Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

“Κι ο δρόμος θα σε φέρει, κοριτσάκι μου, ψηλά στις Αμαζόνες και στον Καύκασο…”

Σχεδόν παράλληλα με την εμφάνισή της ως ερμηνεύτρια στο πλευρό του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Μαμαγκάκη, η Νένα Βενετσάνου έδωσε το στίγμα της ως δημιουργός ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο δίσκος όμως που την καθιέρωσε ως συνθέτη στη συνείδηση του κοινού ήταν Το κουτί της Πανδώρας που εκδόθηκε το 1984 και περιελάμβανε μελοποιήσεις ποιημάτων της Μαρίας Πολυδούρη, της Γαλάτιας Καζαντζάκη και της Μυρτιώτισσας, καθώς και στίχους της Αιμιλίας Δάφνη και Μπέτης Κομνηνού. Δέκα χρόνια μετά, ο δίσκος επανεκδόθηκε σε ψηφιακή μορφή και αδικήθηκε παράφορα από την εταιρεία, αφού προτιμήθηκε η σύμπτυξη του πρώτου δίσκου της Βενετσάνου με Το κουτί της Πανδώρας, με αποτέλεσμα να αφαιρεθούν ορισμένα τραγούδια και από τους δύο δίσκους κι έτσι να καταστραφεί εντελώς η ομοιογένεια και των δύο.
Ανάμεσα στα τραγούδια που τελικά εντάχθηκαν στην ψηφιακή έκδοση, βρίσκουμε και Το σανδαλάκι σε στίχους της Μπέτης Κομνηνού. Αλλά κι εδώ, παρατηρούμε ότι ο τίτλος του τραγουδιού άλλαξε για τις ανάγκες της έκδοσης του cd(!). Ο αρχικός τίτλος είναι Α-μαζών Το σανδαλάκι, κάτι που βεβαίως έχει τη δική του σημασία για τις δημιουργούς του τραγουδιού. Στη Βικιπαίδεια βρίσκουμε ορισμένες κατατοπιστικές πληροφορίες: «Οι Αμαζόνες ήταν πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας. Μυθικός λαός κυνηγών και πολεμιστριών που κατάγονταν από τον θεό του πολέμου, Άρη, και τη νύμφη Αρμονία, ή κατά άλλη εκδοχή τη θεά Αθηνά. Το όνομά τους προέρχεται κατά μία εκδοχή από το στερητικό άλφα και τη λέξη μαζός που σημαίνει στήθος, επειδή ακρωτηρίαζαν ή συνέθλιβαν το δεξί στήθος των κοριτσιών τους για να διευκολύνουν το χειρισμό του τόξου.(…) Ο Όμηρος στην Ιλιάδα τις τοποθετεί στη Φρυγία και τη Λυκία. Όμως, πατρίδα των Αμαζόνων ήταν η Θεμίσκυρα του Ευξείνου Πόντου, που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Θερμώδοντα.(…) Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι κατέφυγαν σε βορειότερες περιοχές, στο βόρειο Καύκασο, μετά την ήττα τους από τον Ηρακλή, ο οποίος σε έναν άθλο του έπρεπε να πάρει τη ζώνη της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης.»

.

Η συγκλονιστική φωνή της Βενετσάνου και ο καλπασμό του αλόγου στην εισαγωγή του τραγουδιού καθηλώνουν τον ακροατή, ενώ η λιτή ερμηνεία του Κώστα Γρηγορέα στην κιθάρα επιβάλλει με τη σειρά της ένα κλίμα μυσταγωγίας μοναδικό.

Όταν θα μεγαλώσεις, κοριτσάκι μου
θα πάρεις ένα δρόμο, δρόμο δύσκολο
μακρύ πολύ, να ξέρεις, δρόμο αλαργινό
τον κόσμο θα γνωρίσεις, αχ να σε χαρώ
να και το σανδαλάκι για το γυρισμό
μήλο μου μυρωμένο, μήλο μου μικρό.

Κι ο δρόμος θα σε φέρει, κοριτσάκι μου
ψηλά στις Αμαζόνες και στον Καύκασο
στην έρημο να ψάξεις και στην άβυσσο
την άμμο να τρυπήσεις και να βρεις νερό
να και το σανδαλάκι για το γυρισμό
μήλο μου μυρωμένο, μήλο μου μικρό.

Κι απ’ το νερό της άμμου μες στο φως θα βγει
το δέντρο αυτό του Νείλου, να λευτερωθεί
να και το σανδαλάκι για το γυρισμό
μήλο μου μυρωμένο, μήλο μου μικρό.

Είναι από εκείνες τις φορές που δε χωρούν καθόλου λόγια για να περιγράψει κανείς ένα έργο Τέχνης, όπως είναι αυτό το μοναδικό τραγούδι. Μέσα σε μόλις δύο λεπτά που διαρκεί, η Βενετσάνου και η Κομνηνού ολοκληρώνουν ένα νανούρισμα και την ίδια στιγμή ένα μίνι φεμινιστικό μανιφέστο, μια τρυφερή μπαλάντα και παράλληλα έναν ύμνο στη γυναικεία χειραφέτηση.
Κι αν Το Άρωμα του Τραγουδιού ήταν ραδιοφωνική εκπομπή, θα μετέδιδε αυτό το τραγούδι “αφιερωμένο εξαιρετικά”. Αλλά και τώρα, που είναι μονάχα ένα blog, πάλι αφιερωμένο εξαιρετικά το μεταδίδει...

Καλή Χρονιά σε όλους

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

“Μια φορά, τα μαλλιά σου σγουρά, να με πνίξουν βαλθήκαν…”

.

Η Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου είναι μια διεθνούς φήμης πιανίστα, με πολύχρονη καριέρα και πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μεγαλωμένη σε μουσικό περιβάλλον, κόρη της διευθύντριας της θρυλικής Χορωδίας Τρικάλων Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, η Αλεξάνδρα ασχολήθηκε από πολύ μικρή ηλικία με το πιάνο και εξελίχτηκε σε μία από τις σημαντικότερες ελληνίδες ερμηνεύτριες έργων του J.S. Bach, ενώ το ρεπερτόριό της εκτείνεται από το baroque μέχρι και την σύγχρονη πιανιστική δημιουργία με έργα ιδιαίτερων απαιτήσεων (T. Takemitsu, K. Stockhausen, G. Ligeti, κ.α.). Παράλληλα, έχει συνθέσει μουσική για το θέατρο και έχει ασχοληθεί διεξοδικά σε κύκλο διαλέξεων με την μελέτη του έργου του J. S. Bach.
Στο τραγούδι τη συναντάμε το 1996, σε ένα κύκλο τραγουδιών με τον τίτλο Σμάλτο που εκδόθηκε από την εταιρεία Λύρα με ερμηνευτές την Δάφνη Πανουργιά, τον Γιώργο Ασλάνη και την ίδια την Παπαστεφάνου. Αν και έχει συνθέσει αρκετά τραγούδια στα πλαίσια της ενασχόλησής της με τη μουσική για το θέατρο, καθώς επίσης κι έναν κύκλο με μελοποιήσεις ποιημάτων του Μίλτου Σαχτούρη, Ανδρέα Εμπειρίκου, Αλέξανδρου Ίσαρη κ.α. που έχει παρουσιαστεί ζωντανά από την Ορχήστρα των Χρωμάτων, στη δισκογραφία τη συναντάμε για μία και μοναδική φορά με αυτό το δίσκο. Πρόκειται για μία συλλογή τραγουδιών σε μουσική, στίχους και ενορχήστρωση της ίδιας, που, όπως συμβαίνει συχνά, δεν της δόθηκε η προσοχή που πραγματικά της άξιζε στον καιρό της. Σε αντίθεση με αυτό που περιμένει να ακούσει κανείς από μία σολίστ του κλασικού ρεπερτορίου, δηλαδή μια συλλογή τραγουδιών με αυστηρή φόρμα και ενορχηστρώσεις όπου το πιάνο έχει τον πρώτο λόγο, η Παπαστεφάνου στο ρόλο της τραγουδοποιού μοιάζει να ελευθερώνεται από τον ρόλο εκείνο της ερμηνεύτριας και αφήνεται σε περισσότερο αυτοσχεδιαστικές φόρμες.

.

Τα τραγούδια της φλερτάρουν έντονα με την τζαζ, χωρίς ωστόσο να μπορεί κανείς εύκολα να τα κατατάξει σε αυτό το είδος. Οι επιρροές από την Λένα Πλάτωνος είναι εμφανείς σε ολόκληρο το δίσκο, αλλά και πάλι, παρόντες (πάντα ως βαθιές επιρροές) είναι ο Sting της εποχής τού Nothing like the sun ή ακόμα και η Sade των 90s. Οι προσεγμένες ενορχηστρώσεις προδίδουν μια μουσικό που δεν αρκείται σε ευκολίες, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την εποχή που εκδόθηκε ο δίσκος, όπου συνθέτες και εταιρίες αρκούνταν στις εύκολες ενορχηστρωτικές λύσεις που πρόσφερε η τεχνολογία. Με στίχους ως επί τω πλείστον ερωτικούς, και στα 10 τραγούδια του δίσκου ο ακροατής ανακαλύπτει μια γυναικεία γραφή που εάν είχε και την ανάλογη δισκογραφική συνέχεια θα μπορούσε με άνεση να τοποθετηθεί δίπλα σε εκείνη της Πλάτωνος, της Τανάγρη και της Μάνου. Όσο για τις ερμηνείες, πέρα από την ίδια την Παπαστεφάνου που, όπως είναι φυσικό, αποδίδει τρία από τα τραγούδια του δίσκου με τρόπο ακριβή και απόλυτα προσωπικό, η Δάφνη Πανουργιά επιβεβαιώνει για ακόμα μία φορά ότι είναι μία μοναδική φωνή που σίγουρα θα έπρεπε να συναντάμε πιο συχνά στη δισκογραφία. Τέλος, ο Γιώργος Ασλάνης, με την μεγάλης έκτασης φωνή του και τα πλούσια ερμηνευτικά προσόντα, πρόφτασε σε αυτή τη μοναδική δισκογραφική του παρουσία να αποδείξει ότι το ελληνικό τραγούδι έχασε ακόμα μία μεγάλη φωνή.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

“…κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπό σου κάθε πρωί”

Πλήρης ημερών έφυγε απ’ τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο Αργύρης Κουνάδης. Γεννημένος το 1924 στην Κωνσταντινούπολη, σπούδασε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών και από το 1949 συνέθεσε πλήθος έργων για το θέατρο, τον κινηματογράφο, μπαλέτα και μουσική δωματίου καθώς και όπερες, ενώ ανάμεσα στα άλλα υπήρξε μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου (ένα πλήρες βιογραφικό του Αργύρη Κουνάδη μπορεί να βρεις κανείς στην ιστοσελίδα musicpaper εδώ). Στο μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του πορείας ασχολήθηκε πρωτίστως με τη λόγια μουσική, εμπλουτίζοντας τις συνθέσεις του με πλήθος από στοιχεία της βυζαντινής, της παραδοσιακής μουσικής και του ρεμπέτικου. Στην ελληνική δισκογραφία εμφανίζεται κυρίως κατά τη δεκαετία του ’70 με έξι λαϊκούς δίσκους: Δεν περισσεύει υπομονή (1973), Ρόδα είναι και γυρίζει (1974), Το Ταξίδι (1975), Εν Αθήναις (1976), Made in Greece (1977), και Μακρινή γειτονιά (1982). Τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει η Σωτηρία Μπέλλου, η Ελένη Βιτάλη, ο Αντώνης Καλογιάννης, η Τζένη Βάνου, η Ρένα Κουμιώτη, η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου και πολλοί άλλοι.




Εκτός από τους παραπάνω λαϊκούς δίσκους που τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό, ο Αργύρης Κουνάδης ηχογράφησε και έναν κύκλο πέντε μελοποιημένων ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη από τη συλλογή Σχέδια για ένα καλοκαίρι, καθώς και τρία μελοποιημένα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Ο δίσκος εκδόθηκε το 1988 από κοινού με τον Γιώργο Κουρουπό με τον τίτλο Τραγούδια για φωνή και πιάνο, και εκτός από τα δύο έργα του Κουνάδη περιλάμβανε οκτώ τραγούδια του Κουρουπού σε ποίηση Λόρκα, ερμηνευμένα όλα από τον Σπύρο Σακκά και τον Κουρουπό στο πιάνο. Ειδικά τα πέντε μελοποιημένα ποιήματα του Σεφέρη από τα Σχέδια για ένα καλοκαίρι, απασχολούσαν τον Αργύρη Κουνάδη ήδη από το 1955, αναθεώρησε το έργο το 1961, για να φτάσει στην τελική του μορφή το 1981. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο κύκλο τραγουδιών στη μορφή των lieder, όπου ο Κουνάδης δανείζεται πολλά στοιχεία από το παραδοσιακό και λαϊκό τραγούδι για να φτιάξει ένα σύνολο αμιγώς λυρικών τραγουδιών. Μελοποιήσεις απαιτητικές, ίσως όχι τόσο από άποψη αρμονίας και ρυθμών, όσο περισσότερο για τα εκφραστικά μέσα που οφείλουν να επιστρατεύσουν οι ερμηνευτές (τραγουδιστής και πιανίστας) που θα τα αποδώσουν.
Η ηχογράφηση αυτή, όπως είναι φυσικό για την εγχώρια δισκογραφική αγορά, δεν είχε κανένα ιδιαίτερο εμπορικό αντίκτυπο και – εννοείται πως – δεν επανεκδόθηκε ποτέ σε ψηφιακή μορφή. Αποτελεί όμως μία ιδιαίτερη στιγμή ενός σπουδαίου Έλληνα δημιουργού, για τον οποίο θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι το έργο του να αποτιμηθεί από το ελληνικό κοινό και να πάρει τη θέση που του αξίζει στη σύγχρονη ελληνική δημιουργία. Μέχρι τότε, οι μελοποιήσεις του στα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη και του Κωνσταντίνου Καβάφη θα παραμένουν τα κρυφά διαμάντια που ευτυχώς μπόρεσαν να ηχογραφηθούν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, για να τα ανακαλύπτουμε από τότε ξανά και ξανά, ως ένα από τα πιο ιδιαίτερα δείγματα μελοποιημένης ποίησης.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

THE BOLD AND THE MUSICFULL (Τόλμη και Τριφωνία)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

"The Bold and the Musicfull"
(Τόλμη και Τριφωνία)

Σαν παράσταση να το φανταστείς...
Τρεις πρωταγωνιστές κι ένα ατίθασο πιάνο σε ρόλους εναλλασσόμενους.
Ετερόκλητα μουσικά είδη μπλέκονται σ' ένα παζλ για δυνατούς λύτες.

Τραγούδι : Αμέρισσα Φτούλη
Δήμητρα Φλούδα
Μιχάλης Δελαβίνιας
Πιάνο - ενορχηστρώσεις : Μιχάλης Γκαρτζόπουλος

Παραγωγή - Επιμέλεια Προγράμματος : Μιχάλης Δελαβίνιας
Στον ήχο ο Σπύρος Δημοσθενιάδης

18,26 Νοεμβρίου & 3 Δεκεμβρίου στο Cabaret Voltaire
Μαραθώνος 30, Κεραμεικός

Είσοδος: 12 ευρώ (στην τιμή περιλαμβάνεται κρασί, μπύρα ή ρακί)




Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

“… να ρίξετε σ’ ένα πανέρι πανανθρώπινης αδελφοσύνης το καθαρό μαλλί…”

.
Από τις 40 περίπου κωμωδίες που έγραψε ο Αριστοφάνης από το 425π.Χ. έως το 388 π.Χ., έχουν σωθεί μονάχα οι 11. Ανάμεσα σ’ αυτές, η Λυσιστράτη αποτελεί σίγουρα τη δημοφιλέστερη και πιο πολυπαιγμένη αριστοφανική κωμωδία στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Γράφτηκε το 411 π.Χ. και όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, το περιεχόμενό της παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρο προσφέροντας στους σύγχρονους μεταφραστές, σκηνοθέτες και ηθοποιούς ένα πλούσιο πεδίο για πολλαπλές αναγνώσεις. Το ζήτημα των μεταφράσεων και διασκευών αυτών των έργων είναι τεράστιο, και έχει απασχολήσει – και απασχολεί ακόμα – τους λογοτέχνες και μεταφραστές που έχουν καταπιαστεί με τα κείμενα του Αριστοφάνη. Ειδικά οι μεταφράσεις για τη Λυσιστράτη, έχουν κατά καιρούς αναθερμάνει συζητήσεις για τα όρια μεταξύ της πιστής μετάφρασης απ’ το πρωτότυπο και της ελεύθερης απόδοσης – διασκευής, ξεσηκώνοντας κάποιες φορές και ολόκληρη διαμάχη στους λογοτεχνικούς και θεατρικούς κύκλους. Ανάμεσα στις μεταφράσεις - διασκευές που προκάλεσαν τέτοιου είδους συζητήσεις, ξεχωρίζει η μετάφραση στη Λυσιστράτη του Κώστα Ταχτσή το 1977 που ανέβηκε για πρώτη φορά σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, αλλά και η μεταγενέστερη ελεύθερη απόδοση του κειμένου από τον Λάκη Λαζόπουλο που παρουσιάστηκε το 1986 σε σκηνοθεσία Αντρέα Βουτσινά. Για διαφορετικούς λόγους, και οι δύο αυτές αποδόσεις του αριστοφανικού έργου προκάλεσαν αντιδράσεις τόσο για την ορθότητα της μετάφρασης στην περίπτωση του Ταχτσή, όσο και για το συνολικό αποτέλεσμα στην παράσταση του Αντρέα Βουτσινά, περιλαμβανομένων βεβαίως και των “αυθαιρεσιών” (κατά τους επικριτές) τού Λαζόπουλου στην απόδοση του κειμένου.
Ο Ανδρέας Βουτσινάς σκηνοθέτησε δύο φορές την Λυσιστράτη με δύο διαφορετικούς θιάσους: την πρώτη με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 1983 σε μετάφραση του Κώστα Ταχτσή και πρωταγωνίστρια την Αλέκα Παϊζη, και τη δεύτερη τρία χρόνια αργότερα με πρωταγωνιστή τον Λάκη Λαζόπουλο. Στην παράσταση του ΚΘΒΕ την μουσική υπέγραψε ο Γιώργος Κουρουπός μελοποιώντας τους στίχους του μεταφραστή, ενώ στη δεύτερη ο Σταμάτης Κραουνάκης συνέθεσε τα τραγούδια πάνω στους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου. Δύο κατά τα άλλα διαφορετικές προσεγγίσεις της αριστοφανικής κωμωδίας, επέτρεψαν στον Βουτσινά να εφαρμόσει τις πρωτοποριακές σκηνοθετικές του ιδέες έχοντας σαν υλικό το ιδιοφυές κείμενο του Αριστοφάνη αλλά και μία πλειάδα ηθοποιών που σε κάθε μία απ’ τις περιπτώσεις υπηρέτησαν τη σκηνοθετική του ματιά με ακρίβεια. Όπως είναι φυσικό, με διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισαν και οι συνθέτες το υλικό που τους ανατέθηκε, με πρώτα τον Κουρουπό να ακολουθεί πιστά τη μετάφραση του Ταχτσή και να μελοποιεί αποσπάσματα του κειμένου, δανειζόμενος στοιχεία από ένα ευρύ μουσικό φάσμα που περιλαμβάνει επιρροές απ’ το παραδοσιακό τραγούδι μέχρι και κάποιες αποχρώσεις της τζαζ. Απ’ την άλλη μεριά ο Κραουνάκης, πατώντας βεβαίως και στην ελεύθερη απόδοση του κειμένου από τον Λαζόπουλο αλλά και ολόκληρο το κλίμα της παράστασης (να θυμίσω ότι στην παράσταση συμμετείχαν μονάχα άντρες ηθοποιοί οι οποίοι ενσάρκωναν και τους γυναικείους ρόλους), μελοποιεί τους στίχους της Νικολακοπούλου με άφθονα στοιχεία από την επιθεώρηση και το βαριετέ.
Ένα από τα πιο ευφυή σημεία στο κείμενο του Αριστοφάνη είναι όταν η Λυσιστράτη λογομαχεί με τον Πρόβουλο, ο οποίος βρίσκει εντελώς ανάρμοστη τη συμπεριφορά των γυναικών να θέλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την λήξη του πολέμου. Στα πλαίσια αυτής της αντιπαράθεσης (παρουσία του γυναικείου και αντρικού χορού), η Λυσιστράτη εκθέτει τα επιχειρήματά της επικαλούμενη την επεξεργασία του μαλλιού που ακολουθούσαν οι γυναίκες της εποχής για τον καθαρισμό και την τελική του μετατροπή σε νήμα. Στην παράσταση του ΚΘΒΕ, ο Κουρουπός επιλέγει να τοποθετήσει μια χαμηλών τόνων μουσική υπόκρουση που συνοδεύει το μονόλογο, η οποία θα μπορούσε να πει κανείς ότι παραπέμπει σε παραδοσιακά σκωπτικά τραγούδια (με πρώτο να έρχεται στο νου το γνωστό Πως το τρίβουν το πιπέρι). Η κορυφαία ηθοποιός Αλέκα Παϊζη ως Λυσιστράτη, ξεδιπλώνει το κείμενο κάνοντας παύσεις στα σημεία όπου ο γυναικείος χορός την υποστηρίζει τραγουδώντας με σταδιακές κορυφώσεις τη φράση “πως υφαίνουμε μια κάπα”.
Η μουσική και τα τραγούδια του Γιώργου Κουρουπού εκδόθηκαν σε έναν διπλό δίσκο βινυλίου (ο οποίος δεν επανεκδόθηκε ποτέ σε cd) με τον τίτλο Μουσική για το θέατρο, και περιελάμβανε τις εργασίες του σε 6 παραστάσεις του ΚΘΒΕ. Στο δίσκο ηχογραφήθηκε η φωνή της Αλέκας Παϊζη, ενώ τον ρόλο του γυναικείου χορού ερμήνευσε η Έλλη Πασπαλά.

Εμείς μυαλό που το ‘χουμε ή εσείς; Βρε, αν είχατε τόσο δα μυαλό, θα κάνατε ό,τι κάνουμε εμείς με το μαλλί.
(Πως υφαί- πως υφαίνουμε μια κάπα)
Πρώτον, το πλένουμε καλά-καλά στη σκάφη να φύγει όλ’ η λέρα. Ύστερα το χτυπάμε με τον κόπανο να φύγουνε οι σγρόμποι και οι κολλιτσίδες. Έτσι ακριβώς θα έπρεπε να ξεπλύνετε κι εσείς το κράτος απ’ τις λέρες, να κοπανίσετε τις κολλιτσίδες στο κεφάλι, κι όλες τις κλίκες που μαζεύονται σα σγρόμποι και συνωμοτούν για να λυμαίνονται την εξουσία. Ύστερα θα ‘πρεπε, πάλι όπως εμείς, να ρίξετε σ’ ένα πανέρι πανανθρώπινης αδελφοσύνης το καθαρό μαλλί – όλους τους άξιους και χρηστούς πολίτες, όχι μόνο τους γέρους, μα και τους νέους, και τις γυναίκες, και τους φτωχούς που είναι καταχρεωμένοι στο δημόσιο, και τους μέτοικους, ακόμα και τους ξένους όσους μας αγαπάν αληθινά – και να τους ανακατέψετε όλους μαζί καλά-καλά… Και, μα το Δία, ας μην ξεχνάμε και τις πόλεις, που έχουν αποικίσει οι δικοί μας, σ’ όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκονται. Πρέπει να καταλάβουμε ότι κι αυτοί είναι καθώς οι τούφες του μαλλιού, πού ‘πεσαν χάμω και σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί… Κι αυτούς λοιπόν να τους μαζέψετε κοντά σας, και μ’ αυτή την πελώρια ανθρώπινη τουλούπα, να υφάνετε για όλο το λαό μια ζεστή μεγάλη κάπα!...

Απ’ την άλλη μεριά, ο Κραουνάκης αντιμετωπίζει το ίδιο απόσπασμα βάζοντας την Λυσιστράτη να ερμηνεύει ένα τραγούδι, που με τους στίχους της Νικολακοπούλου αποκτά μία αυτονομία και παράλληλα εντάσσεται απόλυτα στο κλίμα της παράστασης. Ο ρυθμός, το μπρίο και η τσαχπινιά, η πιο ενεργή υποστήριξη του γυναικείου χορού στο δρώμενο, αλλά παράλληλα και η σοβαρότητα των λεγόμενων της πρωταγωνίστριας, μετουσιώνονται από τον Κραουνάκη σε μουσική που παραπέμπει σε σκηνές μπουλουκιών και περιπλανώμενων θιάσων του μεσοπολέμου. Η μουσική και τα τραγούδια εκδόθηκαν τον ίδιο χρόνο σε δίσκο με ερμηνευτές τα μέλη του θιάσου, καθώς επίσης και τη συμμετοχή της Άλκιστις Πρωτοψάλτη και του Μανώλη Μητσιά.

Πρώτα παίρνουμε το νήμα, το μαλλί το κατσιασμένο
κι όπως είναι μπερδεμένο το πετάμε στο νερό
μ’ ένα κόπανο στο χέρι, το χτυπάμε το καημένο
για να γίνει αγνό παρθένο να ‘χει χρώμα ζωηρό.
Μετά το πλένουμε καλά, το στύβουμε γερά
να διώξουμε τη λέρα κι όλα τ’ άλλα βλαβερά.
Γιατί υπάρχουν και πολλοί που πάνε για μαλλί
πατρίδα μου καημένη και σ’ αφήνουνε γουλί.

Το καθήκον με καλεί – το μαλλί, το μαλλί
που μπερδεύτηκε πολύ – στη Βουλή, στη Βουλή
κι έγιναν μαλλιά κουβάρια της Βουλής τα παλικάρια
ποιος θα φάει πιο πολύ…
Κι είναι θέμα εθνικό – το μαλλί, το μαλλί
μες στο μαύρο πανικό – στη Βουλή, στη Βουλή
να ‘ρχεται το κάθε τσόλι, να ρωτάει σ’ αυτή την πόλη
πως θα γίνει αφεντικό.

Τι ρωτάς, τι θες
του κάτω κόσμου οι πυρκαγιές έχουν ανάψει
κι ότι και να πω
σαν υφαντό στον αργαλειό πού ‘χει ξεβάψει.

Μα είναι ζήτημα τιμής – το μαλλί, το μαλλί
στον καιρό της παρακμής – πιο πολύ, πιο πολύ
να ξεκαθαρίσει ο χώρος, πριν να μάθει ο κάθε σκώρος
εξουσία
εξουσία
εξουσία τι θα πει.
(άμα πια…)

Το κείμενο του Αριστοφάνη για τη Λυσιστράτη, σε οποιαδήποτε από τις δύο μεταφράσεις ή και σε άλλες ακόμα εξίσου γνωστές, δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον θεατή – αναγνώστη για αμφισβήτηση του πνεύματος και της διορατικότητας του μεγαλύτερου κωμικού συγγραφέα της αρχαιότητας. Το να αναλωθούμε τώρα σε τετριμμένες διαπιστώσεις του τύπου: και να σκεφτεί κανείς ότι αυτά γράφτηκαν πριν από 2.500 χρόνια, από τότε τίποτα δεν έχει αλλάξει, κ.ο.κ., είναι ίσως περιττό. Ας αφήσουμε το ίδιο το κείμενο με τις μουσικές του Κουρουπού και του Κραουνάκη να μας παρασύρουν στον πηγαίο λόγο του Αριστοφάνη, και τότε ίσως το κέρδος μας να είναι πολλαπλάσιο.



.
ΥΓ: θα άξιζε κάποια στιγμή να συγκεντρωθούν όλες οι ηχογραφήσεις που έχουν γίνει με αφορμή παραστάσεις της καταπληκτικής αυτής κωμωδίας του Αριστοφάνη, και να παρουσιαστούν παράλληλα οι μουσικές και μεταφραστικές εκδοχές του χορικού του Μύθου, ξεκινώντας βεβαίως από την ιστορική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και φτάνοντας μέχρι και τις νεότερες. Επιφυλάσσομαι…

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

“Με πόνους βάζει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνει, και με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρνο…”

Τα Κτίσματα Πωγωνίου είναι από τα χωριά της Ηπείρου με τη μεγαλύτερη και μακρόχρονη παράδοση στο πολυφωνικό τραγούδι, όχι μόνο του βορειοδυτικού τμήματος του Νομού Ιωαννίνων στο οποίο και ανήκουν, αλλά και της ευρύτερης περιοχής Δερόπολης, Δέλβινου, και Χειμάρας, περιοχών που ως το 1944 ανήκαν στην ελληνική επικράτεια. Ένα από τα σημαντικότερα πολυφωνικά συγκροτήματα που έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην καταγραφή της πολυφωνικής παράδοσης είναι και Το Πολυφωνικό της Ηπείρου από τα Κτίσματα Πωγωνίου. Από το 1976, με δεκάδες εμφανίσεις στην Ελλάδα και σε χώρες της Ευρώπης, συνέβαλαν στη διάσωση πλήθους παραδοσιακών ηπειρώτικων τραγουδιών που περιλαμβάνουν μοιρολόγια, παραλογές, κλέφτικα και τραγούδια της ξενιτιάς, όλα στην πολυφωνικής τους μορφή, με σεβασμό και τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση του αυθεντικού πολυφωνικού τραγουδιού όπως αυτό φτάνει ως τις μέρες μας. Τα μέλη του συγκροτήματος συνδέονται τα περισσότερα με δεσμούς συγγένειας, και είναι οι: Σωκράτης Τσιάβος, Λάζαρος Τσιάβος, Σοφία Μάτσια, Ανθούλα Κώτσου, Δημήτρης Μάτσιας και Βαγγέλης Κώτσου. Σταθμός στην ιστορία του συγκροτήματος είναι το 1993, όταν εκδόθηκε ένας δίσκος που περιλαμβάνει τα καλύτερα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου και κυκλοφόρησε σε cd από την εταιρεία Λύρα. Την φιλολογική επιμέλεια των τραγουδιών ανέλαβε ο Μιχάλης Γκανάς, ενώ ο Νίκος Χουλιαράς επιμελήθηκε το εξώφυλλο του δίσκου. Είχε προηγηθεί το 1984 ένας άλλος δίσκος (εξαιρετικά δυσεύρετος στις μέρες μας) που προέκυψε από ηχογραφήσεις που πραγματοποίησε το συγκρότημα για λογαριασμό της Γαλλικής Ραδιοφωνίας με την καλλιτεχνική επιμέλεια της Δόμνας Σαμίου, και κυκλοφόρησε μόνο στη Γαλλία.
.

Λίγα λόγια για τα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου
Αντιγράφουμε από το ένθετο του δίσκου ορισμένα αποσπάσματα από το κείμενο του Λάμπρου Λιάβα, που μας κατατοπίζουν με ακρίβεια στους βασικούς άξονες του ηπειρώτικου πολυφωνικού τραγουδιού:
(…) «Η απόδοση των τραγουδιών αυτών γίνεται από ομάδα τραγουδιστών που πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 4 άτομα. Ο συνηθέστερος αριθμός είναι 5, άλλα μπορεί να φτάνει και 6, 7 ή ακόμη και 10 τραγουδιστές - ανάλογα με τους ισοκράτες (ώστε να "γεμίζει το τραγούδι και να πάει βρονταριά!").
Ο κορυφαίος της ομάδας τραγουδάει την κυρίως μελωδία, δηλαδή αρχίζει, "παίρνει" το τραγούδι, γι’ αυτό ονομάζεται παρτής ή πάρτης ή σηκωτής. Του απαντάει ο δεύτερος που "γυρίζει" ή "τσακίζει" το τραγούδι, γι’ αυτό και λέγεται γυριστής, ενώ οι υπόλοιποι, οι ισοκράτες, κρατούν το "ίσο", δηλαδή το φθόγγο της τονικής της μελωδίας.
Στην ομάδα αυτή μπορεί να προστεθεί (επιπλέον ή σε αντικατάσταση του γυριστή) κι ένα ακόμη τραγουδιστής, ο κλώστης, που κάνει ιδιόμορφους λαρυγγισμούς με ψεύτική φωνή("φαλτσέτο", όπως στα τυρολέζικα γιόντλερ), "κλώθοντας" το τραγούδι ανάμεσα στην τονική και στην υποτονική της μελωδίας. Μια τεχνική του χεριού που κρατάει τ’ αδράχτι όταν κλώθει το νήμα. Το χέρι όχι μόνο βάζει τ’ αδράχτι σε περιστροφική κίνηση (κλωθογυρίζει) αλλά το ανεβοκατεβάζει κιόλας κάθε τόσο. Ο συσχετισμός είναι φανερός.
Τόσο ο γυριστής όσο και ο κλώστης κόβουν απότομα το τραγούδι στην υποτονική της κλίμακας δημιουργώντας έτσι με τον τελευταίο φθόγγο του πάρτη μια έντονη διαφωνία (διάστημα 2ας), που είναι το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πολυφωνικής φόρμας και της δίνει ένα ιδιόμορφο άκουσμα.(...)


(…) Όσον αφορά στην καταγωγή αυτής της πολυφωνικής φόρμας, παρόλο που η έρευνα δεν έχει καταλήξει ακόμη σε βέβαια συμπεράσματα, όλες οι ενδείξεις πείθουν ότι ανάγεται σε πολύ παλιές (ίσως ακόμη και προελληνικές) εποχές. Πράγματι οι μελωδίες των τραγουδιών (μαζί με ορισμένα ακόμη της Ηπείρου και κάποια γυναικεία τραγούδια της Θεσσαλίας) είναι οι μοναδικές στον ελλαδικό χώρο που έχουν διατηρήσει την πεντατονική ανημίτονη κλίμακα (μουσική κλίμακα που αποτελείται από 5 νότες, χωρίς ημιτόνια). Η κλίμακα αυτή, όπως έχει αποδείξει η πρόσφατη μουσικολογική έρευνα, ταυτίζεται με το δώριο τρόπο των αρχαίων Ελλήνων, την κατεξοχήν ελληνική αρμονία.»



Το Πολυφωνικό της Ηπείρου από τα Κτίσματα Πωγωνίου
Παρατηρώντας κανείς τον τρόπο λειτουργίας ενός ηπειρώτικου πολυφωνικού συνόλου, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι η συμμετοχή σε μία τέτοια ομάδα προϋποθέτει πρώτ’ απ’ όλα την βιωματική σχέση τού κάθε μέλους με το ηπειρώτικο τραγούδι, αλλά και τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των μελών του συγκροτήματος ώστε να λειτουργήσουν σαν ενιαίο σύνολο. Η ιδιαιτερότητα των πολυφωνικών συγκροτημάτων έχει να κάνει με τον απόλυτο συντονισμό και τη συλλογικότητα της έκφρασης, αλλά την ίδια στιγμή απαιτεί και τον ξεκάθαρο διαχωρισμό των ρόλων και των φωνών, μέσα σε μία ιεραρχία η οποία παραμένει αυστηρή για να μπορέσει να λειτουργήσει το σύνολο. Αυτή η πειθαρχία και ο σαφής διαχωρισμός των ρόλων δεν περιορίζει τα εκφραστικά μέσα του μέλους του συγκροτήματος. Αντίθετα, η λειτουργία μέσα από αυτούς τους κανόνες ελευθερώνει την έκφραση, και όπως αναφέρει ο Μιχάλης Γκανάς «αυτά τα τραγούδια δεν βασίζονται σ’ έναν καλλίφωνο τραγουδιστή αλλά στην πολυφωνία της ομάδας. Οι φωνές ξεσκίζονται, χωρίς καμία έγνοια να είναι “ωραίες”, εκφράζοντας ένα κοινό πάθος που έρχεται από πολύ μακριά».
Στο Πολυφωνικό της Ηπείρου οι παραπάνω ρόλοι είναι απόλυτα διακριτοί, σύμφωνα πάντα με αυτή την αυστηρή ιεραρχία. Έτσι, ο Σωκράτης Τσιάβος, ο αρχιτραγουδιστής, στο ρόλο του παρτή ξεκινάει το τραγούδι, ο Λάζαρος Τσιάβος στον ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο του κλώστη, και οι δύο γυναίκες του συγκροτήματος, η Σοφία Μάτσια και η Ανθούλα Κώτσου, εναλλάσονται στους ρόλου του γυριστή και ισοκράτη. Οι Δημήτρης Μάτσιος και Βαγγέλης Κώτσου κρατούν το ίσο, και δίνουν τον αμετακίνητο τόνο πάνω στο οποίο θα αναπτυχθεί η μελωδική γραμμή του τραγουδιού. Αξίζει να αναφέρουμε ότι, από τα μέλη του συγκροτήματος ο μόνος με μουσικές σπουδές στο ενεργητικό του είναι ο Βαγγέλης Κώτσου, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας είναι αυτοδίδακτοι τραγουδιστές.
Ο Μιχάλης Γκανάς τοποθετείται πολύ όμορφα στο κείμενό του στο ένθετο του δίσκου: «Αυτά τα τραγούδια ή τ’ ακούς κι ανατριχιάζεις ή δεν μπορείς να τα αντέξεις. Δεν υπάρχει μέσος όρος. Είναι γιατί δεν προσπαθούν ν’ αρέσουν αλλά να εκφράσουν κάτι, ακολουθώντας τον πιο σύντομο δρόμο για την λαϊκή ψυχή. Την αμεσότητα». Το Πολυφωνικό της Ηπείρου, μάς γυρίζει με σχεδόν βίαιο τρόπο πίσω σε πρωτόλειες μορφές έκφρασης του ανθρώπινου είδους, όπου η μελωδία κατακερματίζεται και το τραγούδι μετατρέπεται σε ομαδική κραυγή. Η ξενιτιά, ο πόνος, ο πόλεμος και η κλεφτουριά, ο έρωτας (συνήθως ανεκπλήρωτος), η φύση, όλ’ αυτά μέσα απ’ τις ανθρώπινες φωνές ερμηνευτών στην πλειοψηφία τους χωρίς μουσικές γνώσεις, μετατρέπουν την ακρόαση αυτών των τραγουδιών σε μια μοναδική εμπειρία. Η λιτότητα των εκφραστικών μέσων γίνεται ο φορέας που μεταφέρει ατόφια τη συγκίνηση της αυθεντική λαϊκής ποίησης. Ο αρχικός αιφνιδιασμός κατά την ακρόαση αυτών των τραγουδιών, δίνει γρήγορα τη θέση του στην απόλαυση ενός πρωτόγονου αισθήματος που την έντασή του μπορούμε να την αντιληφθούμε όταν πια το τραγούδι τελειώσει απότομα και ακολουθήσει η σιωπή. Δύσκολη “άσκηση” – αλήθεια - για τα αφτιά του νεοέλληνα. Όμως, δε θέλει χρόνο για να εξοικειωθεί κανείς με αυτά τα ακούσματα. Ή που θα του ξυπνήσουν αμέσως αισθήματα αληθινά, ή που θα τον αφήσουν εντελώς αδιάφορο.
Η ζωή του Πολυφωνικού της Ηπείρου από τα Κτίσματα Πωγωνίου έχει πλέον ολοκληρώσει τον κύκλο της, από τη στιγμή που τα μέλη του το 1993 που κυκλοφόρησε ο δίσκος ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία. Πρόλαβε όμως να αφήσει παρακαταθήκη έναν πολύ σημαντικό δίσκο – ντοκουμέντο, που καταγράφει με τον πιο αυθεντικό τρόπο 11 από τα πιο γνωστά πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου.
.

.
Σημείωση: Το νεότερο μέλος του συγκροτήματος, ο Βαγγέλης Κώτσου, συνεχίζει την παράδοση του πολυφωνικού τραγουδιού (λεπτομέρειες στη διεύθυνση http://polyphonicoepirou.blogspot.com/). Άλλες ενδιαφέρουσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις σχετικά με το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι, είναι: http://www.polyphonic.gr/ και http://www.epirus-history.gr/

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

“Στη Μυτιλήνη και στη Χιό, τη νύχτα κλαίει ένα στοιχειό…”

.
Για περισσότερα από 45 χρόνια, ο Νότης Μαυρουδής λειτουργεί μέσα στην ελληνική δισκογραφία επιμένοντας σε μία πολύ συγκεκριμένη αισθητική πρόταση με βασικότερα χαρακτηριστικά τον λυρισμό και τη λαϊκότητα. Είτε ως συνθέτης είτε ως μουσικός, η παρουσία του σε οτιδήποτε έχει ηχογραφηθεί και φέρει την υπογραφή του γίνεται αισθητή από τις πρώτες κιόλας νότες. Όσο κι αν άλλαξαν οι εποχές και οι μόδες, ο ίδιος επέμεινε σθεναρά σε αυτή τη βασική αισθητική που έχει να κάνει με όλα όσα συνθέτουν ένα τραγούδι, την εκτέλεση ενός κιθαριστικού έργου ή μιας διασκευής. Όσον αφορά συγκεκριμένα το τραγούδι και την ιδιότητά τους ως συνθέτη, παρατηρεί κανείς την απόλυτη πίστη και επιμονή του σε βασικές αρχές που αφορούν για παράδειγμα το κλίμα και την ενορχήστρωση, την επιλογή του ερμηνευτή, το γενικότερο στήσιμο του κάθε τραγουδιού και το ενιαίο ύφος κάθε δίσκου, και φυσικά την αυστηρή επιλογή στη θεματολογία των στίχων και κατά συνέπεια των στιχουργών με τους οποίους έχει συνεργαστεί.
Ο κατάλογος των στιχουργών που έχουν συμπορευτεί όλ’ αυτά τα χρόνια με τον Νότη Μαυρουδή περιλαμβάνει σημαντικά ονόματα όπως ο Ηλίας Κατσούλης και ο Μιχάλης Γκανάς, ο Άλκης Αλκαίος, ο Γιάννης Κακουλίδης, η Αγαθή Δημητρούκα, ο Άρης Δαβαράκης, ο Τάσος Σαμαρτζής και πολλοί άλλοι. Ανάμεσα τους, μία απ’ τις σημαντικότερες συνεργασίες ήταν και με τον στιχουργό Άκο Δασκαλόπουλο, με τον οποίο ο Μαυρουδής συμπορεύτηκε κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της καριέρας του και πολλά από τα τραγούδια τους κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη σε δισκάκια 45 στροφών. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Φώναξέ με που ερμήνευσε η Αρλέτα (και αργότερα συμπεριλήφθηκε στο πρώτο LP της Αρλέτας το 1967), το Όταν θάρθει η άνοιξη με τη φωνή του Γιώργου Ζωγράφου και τη Μεγάλη θάλασσα που τραγούδησε η Πόπη Αστεριάδη.

.
.

Ο πρώτος ολοκληρωμένος κύκλος τραγουδιών του Νότη Μαυρουδή με τον Άκο Δασκαλόπουλο έρχεται στα 1976, με το δίσκο Ζωγραφιές απ’ τον Θεόφιλο. Πρόκειται για μία σειρά δώδεκα λαϊκών τραγουδιών με βασική ερμηνεύτρια την Αλεξάνδρα, και τη συμμετοχή του Χάρη Γαλανού σε τρία τραγούδια, καθώς και του ρεμπέτη Μουφλουζέλη σε ακόμα ένα. Ο δίσκος αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εργασίες του Νότη Μαυρουδή της δεκαετίας του ’70, και ξεχωρίζει κυρίως για την πρωτοτυπία του σε επίπεδο σύλληψης ενός κύκλου τραγουδιών βασισμένο στο έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Είναι η πρώτη φορά που συναντάμε στην ελληνική δισκογραφία ένα ενιαίο σύνολο τραγουδιών που ξεπερνά την απλή αναφορά ή το αφιέρωμα, και ουσιαστικά “μπαίνει” μέσα στα έργα του ζωγράφου αποτολμώντας να περιγράψει με λόγια και μουσική ένα προς ένα δώδεκα διαφορετικά έργα ενός ζωγράφου.
Ο Άκος Δασκαλόπουλος δε μένει στην απλή παρατήρηση αλλά διεισδύει στις ζωγραφιές του Θεόφιλου, περιφέρεται μέσα στα τοπία, παίρνει θέση δίπλα στα πρόσωπα και μεταφέρει σε λέξεις αυτά που το ένστικτο του Θεόφιλου αποτύπωσε κάποτε σε ζωγραφιές. Όπως αντίστοιχα ο νεαρός επισκέπτης του μουσείου στην ταινία Όνειρα του Ακίρα Κουροσάβα, σαν σε παραίσθηση μπαίνει στους πίνακες του Van Gogh και περπατάει στα τοπία του, έτσι και ο Δασκαλόπουλος ακουμπάει στο ίδιο παγκάκι που στέκει «Η ωραία Αδριάνα των Αθηνών», κάθεται στο ανάκλιντρο πλάι στην «Ερωτευμένη απελπισθείσα», ή οσμίζεται τα αρώματα συντροφιά με τον «Αδάμ και την Εύα εντός τις Παραδίσσου». Έτσι, σχεδόν παραληρηματικά, ο στιχουργός γίνεται πρώτ’ απ’ όλα ο ίδιος κοινωνός της θεματολογίας του Θεόφιλου, για να μπορέσει αμέσως μετά να αποτυπώσει σε στίχους αυτή την εμπειρία με λόγια εξίσου λαϊκά όσο και τα ίδια τα έργα του ζωγράφου. Εγχείρημα δύσκολο, που ο Δασκαλόπουλος αναμετριέται μαζί του και καταφέρνει να φτιάξει ένα σύνολο τραγουδιών που ξεφεύγουν από την απλή περιγραφή των εικόνων, αλλά την ίδια στιγμή κρατούν το μέτρο και δεν παρασύρονται σε αυθαίρετες ερμηνείες των έργων του Θεόφιλου.

Η ίδια πρόθεση οδηγεί και τον Νότη Μαυρουδή στη μελοποίηση, με βασικό οδηγό τους λαϊκούς μουσικούς δρόμους του δημοτικού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Παρακολουθώντας κανείς τη δισκογραφία του Μαυρουδή, θα διαπιστώσει ότι οι Ζωγραφιές απ’ το Θεόφιλο είναι ίσως ο μόνος δίσκος με τόσο έντονο λαϊκό ύφος, όπου οι ρυθμοί, τα μινόρε, η ενορχήστρωση με το μαντολίνο και το μπουζούκι, αλλά και η επιλογή των ερμηνευτών, είναι ο δικός του τρόπος για να προσεγγίσει τον ζωγράφο Θεόφιλο μέσω των στίχων του Δασκαλόπουλου. Και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Πιθανόν να ηχούσε παράταιρη μια μελοποίηση με περισσότερα λυρικά ή λόγια στοιχεία, από τη στιγμή που η αφετηρία είναι οι ζωγραφιές του Θεόφιλου που μοιάζουν με λαϊκά υφαντά ανώνυμων εργατριών. Και ο Μαυρουδής, αβίαστα, συνθέτει μελωδίες που εναρμονίζονται με τα πρόσωπα και τα χρώματα αυτών των παραστάσεων, για να ζωντανέψουν μουσικά τον υπέροχο κόσμο του Θεόφιλου και να μας παραδώσει έναν κύκλο τραγουδιών που ξεχωρίζει για την ομορφιά και την απλότητά του.


Μουφλουζέλης, Αλεξάνδρα, Νότης Μαυρουδής, Άκος Δασκαλόπουλος, Χάρης Γαλανός


.


Σημείωση: όλοι οι στίχοι του Άκου Δασκαλόπουλου καθώς και πλούσιο αρχειακό υλικό, βρίσκονται συγκεντρωμένα στη διεύθυνση http://akosdaskalopoulos.blogspot.com/.


.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Ο Λόρκα στο ελληνικό τραγούδι

Μια περιδιάβαση στα μουσικά μονοπάτια του «γελαστού ποιητή»

των Μάκη Γκαρτζόπουλου και Ηρακλή Οικονόμου
.

Πρόσφατα, το ισπανικό κράτος αποφάσισε να προχωρήσει στην εκταφή των οστών του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκτελεσμένος από τους φασίστες του Φράνκο, ο «γελαστός ποιητής» συνεχίζει να απασχολεί τη συλλογική μνήμη της πατρίδας του αλλά και του ελληνικού τραγουδιού.

«Πάνω απ' όλα μουσικός»
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε το 1898 έξω απ’ τη Γρανάδα. Τριάντα οχτώ χρόνια μετά, στις 19 Αυγούστου 1936, έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες των φαλαγγιτών «μες στου Βιθνάρ το ρέμα». Στη σύντομη ζωή του πρόλαβε να σημαδέψει ανεξίτηλα τα Ισπανικά γράμματα, ως ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Μια άλλη, λιγότερο γνωστή πτυχή της πολύπλευρης προσωπικότητάς του είναι η μουσική. Ο ίδιος ήταν ταλαντούχος μουσικός, έχοντας λάβει μαθήματα από τον πιανίστα Αντόνιο Σεγούρα και τον περίφημο Μανουέλ ντε Φάλλια. Στην ποίηση, εξάλλου, στράφηκε μόνο όταν οι γονείς του απαγόρεψαν να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι. Στον ποιητή άρεσαν πολύ τα Τσιγγάνικα τραγούδια και η λαϊκή μουσική τέχνη της Ισπανίας, και γι’ αυτό είχε διοργανώσει ως και μουσικά φεστιβάλ, ενώ χαρακτηριστική είναι η παρουσία μουσικών όρων στα ποιήματά του. Αποκορύφωμα της μουσικής του δραστηριότητας στάθηκε ο δίσκος Collecion de Canciones Populares Españolas. Πρόκειται για διασκευές παραδοσιακών ισπανικών τραγουδιών που γραμμοφωνήθηκαν το 1931 με την τραγουδίστρια του φλαμέγκο, Argentinita και τον τον ποιητή στο πιάνο.

Ο Λόρκα των ελλήνων συνθετών
Η πρώτη συνάντηση του Λόρκα με τους έλληνες συνθέτες πραγματοποιείται το 1948, με αφορμή την παράσταση του Ματωμένου γάμου από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Ο μόλις 23 ετών Μάνος Χατζιδάκις, γράφει τη μουσική και μελοποιεί πέντε τραγούδια σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου. Το έργο παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι το 1965, όταν εκδόθηκε με ερμηνευτή τον Λάκη Παππά. Ο Χατζιδάκις έγραψε μουσικές και τραγούδια και για άλλες θεατρικές παραστάσεις έργων του Λόρκα. Στη δισκογραφία συναντάμε στον Μεγάλο Ερωτικό την αξεπέραστη ερμηνεία της Φλέρυς Ντανωνάκη στο τραγούδι Πέρα στο θολό ποτάμι από το έργο Περλιμπλίν και Μπελίσα, αλλά και το Τριαντάφυλλο, τραγούδι που ακούστηκε πρώτη φορά στην παράσταση Δόνια Ροζίτα του 1959 και ηχογραφήθηκε στη Λαϊκή Αγορά με ερμηνευτή τον Βασίλη Λέκκα.
Το 1967, ο Μίκης Θεοδωράκης ολοκληρώνει την μελοποίηση τού Romancero Gitano σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη. Αρχικά, το έργο προοριζόταν να κυκλοφορήσει με ερμηνεύτρια την Αρλέτα. Η επιβολή της δικτατορίας ακύρωσε την έκδοση του έργου, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε το 1975 με τη Μαρία Φαραντούρη και το 1978 με την Αρλέτα. Το έργο ηχογραφήθηκε ξανά για φωνή και κιθάρα με τη Φαραντούρη και τον διεθνούς φήμης κιθαρίστα John Williams.
Μέσα στη δικτατορία, το 1969, συναντάμε την ιδιαίτερα αξιόλογη προσέγγιση του Γιάννη Γλέζου στα 12 τραγούδια του Λόρκα, με βασικό ερμηνευτή τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη συμμετοχή της Έλενας Κυρανά. Την απόδοση των στίχων υπογράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ενώ την εξαιρετική ενορχήστρωση επιμελείται ο Νίκος Μαμαγκάκης. Το 1974, ο Γλέζος καταπιάνεται ξανά με την ποίηση του Λόρκα, μελοποιώντας τον Αντόνιο Τόρες Χερέδια, με ερμηνεύτρια την Μαρία Δημητριάδη. Σημαντικός σταθμός στις μελοποιήσεις Λόρκα αποτελεί η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου στο ποίημα Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, εμπνευσμένο από τον θάνατο στην αρένα τού ομώνυμου φίλου τού. Η μετάφραση του έργου ανήκει στον Νίκο Γκάτσο, και το έργο ερμήνευσαν ο βαρύτονος Κώστας Πασχάλης και ο Μάνος Κατράκης στο ρόλο του αφηγητή. Το 1974, ο Χρήστος Λεοντής μελοποίησε Λόρκα στο δίσκο Αχ Έρωτα, σε ερμηνεία Τάνιας Τσανακλίδου και Μανώλη Μητσιά, και απόδοση Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τραγούδια όπως Μέρα γεμάτη θλίψη, Αβάσταχτο να σ’ αγαπώ και φυσικά το Λούζεται η αγάπη μου αγαπήθηκαν από το κοινό για τον αβίαστο λυρισμό τους.
Εξίσου επιτυχημένη υπήρξε και η συνάντηση του Λόρκα με τον Νίκο Μαμαγκάκη το 1983, στον κύκλο τραγουδιών Του έρωτα και του πάθους, σε μετάφραση Αγαθής Δημητρούκα. Ο δίσκος περιλαμβάνει τα παραδοσιακά τραγούδια που ο ίδιος ο Λόρκα είχε διασκευάσει στη Collecion de Canciones Populares Españolas, σε εναρμόνιση του Μαμαγκάκη και ερμηνεία της Νένας Βενετσάνου. Tο έργο κυκλοφόρησε ξανά το 2008 με ερμηνευτές τον Τάση Χριστογιαννόπουλο και τη Ναταλί Ρασούλη.
Ο Λόρκα έχει εμπνεύσει και δημιουργούς που έχουν πειραματιστεί με πιο λόγιες μουσικές φόρμες, όπως ο Γιώργος Κουρουπός που έγραψε τα 8 τραγούδια σε ποίηση Λόρκα σε μετάφραση Αντρέα Αγγελάκη με ερμηνευτή τον Σπύρο Σακκά. Ο Λόρκα απασχολεί και εμπνέει και μια νεότερη γενιά δημιουργών όπως ο Δημήτρης Μαραμής, που το 2006 παρουσίασε τον δίσκο Του Σκοτεινού Έρωτα σε απόδοση Σωτήρη Τριβιζά και ερμηνεία Μίνωα Θεοχάρη, ενώ τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε τον Σκοτεινό Έρωτα με τον Μάριο Φραγκούλη.
Στην ελληνική δισκογραφία συναντάμε πλήθος σκόρπιων μελοποιήσεων του Λόρκα. Ο ποιητής σημάδεψε το δισκογραφικό ντεμπούτο του Μάνου Λοΐζου με το Τραγούδι του Δρόμου σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου, που πρωτοηχογραφήθηκε το 1962 σε δίσκο 45 στροφών με τη φωνή του Γιώργου Μούτσιου και ηχογραφήθηκε ξανά με ερμηνεία του συνθέτη στα Τραγούδια του δρόμου. Τους στίχους ανακαλύπτει ο Λοΐζος στην Επιθεώρηση Τέχνης, το ιστορικό περιοδικό της Αριστεράς. Ο Θεοδωράκης συνέθεσε το τραγούδι Φεύγω για το Σαντιάγκο, που ερμήνευσε πρώτα ο Ζωρζ Μουστακί και στη συνέχεια η Αλίκη Καγιαλόγλου σε απόδοση Μιχάλη Μπουρμπούλη. Τρία μεμονωμένα ποιήματα του Λόρκα σε μετάφραση Ξενοφώντα Κοκόλη και μουσική του Μαμαγκάκη τραγουδάει η Λιζέτα Καλημέρη στο δίσκο Αιφνιδιασμός. Στο δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου Η βροχή από κάτω βρίσκουμε την Άυπνη πόλη σε απόδοση Μαρίας Ευσταθιάδη, ενώ και οι Όναρ τραγούδησαν τη Μπαλάντα του νερού της θάλασσας στο δίσκο Μην πετάς θα σε δουν.
Άξιες προσοχής είναι οι μελοποιήσεις ελλήνων συνθετών σε ποιήματα του Λόρκα απευθείας απ’ το πρωτότυπο. Ενδεικτικά, αναφέρουμε το ποίημα Στις 27 του Αυγούστου και το γνωστό Τώρα νυφούλα μου χρυσή από τον Ματωμένο γάμο που μελοποίησε απ’ τα ισπανικά ο Ηρακλής Πασχαλίδης και περιλαμβάνονται στο δίσκο 12 μουσικά κομμάτια και 6 τραγούδια. Η Λαμπρινή Σκλήνου έχει μελοποιήσει απ’ το πρωτότυπο τις Πληγές της αγάπης στο δίσκο Οι ένδοξες κατακτήσεις ενός κούκου και ο Επαμεινώνδας Παπαμιχαήλ το Αίνιγμα της κιθάρας στο δίσκο Βλέποντας το θρίλερ.
Οι δισκογραφημένες συνθέσεις για θεατρικά έργα του Λόρκα στα ελληνικά είναι αμέτρητες, με πρώτο φυσικά διδάξαντα τον Χατζιδάκι και τον «Ματωμένο Γάμο» του. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις δουλειές του Νίκου Κυπουργού στη Γερμα από τον δίσκο Music on Stage και του Τάσου Καρακατσάνη στη Θαυμαστή μπαλωματού που κυκλοφόρησε στο δίσκο Έξι ενότητες θεατρικής μουσικής. Ξεχωριστή θέση κατέχει και Το τραγούδι της Χοσέφα σε μουσική Νότη Μαυρουδή, φτιαγμένο για Το σπίτι της Μπερνέρντα Άλμπα. Το έργο ανέβηκε το καλοκαίρι του 1987 στις γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού από ομάδα κρατουμένων, ενώ το τραγούδι ερμήνευσε η Αρλέτα στο δίσκο Κάπου ανατολικοδυτικά. Και ο Γιάννης Αγγελάκας μελοποίησε ποίηση του Λόρκα, για τις ανάγκες του θεατρικού έργου Μοργκεντάου.
Τέλος, αμέτρητες είναι οι επανεκτελέσεις τραγουδιών του Λόρκα. Ξεχωρίζουμε ενδεικτικά τη ζωντανή ηχογράφηση Του φεγγαριού τα πάθη (2002), όπου η Μαρία Φαραντούρη ερμηνεύει τρεις κύκλους του Λόρκα: τον Ματωμένο Γάμο σε μουσική Χατζιδάκι, τα Canciones Populares και το Romancero Gitano του Θεοδωράκη.



Το «φαινόμενο Λόρκα» και η ερμηνεία του
«Στην Ισπανία» είπε κάποτε ο Λόρκα, «οι νεκροί είναι πιο ζωντανοί από τους νεκρούς οποιασδήποτε άλλης χώρας στον κόσμο». Στην Ελλάδα, ο Λόρκα είναι πιο ζωντανός παρά ποτέ, στα τραγούδια του. Με διαφορά ο πιο ευρέως μελοποιημένος ξένος ποιητής, ο Λόρκα ενέπνευσε μια τεράστια γκάμα ελλήνων συνθετών. Η επιρροή του στην ελληνική μουσική επιτρέπει να τον θεωρήσουμε ως «δικό μας», ως εγχώριο ποιητή. Ενδεικτικά της απήχησης του υπήρξαν και τραγούδια άλλων γι’ αυτόν: το ποίημα Federico Garcia Lorca του Νίκου Καββαδία που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος, και το τραγούδι Ο θάνατος του ποιητή σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Απόστολου Καλδάρα: «Γιατί τον σκότωσαν, γιατί / τον γελαστό τον ποιητή;»
Ποιοι παράγοντες όμως έδωσαν στον Λόρκα αυτή την περίοπτη θέση στο τραγούδι; Καταρχήν, το μέγεθος της ποίησής του και ο αντίκτυπος της σε συνθέτες που διψούσαν να μελοποιήσουν ποιητικό λόγο. Ο Λόρκα ενσάρκωσε το διττό αίτημα της πρωτοπορίας και της λαϊκότητας που οι Έλληνες δημιουργοί είχαν ως σημαία στο έργο τους. Ο εκλεκτός των συνθετών Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει στα 1942: «Ο ποιητής που αυτή τη στιγμή μ’ ενδιαφέρει περισσότερο, είναι ο Ισπανός Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα». Στην ποίηση του Λόρκα, οι Έλληνες συνθέτες συνάντησαν γνώριμα Μεσογειακά μοτίβα. Όπως λέει ο Μαμαγκάκης, «σαν Μεσογειακός ποιητής, ο Λόρκα μας άρπαξε απ’ την καρδιά και το μυαλό». Ταυτόχρονα, οι συνθέτες ανακάλυψαν στο έργο του ένα δημιουργικό χώνεμα τής παράδοσης μέσα σε νεωτεριστικές αισθητικές μορφές, που δεν μπορούσε παρά να έλξει μια γενιά δημιουργών ταγμένων στην αναζήτηση της «ελληνικότητας», στην «επιστροφή στις ρίζες» και σε ένα όραμα εθνικής και κοινωνικής αυτογνωσίας. Εξάλλου, και η ίδια η σχέση του Λόρκα με τη μουσική έκανε το έργο του ιδιαίτερα ελκυστικό για τους συνθέτες. Η ποίησή του εμπεριέχει ρυθμό και μουσικότητα που επέτρεψε την αβίαστη μελοποίησή της.
Επίσης, η ποίηση του Λόρκα αναδύθηκε σε συνθήκες όμοιες με αυτές μιας Ελλάδας καταπιεσμένης και ανελεύθερης, εκείνης δηλαδή της Ελλάδας που βίωσε η γενιά του έντεχνου-λαϊκού τραγουδιού των δεκαετιών του ’60 και ’70. Το έργο του Λόρκα ήταν απαγορευμένο στην ίδια τη χώρα του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50, μετά πέρασε μέσα από το ψαλίδι της λογοκρισίας, και έπρεπε να περιμένει τον θάνατο του Φράνκο το 1975 για να ακολουθήσει ελεύθερο την πορεία του. Τραγούδια του ποιητή βρέθηκαν στο στόμα των Δημοκρατικών στις μάχες κατά του Φράνκο. Η πολιτική διάσταση του σοσιαλιστή Λόρκα δεν άφησε ασυγκίνητους τους Έλληνες δημιουργούς.
Αντί επιλόγου, παραθέτουμε τα λόγια του ποιητή: «Σ’ αυτή τη δραματική στιγμή του κόσμου, ο καλλιτέχνης πρέπει να κλαίει και να γελάει με το λαό του… Ο πόνος του ανθρώπου και η σταθερή αδικία που βασιλεύει στον κόσμο μ’ εμποδίζουν να μεταφέρω το σπίτι μου στ’ άστρα». Ας δώσουμε τώρα το λόγο στη στιχουργό Αγαθή Δημητρούκα, τους συνθέτες Νίκο Μαμαγκάκη και Δημήτρη Μαραμή, και την τραγουδίστρια Μαρία Φαραντούρη, το έργο των οποίων είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον Ισπανό ποιητή. Τους ευχαριστούμε θερμά για την ανταπόκριση.

Αγαθή Δημητρούκα
«Κορίτσι δεκατριών δεκατεσσάρων χρόνων», παραφράζοντας ένα στίχο του φίλου Χρονά, ξόδευα το χαρτζιλίκι μου στα βιβλιοπωλεία κάποιας επαρχίας. Το όνομα Γκάτσος μού ήταν οικείο από τα τραγούδια που θαύμαζα και το θέατρο της Τετάρτης, που άκουγα στο ραδιόφωνο. Έτσι πήρα το Ματωμένο γάμο κι ώσπου να τελειώσω το διάβασμά του, μου έγινε και το όνομα Λόρκα οικείο. Κι όταν, αργότερα, ο ίδιος ο Γκάτσος μού διάβασε αγαπημένα του αποσπάσματα από το πρωτότυπο, αποφάσισα να μάθω κι εγώ ισπανικά. Γι’ αυτό, λίγο μετά το ’80 και μπρος στην άρνηση του Γκάτσου –λόγω έλλειψης χρόνου– να αποδώσει στα ελληνικά τα παραδοσιακά ισπανικά τραγούδια που ο Λόρκα είχε συλλέξει και εναρμονίσει, ο Πατσιφάς τον ρώτησε «Μήπως μπορεί η Αγαθή;» κι εκείνος απάντησε «Θα μπορέσει· θα τη βοηθήσω κι εγώ».
Όταν μεταφράζει κανείς ένα τραγούδι, λαμβάνει υπόψη του και το αίσθημα που του δίνει η μελωδία. Έτσι, στο τραγούδι Το παλιό το καφενείο, σε μια μελωδία που μου έβγαζε μελαγχολία, προτίμησα ένα δραματικό τέλος αντί για το ευτυχές που αφηγούνται οι ισπανικοί στίχοι. Ως προς τη γλώσσα, ακολούθησα το δημοτικό ύφος του πρωτοτύπου χωρίς αστικά ή λόγια στοιχεία. Γι’ αυτό με ξένισε η μουσική απόδοσή τους, όπως με ξένισε και ο τίτλος Του έρωτα και του πάθους, επειδή παραπέμπει σε μια αντίληψη περί εξωτισμού της Ισπανίας. Τα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια, με παράλλαξη των στίχων τους, είχαν γίνει εμβατήρια και παιάνες των δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο. Για παράδειγμα, το τραγούδι Τα τέσσερα παλικάρια, θρυλούσε την αντίσταση της Μαδρίτης.
Συχνά ανατρέχω στα άπαντα του Λόρκα, είτε για να διαβάσω είτε για να μεταφράσω κάποιο ποίημά του ή κάτι που είχε πει. Πάντα, όμως, αναζητώ πίσω απ’ τα κείμενα την εικόνα του όπως αποτυπώθηκε σε χρονικά της εποχής: με τη φόρμα της Barraca, να εκπέμπει μια γλυκιά αύρα και να ίπταται κάμποσους πόντους από το έδαφος, σαν να είχε ξεκινήσει την πορεία του προς τον ουρανό.

Νίκος Μαμαγκάκης
Η γοητεία του Λόρκα ήρθε σε μένα βλέποντας τα θεατρικά του έργα, και ιδιαίτερα τον Ματωμένο Γάμο. Η επιρροή πάνω μου ήταν άμεση, καθώς το έργο αυτό έχει πολλά Κρητικά στοιχεία. Στη συνέχεια, βρήκα εντελώς σύγχρονη και ξεχωριστή την ποίησή του ενώ, όταν σπούδαζα στο Μόναχο, ήμουν φίλος με τον αρχιμουσικό Ραφαέλ Φρίμπεκ ντε Μπούργκος ο οποίος με μύησε στον Λόρκα και στη φιλία του με τον Μανουέλ ντε Φάλια. Όταν ο Λόρκα συνελήφθη από τους μπασκίνες του Φράνκο, το έμαθε ο ντε Φάλλια και προσπάθησε να τον συναντήσει. Νόμιζε ότι με τη φήμη του θα μπορούσε να τον σώσει…
Ένας συνθέτης διαβάζοντας Λόρκα οδηγείται κατευθείαν σε μελοποιίες… ο στίχος του Λόρκα είναι προκλητικός για κάθε συνθέτη. Ο ίδιος ο Λόρκα είχε εναρμονίσει μια συλλογή λαϊκών τραγουδιών με τρόπο εντελώς ορθόδοξο, τα οποία καταχωρήθηκαν σαν τραγούδια του Λόρκα αλλά στην πραγματικότητα είναι παμπάλαια λαϊκά τραγούδια της Ισπανίας. Αυτά τα τραγούδια τα πήρα εγώ με τη Νένα Βενετσάνου, άφησα μόνο τα μελίσματα των στίχων, τα εναρμόνισα από την αρχή, έβαλα εισαγωγές και επεισόδια που δεν υπήρχαν μέσα, και έγινε ένα έργο με τη δική του αυτονομία. Έβαλα τον τίτλο Του έρωτα και του πάθους. Η κυρία Δημητρούκα που έκανε τη μετάφραση δεν συμφώνησε με τον τίτλο και τον θεώρησε υπερβολικό, λέγοντας ότι στα τραγούδια αυτά ούτε έρωτας υπάρχει ούτε πάθος. Για μένα ο Λόρκα ολόκληρος είναι έρωτας, αβυσσαλέος! Και ένας μεγάλος, τρανός ποιητής. Και η ζωή του τον έκανε ακόμα μεγαλύτερο. Ήταν ένας άνθρωπος δημοκράτης και είχε έναν άσχημο θάνατο «ο κακορίζικος ο Λόρκα» που γράφει και ο Εγγονόπουλος.

Δημήτρης Μαραμής
Η δημιουργία του κύκλου Σκοτεινός Έρωτας ξεκίνησε με αφορμή τα Σονέτα του Σκοτεινού Έρωτα, το κύκνειο άσμα του ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, και την απόδοσή τους στα ελληνικά από τον ποιητή Σωτήρη Τριβιζά. Πρώτα μελοποιήθηκε το σονέτο Γλυκό Παράπονο, ένα σπαραχτικό ερωτικό ποίημα, κι έπειτα ο κύκλος συμπληρώθηκε με άλλα, κυρίως νεανικά ποιήματα του μεγάλου λυρικού ποιητή. Κοινή θεματική των ποιημάτων αυτών είναι η μυστικιστική και ενίοτε τραγική πλευρά του οικουμενικού αισθήματος που λέγεται έρωτας. Ο συνθέτης εδώ ήρθε αντιμέτωπος με ποιήματα «απίστευτης ωραιότητας», όπως τα χαρακτήριζε ο Πάμπλο Νερούδα. Στα ποιήματα αυτά ο έρωτας έχει αποδοθεί με τόσο αιθέριους και ταυτοχρόνως τόσο γήινους τόνους, ώστε ποτέ άλλοτε στη νεότερη ποίηση δεν έσμιξαν τόσο ταιριαστά το πάθος με την απώλεια, η ευτυχία με το πένθος, η σάρκα με τον ουρανό. Πρόκειται, καθώς είπαν, για ένα θαύμα πάθους, ενθουσιασμού, ευτυχίας, βασάνων, για ένα φλογερό μνημείο υψωμένο στον έρωτα, που η πρώτη ύλη του είναι η σάρκα, η ψυχή του ποιητή τη σταυρική στιγμή του αφανισμού του.
Για μια πρωτότυπη μελοποίηση, πιστεύω πως δεν αρκεί να γίνεται μια στεγνή μουσική ανάγνωση του ποιήματος, αλλά χρειάζεται το τραγούδι να φέρει και την προσωπική σφραγίδα του συνθέτη. Θεωρώ μάλιστα ενδιαφέρον να γίνονται εκ μέρους του και ορισμένες ανατροπές σε σχέση με την αναμενόμενη μουσικότητα του ποιήματος, ώστε η «έκπληξη» που προκύπτει να διερμηνεύει πιο έντονα το συναίσθημα. Στο Σκοτεινό Έρωτα, απέδωσα την ποίηση με λυρισμό, μελωδικότητα, απλότητα, χωρίς φλυαρίες στην ενορχήστρωση και με μια διάθεση το μουσικό μου ύφος να μην ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη εποχή ή μόδα.

Μαρία Φαραντούρη
Το ελληνικό κοινό γνώρισε τον Λόρκα με τα θεατρικά του έργα και την εξαίσια μουσική του Μάνου Χατζιδάκι για τον Ματωμένο Γάμο και τον αγάπησε αμέσως. Όλοι τον θεωρήσαμε δικό μας άνθρωπο. Συνδεθήκαμε με την ιστορία του, το έργο του και το τραγικό του τέλος. Έγινε μύθος σε όλο τον κόσμο, αλλά και για μας τους Έλληνες ιδιαίτερα, ένα μεγάλο σύμβολο του πνεύματος και της τέχνης, που εκτέλεσαν οι φασίστες του Φράνκο. Είχα τη χαρά και την τύχη να τραγουδήσω το Romancero Gitano, μελοποιημένο μοναδικά από τον Μίκη Θεοδωράκη, στην εξαιρετική απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη στα ελληνικά। Το 1987, με προσκάλεσαν για μια συναυλία στη γενέτειρα του Lorca, το Φουέντε Βακέρος. Η συγκίνησή μου ήταν πολύ βαθειά, όταν έμαθα ότι θα τραγουδούσα μέσα στο σπίτι που είχε γεννηθεί ο ποιητής και το οποίο σήμερα λειτουργεί ως μουσείο. Πάντα στις συναυλίες μου συνηθίζω να τραγουδώ τραγούδια του Λόρκα. Αισθάνομαι δεμένη με το έργο του, στο οποίο συνυπάρχουν λυρισμός και τραγικότητα, και το οποίο διαπνέεται από το περίφημο ντουέντε: πάθος. Είναι αυτό το πάθος που χαρακτήριζε και τον ίδιο τον Λόρκα στη σύντομη, αλλά γεμάτη ζωή του.


.Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, Τεύχος 166 - Δεκέμβριος 2009

Σημείωση: το κείμενο δημοσιεύεται παράλληλα και στα Μουσικά Προάστια (εδώ)

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

“…κόψε την καύτρα στο καντήλι, να ‘χουμε απόψε λίγο φως.”

Οποιαδήποτε αναφορά στην κοινή δημιουργική πορεία του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου, θα σκόνταφτε μοιραία στην παγίδα της επανάληψης και δε θα πρόσθετε τίποτα στα όσα έχουν ήδη γραφτεί. Η συνάντησή τους καθόρισε το ελληνικό τραγούδι και άφησε πίσω της κύκλους τραγουδιών ανεπανάληπτης πληρότητας, παράλληλα με τα δεκάδες τραγούδια από το θέατρο με τις μεταφράσεις του Νίκου Γκάτσου. Από την πρώτη τους ευτυχή συνάντηση στο Θέατρο Τέχνης με αφορμή το Λεωφορείον ο Πόθος του Τεννεσσή Ουίλλιαμς το 1948, μέχρι τους Μύθους μιας γυναίκας και τους Αντικατοπτρισμούς, δημιούργησαν από κοινού ένα ολόκληρο σύμπαν λόγου και μουσικής που παντρεύτηκε μοναδικά, και που προσδιόρισε το λαϊκό τραγούδι σε καινούργια ποιητικά πλαίσια στιγματίζοντας για πάντα το ελληνικό τραγούδι στο σύνολό του και κατ’ επέκταση τον σύγχρονο ελληνικό Πολιτισμό.

Το 1976 κυκλοφόρησε από την Columbia ο δίσκος Αθανασία με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη. Μέσα στον συγκεκριμένο κύκλο τραγουδιών και ανάμεσα σε τραγούδια – σταθμούς, όπως ο Τσάμικος, Παράξενη Πρωτομαγιά, Ένα σπίρτο στο τραπέζι, Αθανασία και Μεθυσμένο καράβι, συναντάμε κι ένα τρίλεπτο αριστούργημα με τίτλο Οι μέρες είναι πονηρές, ερμηνευμένο από τον Μανώλη Μητσιά. Ένα υπέροχο χασάπικο από εκείνα που μόνο ο Χατζιδάκις ήξερε να φτιάχνει, και μια ομάδα εξαιρετικών μουσικών να πλαισιώνουν τον Μητσιά σε μία από τις κορυφαίες του ερμηνείες.

Γυναίκα σκύψε το κεφάλι
γιατί έρχεται Σαρακοστή
και θα σταυρώσουνε και πάλι
τον άγγελο και το ληστή.

Λένε πως πήγανε την Τρίτη
και πήρανε το Γιακουμή
μέσ’ απ’ το ίδιο του το σπίτι
την ώρα πού ‘τρωγε ψωμί.

Κλείσ’ το παράθυρο γυναίκα
κοντεύει δώδεκα και δέκα
σου το ‘χω πει τόσες φορές
οι μέρες είναι πονηρές.

Γυναίκα χάθηκαν οι φίλοι
έγινε φίδι ο αδερφός
κόψε την καύτρα στο καντήλι
να ‘χουμε απόψε λίγο φως.

Πες μου τον όρκο του προπάππου
κι αν δε γυρίσω μια βραδιά
να με θυμάσαι κάπου κάπου
και να προσέχεις τα παιδιά.



Έχοντας πλήρως αφομοιωμένα όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το γνήσια λαϊκό και δημοτικό τραγούδι, τον ρυθμό, την ισορροπία, την έκπληξη, τη λιτότητα και την ποίηση, ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος στήνουν ο καθένας από τον δικό του ρόλο και με τα δικά του εργαλεία ένα μοναδικό σκηνικό. Από τη μία μεριά η ορχήστρα, αποτελούμενη από σολίστες πρώτης γραμμής (μεταξύ άλλων: τον Θανάση Πολυκανδριώτη στο μπουζούκι, τον Γεράσιμο Μηλιαρέση και τον Δημήτρη Φάμπα στις κιθάρες, τον Ανδρέα Ροδουσάκη στο κοντραμπάσο και την Αλίκη Κρίθαρη στην άρπα), ηχεί τελετουργικά, σχεδόν πένθιμα, στον οικείο ρυθμό των 2/4 και μια μελωδία απρόβλεπτη απ’ τη εισαγωγή της ακόμα, μέχρι το επαναλαμβανόμενο σιγανό κλείσιμο του φινάλε. Ο Χατζιδάκις τυλίγει τα λόγια του Νίκου Γκάτσου με τη λιτότητα που επιβάλουν οι ίδιες οι φράσεις και ο ρυθμός των στίχων. Και ο Μητσιάς χαμηλόφωνα, εξίσου τελετουργικά, επωμίζεται το βάρος των στίχων: από το “γυναίκα σκύψε το κεφάλι” του πρώτου στίχου, τη συγκλονιστική σκηνή που πήρανε τον Γιακουμή “μέσα απ’ το ίδιο του το σπίτι” την – ιερή – “ώρα που έτρωγε ψωμί”, μέχρι εκείνο το “να με θυμάσαι κάπου κάπου, και να προσέχεις τα παιδιά”!


Η ένταση των στίχων του Νίκου Γκάτσου και ο τρόπος που στήνει τούτο το σκηνικό, καθορίζει ολόκληρο το τραγούδι από την αρχή μέχρι και το τέλος του. Οι αναφορές στη Σαρακοστή, στη σταύρωση, στη θυσία και στην εγκαρτέρηση, καθώς και ο ίδιος ο τίτλος του τραγουδιού, παραπέμπουν θα έλεγε κανείς στην ανάπτυξη θρησκευτικού κειμένου. Ίσως να είναι επιπόλαιο να επιχειρήσει κανείς να βρει την πηγή έμπνευσης των στίχων του τραγουδιού, θα τολμήσουμε όμως μία προσέγγιση, επισημαίνοντας εξ αρχής ότι πρόκειται μονάχα για εικασία και δε βασίζεται σε καμία γραπτή ή προφορική πηγή προερχόμενη από τον ίδιο τον ποιητή. Πιθανόν όμως να μην αποτελεί σύμπτωση ότι, τη φράση “οι μέρες είναι πονηρές” τη συναντάμε και στην επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Εφεσίους, και μάλιστα στο κεφάλαιο εκείνο στο οποίο αναλύει τους κανόνες που διέπουν ένα γάμο και τη σχέση του ανδρόγυνου. Πρόκειται για το 5ο κεφάλαιο της Επιστολής, που σίγουρα όλοι μας έχουμε ακούσει πολλές φορές κατά την τέλεση των γάμων, και το οποίο καταλήγει με το δημοφιλές “ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα”. Στις παραγράφους 15 και 16 της Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Εφεσίους λοιπόν, αναφέρεται: «15. Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί, 16. ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». Ίσως λοιπόν εκεί να βρίσκεται η κρυμμένη πηγή απ’ όπου ανάβλυσε η έμπνευση του Νίκου Γκάτσου, για να παραδώσει πρώτα στον Μάνο Χατζιδάκι και έπειτα σε εμάς τα λόγια ενός από τα κρυμμένα διαμάντια της κοινής τους δημιουργίας.
Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με τέτοιας δύναμης στίχους, με τέτοιας πληρότητας ερμηνείες και τέτοιας αισθητικής τραγούδια, έχει μάλλον μικρή σημασία να μπορέσουμε να ανακαλύψουμε τις πηγές που ώθησαν την έμπνευση των δημιουργών τους. Τι κι αν ο Γκάτσος πάτησε στα χνάρια του εκκλησιαστικού αυτού κειμένου για να γράψει ένα τέτοιο ποίημα αμέσως μετά τη δικτατορία, που θα μπορούσε να φωτογραφίζει μέσα από μια σειρά αλληγορίες τις μέρες εκείνες της επταετίας ή παλιότερα τις μέρες της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου, ή ακόμα και όλες τις σκοτεινές μέρες όπου “χάθηκαν οι φίλοι” κι “έγινε φίδι ο αδερφός”. Κρατάμε πολύτιμη παρακαταθήκη τραγούδια σαν το Οι μέρες είναι πονηρές, κι ας μην καταφέρουμε ποτέ να αγγίξουμε τους συνειρμούς και τις πηγές έμπνευσης των δημιουργών τους. Μας αρκεί που μπορούν να συντροφεύουν και σήμερα τους δικούς μας συνειρμούς. Σήμερα που – ίσως - τα έχουμε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
.
Σημείωση: Τα έργα στο εξώφυλλο και στο ένθετο του δίσκου είναι του Γιώργου Σταθόπουλου.
.
.


ΥΓ: η επιστροφή του Αρώματος του Τραγουδιού γίνεται κάτω από την πίεση των ημερών που “είναι πονηρές” και κάποιες φορές αιφνιδιαστικά δυσβάσταχτες. Παρ’ ολ’ αυτά, είμαστε ξανά εδώ με την πρώτη βροχή του φθινοπώρου, και για όσο καιρό χρειαστεί. Καλώς βρεθήκαμε και πάλι.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

«Ένας χαμένος ελέφαντας»

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου
Διεθνές Συνέδριο

Παρασκευή 23 -Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011
Κτήριο της Οδού Πειραιώς 138


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου, το Μουσείο Μπενάκη οργανώνει Διεθνές Συνέδριο αφιερωμένο στη μελέτη του έργου του ποιητή της Αμοργού.
Στο διήμερο αυτό, έλληνες και ξένοι μελετητές του έργου του και της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ποιητές και μεταφραστές, θα προσεγγίσουν το έργο του Νίκου Γκάτσου, σκοπεύοντας να ανασυστήσουν το νήμα που ενώνει την ποίηση, το θέατρο και το τραγούδι μέσα στο σύμπαν του δημιουργού, να αναδείξουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του πολυεπίπεδου έργου του, αλλά και να αποτυπώσουν την ευρύτερη συνεισφορά του στην ανανέωση της ποίησης και στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού προσώπου της Ελλάδας του εικοστού αιώνα.
Με βάση το σκεπτικό αυτό, οι δύο πρώτες θεματικές ενότητες («Ψηφίδες της εποχής» και «Ζητήματα κριτικής – προβλήματα εργογραφίας») επιχειρούν να ανασυστήσουν την εποχή και να τοποθετήσουν εντός αυτής το πρόσωπο του ποιητή, να ιχνηλατήσουν την ποιητική διαμόρφωσή του, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τον ελληνικό μοντερνισμό, κυρίως με το κίνημα του υπερρεαλισμού.
Στην επόμενη ενότητα («Ο κόσμος του θεάτρου»), οι ομιλητές, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους σε δύο χαρακτηριστικές θεατρικές στιγμές (Λόρκα, Στρίντμπεργκ), μελετούν την πολύ ισχυρή και καταλυτική για τη διαμόρφωση της ποιητικής του γλώσσας σχέση του με τον κόσμο του θεάτρου.
Οι επόμενες δύο ενότητες («Αμοργός Ι» και «Αμοργός ΙΙ») αφιερώνονται στην εξέταση του ποιητικού και διανοητικού υποστρώματος της Αμοργού, στον τρόπο συναρμογής της παράδοσης και της νεωτερικότητας στο έργο αυτό, στην ενέργεια που απελευθερώνουν οι μεταφραστικές προσπάθειες του ποιήματος, στη θέση του εντέλει μέσα στην ελληνική ποιητική δημιουργία του εικοστού αιώνα.
Οι εργασίες του Συνεδρίου κλείνουν με την ενότητα «Το τραγούδι του Νίκου Γκάτσου», στη διάρκεια της οποίας μουσικοί και μελετητές του ελληνικού τραγουδιού θα αναδείξουν την ποιητικότητα, τους κώδικες και το «πολιτικό» στοιχείο, τη δισκογραφική διαδρομή των στίχων του, αλλά και την παρουσία τους σήμερα.
Οι εργασίες του Συνεδρίου θα πλαισιωθούν από ένα Στρογγυλό τραπέζι, όπου φίλοι και ομότεχνοί του θα συζητήσουν για τον άνθρωπο και το έργο του, ένα Θεατρικό αναλόγιο και Προβολή ντοκουμέντων και συνεντεύξεων του Νίκου Γκάτσου (βλ. συνημμένο πρόγραμμα εκδηλώσεων).


ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
ΣΑΒΒΑΤΟ, 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2011
20.45-22.00
ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΑΙΝΙΑΣ


Θα προβληθούν αποσπάσματα:

- από την ταινία που ετοιμάζει ο Δημήτρης Βερνίκος για τον Νίκο Γκάτσο, με τίτλο «Κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του»,

- από συναυλίες της Νάνας Μούσχουρη με τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου,

- καθώς και από σπάνιες συνεντεύξεις του ποιητή.

=================

ΚΥΡΙΑΚΗ, 25 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2011
20.30-21.15

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΙΟ βασισμένο στη μουσικο-θεατρική παράσταση «Ο γνωστός μας άγνωστος κύριος Γκάτσος», που ανέβηκε τον Ιούλιο στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Μάνιας Παπαδημητρίου.

Συμμετέχουν οι ηθοποιοί:
Τάσος Αντωνίου
Εβελίνα Αραπίδη
Μαρία Κόμη-Παπαγιαννάκη
Αγαπητός Μανδαλιός
Μάνια Παπαδημητρίου


Και οι μουσικοί:
Βικτωρία Κυριακίδη, φλάουτο
Μαρίνα Χρονοπούλου, πιάνο και ακορντεόν


Μουσείο Μπενάκη
Κουμπάρη 1 & Βασιλίσσης Σοφίας
106 74 Αθήνα
Τηλ. 210 3671000
www.benaki.gr

Μουσείο Μπενάκη
Πειραιώς 138 και Ανδρονίκου
Τηλ. 210 3453111


Πρόγραμμα του Συνεδρίου στη διεύθυνση: