλλά δε νομίζω ότι αυτές οι συνέπειες έφεραν κάποια αλλαγή. Σίγουρα είμαι πολύ πιο κουρασμένη σωματικά, με περισσότερο άγχος, πιο νευρική. Αλλά αυτά είναι πρακτικά θέματα και δεν έχουν επιφέρει καμία ουσιαστική αλλαγή σε μένα.

Γενικότερα, πόσο έχει αλλάξει η Νατάσσα Μποφίλιου μέσα στα χρόνια;
Κάτι που έχει αλλάξει είναι ότι είμαι πιο σίγουρη για το πού πηγαίνω. Αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την ηλικία, παρά με τη δουλειά. Εκεί εντοπίζω μια μεγάλη διαφορά. Νιώθω πιο σίγουρη και ευτυχής από ποτέ και αυτό είναι πράγματι μια μεγάλη αλλαγή. Ήμουν πολύ πιο ανασφαλής και κατά συνέπεια πιο δυστυχής απ’ ότι σήμερα. Και όταν λέω ότι ξέρω που πηγαίνω, δεν έχει να κάνει τόσο με τη δουλειά. Δεν ξέρω αν θα είμαι τραγουδίστρια σε τρία χρόνια από τώρα, ξέρω όμως ότι θα ήθελα να συνεχίσω να είμαι


Αυτές είναι οι δικές σου μέρες του φωτός, λοιπόν. Και ο δίσκος;
Αυτός ο δίσκος ήταν να μην γίνει. Είχαμε αποφασίσει ότι δε θα φτιάξουμε άλλη δουλειά γιατί δε μας έβγαινε καινούργιο υλικό. Σκέψου ότι μετά τα Εισιτήρια είχαμε φτιάξει μόνο ένα τραγούδι που τελικά δεν μπήκε καν στο δίσκο. Ξέρεις, μας λένε πολλές φορές ότι συνεργαζόμαστε γιατί είμαστε πολύ κολλημένοι ο ένας στον άλλον. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Είμαστε κολλημένοι ο ένας στον άλλον όσο είμαστε κολλημένοι με τα καλλιτεχνήματα που κάνει ο καθένας. Ακούω μουσικές του Θέμη, διαβάζω στίχους του Γεράσιμου και θέλω να τους τραγουδήσω. Κατ’ αυτή την έννοια, ναι, είμαι κολλημένη. Το ίδιο, φαντάζομαι, και τα παιδιά. Έχουμε όμως ακόμα την ικανότητα να διαχωρίζουμε την επιθυμία μας να συνεργαστούμε από την αντικειμενική πραγματικότητα, αν δηλαδή το υλικό που φέρνει αυτή η συνεργασία είναι κάτι καλό. Έτσι, είχαμε αποφασίσει ότι δε θα είναι αυτό το επόμενο βήμα μας. Εκείνη λοιπόν την περίοδο που είχαμε αποφασίσει να μη κάνουμε μαζί την επόμενη δουλειά μας, τη μέρα που τα συζητάγαμε αυτά, είχε φέρει ο Γεράσιμος κάποια γραπτά τα οποία δε σκεφτόταν να τα κάνει τραγούδια. Ήταν ορισμένα κείμενα περισσότερο πειραματικά, με μια περίεργη δομή που δεν πήγαινε το μυαλό σου ότι μπορούν να γίνουν τραγούδια. Μας τα έδωσε λοιπόν να τα διαβάσουμε για να του πούμε τη γνώμη μας.

Ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις σας;
Εγώ το πρώτο που διάβασα ήταν η Δεμένη και μ’ έπιασαν τα κλάματα. Μου χτύπησε μία πολύ ευαίσθητη χορδή, για άλλη μία φορά. Άλλωστε, του Γεράσιμου αυτή είναι η δουλειά του, να «καταστρέφει» τον κόσμο... Διάβασα και δυο - τρία ακόμα, τον Λοχαγό έρωτα, την Καρδιά πονάει όταν ψηλώνει και Τις τελευταίες μέρες. Μετά τα παίρνει ο Θέμης, τα διαβάζει, και δε λέει απολύτως τίποτα. Ούτε καν μας κοίταξε. Πληρώσαμε τον λογαριασμό στο μαγαζί που ήμασταν και φεύγοντας για να πάρουμε ταξί, ο Θέμης με τρόπο εντελώς κινηματογραφικό αρπάζει τα χαρτιά από το χέρι του Γεράσιμου, μπαίνει στο ταξί και φεύγει. Έστειλε ένα μήνυμα στις 12 το βράδυ που έλεγε: «ελάτε αύριο το απόγευμα στο σπίτι μου, έχω φτιάξει πέντε τραγούδια». Ολόκληρος ο κορμός από τις Μέρες του φωτός ήταν ήδη έτοιμος.

Και πώς προέκυψε η ανάγκη να μοιραστεί το υλικό σε δύο δίσκους;
Όταν όλο το υλικό άρχισε να παίρνει μορφή, διαπιστώσαμε ότι αυτά τα τραγούδια είχαν μέσα τους δύο εποχές. Από μόνα τους ζητούσαν μια διαχωριστική γραμμή, τόσο σε επίπεδο στιχουργικό και συνθετικό, όσο και ερμηνευτικό. Όπως τραγούδησα τη Δεμένη και τον Μονόλογο, δεν πήγα να τραγουδήσω τις Τελευταίες μέρες ή τις Μέρες του φωτός. Απ’ την άλλη, δε μπορούσα να φανταστώ τη Δεμένη χωρίς την μαντολινάτα, ούτε και στον ίδιο δίσκο με τις Μέρες του φωτός. Έτσι χωρίσαμε το δίσκο σε δύο πλευρές, σε Α’ και Β’, όπως γινόταν κάποτε. Σε δύο διαφορετικούς τρόπους, που και οι τρεις μας αυτές τις δύο πλευρές τις περιέχουμε. Ολοκληρώσαμε το υλικό του δίσκου πολύ γρήγορα, μέσα το πολύ σε ένα μήνα. Τελευταίο γράφτηκε το Εγώ μεγάλωνα για σένα, ενώ προσθέσαμε και δύο πολύ παλιότερα τραγούδια, το Ας βρέχει και το Έτσι είναι αυτά. Το Έτσι είναι αυτά είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψαν ο Θέμης και ο Γεράσιμος το 2004 χωρίς καν να είναι φίλοι. Θεωρήσαμε ότι επειδή αυτός ο δίσκος μάς ξαναέδεσε καλλιτεχνικά, σα να ξαναγνωριστήκαμε, τιμής ένεκεν το Έτσι είναι αυτά έπρεπε να έχει μια θέση στο δίσκο. Αβίαστα επίσης διαλέξαμε και τον τίτλο. Για πρώτη μας φορά, ξέραμε από την πρώτη στιγμή ποιος θα ήταν ο τίτλος. Όλες τις προηγούμενες φορές φτάναμε το κόβεται το cd, να πηγαίνει στην εκτύπωση κι εμείς ακόμα να μην έχουμε αποφασίσει τίτλο. Οι Μέρες του φωτός ξέραμε απ’ την αρχή ότι θα λέγονται έτσι. Όσο περνάει ο καιρός, συνειδητοποιώ ότι ήταν μια ενδόμυχη ευχή. Σα να λέμε, θα πετάξουμε μια ευχή και θα λυτρωθεί η καθημερινότητά μας.


Θα έρθουν πράγματι μέρες του φωτός ή θα μείνουν μία ανεκπλήρωτη ευχή;
Θα έρθουν. Κι αυτό, γιατί η ζωή από μόνη της είναι αισιόδοξη. Γιατί ξέρεις ότι όλα τα κακά κάποια στιγμή θα τελειώσουν, η ίδια η ζωή το οδηγεί αυτό. Κι αυτός ο κύκλος είναι σαν αυτό που λέει ο λαός μας: «θα περάσει»˙ και είναι αλήθεια, θα περάσει. Όλα περνάνε. Είναι πολύ λίγα πράγματα που δεν μπορείς να περάσεις από μέσα τους. Οπότε, θεωρώ ότι από μόνη της η ιστορία, μετά από σκληρούς πολέμους και φρικτές δυστυχίες, επιβεβαιώνει ότι ήρθαν καλύτερες μέρες για τους ανθρώπους.

Πως φαντάζεσαι αυτές τις μέρες;
Οι καλύτερες μέρες ανήκουν σε ανθρώπους που δεν είναι ίδιοι αλλά έχουν ίσες ευκαιρίες απέναντι στη ζωή. Αν όλοι μπορέσουμε να ‘χουμε όσο το δυνατόν πιο ίσες ευκαιρίες στην πρόοδο, τότε θα έχουν ήδη έρθει οι καλύτερες μέρες. Αυτό θα σημαίνει ότι θα είμαστε πιο έτοιμοι να μας συμβούν τα καλύτερα πράγματα, να γίνουμε καλύτεροι. Πιστεύω στις ιδέες που μας κρατούν και δίνουν νόημα στη ζωή μας, στις ιδέες που φτιάχνουμε κάθε μέρα. Στην ιδεολογία μας που δε χτίζεται από την τηλεόραση όπου θα δεις στα παράθυρα τέσσερεις πολιτικούς για να πας να ψηφίσεις ένα κόμμα. Το να είσαι ελεύθερος σημαίνει να έχεις απαλλαγεί από τον φθόνο, από το κυνήγι να κερδίσεις περισσότερα, γιατί έχεις καταλάβει ότι όλοι εργαζόμαστε για έναν κοινό σκοπό, για να γίνουν τα πράγματα καλύτερα. Αυτό από μόνο του σε εξισορροπεί. Είμαστε ακόμα μακριά, θ’ αργήσει πάρα πολύ να φτάσει η παιδεία μας σε τέτοιο επίπεδο, όμως θεωρώ ότι είναι ρεαλιστικό. Τα πράγματα θα φτάσουν τόσο χαμηλά και θα έχουμε τόσα προβλήματα που δε θα μπορούμε πια να ψάχνουμε αφορμές για να υπερισχύουμε των άλλων. Δε θα υπάρχει άλλος δρόμος.

Η δική σου γενιά έχει χαρακτηριστικά τέτοια που να την αναδείξουν πρωταγωνιστή σε μία τέτοια δύσκολη διαδικασία;
Είναι μια γενιά η οποία έχει μία αντιληπτικότητα καλύτερη σε σχέση με δύο γενιές πιο πριν, επειδή έχει ζοριστεί περισσότερο. Επειδή είμαστε παιδιά που μεγαλώσαμε με πολλές ανέσεις, θεωρώντας κάποια πράγματα δεδομένα, ξαφνικά βρεθήκαμε να μην έχουμε τίποτα. Όταν πια ήρθε η ώρα να εργαστούμε, διαπιστώσαμε ότι όλες οι σπουδές, τα μεταπτυχιακά, εφόδια που με άνεση απέκτησε ένα μεγάλο ποσοστό της γενιάς μου, δεν είχαν καμία αξία. Αυτομάτως τούτη η κατάσταση μας έβαλε σε μία διαδικασία να αναρωτηθούμε τι ήταν αυτό που άξιζε τελικά. Οι γνώσεις που αποκτήσαμε ήταν πραγματικές ή στείρες πληροφορίες; Σε τι μας χρησίμευσαν; Αυτό που θα σε κάνει ευτυχισμένο δε βρίσκεται στο ακριβό αυτοκίνητο, στο club, στις διακοπές στη Μύκονο και στη μεζονέτα στην Κηφισιά. Βεβαίως, μια χαρά είναι όλ’ αυτά˙ έγιναν όμως ο μοναδικός στόχος της ζωής μας. Μια γενιά που τη μεγάλωσαν με το όραμα της άνετης ζωής τελικά δε βρίσκει καν δουλειά.

Μου περιγράφεις μία γενιά υπό καθεστώς ισχυρού σοκ. Αρκεί αυτή η συνειδητοποίηση για να μετατραπεί σε δράση και να μη γίνει κατάθλιψη;
Πριν τη δράση έρχεται η κατάθλιψη. Η κατάθλιψη είναι μία φάση που οι άνθρωποι περνούν όταν συνειδητοποιούν την πραγματικότητα. Έτσι κι αλλιώς, από μόνη της η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή. Πιστεύω ότι κάθε συνειδητοποιημένος άνθρωπος δεν είναι αυτό που λέμε ευτυχής. Και αυτό είναι κάτι που ο καθένας το διαχειρίζεται όπως θέλει και όπως μπορεί. Άλλος το κάνει δράση και βάζει όλη του τη δύναμη κι όλο του το κουράγιο για να ανατρέψει καταστάσεις. Παλεύει, αγωνίζεται, πέφτει και σηκώνεται ξανά. Άλλος κάθεται σπίτι του, κλαίει και πονάει. Άλλος κάνει παιδιά για να νιώσει ότι είναι πιο ισχυρός απέναντι στη ζωή, ότι δεν είναι φθαρτός. Τώρα, αν η γενιά μου αυτό θα το χειριστεί σε συλλογικό επίπεδο παράγοντας δράση, αυτό δεν το ξέρω. Σίγουρα δεν είμαστε έτοιμοι για τις μεγάλες ανατροπές. Όμως προσωπικά πάντα στόχευα και εξακολουθώ να στοχεύω στο  ανώτερο˙ στοχεύω στο 10 για να πετύχω το 2. Σκέφτομαι, ζω, αγωνίζομαι στο τώρα, έχοντας όμως πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου πως όσο πιο πολύ αγωνίζομαι γι’ αυτό το τώρα, τόσο πιο γρήγορα θα έρθει και το μακρινό.

Η αγωνιστικότητά σου φάνηκε και στις πρόσφατη αναφορά σου στο twitter με αφορμή το περιβόητο «εγέρθητι» της Χρυσής Αυγής.
Τελείως αυθόρμητα, δίχως να σκεφτώ ότι είμαι τραγουδίστρια και αύριο θα είμαι είδηση ακόμα και στα πρωινάδικα - για να είμαι ειλικρινής, φανταζόμουν ότι αγνοούν και την ύπαρξή μου - έγραψα αυτό που ένιωθα. Γι’ αυτό και δε μπήκα στη διαδικασία να το εξηγήσω˙ γιατί πίστευα ότι σε αυτούς που απευθυνόμουν ήταν σαφές αυτό που ήθελα να πω. Ξέρεις, οι περισσότεροι νόμισαν ότι αναφερόμουν στο βιολογικό θάνατο, και αυτό με αιφνιδίασε. Άλλωστε, κάτι τέτοιο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα αντιφασιστικά μου ιδεώδη. Κι έγινε όλος αυτός ο κακός χαμός.

Είσαι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο και ήταν μάλλον λογικό να πάρει τέτοια έκταση.
Αυτό εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω. Στο λέω ειλικρινά˙ μου λένε «τώρα που έχεις γίνει διάσημη» και μου φαίνεται κάτι τόσο μακρινό και ξένο. Εγώ μέσα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία συνειδητοποίησα ότι δε θα αφήσω την ιδιότητά μου ως τραγουδίστρια να ισοπεδώσει την ιδιότητά μου ως άνθρωπο. Δε θα αφήσω την Μποφίλιου να ισοπεδώσει τη Νατάσσα. Η Νατάσσα έτσι νιώθει, έτσι εκφράζεται, αυτές τις καταβολές έχει, αυτό το χαρακτήρα και αυτά τα πιστεύω. Επίσης, νόμιζα ότι ζω σε μία κοινωνία όπου μπορείς να λες την άποψή σου ελεύθερα χωρίς να σου επιτίθενται με τον πιο χυδαίο τρόπο. Μα ο φασισμός καλλιεργείται συστηματικά μέσα στην ίδια την καθημερινότητα. Και δεν είναι η οικονομική κρίση που προωθεί τέτοια φαινόμενα, είναι η κρίση αξιών. Η αξία σε κάνει φασίστα, όχι η έλλειψη χρημάτων. Αυτά είναι πράγματα που τα θεωρώ πολύ βασικά. Πάντως, αν νιώσω ξανά κάποια στιγμή ότι θέλω να πω κάτι, θα το πω όπως ακριβώς το νιώθω.


Να γυρίσουμε ξανά στο δίσκο. Παρατηρεί κανείς από άποψη θεματολογίας, ότι τα τραγούδια επιχειρούν μια ενδοσκόπηση, μια βουτιά στο μέσα. Η Δεμένη, ο Μονόλογος, Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει
… και το Δωμάτιο, ένα τραγούδι που λατρεύω. Και ακριβώς ο τρόπος που είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, πολύ έξυπνα από τον Γεράσιμο, σε τοποθετεί σε μία απόσταση και βλέπεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Η δική μας γενιά μεγάλωσε μέσα στο δωμάτιό της με τα βιβλία και τα cd της, μιας δεν έπαιξε ποτέ σε αυλές. Φτάσαμε 30 χρονών ζώντας ακόμα στο παιδικό μας δωμάτιο με τα βιβλία και τα cd που κάποιος άλλος τα πληρώνει αλλά δε μας αφήνει να βγούμε στο φως. Έτσι και ο ήρωας του συγκεκριμένου τραγουδιού έχει ανάγκη να ξεφύγει, νιώθει να τον πλακώνει όλο αυτό το πράμα και κάνει ένα ταξίδι «αστρικό», σπάει την οροφή «και τον έστειλε στα σύννεφα καρφί». Και σε άλλα τραγούδια υπάρχουν χαρακτήρες που το παλεύουν. Ας πούμε, στη Δεμένη παραδίνεσαι στον επόμενο. Φεύγεις από τον πατέρα και τη μητέρα σου και έρχεται η σχέση για να παραδοθείς σ’ αυτήν. «Μια στο βοσκό, μια στο μαντρί και μια στο λύκο».

Εσύ που ανήκεις; Στο βοσκό, στο μαντρί ή στο λύκο;
Έχω υπάρξει κτήμα και του βοσκού, και στο μαντρί και στο λύκο. Αλλά είναι έτσι ο χαρακτήρας μου και η φύση μου που ακόμα και όταν ήμουν σε ένα απ’ τα τρία, πάντα το αμφισβητούσα. Διεκδικούσα την ελευθερία μου, πολλές φορές με λάθος τρόπο και φυσικά με λάθος αποτέλεσμα. Τώρα πια, στα 29 μου χρόνια νομίζω ότι είμαι πιο ελεύθερη από ποτέ. Συνειδητοποίησα ότι τελικά και ο βοσκός, και το μαντρί και ο λύκος είναι μόνο στο μυαλό σου και στα όρια που βάζεις εσύ σε σένα. Τα υπόλοιπα είναι ένα άλλοθι. Οι άλλοι είναι πάντα το πιο ισχυρό άλλοθι. Προφανώς, κάτι κι εγώ κάλυπτα με το να ανήκω κάπου. Τώρα αισθάνομαι ότι ανήκω στον εαυτό μου περισσότερο από ποτέ. Δεν ξέρω, μπορεί και να κάνω λάθος,  μπορεί να είναι μια ψευδαίσθηση. Αλλά αυτή μου η αίσθηση ή η ψευδαίσθηση με έχει κάνει πιο σίγουρη και πιο ευτυχή. Και αυτό δεν έχει να κάνει με την επαγγελματική μου καταξίωση.

Έχεις δώσει πολλές συνεντεύξεις. Αλήθεια, υπάρχει κάποια ερώτηση που θα περίμενες αλλά δε σου έχει κάνει ποτέ κανείς;
Να μια ωραία ερώτηση! Κάτι γενικό που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι δε με ρωτούν για την προσωπική μου ζωή. Αυτό το βρίσκω πολύ θετικό, γιατί κατάφερα να χρειάζεται να απαντώ σε πράγματα πιο σημαντικά από την προσωπική μου ζωή. Απ’ την άλλη, αυτό υποδηλώνει έναν σεβασμό. Δεν έχω αισθανθεί ούτε από το κοινό, ούτε από τους ανθρώπους που μου έχουν πάρει συνεντεύξεις ότι κάποιος προσπαθεί να επέμβει σε τομείς που θεωρώ απόλυτα προσωπικούς. Κι αυτό είναι μια μικρή νίκη μου.
Πάντως, πράγματι υπάρχει μία ερώτηση που θα περίμενα να μου έχουν κάνει και δεν μου έχει γίνει ποτέ. Θα μου επιτρέψεις όμως να μη σου την πω. Αν ποτέ μου την κάνουν, θα αναγκαστώ να πω ψέματα.

----------------------------------
Δεμένη (σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου, από τις Μέρες του φωτός)

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

2 χρόνια MusicPaper.gr


Με αφορμή τα δύο χρόνια από την «έκδοσή» του, το μουσικό...φύλλο Musicpaper.gr διοργανώνει μία μεγάλη συναυλίαμε 14 καλλιτέχνες που καλύπτουν τρεις μουσικές γενιές, την Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου στο Fuzz, με εισιτήριο μόνο 12 ευρώ. Επί σκηνής θα συμπράττουν ανά δύο (συνθέτης - ερμηνευτής), σε μια συναυλία όπου τα τραγούδια θα ακουστούν με ένα πιάνο ή μια κιθάρα, και μια φωνή. Δηλαδή, έτσι όπως γράφονται. Άλλωστε, η σχέση συνθέτη - ερμηνευτή είναι μια από τις πιο δύσκολες, πολύπλευρες, ουσιαστικές και καθοριστικές σχέσεις για την τελική «τύχη» ενός τραγουδιού.

Συμμετέχουν:
Θάνος Μικρούτσικος – Ρίτα Αντωνοπούλου
Γιώργος Ανδρέου – Χρήστος Θηβαίος
Θέμης Καραμουρατίδης – Νατάσσα Μποφίλιου
Κώστας Λειβαδάς – Ελένη Τσαλιγοπούλου
Παναγιώτης Καλαντζόπουλος – Γιώτα Νέγκα
Χρίστος Θεοδώρου – Βικτωρία Ταγκούλη
Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης – Μαρία Παπαγεωργίου


Πειραιώς 209 & Πατρ. Ιωακείμ 1
Πέμπτη 20.12.2012 | 20:30
Γενική είσοδος: 12 ευρώ
Προπώληση: PUBLIC: Σύνταγμα | Πειραιάς | Mall (από Τρίτη 4 Δεκεμβρίου)
 

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

«Αγαθόν το εξομολογείσθαι» (3): Βούλα Σαββίδη

Ό,τι ακολουθεί δεν είναι απλώς μια συνέντευξη χωρίς ερωτήσεις, παρά πρώτη ύλη για τον αστρονόμο του μέλλοντος. Σε έναν άλλον πλανήτη, εκατομμύρια έτη φωτός μακριά, σε έναν άγνωστο μελλοντικό χωροχρόνο, αυτός ο αστρονόμος θα μελετήσει κάποτε την εκτυφλωτική έκρηξη ενός υπερκαινοφανούς αστέρα. Οι συντεταγμένες του άστρου, κάπου μεταξύ Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Και το όνομα αυτού: Βούλα Σαββίδη.

Εμφανίζεται στη δισκογραφία το 1971 πλάι στο Χρήστο Λεοντή, ερμηνεύοντας δύο τραγούδια στο δίσκο «12 παρά 5». Το 1974, η φωνή της συμπλέει με τη ματιά του Χατζιδάκι πάνω στο ρεμπέτικο με «Τα Πέριξ». Ο ίδιος ο Χατζιδάκις βασίζει πάνω της ένα μεγαλόπνοο εγχείρημα: «Γι' αυτό κι εγώ με τα ‘ΠΕΡΙΞ’, αρχίζοντας να επιλέγω και να τοποθετώ τα εβδομήντα, ίσως κι ογδόντα πιο όμορφα τραγούδια της λαϊκής μας τούτης μουσικής περιοχής, επιχειρώ να τα μεταφέρω μες από μια αυθεντικά γυναικεία μορφή, λαϊκή ζωγραφιά μετέωρη στον κήπο του Βοτανικού ή στο Μπαξέ -Τσιφλίκι, μαστορικά ζωγραφισμένη από τον Μόραλη, με την φωνή ενός κοριτσιού από τη Θεσσαλονίκη που ονομάζεται Βούλα Σαββίδη». Δυστυχώς για όλους μας, το σχέδιο αυτό δεν θα έχει ποτέ την ανάλογη συνέχεια.

Ακολουθεί η συνεργασία με τον Μίμη Πλέσσα στα «Χαμένα χρόνια», το 1977, όπου η Βούλα Σαββίδη ερμηνεύει τα πέντε από τα έντεκα τραγούδια του δίσκου. Κι ύστερα, μέχρι τις αρχές του ’90, μεσολαβεί η απόλυτη, η τρομακτικότερη, η πιο εκκωφαντική σιωπή. Επανέρχεται την περίοδο 1992-1996. Το ρεύμα του έντεχνου που μόλις γεννιέται θα τη βρει εντός του, στο ερμηνευτικό τιμόνι τριών σημαντικών δίσκων: «Το φίλημα του χρόνου», «Καινούργια ρούχα», «Αλκυονίδα μέρα». Στο τραγούδι «Κι όλο μου λες», ένα από τα πολύ μεγάλα εκείνης της περιόδου σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου και μουσική Τάσου Γκρους, η ίδια τραγουδά: «Τ’ απόγευμα τρελαίνεσαι κι έξω στους δρόμους βγαίνεις / το σούρουπο μαζεύεσαι και σαν φλογίτσα τρέμεις».

Αναζητούσαμε εδώ και καιρό την τρεμάμενη φλογίτσα της Βούλα Σαββίδη, και τελικά συναντήσαμε φλογοβόλο. Σε μια σύντομη κάθοδό της από τη Θεσσαλονίκη, τη συναντήσαμε απόγευμα και φτάσαμε κουβεντιάζοντας ως αργά τη νύχτα. Δεν πήγαμε σ’ αυτήν ψάχνοντας για φετίχ, είδωλα και «καταραμένους» μύθους· χορτάσαμε από τέτοιους. Την προσωπική της μαρτυρία και τη συγκλονιστική της φωνή ζητήσαμε, και μας τις χάρισε απλόχερα και τις δύο. Την ευχαριστούμε θερμά.

Μ. Γκαρτζόπουλος - Η. Οικονόμου

(Το κείμενο δημοσιεύεται παράλληλα και στο ιστολόγιο Μουσικά Προάστια)
-------------------------
.

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Η αφετηρία μου είναι σαν τα παραμύθια. Ήμουν ανακάλυψη του Λαμπρόπουλου, ο οποίος όντας κράτος εν κράτη ήρθε και με πήρε κυριολεκτικά απ’ το σπίτι μου 17 χρονών παιδί. Τότε πίστευα ότι θα σπουδάσω, καθώς ήμουν μια πολύ καλή μαθήτρια με κλίση προς τα φιλολογικά. Δεν ανήκω σε εκείνες τις περιπτώσεις που έλεγαν ότι «από μικρή ήθελα να γίνω τραγουδίστρια». Ήρθαν τα πράγματα πολύ ξαφνικά, αλλά τελικά πήγα εκεί που έπρεπε να πάω. Δεν λοξοδρομείς· τα πράγματα θα σε πάνε εκεί που πρέπει.

Ένας κουμπάρος μας είχε ένα συγκρότημα και τους είχαμε παραχωρήσει ένα μικρό δωματιάκι για να κάνουν πρόβες. Εγώ τότε μπερδευόμουνα στις πρόβες τους κι έτσι, εντελώς τυχαία, βρέθηκα να τραγουδάω ερασιτεχνικά. Πήγαμε κάποια στιγμή για πρόβα σε ένα μαγαζί στην Θεσσαλονίκη, το Minuite, επειδή εκεί υπήρχαν τα όργανα και κάναμε μια πρόβα ερασιτεχνική γιατί θα παίζαμε κάπου στην Κατερίνη. Στο μαγαζί τραγουδούσε εκείνη την εποχή ο Μητσιάς – τότε ήταν φαντάρος – ο Δημήτρης Ζεβγάς και η Σοφία Διαμαντή, η οποία αργότερα τραγούδησε στην «Εκδίκηση της γυφτιάς» και στα «Δήθεν» και τότε ήταν ακόμα φοιτήτρια. Αυτό ήταν το σχήμα. Ήταν ένα μαγαζί όπου έπαιζε από νωρίς ένα ροκ συγκρότημα και μετά είχε λαϊκό πρόγραμμα αλλά με πολύ ποιοτικό κοινό, κάτι αντίστοιχο με τις μπουάτ. Έτσι ξεκίνησε, σαν ένα αστείο! Ξεκίνησα την πρόβα, και ξαφνικά βρέθηκα να τραγουδάω στο μαγαζί με τον Μητσιά και το υπόλοιπο σχήμα. Τις πρώτες μέρες μαθαίνει ο Λαμπρόπουλος ότι υπάρχει μία φωνή που πρέπει να την ακούσει, ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, κι έτσι ξεκίνησαν όλα.

Τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Επένδυαν αν έβλεπαν μία φωνή που αξίζει τον κόπο - και δε μιλάω για μένα, μιλάω γενικά. Στην πορεία των χρόνων, τα πράγματα εξελίχθηκαν με τρόπο τέτοιο ώστε ό,τι είναι ξεχωριστό, ιδιαίτερο, πάνω από τον μέσο όρο, το αφανίζουμε γιατί μας χαλάει τις ισορροπίες. Πριν δε συνέβαινε αυτό. Σταδιακά, η πιάτσα άρχισε να αγριεύει, κι αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό την δεκαετία του ’90. Μεταπολιτευτικά, κάτι διασωζόταν ακόμη.

Ο Λαμπρόπουλος μου κάνει συμβόλαιο πριν καν κάνω δοκιμαστικό στο στούντιο. Δεν έχω συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας μου, καθώς όλα αυτά συμβαίνουν το 1971. Έτσι κατεβαίνω από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και γνωρίζω τον Χρήστο Λεοντή. Είχε πει ο Λεοντής στον Λαμπρόπουλο ότι δε θέλει να δουλέψει με καθιερωμένες φωνές, του βάζει εκείνος να ακούσει κάποιες, αλλά δεν του άρεσαν. Ο Λαμπρόπουλος, ο οποίος είχε μια ταινία με τη φωνή μου από δοκιμαστικά στο γραφείο του, τού λέει: «έλα λίγο επάνω να σου βάλω να ακούσεις κάτι». Και με το που ακούει τη φωνή μου λέει ο Λεοντής: «αυτή θέλω». Κάτι γίνεται όμως, και λίγο καιρό μετά φεύγει από τον Λαμπρόπουλο και πάει στην Philips, αλλά συνέχισε να θέλει τη φωνή μου για εκείνα τα τραγούδια. Τραγουδάω εκείνη την εποχή στο Ζουμ και έρχεται ο Λεοντής με έναν παραγωγό της Columbia. Με φωνάζει το γκαρσόν και μου λέει: «σε θέλουν δύο κύριοι». Έτσι έγινε η πρώτη δισκογραφική μου εμφάνιση, με τη συμμετοχή μου σε δύο τραγούδια στο δίσκο «12 παρά 5» του Λεοντή.

ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
Κάθομαι με τον αδερφό μου σε ένα cafe στο Μουσείο και είμαι σε μία φάση να τα παρατήσω και να φύγω. Λέω: «δεν είσαι εσύ γι’ αυτό τον χώρο, υπάρχει αγριότητα…» και βλέπω στην εφημερίδα «Τα Νέα» ένα μικρό πλαίσιο: «Ο Μάνος Χατζιδάκις ζητάει νέες φωνές για ακρόαση». Μου λέει ο αδερφός μου, «δεν πας;». Εγώ ήμουν απ’ την αρχή αρνητική. Επιστρέφοντας στο σπίτι, άλλαξα γνώμη. Πήγα λοιπόν στην ακρόαση, όπου τραγούδησα το «Η πίκρα σήμερα» και με συνόδεψε στο πιάνο ο Τάσος Καρακατσάνης. Το επίπεδο των παιδιών που είχαν πάει ήταν πολύ υψηλό. Στην επιτροπή ήταν ο Χατζιδάκις, η Κική Μορφονιού, ο Βασίλης Τενίδης… Θυμάμαι ότι είχε στεγνώσει το στόμα μου, ήμουν πάρα πολύ κακή, και είπα μέσα μου «εντάξει, το έχασα το παιχνίδι». Φεύγω με το κεφάλι σκυφτό, αφήνω τα στοιχεία μου, και στην έξοδο με προλαβαίνει η Κική Μορφονιού και μου λέει, «Βρε κούκλα μου, έχεις ωραία φωνή, είναι κρίμα. Αν έρθεις την άλλη φορά βάλε κάτι, νερό, λεμόνι, για να βοηθηθείς». Εγώ την άκουγα και δεν την άκουγα την ίδια στιγμή, καθώς είχα μια βεβαιότητα ότι αποκλείεται να με ξανακαλέσουν.

Την επόμενη μέρα χτυπάει το τηλέφωνό μου. Νομίζω ότι ήταν ο Τενίδης - δεν είμαι βέβαιη - και με ρωτάει: «μπορείτε να ‘ρθείτε ξανά;». Εγώ δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Στο σπίτι ο Βαγγέλης, ο άντρας μου, προτείνει: «Δεν του λες ένα λαϊκό, ένα ρεμπέτικο;». «Μα καλά», είπα εγώ, «θα πάω στον Χατζιδάκι και θα του πω λαϊκό ή ρεμπέτικο;». Φτάνοντας εκεί το ξανασκέφτηκα. Όταν ήρθε η σειρά μου – ήμασταν πολύ λιγότερα παιδιά από την πρώτη ακρόαση, προφανώς είχε γίνει ένα πρώτο ξεσκαρτάρισμα – λέω «κύριε Χατζιδάκι να σας πω ένα ρεμπέτικο;». Με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω και μετά από μια σιωπή δευτερολέπτων μου λέει, «πες», αλλά με βαριά καρδιά. Και ξεκινάω το «Μάνα μου γιατί να με γεννήσεις»· δεν ξέρω κι εγώ πώς μου ήρθε εκείνη τη στιγμή. Βλέπω τον Χατζιδάκι, από την πρώτη στροφή, να έχει σηκωθεί από τη θέση του, να έχει έρθει μπροστά μου και να επαναλαμβάνει: «μη σταματάς, μη σταματάς». Είπα έτσι τρία τραγούδια.

Αμέσως εντάχθηκα στο πρόγραμμα του Πολύτροπου, το οποίο ήταν ενιαίο και περιελάμβανε τις «Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς», τον «Οδοιπόρο, το Μεθυσμένο κορίτσι και τον Αλκιβιάδη», και εμβόλιμα είχε το δικό μου μέρος με ρεμπέτικα. Ήμουν μία φιγούρα του Μόραλη σε σκηνικά του Χαρατσίδη. Με είχε τοποθετήσει μέσα στον κόσμο, τραγουδούσα ανάμεσα στα τραπέζια. Ήμουν τότε πολύ μικρή σε ηλικία, και έπρεπε στις παραστάσεις να μεταφέρω και το κλίμα της εποχής του ρεμπέτικου κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μόραλη. Αυτή η συνεργασία είχε τελικά ως αποτέλεσμα τον δίσκο «Τα Πέριξ». Μετά το Πολύτροπο τραγούδησα ξανά Χατζιδάκι στο Σκορπιό, όπου έλεγα ορισμένα τραγούδια από τον «Μεγάλο Ερωτικό».
.

Ο Χατζιδάκις είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο. Ήταν ευχή και κατάρα ταυτόχρονα: ευχή γιατί καταλάβαινες τι είναι τέχνη σε υψηλό επίπεδο, και κατάρα γιατί όταν έφευγες απ’ αυτόν αντιλαμβανόσουν πόσο διαφορετικά ήταν τα μεγέθη. Είναι δίκοπο μαχαίρι. Στη δική μου περίπτωση - που ουσιαστικά από εκείνον ξεκίνησα - τι θα μπορούσα άραγε να κάνω μετά από ένα τέτοιο ξεκίνημα; Αυτό που αγάπησα πολύ ήταν η γενναιοδωρία του. Δε θα μιλήσω για το πνευματικό του επίπεδο, μέσω του οποίου πήρα πράγματα, ρούφηξα πράγματα. Έπρεπε βέβαια να έχεις κι εσύ κάποια στοιχεία, να μπορείς να διακρίνεις κάποια πράγματα. Θα μπορούσα να περάσω από δίπλα του χωρίς να καταλάβω τίποτα. Ήταν χαρά Θεού να δουλεύεις με τον Χατζιδάκι.

ΟΤΑΝ ΣΥΜΒΕΙ ΣΤΑ ΠΕΡΙΞ
Η ηχογράφηση των «Πέριξ» έγινε ζωντανά, τραγουδώντας μαζί με την ορχήστρα και όχι play back. Αυτή ήταν μια συνειδητή επιλογή του Χατζιδάκι. Το «Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά», για παράδειγμα, έγινε μια κι έξω. Μια φορά το είπα μαζί με την ορχήστρα κι έτσι μπήκε στο δίσκο. Ο Χατζιδάκις δεν παρενέβη καθόλου, καμία στιγμή δε μου είπε πώς να τραγουδήσω. Και τι ορχήστρα! Η εθνική Ελλάδος. Ο Καρακατσάνης, ο Φάμπας, ο Ζουγανέλης, ο Ροδουσάκης, η Κρίθαρη.
.

Κατ’ αρχήν ήταν να βγει μια σειρά από δίσκους με συνολικά 70 ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία ο Μάνος ήθελε να καταγραφούν με τη φωνή μου. Τα «Πέριξ» ήταν ο πρώτος δίσκος αυτής της σειράς. Τώρα, γιατί δεν προχώρησε… θυμάμαι πως είχαν προκύψει διάφορα κολλήματα και από κάποιους κληρονόμους των τραγουδιών, κάτι με τα ποσοστά, και ο Χατζιδάκις που δεν μπορούσε αυτά τα μίζερα πράγματα εγκατέλειψε την προσπάθεια. Μετά από τόσα χρόνια δεν είμαι σίγουρη αν αυτή ήταν η αιτία, όμως σίγουρα έπαιξε κι αυτό τον ρόλο του.

Ακόμα και τώρα μου αρέσει να τραγουδάω ανάμεσα στον κόσμο, και απεχθάνομαι τους μεγάλους χώρους. Όταν μιλάω με τους ανθρώπους τους κοιτάω στα μάτια, κάτι που άλλοι αποφεύγουν. Έτσι είμαι και με το κοινό, θέλω να το αισθάνομαι γιατί του είμαι ευγνώμων. Είναι απίστευτη η σχέση που έχω μαζί του· λείπω για χρόνια, βγαίνω ξανά, και είναι σα να μην έχω λείψει ούτε μια μέρα. Είναι απίστευτο. Κάθε φορά που θα βγω να τραγουδήσω στον κόσμο το κάνω με σκοπό να μεταλάβουμε. Το κοινό το αισθάνομαι συνωμότη μου. Νιώθω ότι αυτό που συμβαίνει είναι μια όμορφη συνομωσία ενάντια σε όλο αυτό το σκουπιδαριό που μας πνίγει.

Στη σκηνή όταν είσαι αληθινός σε οδηγεί η ίδια η μουσική, το ίδιο το συναίσθημα. Ποτέ δε σκέφτηκα πραγματικά ότι έχω εγκαταλείψει το τραγούδι, θα ήταν σα να μου αφαιρείς το οξυγόνο. Όταν πια φεύγω από μία μουσική παράσταση μού μένει αυτό που συνηθίζω να ονομάζω «η μοναξιά του ταξί». Είναι η στιγμή που μπαίνω σε ένα ταξί με έναν άγνωστο, έχω αδειάσει τελείως, ανυπομονώντας να φτάσω στην ασφάλεια του σπιτιού μου, και με τη σιωπή να κρατάει όσο και η διαδρομή.

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Το να πω ότι ένας άνθρωπος είναι λαϊκός είναι για μένα ένας τίτλος τιμής. Είναι ο άνθρωπος ο ανεπιτήδευτος, ο ακατέργαστος, ο ατόφιος· πολύ σπάνιο αυτό. Έτσι είναι και με το τραγούδι, το λαϊκό τραγούδι έχει αμεσότητα. Τα τραγούδια του Χατζιδάκι είναι λαϊκά, κι εγώ αισθάνομαι λαϊκή. Κάποιοι ταυτίζουν ακόμα και σήμερα το λαϊκό με κάτι υποδεέστερο, αμόρφωτο. Δεν είναι έτσι· είναι τίτλος τιμής να είσαι λαϊκός.

Τα ρεμπέτικα καθόρισαν τότε μια εποχή, και κουβαλάνε και την καθαρότητα εκείνης της εποχής. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε το ρεμπέτικο ήταν ένα είδος περιθωριακό, εξέφραζε μια κοινωνική τάξη που τότε θεωρείτο λούμπεν. Αργότερα μπήκε στα σαλόνια. Η αλήθεια τους είναι εκείνη που τούς έδωσε διάρκεια μέσα στο χρόνο. Ο χρόνος είναι αυτός που αξιολογεί και τοποθετεί κάθε πράγμα στη θέση του, και το ρεμπέτικο το τοποθέτησε εκεί που του άξιζε.

Αγαπάω πολύ τη φωνή του Καζαντζίδη, ακόμα και στα λυγμικά του. Ένα μέρος του κοινού τότε έδειχνε να απορεί, είναι όμως τα βιώματά μου. Μικρή έστηνα αυτί στην απέναντι οικοδομή για να ακούσω τη φωνή του Καζαντζίδη από το μικρό τρανζιστοράκι που είχαν οι εργάτες όταν δούλευαν. Και η Βιτάλη είναι για μένα μία σπουδαία φωνή. Στους νέους καλλιτέχνες και ερμηνευτές θα έλεγα κυρίως να είναι στέρεοι σε αυτό που πιστεύουν. Και το εννοώ γενικότερα, και όσον αφορά τον κώδικα αξιών, και αυτό που θέλουν να υπηρετήσουν· να μην παλινδρομούν.

Τραγουδάω όπως μιλάω. Αισθάνομαι κυρίαρχη, με μια τεράστια δύναμη, κι απ’ την άλλη είμαι δυστυχής. Ενώ η φωνή μου μού προσφέρει μία ανάταση, με προσγειώνει ανώμαλα η ασχήμια γύρω μου. Πάντως, μέσα στα χρόνια παρέμεινα φυσιολογική, χωρίς φκιασίδια. Δεν έχω χάσει το παιδί που είναι μέσα μου, κι αυτό με ισορροπεί. Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω, αλλά τα ωραιότερα ταξίδια που έχω κάνει είναι του μυαλού. Η φαντασία είναι το πιο πραγματικό μέρος του ανθρώπου.

Από τα «Πέριξ» με έχει στιγματίσει πολύ το τραγούδι «Χαράματα η ώρα τρεις». Από τους τρείς νεότερους δίσκους, τα τραγούδια που αγάπησα ιδιαίτερα είναι πολλά: «Όλο μου λες», «Αυτό που δεν κατάφερα», «Θα γίνω», «Καινούργια ρούχα». Το «Κι όλο μου λες» μου τονίζει τη ματαιότητα, το άμετρο των ανθρώπων: αν οι άνθρωποι συνειδητοποιούσαν πόσο γρήγορο είναι το πέρασμά μας, θα ήταν πιο άνθρωποι.
.

ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ
Μεγάλωσα στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, το σπίτι μου είναι απέναντι απ’ τη Μονή Λαζαριστών. Εκεί ήταν τα τζουκ-μποξ απ’ όπου άκουγες λαϊκές φωνές: Καζαντζίδη, Διονυσίου, Καίτη Γκρέυ, Γαβαλά. Στα 14 μου, έρχεται από τον αδερφό μου στη Νότια Αφρική ένας μικρός θησαυρός! Ένα βαλιτσάκι με δίσκους: Beatles, Rolling Stones, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Dean Martin, Sammy Davis, Frank Sinatra, Virginia Lee κλπ. Έτσι αρχίζει να διευρύνεται ο μουσικός μου ορίζοντας και τα ακούσματά μου. Στο σπίτι μας δε θυμάμαι να ακούγαμε και πολύ μουσική. Ο αδερφός μου ήταν ποδοσφαιριστής τους ΠΑΟΚ, ερχόμουν από ένα σπίτι στο οποίο εκτός από αθλητικές εφημερίδες δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ήταν ένα περιβάλλον με ανθρώπους νοικοκυρεμένους, με καλοσύνη, αλλά εγώ προφανώς ήμουν έξω απ’ όλ’ αυτά. Αυτό το βαλιτσάκι λοιπόν ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι για μένα. Και βιβλίο στα 14 μου έπιασα πρώτη φορά, από μόνη μου.

Στη Θεσσαλονίκη επέστρεψα το 1981 κι από τότε όλο ξαναγύριζα, αν και τους χειμώνες έμενα περισσότερο στην Αθήνα. Εδώ στην Αθήνα είναι η ψυχή μου. Παρόλο που στη Θεσσαλονίκη είναι κάτι παρέες… όπως σε ένα μέρος στις όχθες του Αξιού που μαζευόμαστε με κιθάρες και μπουζούκια. Μόνο στη Θεσσαλονίκη θα τα βρεις αυτά… είναι οι άνθρωποι πιο ζεστοί, της παρέας.

Από πολύ νωρίς έκανα οικογένεια και μοιράστηκα ανάμεσα στην οικογένεια και στο τραγούδι. Πέρα από τραγουδίστρια, υπήρξα παράλληλα η κλασική περίπτωση μάνας και συζύγου. Την εποχή του Πολύτροπου γεννήθηκε και ο γιός μου, ο Σταύρος. Ο ερχομός μιας νέας ζωής σε ωθεί να βάλεις σε δεύτερη μοίρα τον εαυτό σου. Είναι μια άσκηση ζωής αυτή! Εσύ είσαι πλέον πιο πίσω, και η δική σου η ζωή έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Δεν έχω πάψει να αισθάνομαι έτσι ακόμα και σήμερα.

Ο άντρας μου, ο Βαγγέλης Κόλκας, αποτέλεσε σχολή του μέτρου, της ηθικής και της σεμνότητας. Πιο ακομπλεξάριστος άνθρωπος δεν υπήρχε, ούτε πιο ελεύθερος. Από 16 χρονών παιδί ήμουν με το σύζυγό μου. Είχε μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα και για αυτό είχε τον απόλυτο σεβασμό μου. Ακουμπούσα πάνω του. Υπήρχε απέραντος σεβασμός και εκτίμηση του ενός για τον άλλον· σεβόμουν την ελευθερία του, σεβόταν τη δική μου. Ό,τι με έκανε εμένα ευτυχισμένη έκανε κι εκείνον, και δεν υπήρχαν εγωισμοί και ανασφάλειες. Ο Ρασούλης μάλιστα, έχει γράψει κι ένα τραγούδι για τον Βαγγέλη. Το έδωσε στον Καζαντζή και μάλιστα χωρίς να μου πει τίποτα. Αρκετό καιρό μετά μου το αποκάλυψε.

Φίλους είχα και έχω πολλούς. Ένας από τους καλύτερούς μου φίλους ήταν ο Γιάννης Ζουγανέλης ο τουμπίστας. Και ο Μπουρμπούλης, ο Κοροβίνης, ο Μπουκάλας, ο Μητρόπουλος, ο Δημήτρης Λέκκας, ο Ρασούλης, ο Μοσκώφ, ο Κουράκης, κι άλλοι πολλοί. Ο Τάσος Γκρους είναι ένας εξαιρετικός επιστήμονας και άνθρωπος, με άποψη. Δεν έχει και πολλή σχέση με το χώρο ως νοοτροπία και πρακτική. Με αυτούς τους ανθρώπους κολλάω περισσότερο.

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΝΟΧΗ
Εδώ και πολύ καιρό έχω ανάγκη τη φύση, να ακούω το θρόισμα των φύλλων, τη σιωπή. Δεν παρακολουθώ πολύ τα μουσικά πράγματα. Επειδή η μουσική αναμοχλεύει μνήμες, επιθυμίες, λόγω του πένθους - έχασα πρόσφατα τον σύζυγό μου - δεν ακούω πολύ μουσική. Και γενικότερα, επιδίωξα να μη βάλω σκουπίδια στη ζωή μου. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό… σίγουρα πάντως δε σημαίνει ότι είμαι αποκομμένη από το τι συμβαίνει γύρω μου ή ότι δεν έχω συναίσθηση της πραγματικότητας. Δε θέλω σε καμία περίπτωση να είμαι ισοπεδωτική· σποραδικά γίνονται ωραία πράγματα. Απλά, συνήθως αυτά δεν τ’ ακούς και πρέπει εσύ ο ίδιος να τα ανακαλύψεις. Όλοι αυτοί που τους παρουσιάζουν σαν σπουδαίους… δεν αρκεί μια ωραία φωνή. Πρέπει να υπάρχει το duende, το θείο και το δαιμόνιο, κι όλα αυτά να σε μεταλλάσσουν.
.
Η αποστολή της τέχνης είναι να σου ταρακουνάει το συνειδησιακό βόλεμα. Όταν έρχεσαι σε επαφή μαζί της, με οποιαδήποτε μορφή τέχνης, τότε αυτή σου αναδεικνύει τα καλά σου στοιχεία. Σε ταρακουνάει, αρχίζεις να σκέφτεσαι. Κάνοντας μία αναδρομή για να δούμε πότε υπήρξε άνθιση των τεχνών σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπεραίνουμε ότι κάτι τέτοιο γίνεται νομοτελειακά, όπως στη δεκαετία του ’60. Τώρα ζούμε μια περίοδο στασιμότητας.

Η πολιτική δεν είναι κάτι απλό, είναι η επιστήμη της καθημερινότητας, το πώς θα κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη. Οι σύγχρονοι πολιτικοί το έχουν αυτό υπ’ όψιν τους; Αμφιβάλω. Έχουμε μόνο επαγγελματίες του είδους. Νοιάζονται για τον λαό; Ο λαός επιστρέφει ξανά στα ίδια πρόσωπα, στις ίδιες εξουσίες, γιατί είναι τρομοκρατημένος. Δεν ξέρει ποια οδό να ακολουθήσει, βρίσκεται σε σύγχυση. Και φυσικά, έχουμε τους αρχιερείς της προπαγάνδας και της λοβιτούρας, τις προοδευτικές μουσίτσες που είναι ακόμα πιο επικίνδυνες. Τα δόγματα εξαπατούν τον άνθρωπο, δημιουργούν φόβο, εξάρτηση, είναι μια μορφή εξουσίας. Μόνο μες στην ελευθερία μπορείς να βρεις την προσωπική σου αλήθεια. Το ζητούμενο για όλους είναι να βρουν τη γαλήνη, την αρμονία. Η εμπλοκή με την εξουσία είναι για να νιώθουν κάποιοι ασφαλείς, για να υπάρχουν.

Αισθάνομαι κατά κάποιο τρόπο αναρχική, με την έννοια ότι δε θέλω να υπακούω σε καμία μορφής εξουσία. Είμαι έτσι φτιαγμένη που η ίδια μπορώ να διαφυλάξω και τον εαυτό μου και τους άλλους, σέβομαι εμένα και τους γύρω μου. Ο αναρχικός δεν είναι το σύστημα που χρησιμοποιεί τα δέκα παιδάκια που σπάνε τις βιτρίνες· ο αναρχικός πάνω απ’ όλα σέβεται τον συνάνθρωπό του. Αναρχικός σημαίνει ελεύθερος. Δε θέλω να υπακούω στα δικά τους προγράμματα.

Έκανα παρέες από τα στέκια των Εξαρχείων. Δεν είχα καμία πολιτική ή πολιτιστική δραστηριότητα στα Εξάρχεια, ούτε συμμετείχα σε κάποια συλλογικότητα. Όμως, γνώρισα υπέροχους ανθρώπους, με μια απίστευτη αλληλεγγύη. Περνούσα από τα Εξάρχεια και άκουγα «γεια σου Βουλάρα». Σημασία έχει η στάση ζωής, οι επιλογές μας. Και σήμερα, την ανυπακοή μου πληρώνω. Δεν έχω ούτε ένα περιουσιακό στοιχείο, πάντα η ζωή μας φτερό στον άνεμο ήταν. Αλλά δεν ευτέλισα την τέχνη μου.
.
Έχω μετανιώσει για κάτι· έπρεπε να είχα παρέμβει πιο πολύ. Όπως και σε πολλούς άλλους ανθρώπους, πιστεύω ότι αυτό οφείλεται σε έλλειψη γενναιότητας. Όταν βλέπουμε τα κακώς κείμενα και σιωπούμε, είμαστε κι εμείς συνένοχοι· η ανοχή είναι συνενοχή. Όλοι έχουμε συμβάλει, ακόμα και με τη σιωπή μας, για να φτάσουν τα πράγματα εδώ που ήρθαν. Αντί να συγκρουστούμε, ανεχτήκαμε πολλά. Όσους λογάριαζα γενναίους χαθήκανε και όσους λογάριαζα δειλούς μας κυβερνούν. Έχω πολύ θυμό, όπως όλοι μας, και με ενοχλεί αυτή η υποβάθμιση των αξιών και του πολιτισμού, είναι όμως και μια ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα· ποτέ δεν είναι αργά. Κατά βάθος είμαι πάρα πολύ αισιόδοξη, και πιστεύω πολύ στη αφύπνιση της συνείδησης. Μόνο άμα δω μια λαοθάλασσα να κατεβαίνει στο δρόμο θα ηρεμήσω.


«ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΜΑΧΗ»
Κάποιοι άνθρωποι με την απουσία τους κάνουν πιο έντονη την παρουσία τους… δεν ξέρω αν είναι τόσο κατανοητό αυτό. Δεν υπήρξα ποτέ δημοσιοσχεσίτισσα. Οι περισσότεροι, ακόμα και στον χώρο, δεν ξέρουν καν τη φυσιογνωμία μου. Αυτό δεν έγινε τυχαία, το επεδίωξα, για να μπορώ να ζω όπως θέλω, να μη ζω σύμφωνα με αυτό που οι άλλοι πιθανόν να ήθελαν για μένα, κάτι που είναι πολύ ψυχοφθόρο. Είναι μεγάλη ανάσα να είσαι ο εαυτός σου. Αν μου πείτε, ποιο είναι το μεγαλύτερό μου κέρδος, θα απαντήσω: παρέμεινα υγιής. Βλέπω όλη αυτή την αρρώστια μες στο χώρο, και σκέφτομαι ότι ο χώρος αυτός δε με γοήτευσε ποτέ, παρά αντίθετα με τρόμαξε από την πρώτη στιγμή. Είπα: «πρέπει να μείνεις μακριά, απέναντι». Μοναχική πορεία, πολύ ακριβό το τίμημα.

Έβλεπα ανθρώπους να σιωπούν και πάντα με γοήτευαν πολύ, γιατί ήταν σαν να μου μιλούσαν πιο πολύ από εκείνους που φλυαρούσαν. Η σιωπή μπορεί να είναι πολύ πιο ουσιαστική και ηχηρή από τα πολλά λόγια. Μπορείς να λες πολύ περισσότερα πράγματα με τη σιωπή σου ή με τη στάση σου, και να δείχνεις την απέχθειά σου για τις πρακτικές και τη νοοτροπία που κυριαρχούν. Μπορείς να πεις τα πάντα σιωπώντας, και νομίζω ότι αρκετοί αποδέκτες της σιωπής μου την κατάλαβαν. Σιωπώ όχι γιατί δεν έχω λόγο, αλλά γιατί η σιωπή είναι μια στάση ζωής. Σε τόση οχλαγωγία, δε θα πνιγεί η φωνή σου αν βγεις να μιλήσεις; Τόσοι βγαίνουν και μιλάνε χωρίς να έχουν κανένα λόγο να το κάνουν, και ο κόσμος έχει μπερδευτεί.

Συνηθίζω να γράφω στίχους.

Περιουσίες τσαλακωμένες
οι μύθοι πέσαν μαζί κι οι βράχοι
φίλοι μου όλοι οι νικημένοι
που πήραν μέρος σε λάθος μάχη.

Εγώ αυτούς θεωρώ νικητές, και με αυτούς είμαι. Πετυχημένοι για μένα είναι εκείνοι που δεν ενέδωσαν στη χυδαιότητα και στη φτήνια, και παρέμειναν όρθιοι τηρώντας τις ηθικές τους αξίες. Γι’ αυτό κι εγώ αισθάνομαι νικητής· γιατί δεν έχασα ούτε για μια στιγμή τον εαυτό μου. Δεν είναι και μικρό πράγμα αυτό. Είναι λοιπόν καιρός αυτοί οι νικητές να βγουν μπροστά. Άλλωστε, τις μεγάλες αλλαγές πάντοτε τις φέρνουν οι εξαιρέσεις.

-----------------------------

Στη στήλη «Αγαθόν το εξομολογείσθαι» τα τραγούδια που συνοδεύουν την ανάρτηση επιλέγει ο εκάστοτε καλεσμένος. Οι επιλογές της Βούλας Σαββίδη είναι:
.
1. Χαράματα η ώρα τρείς, του Μάρκου Βαμβακάρη όπως το ερμήνευσε η Βούλα Σαββίδη στα Πέριξ

2. Αυτό που δεν κατάφερα, σε μουσική της Δήμητρας Γαλάνη και στίχους της Μαργαρίτας Μυτιληναίου από το δίσκο Το φίλημα του χρόνου


3. Κι όλο μου λες, σε μουσική του Τάσου Γκρους και στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου από το δίσκο Καινούργια ρούχα


4. Θα γίνω, σε μουσική του Τάσου Γκρους και στίχους του Ηλία Κατσούλη από τα Καινούργια ρούχα

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Μια βραδιά στην Κέρκυρα

Πριν από 30 χρόνια, ένας νεαρός με μια δωδεκάχορδη κιθάρα και μια φυσαρμόνικα κέρδιζε το τρίτο βραβείο στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα. Λίγοι ήταν τότε εκείνοι που μπόρεσαν να αντιληφθούν αμέσως το ρόλο που θα έπαιζε αυτός και ο δίδυμος αδερφός του στη διαμόρφωση της νεότερης ελληνικής τραγουδοποιίας. Η συμμετοχή του Πάνου Κατσιμίχα με το Μια βραδιά στο Λούκι στους Αγώνες της Κέρκυρας, έμελλε να αποτελέσει την πρώτη δισκογραφική καταγραφή τραγουδιού των αδερφών Κατσιμίχα, τρία χρόνια πριν εκδοθούν τα Ζεστά ποτά.
Με άξονα μια παλιότερη συζήτηση με τον Πάνο Κατσιμίχα, φωτίζουμε τη συμμετοχή του στους Δεύτερους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού.
Ο Πάνος Κατσιμίχας στους Δεύτερους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού, 1982
Οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού διοργανώθηκαν για δύο χρονιές, το ‘81 και ‘82, από τον Μάνο Χατζιδάκι. Αξιοποιώντας τη θέση του ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ο Χατζιδάκις οργάνωσε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μια σειρά από εκδηλώσεις με απώτερο σκοπό την έρευνα και διάδοση της παραδοσιακής μουσικής (με τις Μουσικές Γιορτές και τους Αγώνες Λύρας στα Ανώγεια), καθώς και τον περίφημο Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο της Κρήτης με προσκεκλημένους καλλιτέχνες διεθνούς φήμης όπως ο Astor Piazzola, ο Nicola Piovani και η Gizela May. Στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεων, οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα αποτέλεσαν το σημαντικότερο βήμα διερεύνησης και προώθησης νέων δημιουργών, και παράλληλα μια εναλλακτική απάντηση στο ήδη παρηκμασμένο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μα πάνω απ’ όλα, οι δύο χρονιές των Αγώνων στάθηκαν η καλύτερη ευκαιρία για να γνωρίσουμε έναν σημαντικό αριθμό νέων δημιουργών, ορισμένοι από τους οποίους καθόρισαν το ελληνικό τραγούδι στα επόμενα χρόνια.
Ο Πάνος Κατσιμίχας θυμάται: «Μετά από 30 χρόνια, θυμάμαι κάποια πράγματα και πρόσωπα εντελώς αποσπασματικά από τους Αγώνες της Κέρκυρας του 1982. Θυμάμαι ας πούμε τον Ηλία Λιούγκο, γιατί γνωριζόμασταν κάποια χρόνια πριν, όταν είχαμε συναντηθεί και τραγουδήσει μαζί στους Αχαρνής του Διονύση Σαββόπουλου, το 1976. Θυμάμαι επίσης την υπέροχη τραγουδίστρια τη Μαίρη Δαλάκου, την εξίσου σπουδαία Σαβίνα Γιαννάτου και δύο τραγουδοποιούς που μου είχαν κάνει εντύπωση, τον Κλέωνα Αντωνίου (που τώρα είναι στους Mode Plagal) με το τραγούδι Ταξίδι στο χάρτη, και τον Σταύρο Τσάκο με το τραγούδι Έρχεται κρύο. Περίεργο πράγμα! Δεν ξέχασα ποτέ το ρεφραίν του Έρχεται κρύο. Δύο φορές το άκουσα εκείνο το βράδυ και μπορώ ακόμα να σου τραγουδήσω το ρεφραίν. Το περίεργο είναι, ότι το τραγούδι αυτό ποτέ δεν έκανε την επιτυχία που πιστεύω ότι του άξιζε».

Η συμμετοχή του Πάνου στους Δεύτερους Αγώνες της Κέρκυρας έγινε με το Μια βραδιά στο Λούκι που είχε γράψει λίγα χρόνια πριν ο Χάρης. Το μπαρ Λούκι βρισκόταν στην οδό Χάριτος και αποτέλεσε για αρκετά χρόνια στέκι των αδερφών Κατσιμίχα. Στο τραγούδι, ο Χάρης αφηγείται ένα πραγματικό περιστατικό, όταν μια βραδιά μαζί με ένα φίλο του τα έπιναν στο αγαπημένο τους στέκι. Ο φίλος του αυτός ήταν ο Νίκος Ζιώγαλας, για τον οποίο υπάρχει και η σχετική αναφορά στο τραγούδι ("γυρίζω στον δικό μου / ο τύπος μου, Νικόλα”)
Ο Χάρης και ο Πάνος μαζί με το Μια βραδιά στο Λούκι είχαν στείλει κατά την προκριματική φάση των Αγώνων το Γέλα πουλί μου και τον Φάνη τα οποία τελικά δεν διαγωνίστηκαν. Ο Πάνος θυμάται πώς ξεκίνησαν όλα: «Όταν στείλαμε την κασέτα με το τραγούδι μας στη διεύθυνση που είχε δώσει ο Χατζιδάκις, δεν πιστεύαμε ότι θα προκριθεί, αλλά και από την άλλη σκεφτόμασταν “δεν ξέρεις ποτέ... Χατζιδάκις είναι”! Δεν είχαμε άδικο σ' αυτό, γιατί γνωρίζω από το Νίκο Κυπουργό, ότι το τραγούδι το επέλεξε ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα ο ίδιος ο Χατζιδάκις». Και συνεχίζει: «Δεν θα στέλναμε αυτή την κασέτα αν δεν είχαν προηγηθεί οι Πρώτοι Αγώνες του 1981, όπου εκεί είχαμε ακούσει με το Χάρη δύο μεγάλα ταλέντα: τον Γιώργο Μακρή και τον Βασίλη Νικολαΐδη. Σπουδαίοι τραγουδοποιοί! Σκέφτομαι πολλές φορές, είναι δυνατόν να μην υπάρχουν στο ελληνικό τραγούδι ο Μακρής και ο Νικολαΐδης; Κρίμα. Εμείς χάνουμε. Ο Νικολαΐδης, είναι και ο μόνος φίλος που έκανα λόγω της Κέρκυρας. Έχω να τον δω πολύ καιρό, αλλά τον συζητάω με τον Χάρη πολύ συχνά, ακούμε τα τραγούδια του και του στέλνουμε την αγάπη μας. Έβαλε το χέρι του (σαν ιταλομαθής που είναι) και μας βοήθησε στην απόδοση στα ελληνικά του Μάρκος και Άννα του Lucio Dalla. Τον ευχαριστούμε πάντα γι' αυτό. Τον Γιώργο Μακρή δεν τον γνώρισα, αλλά ποτέ δεν είναι αργά».
Το κλίμα των Αγώνων ήταν περισσότερο εορταστικό και λιγότερο διαγωνιστικό. Ο Πάνος μάς μεταφέρει λίγο από την ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών: «Θυμάμαι τον Μίνωα Αργυράκη (που είχε κάνει και τα σκηνικά), να ανεμίζει ένα κόκκινο μπουφάν όταν τραγουδούσα το Μια βραδιά στο Λούκι. Το έκανε και τις δύο φορές που το τραγούδησα. Τη δεύτερη φορά, κατάλαβα ότι θα είμαι μέσα στα βραβεία. Νομίζω ότι τα τρία πρώτα βραβεία ήταν: ο Πάνος Τσαπάρας με το Οχυρωμένος στις πλαγιές του σεντονιού, δεύτερο το Αμαρτωλό της Γαλάτιας Καζαντζάκη σε μουσική Ν. Θωμά και τρίτο το Λούκι. Τα υπόλοιπα τραγούδια, μετά από 30 χρόνια, δεν τα θυμάμαι». 
Ο Χατζιδάκις, παρόν σε όλα τα στάδια της διοργάνωσης, είχε αναλάβει και τη διεύθυνση της ορχήστρας. Ο Πάνος σκαλίζει τις μνήμες του και μας αφηγείται: «Θυμάμαι  επίσης το γλυκό χαμόγελο του Χατζιδάκι και το πώς με ενθάρρυνε με το βλέμμα του όταν διηύθυνε  την ορχήστρα και εγώ τραγουδούσα. Μου φέρθηκε σαν να ήμασταν ''ίσα κι όμοια'', που λένε. Άρχοντας! Θέλω να το πω: Δε γνωριζόμασταν καθόλου μέχρι εκείνο το βράδυ. Συναντηθήκαμε πάλι τρία χρόνια αργότερα, δύο μήνες αφού βγήκαν τα Ζεστά ποτά. Είχε τη μεγαλοσύνη να κάνει τον κόπο να βρει το τηλέφωνό μας και να τηλεφωνήσει στο σπίτι μας ο ίδιος για να μας καλέσει στον Μαγεμένο Αυλό. Πήγαμε, μας έκανε το τραπέζι και μας μίλησε με απίστευτες λεπτομέρειες και κολακευτικά λόγια για τα Ζεστά ποτά. Φαινόταν ότι τα είχε ακούσει με μεγάλη προσοχή. Στην παρέα ήταν και δύο από τα αγαπημένα παιδιά του: ο Νίκος Κυπουργός και ο Ηλίας Λιούγκος. Τρία χρόνια αργότερα, μας κάλεσε και πήραμε μέρος στην παράσταση Στο Σείριο υπάρχουν παιδιά που παρουσίασε στο ZOOM στην Πλάκα».
Η συμμετοχή του Πάνου στους Αγώνες δεν άνοιξε άμεσα τον δρόμο για την πρώτη δισκογραφική δουλειά των Κατσιμίχα. Όπως επισημαίνει κι ο ίδιος, «οι Αγώνες της Κέρκυρας μας βοήθησαν πάρα πολύ, αλλά έμμεσα. Τα Ζεστά ποτά βγήκαν 3,5 χρόνια μετά, όταν η Κέρκυρα είχε σχεδόν ξεχαστεί, αλλά το Μια βραδιά στο Λούκι παιζόταν καθημερινά στο ραδιόφωνο και είχε γίνει επιτυχία, χωρίς ο κόσμος να πολυγνωρίζει τους δημιουργούς. Όταν βγήκαν τα Ζεστά ποτά, και μέσω συνεντεύξεων, τηλεόρασης κλπ, έγιναν γνωστά τα πρόσωπά μας, τότε όλοι θυμήθηκαν την Κέρκυρα και... έδεσε το γλυκό». Ίσως δεν είναι τυχαίο που μέχρι και σήμερα, περισσότερες φορές θα ακούσει κανείς στο ραδιόφωνο την πρώτη εκείνη εκτέλεση του τραγουδιού από την ζωντανή ηχογράφηση στην Κέρκυρα, και λιγότερο αυτήν που εντάχθηκε αργότερα στα Ζεστά ποτά. Παράλληλα, ο διπλός δίσκος που εκδόθηκε με τα 25 τραγούδια των Δεύτερων Αγώνων, προσφέρει και μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να διερευνήσουμε την ιδιαίτερη αισθητική του συνόλου των τραγουδιών που προβλήθηκαν, σε αντιπαραβολή με την επικρατούσα αισθητική της εποχής τους. 
Και πάλι ο Πάνος μάς δίνει με σαφήνεια το μουσικό κλίμα της εποχής και το ιδιαίτερο στίγμα που άφησε η Κέρκυρα: «Την εποχή των Αγώνων, κυριαρχούσε στην μεν ξένη μουσική η Disco και το Νew Wave που μόλις είχε αρχίσει να γίνεται ''κατάσταση”, και από ελληνικά πήγαινε να ξεφουσκώσει το αντάρτικο, κυριαρχούσαν κυρίως οι ρεμπέτικες κομπανίες και οι γνωστοί τραγουδιστές της εποχής, Πάριος, Αλεξίου, Νταλάρας κλπ. Η Κέρκυρα ήταν, αν θέλεις τη γνώμη μου, σαν τη μύγα μέσα στο γάλα τότε. Ένα  μικρό UFO που ήρθε, προσγειώθηκε για λίγο, κι έφυγε αθόρυβα για τον Σείριο, το γενέθλιο τόπο  του εμπνευστή της. Την θυμάμαι με νοσταλγία. Συνήθως θυμόμαστε με νοσταλγία τις φωτεινές, ουσιαστικές στιγμές της ζωής μας. Αυτό είναι για μένα και η συμμετοχή μου στους Αγώνες της Κέρκυρας. Μια φωτεινή, ουσιαστική, πολύτιμη εμπειρία».
.
.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μετρονόμος στο τεύχος 44 (Ιανουάριος - Μάρτιος 2012) στα πλαίσια του μεγάλου αφιερώματος στους αδερφούς Κατσιμίχα που επιμελήθηκε ο Σπύρος Αραβανής και ο Θανάσης Συλιβός.

--------------------- 
Μια βραδιά στο Λούκι. Πρώτη εκτέλεση από τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα το 1982.