Τρίτη 29 Απριλίου 2008

“… και ρωτάω να μου πουν όσοι ξέρουν ν’ αγαπούν, σε ποιον έρωτα χρωστάω”

.
Είναι κάποια τραγούδια που θαρρεί κανείς πως έχουν γραφτεί για συγκεκριμένες εποχές. Τραγούδια “χειμωνιάτικα”, άλλα (πολύ περισσότερα) “καλοκαιρινά”, τραγούδια που σχεδόν αρνούμαστε να ακούσουμε εκτός εποχής, σαν τους καρπούς των φρούτων που θέλουν το κατάλληλο κλίμα για να ωριμάσουν. Μια βροχερή μέρα του Φλεβάρη για παράδειγμα, θα ακούσουμε το «Κάθε φορά που θα ‘ρθεις βρέχει» με την Τσανακλίδου ή το «Έρχεται κρύο» με την Αρλέτα και όχι το «Καλοκαιράκι» των Φατμέ ή το «Καλοκαίρι» του Σαββόπουλου. Αυτό, σε καμία περίπτωση δε μειώνει την αξία κάποιων τραγουδιών, ούτε τα βαφτίζει απαραίτητα “εποχικά”. Είναι όμως ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται μέσα μας και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια κάθε φορά που το τοπίο αλλάζει, που τα αρώματα της κάθε εποχής μπλέκονται με τα αρώματα συγκεκριμένων τραγουδιών και μας κάνουν να σιγοτραγουδάμε στίχους και μελωδίες απόλυτα ταιριαστές με το εξωτερικό περιβάλλον.
Ένα από τα τραγούδια που (κατά την προσωπική μου γνώμη) ευωδιάζει από τα αρώματα της άνοιξης, είναι τα «Κόκκινα γυαλιά» του Σταμάτη Κραουνάκη. Αν και ο Κραουνάκης έχει ηχογραφήσει τρεις εκδοχές του τραγουδιού (β’ εκτέλεση στο δίσκο «Όταν έρχονται οι φίλοι μου» το 1995, γ’ εκτέλεση στο δίσκο «Πόσο σ’ αγαπώ» με τη διασκευή των “Εμιγκρέ” το 2007), η πρώτη εκείνη εκτέλεση του τραγουδιού στο δίσκο «Δεν έχω ιδέα» εξακολουθεί να είναι μοναδική.

Πήρα κόκκινα γυαλιά
κι όλα γύρω σινεμά τα βλέπω
κι ούτε ξέρω πώς να ζω
ούτε και πώς ν' αγαπώ
τη ζωή μου επιβλέπω.

Πήρα κόκκινο στυλό
και τραβάω γιαλό-γιαλό και γράφω
τραγουδάκια της φωτιάς
της φωτιάς, της πυρκαγιάς
τη ζωή μου αντιγράφω.


Ο Σταμάτης Κραουνάκης κάθεται στο πιάνο και ερμηνεύει παρέα με τον Κώστα Μακεδόνα ένα από τα ομορφότερα τραγούδια του. Οι στίχοι του τραγουδιού γραμμένοι σε πρώτο πρόσωπο, αυστηρά προσωπικοί, γεμάτοι εικόνες και αρώματα, με το κόκκινο χρώμα κυρίαρχο και φωτεινό. Κι εκείνος ο ήλιος που βγαίνει το πρωί, σα να λυτρώνει από ένα μακρύ διάστημα συννεφιάς και μουντάδας. Σα να περιγράφει με τα πιο λαμπερά χρώματα τις πρώτες λιακάδες της άνοιξης.

Πώς μ' αρέσει αυτός ο ήλιος
πώς μ' αρέσει το πρωί
κι είναι βάσανο ο φίλος
που φωνάζει εκδρομή.
Πώς μ' αρέσει το φεγγάρι
όταν βγαίνει να με δει
και κρατάει το φανάρι
στης αγάπης την πληγή.


Ο ήλιος και το φεγγάρι λάμπουν στο ρεφρέν του τραγουδιού, φωτίζοντας το καθένα ξεχωριστά διαφορετικές πτυχές του νου και της ψυχής. Το φως του ήλιου προκαλεί τον σιωπηλό ρεμβασμό σε μέσα και έξω κατάφωτα τοπία, το φως του φεγγαριού φωτίζει την αθεράπευτη πληγή της αγάπης. Ο Κραουνάκης κατέχει τα κλειδιά της τέχνης του και απλόχερα μας χαρίζει μια μοναδική ευκαιρία να φορέσουμε τα «Κόκκινα γυαλιά» του και να βουτήξουμε σε τοπία μυστικά και δύσβατα. Μπροστά σε μια τέτοια αποκάλυψη, ο “φίλος που φωνάζει εκδρομή” θα μένει πάντα με την απορία: γιατί μια τόσο όμορφη και ηλιόλουστη μέρα δεν την εκμεταλευόμαστε για να βγούμε έξω; Εμείς όμως, ξέρουμε το γιατί!

Πήρα κόκκινη καρδιά
και πουκάμισα φαρδιά φοράω
και ρωτάω να μου πουν
όσοι ξέρουν ν' αγαπούν
σε ποιον έρωτα χρωστάω.

Πήρα κόκκινα φτερά
και περνάω μια χαρά, γελάω
πιάνω σώμα του χιονιού
και ουρά χελιδονιού
στου Θεού τ' αυτί μιλάω.

Πώς μ' αρέσει αυτός ο ήλιος
όταν βγαίνει το πρωί
κι είναι βάσανο ο φίλος
που φωνάζει εκδρομή.
Πώς μ' αρέσει το φεγγάρι
όταν βγαίνει να μας δει
και κρατάει το φανάρι
στης αγάπης την πληγή.



Τα «Κόκκινα γυαλιά» είναι ένα τραγούδι που το ακούω πάντα τις πρώτες ηλιόλουστες μέρες της άνοιξης. Κι ας μην “ξέρω πως να ζω”, “ούτε και πως ν’ αγαπώ”, κι ας ψάχνω ακόμα να βρω “σε ποιον έρωτα χρωστάω”, το τραγούδι αυτό του Σταμάτη Κραουνάκη στη συγκεκριμένη πρώτη εκτέλεση παρέα με τον Κώστα Μακεδόνα, θα σκορπάει απλόχερα κάθε χρόνο (την ίδια εποχή) τα πολύτιμα αρώματά του. Και η τελευταία στροφή, θα μένει μετέωρη για να μας αναγκάσει να ακούσουμε το τραγούδι ξανά και ξανά από την αρχή!

Πήρα κόκκινα γυαλιά
κι όλα γύρω σινεμά τα βλέπω
κι ούτε ξέρω πώς να ζω
ούτε και πώς ν' αγαπώ ...





Μουσική – στίχοι: Σταμάτης Κραουνάκης
Ερμηνεία: Σταμάτης Κραουνάκης – Κώστας Μακεδόνας
Δίσκος: «Δεν έχω ιδέα»
Έκδοση: 1989
.









.
.

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

“η ανάσταση αύριο θα μ’ εύρει μακριά τους, μακριά απ’ τ’ αδειανά και νεκρά πρόσωπά τους”

.
Η ιστορία είναι λίγο – πολύ γνωστή: Το 1988, ένας 15χρονος έφηβος πλησιάζει τον Μάνο Χατζιδάκι μετά από μια συναυλία και του λέει: «Γεια σας κύριε Χατζιδάκι. Είμαι συνάδελφός σας και θέλω ν’ ακούσετε τα τραγούδια μου», και του δίνει μία κασέτα. Το αποτέλεσμα αυτής της τολμηρής κίνησης, ήταν την αμέσως επόμενη χρονιά να κυκλοφορήσει από τον “Σείριο” ο πρώτος δίσκος του Φοίβου Δεληβοριά με τίτλο «Η παρέλαση».
Ανάμεσα στα 13 τραγούδια του δίσκου, υπήρχε κι ένα τραγούδι με τον τίτλο «Μεγάλη Παρασκευή». Όπως και όλα τα τραγούδια της «παρέλασης», έτσι και η «Μεγάλη Παρασκευή», αποκαλύπτει το ταλέντο ενός εφήβου να αφουγκράζεται την πραγματικότητα γύρω του με έναν τρόπο που ξεφεύγει κατά πολύ από την ηλικία του, χωρίς όμως να δίνει την αίσθηση του μικρομέγαλου που παλεύει να μιλήσει μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει. Η «Μεγάλη Παρασκευή» είναι ένα τραγούδι απλό, που με μοναδικό τρόπο ξεδιπλώνει την αλήθεια του νεαρού Φοίβου και την απλώνει σα σεντόνι μπροστά στα ενήλικα μάτια μας. Μια μελωδία σχεδόν παιδική η οποία όμως γίνεται αυτομάτως πένθιμη κάτω από τους ήχους μιας καμπάνας, μια κιθάρα κι ένα τσέλο παίζουν την εισαγωγή και η εφηβική φωνή του Δεληβοριά τραγουδάει:

Μικρή μου φλογέρα, φύσα μ’ αγέρα!
ζωή που τελειώνει, κερί που λειώνει
στο άδειο δωμάτιο παλιάς παρέας
στη μαύρη σκιά κάποιας πράξης μοιραίας.

Βουβή λιτανεία, τι μελωδία!
κι εγώ τόσο μόνος, στέκεται ο χρόνος
βαριά κλειδωμένος στις διακοπές τους
στις μακρινές κι απόμερες φωνές τους.

Οι εικόνες της Μεγάλης Παρασκευής αποκτούν άλλη διάσταση μέσα από τα μάτια ενός 15χρονου. Τα πένθιμα κεριά, τη λιτανεία και τα τροπάρια, τα φέρνει ένα αεράκι, ίδιο μ’ εκείνο το «απαλό αεράκι του επιταφίου» που περιέγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις στην «Οδό Ονείρων». Οι σχολικές διακοπές του Πάσχα, οι φωνές των συγγενών που μοιάζουν ακόμα πιο μακρινές, η μελαγχολία της ηλικίας αλλά και μια κρυμμένη ειρωνεία για όλ’ αυτά που μόνο ο έφηβος Δεληβοριάς μπορεί να διακρίνει, συνθέτουν ένα νυχτερινό και μελαγχολικό τοπίο. Ενώ γύρω του όλοι οι συγγενείς συμμετέχουν στο πένθος της ημέρας, έχοντας όμως τη βεβαιότητα πως την επομένη θα γίνει η ανάσταση, ο νεαρός Φοίβος, από ένστικτο μένει σ’ αυτό το μελαγχολικό και πένθιμο τοπίο λίγο παραπάνω. Αφουγκράζεται ήχους που οι γύρω του δε μπορούν ν’ ακούσουν και με τα μάτια του ρουφάει τις φωτισμένες από τα κεριά εικόνες που, με αυτό το καινούργιο φως, φαντάζουν ακόμα πιο απόμακρες.

Άνοιξη έξω, δεν θα τ’ αντέξω
πως θέλω να φύγω, μα μένω λίγο
πικρή μοναξιά, να τραφώ για να ζήσω
στη μόνη ευκαιρία, να χαθώ και να σβήσω.

Σαχλές συζητήσεις, δεν θα μ’ αφήσεις
κεριά που αγαπάω κι όμως δεν πάω
η ανάσταση αύριο, θα μ’ εύρει μακριά τους
μακριά απ’ τ’ αδειανά και νεκρά πρόσωπά τους.

Ο Φοίβος Δεληβοριάς καταφέρνει το 1988 να φτιάξει ένα τραγούδι που συμβαδίζει με την ηλικία του. Κατορθώνει όμως και κάτι ακόμα πιο σημαντικό: να διασώσει εικόνες που μας επισκέπτονται όλους ξανά και ξανά σε διάφορες ηλικίες! Η «Μεγάλη Παρασκευή» δεν είναι ένα τραγούδι που το ακούει κανείς για να γυρίσει πίσω το χρόνο και να θυμηθεί πως βίωσε ο ίδιος την εφηβεία του. Αντίθετα, περιέχει το άρωμα της μελαγχολίας που άπειρες φορές μας επισκέφτηκε από τότε που ήμασταν κι εμείς 15 χρονών, αποκρυπτογραφώντας για λογαριασμό μας κρυμμένες εικόνες που ξεχάστηκαν με το πέρασμα του χρόνου.



Μουσική - στίχοι: Φοίβος Δεληβοριάς
Δίσκος: "Η παρέλαση"
Ενορχήστρωση: Θεόδωρος Κοτεπάνος
Έκδοση: Νοέμβριος 1989


Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

“παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα, απ' το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα”

.
Τον Σεπτέμβριο του 1975, ο Διονύσης Σαββόπουλος ηχογραφεί δύο τραγούδια που κυκλοφόρησαν την ίδια χρονιά σε ένα δισκάκι 45 στροφών. Στην πρώτη πλευρά τραγουδούσε μαζί με τον ρεμπέτη Δημήτρη Γκόγκο (ή αλλιώς Μπαγιαντέρας) σε δεύτερη εκτέλεση ένα παλιότερο τραγούδι του Μπαγιαντέρα, τον «Καθρέφτη». Στην άλλη πλευρά, υπήρχε ο «Πολιτευτής», τραγούδι που συμπεριλήφθηκε 4 χρόνια αργότερα με διαφορετική εκτέλεση στη «Ρεζέρβα».

Μέσα στην καρδιά της μεταπολίτευσης, την περίοδο που η πολιτικοποίηση του κόσμου ήταν στο απόγειό της και η Ελλάδα προσπαθούσε να "ανασυγκροτηθεί" πολιτικά μετά από (ακόμα μία!) δικτατορία, ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει ένα τραγούδι που με την πρώτη ματιά θα χαρακτήριζε κανείς απλά, ειρωνικό. Θα μπορούσε να είναι ένα τραγούδι βγαλμένο από κάποιο νούμερο επιθεώρησης που θα σατίριζε πρόσωπα και καταστάσεις της αριστεράς εκείνης της εποχής. Ο ρυθμός του παραπέμπει στα ρεμπέτικα τραγούδια του μεσοπολέμου, η ενορχήστρωση σ’ αυτή την πρώτη εκτέλεση (και όχι σ’ εκείνη που μπήκε στη «Ρεζέρβα») είναι ιδιαίτερη, πρωτότυπη, σχεδόν πειραματική. Το τραγούδι σε προκαλεί να το προσέξεις από τις πρώτες κιόλας νότες, από αυτή την εξαιρετικά πρωτότυπη εισαγωγή:

Αυτά τα λόγια με σφίξανε σαν πένσα
τα είπε χθες το βράδυ μια ψυχή
κι ένας φαλάκρας απ' έξω κι από μέσα
χαμογελούσε, ναι, γιατί να σκοτιστεί;

Η σκληρή φωνή του Διονύση Σαββόπουλου με τη συνοδεία του μπουζουκιού και του μπαγλαμά, καθώς κι εκείνη η περιγραφή του “φαλάκρα απ’ έξω κι από μέσα”, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στον ακροατή να αδιαφορήσει για το τραγούδι. Η μοναδική ικανότητα του Διονύση Σαββόπουλου να σε κάνει να θες να δεις “τι θα πει παρακάτω”, αποτυπώνεται στον «Πολιτευτή» με τρόπο μοναδικό! Και η συνέχεια του τραγουδιού σοκάρει τον ακροατή εκείνης της εποχής (έχει πολύ μεγάλη σημασία να μπούμε στο κλίμα της εποχής για να κατανοήσουμε το σοκ που προκαλεί η αναφορά στην εξορία, τον Ρίτσο, ακόμα και η χρήση της λέξης "πόπολο" που αντικαθιστά τη λέξη "λαός").

Θυμάσαι που βαλάντωνες εκεί στην εξορία
και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία;
τώρα κοκορεύεσαι απάνω στον εξώστη
και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη.
Στη φοιτητριούλα που σ' έχει ερωτευτεί
θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή.

Όσο ξεδιπλώνεται το τραγούδι, η ενορχήστρωση εμπλουτίζεται από τις σκόρπιες δοξαριές ενός βιολιού και τα σχεδόν άτσαλα χτυπήματα στα πιατίνια των ντραμς. Το τραγούδι αρχίζει σταδιακά και δείχνει τις πραγματικές του προθέσεις, που δεν είναι απλώς να σατιρίσει ή να προκαλέσει το αίσθημα των αριστερών της εποχής, ούτε καν να αποκαλύψει κάποια κρυμμένη αλήθεια. Ο «Πολιτευτής» δεν είναι ένα τραγούδι που θέλει να εκθέσει κάποιον συγκεκριμένο πολιτικό εκείνης της εποχής (αν και πολλοί πιστεύουν ότι αναφέρεται σε συγκεκριμένο ηγετικό στέλεχος της αριστεράς), αλλά ούτε και να υποδείξει τον σωστό τρόπο άσκησης της πολιτικής. Ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει ένα βαθιά μελαγχολικό τραγούδι! Τολμάει σε μια εποχή που τα πεπραγμένα της αριστεράς δε χωρούσαν ιδιαίτερη αμφισβήτηση και κριτική, να εκφράσει ουσιαστικά την μελαγχολία των ανθρώπων της αριστεράς που σαν φιλμ σε fast forward έβλεπαν την ιστορία να επαναλαμβάνεται, τα όνειρά και τις ελπίδες τους να αναπτερώνονται και την ίδια στιγμή να μην μπορούν να εκφραστούν μέσα από τους ηγέτες τους.

Εκείνο που υψώνεται και σε εκμηδενίζει
είναι της καρδούλας μου το φως που ξεχειλίζει
κι ότι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία
είναι που χρειάζεται κι η γραφειοκρατία.
Στη φοιτητριούλα που σ' έχει ερωτευτεί
θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή.

Τα όργανα που συνοδεύουν τη φωνή του Διονύση Σαββόπουλου σταματούν απότομα και μένει μόνο το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς, ενώ το ρυθμό κρατάνε τα παλαμάκια των μουσικών. Αυτός ο σκληρός ήχος που αιφνιδιάζει, θα μπορούσε να είναι τα παλαμάκια του κοινού, του “πόπολου”, ενώ χειροκροτεί τον «ναυαγοσώστη» πολιτικό κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του από τον “εξώστη”. Ή θα μπορούσε απλά να είναι ένα τυχαίο εφέ, προετοιμάζοντας την κραυγή “άλα πολιτευτάκια” που θυμίζει τις αντίστοιχες κραυγές του Σαββόπουλου στον «Μπάλλο» και την «Μαύρη Θάλασσα». Και με το που ξαναμπαίνουν όλα τα όργανα, ένας μακεδονικός ασκός, όμοιος με αυτόν του «Μπάλλου», εισβάλει με τον χαρακτηριστικό του ήχο για να ενωθεί με τα υπόλοιπα όργανα, δίνοντας την αίσθηση ότι το τραγούδι δεν τελείωσε ακόμα, δεν είπε όλα όσα ήθελε να πει. Υπάρχει και συνέχεια, ακόμα πιο σκληρή, ακόμα πιο μελαγχολική:

Ο πρώτος προβοκάτορας απ' όλους στη ζωή μου
είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει την φωνή μου
άλλαξες το σώμα μου με έπιπλα και σκεύη
σαν τον αριστεροχουντισμό που σε βολεύει.
Στη φοιτητριούλα που σ' έχει ερωτευτεί
θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή,
τζάμπα χαραμίζει θα πάω να της πω
το νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό.

Εδώ ακριβώς είναι και το μεγαλύτερο σοκ: “σαν τον αριστεροχουντισμό που σε βολεύει”! Ο Διονύσης Σαββόπουλος πλάθει μια λέξη που δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, μα μπορεί ο καθένας να την καταλάβει. Προκλητικός, για κάποιους άλλους βλάσφημος, τολμάει σε μια εποχή που και το δικό του κοινό είναι από το χώρο της αριστεράς, να μιλήσει για αριστεροχουντισμό και να αμφισβητήσει ουσιαστικά την ηγεσία (ή μέρος της ηγεσίας) της αριστεράς εκείνης της εποχής. Ουσιαστικά, ο Σαββόπουλος δεν προσβάλει (θεωρώ πως ποτέ δεν το έχει κάνει, τουλάχιστον μέσα από τα τραγούδια του), αλλά εκφράζει αυτή τη μελαγχολία του οπαδού που, για μια ακόμα φορά ποντάρει τα όνειρα και τις ελπίδες του σε ηγεσίες που εξαγοράζουν τους αγώνες του με αντάλλαγμα που δεν προσδιορίζει μεν, αλλά είναι σίγουρος πως έχει την ίδια αξία με “έπιπλα και σκεύη”.
Να σημειώσω στο σημείο αυτό, ότι στη ηχογράφηση που μπήκε 4 χρόνια αργότερα στον δίσκο «Ρεζέρβα», ο στίχος “σαν τον αριστεροχουντισμό που σε βολεύει” αντικαταστάθηκε από τον στίχο “σαν τον σοσιαλισμό που τώρα σε βολεύει”!. Προφανώς το … δοκιμαστικό στάδιο που μεσολάβησε από την έκδοση του δίσκου 45 στροφών μέχρι την κυκλοφορία της «Ρεζέρβας», θα έδειξε ότι το κοινό (και ειδικά το κοινό του Σαββόπουλου) δεν ήταν έτοιμο να δεχτεί ένα τέτοιο στίχο. Το σίγουρο όμως είναι πως, το τραγούδι έχασε πολύ από το αρχικό του “άρωμα”, τόσο με την διαφορετική ενορχήστρωση, όσο και τον αυτό-λογοκριμένο στίχο.

Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
εκεί που με χειροκροτάς χωρίς να το πιστεύεις
παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ' το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα.
.
Το τραγούδι τελειώνει περίπου όπως άρχισε. Με τη διαφορά, ότι στο τελευταίο δίστιχο περικλείεται όλη η μελαγχολία στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Ο «Πολιτευτής» στη συγκεκριμένη άγνωστη εκτέλεση, αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή σ’ αυτό που θα ονομάζαμε γενικά "πολιτικό τραγούδι". Πολλοί είναι οι συνθέτες που έγραψαν πολιτικά τραγούδια, ειδικά κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Ο Σαββόπουλος όμως μίλησε με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο, έχοντας μια καθαρά προσωπική ματιά και αισθητική στα τραγούδια του και σπάνια παρασύρθηκε από ηρωικές τυμπανοκρουσίες και πανηγυρικές κορώνες. Ο Σαββόπουλος έγραφε πάντα προσωπικά τραγούδια που υπηρετούσαν αποκλειστικά τη δική του οπτική (όποια κι αν ήταν αυτή, κι ας άλλαζε κατά περιόδους) και όχι τραγούδια που ικανοποιούν απαραίτητα το αίσθημα του κοινού. Ο «Πολιτευτής» είναι ένα τραγούδι που αξίζει να ακούγεται ακόμα και σήμερα (ίσως, ειδικά σήμερα), μαζί με πολλά άλλα πολιτικά τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου (από την «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» μέχρι το «σχόλιο» από το Happy Day του Παντελή Βούλγαρη), όχι αποκλειστικά κάθε παραμονές εκλογών ή στην επέτειο του Πολυτεχνείου, όταν τα ραδιόφωνα τα ξεθάβουν από τη δισκοθήκη τους.





ΥΓ: καθώς πλησιάζει η επέτειος της 21ης Απριλίου, σκεφτόμουν να ανεβάσω ένα κείμενο για το πολιτικό τραγούδι (και ειδικά το αντιδικτατορικό). Προτίμησα τελικά αυτή την αναφορά στον «Πολιτευτή» του Διονύση Σαββόπουλου, ως ένα μοναδικό και ιδιαίτερο δείγμα πολιτικού τραγουδιού.
.
.

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Νύχτες Ραδιοφώνου

.
Ένα χρόνο πριν:

Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε ένα εξαιρετικά πρωτότυπο ραδιοφωνικό γεγονός. Το «Μικρό Πολυτεχνείο», που ανάμεσα στα σεμινάρια που πραγματοποιεί περιλαμβάνεται και το εργαστήριο παραγωγής ραδιοφωνικής εκπομπής, διοργάνωσε δύο βραδιές ραδιοφώνου στο club Bios με τη συμμετοχή όλων των παιδιών που είχαν πάρει μέρος στα σεμινάρια της χρονιάς 2006 – 2007. Ο Γιώργος Φλωράκης που διδάσκει στα σεμινάρια ραδιοφώνου, είχε την ιδέα: με το τέλος της "ακαδημαϊκής" χρονιάς, να μαζευτούν για δύο μέρες όλοι οι συμμετέχοντες των εργαστηρίων ραδιοφωνικής παραγωγής στο club Bios και να κάνουν τις δικές τους εκπομπές! Το αρχικό σχέδιο πήρε σάρκα και οστά στις 31 Μαΐου και 1η Ιουνίου 2007. Οι εκπομπές μεταδόθηκαν ζωντανά αποκλειστικά στο χώρο του club, όπου και τις δύο μέρες έγινε το αδιαχώρητο. Η αίσθηση ήταν καταπληκτική: ανά 20 λεπτά (τόσο διαρκούσε η κάθε εκπομπή) εναλλάσσονταν μουσικές από rock και ελληνικά, μέχρι punk, word και disco της δεκαετίας του ’80! Παιδιά έμπαιναν και έβγαιναν στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του "studio", άγχος, ενθουσιασμός και όλοι οι υπόλοιποι με ένα ποτό στο χέρι να χαζεύουν πίσω από το τζάμι τους εκκολαπτόμενους ραδιοφωνικούς παραγωγούς που έπαιζαν τις αγαπημένες τους μουσικές και εκφωνούσαν τα κείμενα που είχαν ετοιμάσει.

Εκτός από τις 20λεπτες εκπομπές, καλεσμένοι τις δύο βραδιές ήταν: ο Σταμάτης Κραουνάκης, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Νίκος Ζούδιαρης και από ανθρώπους του ραδιοφώνου: η Μαργαρίτα Μυτιληναίου και ο Οδυσσέας Ιωάννου. Οι καλεσμένοι έδωσαν 40λεπτες συνεντεύξεις σε παιδιά του σεμιναρίου, μιλώντας για τη μουσική και το ραδιόφωνο.

Είχα κι εγώ την τύχη να παρακολουθήσω εκείνη τη χρονιά δύο κύκλους του σεμιναρίου ραδιοφωνικής παραγωγής με τον Γιώργο Φλωράκη και να συμμετάσχω σε εκείνες τις υπέροχες βραδιές στο Bios, παίρνοντας συνέντευξη από τη Δήμητρα Γαλάνη. Την 31η Μαΐου, την τελευταία μέρα της άνοιξης του 2007, βρέθηκα να έχω μπροστά μου ζωντανή την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού! Η φωνή που άκουγα από παιδί να τραγουδάει «τα γαλάζια σου γράμματα» και την «αθανασία», η γυναίκα που "στοίχειωσε" την εφηβεία μου με «τα κίτρινα φώτα» και το «παραδώσου», η ερμηνεύτρια της «ατομικής μου ενέργειας» και του «δυο μέρες μόνο», έκατσε μπροστά στο μικρόφωνο, δίπλα μου, άναψε τσιγάρο, παρήγγειλε καφέ και άρχισε να μου μιλάει για την τέχνη του ραδιοφώνου, τις playlist, το internet, τον Eric Satie και την ηχογράφηση με τη Cesaria Evora! Δυο μέρες πριν από τη συνέντευξη είχε κυκλοφορήσει η «Ντάμα Κούπα», ο δίσκος της με την Λίνα Νικολακοπούλου. Ήταν η πρώτη συνέντευξη στην οποία μιλούσε για τον καινούργιο της δίσκο και μεταξύ άλλων αφηγήθηκε πως ξεκίνησε η ιδέα, πως έγινε η επιλογή των τραγουδιών, για τη γνωριμία της με τον Vinicio Capoccella και πολλά άλλα.

Ακολούθησαν κι άλλα, πολύ όμορφα πράγματα: ζωντανές εκπομπές στο Δεύτερο Πρόγραμμα τον Ιούνιο του 2007 υπό τον γενικό τίτλο «οι πειρατές του Μικρού Πολυτεχνείου στο Δεύτερο», ηχογραφήσεις demo, ατελείωτες συζητήσεις για την κατάσταση στο ραδιόφωνο, για το αν "χωράμε" κι εμείς μέσα σ’ αυτό, αγωνία για το αν θα ακούσει κάποιος το demo και θα δώσει θετική απάντηση, όνειρα, και πολλές, πολλές μουσικές…

Η Δήμητρα Γαλάνη και ο υποφαινόμενος κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ακούγοντας τραγούδια από την «Ντάμα Κούπα»
Φωτογραφία: Κλαίρη Μουσταφέλλου

Φέτος:

Τα τμήματα των παιδιών που παρακολούθησαν φέτος τα εργαστήρια ραδιοφώνου, δίνουν ραντεβού ξανά στον ίδιο χώρο, την Τετάρτη 16 και Πέμπτη 17 Απριλίου 2008. Όπως και πέρσι, το νέο αίμα των εκκολαπτόμενων ραδιοφωνικών παραγωγών θα βρεθεί στο BIOS στο ειδικά διαμορφωμένο studio, με το ανάλογο κέφι αλλά και το άγχος της πρώτης (για τους περισσότερους) επαφής με το μικρόφωνο και τον ραδιοφωνικό χρόνο. Οι εκπομπές θα έχουν 20λεπτη διάρκεια (όπως και πέρσι), ενώ μεταξύ των παιδιών θα βρεθούν και επαγγελματίες ραδιοφωνικοί παραγωγοί που θα κάνουν τις δικές τους εκπομπές κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Ο Νίκος Γκαραβέλας (Love Radio), ο Χρήστος Παπαδάς (Red FM), ο Θανάσης Βούτσινος (Δεύτερο Πρόγραμμα) και η Σοφία Φατούρου (Μελωδία) θα ανακατευτούν με τα παιδιά και θα κάνουν τις δικές τους 20λεπτες εκπομπές. Ας κρατήσουμε τις ημερομηνίες αυτές. Οι δύο βραδιές ραδιοφώνου στο Bios (Πειραιώς 84) θα είναι μοναδικές!

'Οταν κάποτε ρώτησα τον Κώστα Γεωργίου, «τελικά τι είναι το ραδιόφωνο», εκείνος μου απάντησε μονολεκτικά: «Μεράκι». Ναι! μεράκι είναι. Αυτό το μεράκι που δε σ’ αφήνει να ησυχάζεις τα βράδια, που σε κάνει να περπατάς και να φτιάχνεις με το νου σου τις εκφωνήσεις μιας φανταστικής εκπομπής, που δε σε αφήνει να ακούσεις ένα τραγούδι χωρίς να το "ενώσεις" νοητά με το επόμενο, που σε κάνει να βουτάς στα δισκάδικα ξοδεύοντας τα τελευταία λεφτά του μήνα για να αγοράσεις τα cd που θέλεις, που σε κάνει να ελπίζεις ότι το επόμενο demo που θα φτιάξεις θα σε οδηγήσει σε κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό.


Το ραδιόφωνο είναι επικοινωνία, δεν έχει υποκατάστατα, είναι από μόνο του Τέχνη.


Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

“Στο παρθένο σου δάσος φοβάμαι να μπω, με τσιγάρο αναμμένο και τέτοιον καιρό”

.
Όταν η Αφροδίτη Μάνου αποφάσισε να εκδώσει τραγούδια με δική της μουσική και στίχους, ήταν ήδη γνωστή από το 1971 ως ερμηνεύτρια τραγουδιών του Γιάννη Σπανού, Σταύρου Ξαρχάκου, Μίκη Θεοδωράκη, Μιχάλη Γρηγορίου και άλλων. Το 1984 έκανε το μεγάλο βήμα εκθέτοντας για πρώτη φορά τον εαυτό της ως τραγουδοποιό με τη «Νυχτερινή εκπομπή». Η επιτυχία που γνώρισε ο δίσκος δημιούργησε και τις ανάλογες προσδοκίες από το κοινό, που αναγνώρισε μια διαφορετική γυναικεία παρουσία στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Έτσι, δύο χρόνια αργότερα το 1986, με το δίσκο «Σαν Αφροδίτη», η Μάνου επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο ότι, πέρα από εξαιρετική ερμηνεύτρια είναι και μια υπέροχη τραγουδοποιός, μια φρέσκια φωνή στο ελληνικό τραγούδι, μια ιδιαίτερη δημιουργός που με τέχνη καταφέρνει να κάνει κοινό ό,τι πιο δικό της, να μιλήσει με λόγια απλά για τα πιο πολύπλοκα μονοπάτια του νου και της ψυχής.

Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του δίσκου, είναι «Ο βασιλιάς κι εγώ», το τραγούδι με το οποίο ξεκινούσε η δεύτερη πλευρά του βινυλίου.

Στο παρθένο σου δάσος φοβάμαι να μπω
με τσιγάρο αναμμένο και τέτοιον καιρό
αγριεύει ο αέρας, χρυσόμαλλο δέρας
μπορεί να με φας πριν σου πω σ' αγαπώ.

Η Αφροδίτη Μάνου σκαλίζει ένα ερωτικό τραγούδι που μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να γράψει! Όπως σε όλα τα τραγούδια της έτσι κι εδώ, κατασκευάζει ένα ολόκληρο σκηνικό: δάσος, θάλασσα, βυθό, ουρανό, ήλιο που ανατέλλει κι έναν τηλεφωνικό θάλαμο στη μέση του πουθενά, συνομιλεί περισσότερο με συναισθήματα και λιγότερο με κάποιον άντρα, βουτάει βαθιά μέσα της και ανασύρει πολύτιμες «μικρές αχιβάδες». Σαν σκηνές από κινηματογραφική ταινία μικρού μήκους, οι εικόνες της είναι καθαρές, φωτεινές, αληθινές όσο και το τραγούδι της.

Απ' τη μέση του δρόμου σου τηλεφωνώ
μόνο θάλασσα βλέπω εδώ κι ουρανό
στις μικρές αχιβάδες φωτάκια χιλιάδες
μα ... που είναι το φως μου το αληθινό;

Χρειάζεται μεγάλη μαεστρία για να φτιαχτεί ένα τόσο δυνατό τραγούδι. Χωρίς φλυαρίες και επιτηδευμένους στίχους, δίχως μουσικά τεχνάσματα, με μελωδία απλή, ένα πάντρεμα μουσικής και στίχου που είναι αποτέλεσμα πηγαίας έμπνευση και όχι ωδειακής «παιδείας». Η Αφροδίτη Μάνου δεν αντιγράφει, δε μιμείται, δεν προσπαθεί να κάνει σουξέ. Γράφει και τραγουδάει απλά. Συγκινεί με την αλήθεια της και φτιάχνει ένα πανέμορφο τραγούδι που αντέχει στο χρόνο. Ένα τραγούδι αληθινό.

Επιστρέφω σ' εσένα ξανά σαν τρελή
να σε δω που θα βγαίνεις την ανατολή
βασιλιά της καρδιάς μου κι απ' το τατουάζ μου
εσύ με πονάς και με καις πιο πολύ.

Στην πρώτη εκτέλεση, το τραγούδι είχε ενορχηστρώσει ο Στέφανος Κορκολής. Σε παλιότερη συνέντευξή της, η Αφροδίτη Μάνου είχε αναφέρει ότι η αρχική ενορχήστρωση ήταν περισσότερο «ποπ» απ’ όσο ήθελε η ίδια. Κάποια χρόνια αργότερα, ο Μάνος Χατζιδάκις την κάλεσε (ανάμεσα σε πολλούς άλλους ερμηνευτές και τραγουδοποιούς) να τραγουδήσει στο «Σείριο». Εκεί, το τραγούδι ενορχηστρώθηκε από την αρχή και η Αφροδίτη Μάνου το ερμήνευσε με την ορχήστρα όπως την είχε φανταστεί. Έτσι, το τραγούδι καταγράφηκε σε αυτή τη ζωντανή ηχογράφηση και μπήκε στο δίσκο «Ο Σείριος παρουσιάζει» (την επιλογή των τραγουδιών που μπήκαν στο δίσκο είχε κάνει ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις). Από τότε, «Ο βασιλιάς κι εγώ» ακούγεται στα ραδιόφωνα από αυτή την υπέροχη ζωντανή εκτέλεση, με μια Αφροδίτη Μάνου να ερμηνεύει ένα από τα ομορφότερα τραγούδια της.
.
.

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

“Πέντε ποτάμια το ‘πλεναν κι έβαψα και τα πέντε”

.
Το παραδοσιακό τραγούδι είναι αναμφισβήτητα το είδος του τραγουδιού που έχει ταλαιπωρηθεί πιο πολύ απ’ όλα. Παρ’ όλο που κουβαλάει μέσα του όλη την κληρονομιά της βυζαντινής μουσικής αλλά και το χρώμα, τις συνήθειες και την παράδοση του κάθε τόπου, το δημοτικό τραγούδι περιφρονήθηκε, χλευάστηκε και υποτιμήθηκε όσο κανένα άλλο είδος τραγουδιού. Αποτέλεσε ίσως την πιο ζωντανή μορφή δημιουργίας, με συνεχείς μεταλλάξεις, βασισμένο αποκλειστικά στην προφορική διάδοση, ένας ζωντανός οργανισμός που ταξίδευε σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και προσαρμοζόταν ανάλογα με τα έθιμα και τις ιστορικές συνθήκες κάθε εποχής. Συντρόφευε τους ανθρώπους σε όλες τις κοινωνικές τους εκδηλώσεις, στις χαρές και στις λύπες, αποτέλεσε μέσο κοινωνικής αντίδρασης στον εκάστοτε εξουσιαστικό φορέα και έγινε πεδίο δημιουργίας για χιλιάδες ανώνυμους εμπειρικούς συνθέτες και στιχουργούς.

Ένα από τα πιο δημοφιλή παραδοσιακά τραγούδια, είναι το «Γιάννη μου το μαντήλι σου». Στη δισκογραφία υπάρχουν πολλές εκτελέσεις του συγκεκριμένου τραγουδιού, με πιο γνωστή αυτή της Δόμνας Σαμίου. Υπάρχει όμως και μια ηχογράφηση λιγότερο διαδεδομένη που έγινε το 1984 με τη Δήμητρα Γαλάνη και τον Σπύρο Σακκά. Πρόκειται για μια ηχογράφηση που πραγματοποιήθηκε στα studios της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και μεταδόθηκε από το Δεύτερο Πρόγραμμα το Πάσχα του 1984. Ανάμεσα σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, του Διονύση Σαββόπουλου αλλά και lieder του Bach και του Schumann, ξετρυπώνει ένα από τα πιο γνωστά Ηπειρώτικα τραγούδια σε μια υπέροχη διασκευή που σέβεται απόλυτα την παράδοση και συνεχίζει την απενοχοποίηση του δημοτικού τραγουδιού που είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 (καθώς, ανάμεσα στις πολλές πληγές που δημιούργησε η επταετία της χούντας στον πολιτισμό, ήταν και η σύνδεσή της με το δημοτικό τραγούδι).

Την ενορχήστρωση του τραγουδιού υπέγραφε η Λένα Πλάτωνος. Έχοντας στις αποσκευές της την κλασσική μουσική παιδεία, τα τραγούδια της «Λιλιπούπολης» καθώς και τις μελοποιήσεις στα ποιήματα του Καρυωτάκη, η Λένα Πλάτωνος αντιμετώπισε το τραγούδι με το σεβασμό και το ήθος που του αρμόζει. Σεβάστηκε απόλυτα το ρυθμό και τη μελωδική γραμμή του χωρίς περιττούς πειραματισμούς και στολίδια, έστησε την ενορχήστρωση με τρία μόνο όργανα (κλαρίνο, βιολί και νταούλι), κρατώντας ατόφιο το άρωμα και την αίσθηση ενός κατά τα άλλα πένθιμου τραγουδιού. Με την ενορχήστρωσή της η Λένα Πλάτωνος έδωσε στο τραγούδι το βάρος που του πρέπει. Με απότομα κοψίματα που ενισχύουν τον πένθιμο χαρακτήρα του αλλά και με τις διαφορετικές οκτάβες που αλλάζουν το κλαρίνο και το βιολί, ενορχηστρωτικά το τραγούδι δε χάνει στο παραμικρό από το ύφος και την αισθητική του.

Η Δήμητρα Γαλάνη, έχοντας τραγουδήσει και στο παρελθόν παραδοσιακά τραγούδια και ειδικά Ηπειρώτικα («Άστραψε η ανατολή», «Χαλασιά μου», κ.α.), προσαρμόζει τη φωνή της απόλυτα στο πνεύμα του τραγουδιού. Η φωνή της μετατρέπεται σε ένα ακόμα παραδοσιακό όργανο που συμπληρώνει τη λιτή ενορχήστρωση της Λένας Πλάτωνος. Τραγουδάει όπως μια ηλικιωμένη ηπειρώτισσα θα πονούσε για τον μονάκριβο γιό της που είναι στην ξενιτιά, η αναπνοές της μυρίζουν πεύκο και θυμάρι του βουνού, η ερμηνεία της αποτελεί μάθημα για το πως πρέπει να τραγουδιέται ένα ηπειρώτικο παραδοσιακό τραγούδι. Από την άλλη μεριά, ο Σπύρος Σακκάς, με θητεία στη λόγια μουσική και χωρίς προηγούμενη εμπειρία στην ερμηνεία τέτοιου είδους τραγουδιών (τουλάχιστον δισκογραφικά), στέκεται δίπλα στη Δήμητρα Γαλάνη με τον ίδιο σεβασμό απέναντι στο τραγούδι. Επιστρατεύοντας την τεχνική του, συμπληρώνει επάξια την ερμηνεία της Γαλάνη με τα βυζαντινού τύπου ισοκρατήματα και τις “κόντρες” που θυμίζουν πολύ τους ρόλους που έχουν οι τραγουδιστές των πολυφωνικών ηπειρώτικων τραγουδιών.

Στη συγκεκριμένη ηχογράφηση του «Γιάννη μου το μαντήλι σου», συναντήθηκαν τρεις νέοι μουσικοί καταθέτοντας τη δική τους άποψη για ένα χιλιοτραγουδισμένο αλλά και παρεξηγημένο δημοτικό τραγούδι, σε μια εποχή που τα παραδοσιακά τραγούδια αποτελούσαν (και αποτελούν ακόμα) αντικείμενο χλευασμού ή στην καλύτερη περίπτωση παντελούς αδιαφορίας (τουλάχιστον στα αστικά κέντρα). Πατώντας σταθερά πάνω στην παράδοση, δε ρίσκαραν με καμία “πρωτοποριακή” ή πειραματικού επιπέδου πρόταση, τραγούδησαν απλά αλλά ουσιαστικά, δοκίμασαν τις ερμηνευτικές τους ικανότητες σε ένα είδος που φαίνεται αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Μια ηχογράφηση που δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστή, δε μπήκε ποτέ σε συλλογές παραδοσιακών τραγουδιών, όμως δεν παύει να αποτελεί μια σημαντική πρόταση για τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης των νεότερων ερμηνευτών με το παραδοσιακό τραγούδι. Από τότε μέχρι τώρα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι: πέρα από τους παλιούς τραγουδιστές παραδοσιακών τραγουδιών (Δόμνα Σαμίου, Χρόνη Αηδονίδη, κ.α.), αρκετοί νέοι δημιουργοί (με φωτεινότερο ίσως παράδειγμα τον Θανάση Παπακωντσαντίνου) έχουν εντάξει στις δημιουργίες τους στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι. Παρ’ ολ’ αυτά, το παραδοσιακό τραγούδι ακόμα δεν έχει καταφέρει να αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά του δύσκολου και (ακόμα χειρότερα) “αστείου” τραγουδιού που προκαλεί το γέλιο και την περιφρόνηση.

Νίκος Γκίνος: κλαρίνο, Δημήτρης Βρασκος: βιολί, Τάκης Μαρινάκης: νταούλι

Δίσκος: Μια βραδιά μ’ ένα τραγούδι
Έκδοση: 1985 (Minos EMI)