Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Πέτρινα Χρόνια

.
Τα «Πέτρινα Χρόνια» είναι μία απ’ τις καλύτερες ταινίες του Παντελή Βούλγαρη και, αναμφισβήτητα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία γυρίστηκε στα μέσα της δεκαετία τους ’80 και κυριολεκτικά σάρωσε τα βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά και σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ (Βενετία, Βαλένθια), προκαλώντας μεγάλη αίσθηση τόσο για τη θεματολογία της όσο και για την τέχνη με την οποία ο Βούλγαρης αποτύπωσε στο φιλμ τα “πέτρινα” χρόνια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο Παντελής Βούλγαρης εξιστορεί την πορεία της μετεμφυλιακής Ελλάδας μέσα από την πραγματική ιστορία του Μπάμπη και της Ελένης (τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμήνευσαν ο Δημήτρης Καταλειφός και η εξαιρετική Θέμις Μπαζάκα), κατορθώνοντας να σκιαγραφήσει «χωρίς μελοδραματισμό ή διάθεση ηρωοποίησης τη μοναχικότητα και τη σκληρότητα της δοκιμασίας των χιλιάδων ανθρώπων που φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν»* στα χρόνια από το 1954 μέχρι τη μεταπολίτευση.

Αναμφισβήτητα, ένα από τα σημαντικότερα συστατικά της ταινίας, είναι η μουσική που έγραψε ο Σταμάτης Σπανουδάκης και φυσικά η ερμηνεία του Βασίλη Σαλέα στο κύριο μουσικό θέμα. Ουσιαστικά, ο Σπανουδάκης έγραψε ένα μόνο θέμα το οποίο επαναλαμβάνεται σε διάφορες σκηνές της ταινίας με κάποιες μικρές παραλλαγές. Ο Παντελής Βούλγαρης σε παλιότερη συνέντευξή του έχει πει πως, δεν είχαν σκεφτεί με τον Σπανουδάκη ότι η μελωδία του θέματος θα μπορούσε να παιχτεί με κλαρίνο και ήταν έτοιμοι να το ηχογραφήσουν με πιάνο. Κάποια στιγμή βρέθηκε ο Βασίλης Σαλέας στο στούντιο του Σπανουδάκη και άκουσε το μουσικό θέμα που είχε ετοιμάσει για την ταινία και του ζήτησε να δοκιμάσει να το παίξει στο κλαρίνο. Αυτό ήταν! Με τον πιο απλό τρόπο, το μουσικό θέμα για την ταινία είχε βρει από “μόνο” του τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να ακουστεί! Το κομμάτι ηχογραφήθηκε τελικά με τον Βασίλη Σαλέα να παίζει κλαρίνο και κάποιες ηλεκτρονικές “πλάτες” από τα keyboards του Σταμάτη Σπανουδάκη, ένα πάντρεμα ηλεκτρονικού ήχου με ένα παραδοσιακό όργανο που για εκείνη την εποχή ήταν ιδιαιτέρως πρωτοποριακό.

Ο Σταμάτης Σπανουδάκης αποτύπωσε στη μουσική του τη μελαγχολία που επιδίωκε να αποδώσει με τις εικόνες του στην ταινία ο Παντελής Βούλγαρης. Κατάφερε να συνθέσει ένα κομμάτι που συμπληρώνει τέλεια την αισθητική των πλάνων και τη δυναμική της κάθε σκηνής που συνοδεύει. Γράφοντας ένα και μοναδικό θέμα για τα «Πέτρινα χρόνια», καταφέρνει να ντύσει και τελικά να ολοκληρώσει τις σκηνές του έργου χωρίς να φλυαρεί και κυρίως δίνοντας την αίσθηση ότι η μουσική γεννήθηκε αβίαστα, δίχως την παραμικρή πίεση του κινηματογραφικού χρόνου και τον πολύτιμων δευτερολέπτων που συχνά περιορίζουν τους μουσικούς που καλούνται να ντύσουν μια ταινία με τη μουσική τους. Με αφορμή την ταινία του Βούλγαρη, ο Σπανουδάκης έγραψε το καλύτερο ορχηστρικό του κομμάτι. Ένα κομμάτι που μπορεί να ακουστεί και πέρα από την ταινία, ανεξάρτητα δηλαδή από τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκε.

Από την άλλη μεριά, ο Βασίλης Σαλέας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “συνδημιουργός” του κομματιού. Με τον τρόπο που ερμήνευσε το μουσικό θέμα της ταινίας, απογείωσε τη μελωδία και αποκάλυψε τα κρυμμένα στοιχεία του κομματιού. Από την εισαγωγή ακόμα, ο ακροατής καταλαβαίνει πως αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει δεν είναι απλά μια μελωδία, αλλά μια ολόκληρη ιστορία! Αυτό ακριβώς κάνει ο Βασίλης Σαλέας: αφηγείται με το κλαρίνο του μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, μια ιστορία φτιαγμένη από νότες και ανάσες που ακούγονται στην ηχογράφηση σαν απαλό αεράκι που περνάει ανάμεσα απ’ τα κάγκελα μιας φυλακής που ζουν πολιτικοί κρατούμενοι. Από την χαμηλόφωνη εισαγωγή μέχρι το σόλο στο τέλος του κομματιού, η “αφήγηση” του Βασίλη Σαλέα αποτελεί ένα μοναδικό ρεσιτάλ ερμηνείας που αναμφισβήτητα έγραψε τη δικιά του ιστορία στην ελληνική δισκογραφία.

Τα «Πέτρινα χρόνια» έχουν χαραχτεί στη μνήμη μας και στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου τόσο για την άρτια σκηνοθετική δουλειά του Παντελή Βούλγαρη και τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, όσο και για τη μουσική που συνέθεσε ο Σταμάτης Σπανουδάκης και ερμήνευσε ο Βασίλης Σαλέας. Το θέμα για τα «Πέτρινα χρόνια» μαζί με το «Ζεϊμπέκικο» που έγραψε ο Μάνος Λοϊζος για την ταινία «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, αποτελούν δυο μοναδικές στιγμές, όπου το πάντρεμα της κινηματογραφικής εικόνας με τη μουσική γεννούν ένα ξεχωριστό καλλιτεχνικό γεγονός που όμοιό του σπάνια συναντάμε στη σύγχρονη ελληνική παραγωγή.




* από κείμενο του Πολυμέρη Bόγλη
.
.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

“σε μια κουβέρτα – όστρακο έχω κρυφτεί, μωρό μου”

.
Οι Τερμίτες είναι το ελληνικό συγκρότημα που “ταλαιπωρήθηκε” όσο κανένα άλλο μέχρι να βρει το δρόμο προς την επιτυχία. Αρχικά με το όνομα P.L.J Band και αργότερα ως Τερμίτες, πέρασαν από πολλά κύματα και κακοτοπιές μέχρι να καταφέρουν να γεμίσουν το Λυκαβηττό (1986) και οι δίσκοι τους να πουλήσουν χιλιάδες αντίτυπα, φτάνοντας μάλιστα κάποιοι απ’ αυτούς της πρώτης περιόδου ως P.L.J. Band, να θεωρούνται σήμερα συλλεκτικοί! Ο πρώτος δίσκος που κυκλοφόρησαν με το όνομα Τερμίτες (είχαν προηγηθεί άλλοι τρεις ως P.L.J. Band) είχε τίτλο «Η αμαρτωλή Μαρία» και εκδόθηκε το 1984. Με αυτό το δίσκο συστήνονται για πρώτη φορά στο κοινό με το όνομα που τελικά έμειναν στην ιστορία των ροκ συγκροτημάτων της δεκαετίας του ‘80, βάζοντας τέλος στην ταλαιπωρία που κράτησε από το 1979 κυνηγώντας το όνειρο με αγγλόφωνους στίχους που ταξίδεψαν σε Ρώμη και Παρίσι αναζητώντας την επιτυχία.
Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της «Αμαρτωλής Μαρίας» έπαιξαν δύο πράγματα: το πρώτο είναι η οριστική απόφασή τους να τραγουδήσουν με ελληνικούς στίχους. Οι μέχρι τότε απόπειρές τους στον αγγλόφωνο στίχο δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Οι στίχοι του Μιχάλη Μαρματάκη ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόντουσαν οι Τερμίτες στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σε μια ελληνική αγορά που δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί “ξενόφερτους” στίχους από ελληνικό συγκρότημα και μια ξένη αγορά που αρνούνταν να δεχτεί ελληνικό γκρουπ να τραγουδάει στην γλώσσα των Pink Floyd ή του Dylan.
Ο δεύτερος καθοριστικός παράγοντας στην επιτυχία της «Αμαρτωλής Μαρίας» και κατά συνέπεια των Τερμιτών, ήταν η συμμετοχή του Γιώργου Νταλάρα στο δίσκο σε δύο τραγούδια. Από τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας του δίσκου, η «Σκόνη» ήταν το τραγούδι που ξεχώρισε και απλώθηκε κυριολεκτικά σαν “τερμίτης” στα ραδιόφωνα της εποχής. Αναμφισβήτητα, η συμμετοχή του Νταλάρα στο δίσκο και ειδικά η ερμηνεία του στη «Σκόνη», ήταν το διαβατήριο που είχαν ανάγκη οι Τερμίτες για να ανοιχτεί η δουλειά τους στο ευρύ κοινό. Το δεύτερο τραγούδι που τραγούδησε ο Νταλάρας στο δίσκο είναι το "σουρεαλιστικό" κομμάτι με τίτλο «Οι αρκούδες». Αρκούσε όμως η «Σκόνη» για να απογειώσει το δίσκο και όλοι να ψάχνουν τη δουλειά αυτού του νέου συγκροτήματος με το περίεργο όνομα Τερμίτες.

Οι στίχοι σε όλα τα τραγούδια του δίσκου είναι του Μιχάλη Μαρματάκη, ενώ τη μουσική σε δύο τραγούδια υπέγραφε ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος και στα υπόλοιπα οχτώ από κοινού το συγκρότημα. Η «Αμαρτωλή Μαρία» περιλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά ροκ μπαλάντες, με κάποιες στιγμές ηλεκτρικής έξαρσης με τα σόλα του Αντώνη Μιτζέλου και τα ντραμς του Φίλιππου Σπυρόπουλου. Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος ήταν ο Παύλος Κικριλής, ο Δημήτρης Βασαλάκης και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας που τραγούδησε στα οχτώ τραγούδια. Παράλληλα, η συμμετοχή και άλλων μουσικών όπως ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος και ο Φίλιππος Τσεμπερούλης ήταν καθοριστική για την γενικότερη αισθητική του δίσκου.

Η «Αμαρτωλή Μαρία» ήρθε σε μια εποχή που τα ελληνικά ροκ συγκροτήματα είχαν βρει τον δρόμο τους προς τη δισκογραφία και το κοινό. Οι Φατμέ, οι Μουσικές Ταξιαρχίες και οι Τρύπες είχαν διαμορφώσει ήδη το σκηνικό και οι Τερμίτες με την «Αμαρτωλή Μαρία» ήρθαν να προστεθούν δίπλα τους με έναν ήχο που θύμιζε περισσότερο τις ακουστικές μπαλάντες του Dylan. Όπως και να ‘χει, οι Τερμίτες ίσως να μην είχαν στα τραγούδια τους έντονους ροκ ρυθμούς, σίγουρα όμως η πορεία τους προς την επιτυχία είχε όλα τα “ροκ” στοιχεία των πέντε φίλων που, με μια κασέτα στο χέρι γύρισαν δισκογραφικές εταιρείες της Ευρώπης ελπίζοντας σε μια ζωή που θα τους επέτρεπε πρώτα απ’ όλα να γράφουν και να παίζουν μουσική. Τελικά η πραγματικότητα τούς προσγείωσε στην ελληνική αγορά και η «Αμαρτωλή Μαρία» ήταν ο δίσκος που τους έκανε γνωστούς στο κοινό. Εκτός από τη «Σκόνη», υπάρχουν τραγούδια όπως το «Μηχανικά» και «Η αμαρτωλή Μαρία» που ακούγονται συχνά μέχρι και σήμερα από τα ραδιόφωνα, θυμίζοντας πως κάποτε ο δρόμος προς την επιτυχία για τα ελληνικά συγκροτήματα περνούσε από την άσφαλτο και τα σκαλοπάτια των δισκογραφικών εταιρειών και όχι από τα φανταχτερά τηλεοπτικά studios των reality shows.
.
.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

“… στην κάμαρα που παίζουν τάβλι, για ένα τσιγάρο οι χαμένοι”

.
Το 1987, ο Γιάννης Μαρκόπουλος κυκλοφορεί τον δίσκο «Τολμηρή επικοινωνία», αμέσως μετά από μια σειρά συναυλιών με σημαντικούς ερμηνευτές, όπως ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης, η Βασιλική Λαβίνα και ο Άγγελος Διονυσίου. Ο διπλός αυτός δίσκος περιελάμβανε πολλά από τα παλιότερα τραγούδια του σε δεύτερες εκτελέσεις, καθώς και δέκα καινούργια κομμάτια, όλα μέσα από τη φρέσκια ματιά του δημιουργού και τη “δοκιμασία” τους στις καλοκαιρινές συναυλίες εκείνης της χρονιάς. Ένα από τα τραγούδια του δίσκου, είναι και η μελοποίηση του Γιάννη Μαρκόπουλου σε ένα ποίημα του Γιώργου Χρονά με τον τίτλο «Όχι δεν πρέπει» (το ποίημα περιλαμβάνεται στην πρώτη ποιητική συλλογή του Χρονά, το «Βιβλίο 1» στην ενότητα «Οι εβραίοι της Νέας Υόρκης», 1973).

Την πιο δημοφιλή εκτέλεση του τραγουδιού την συναντάμε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη και της Χάρις Αλεξίου στο δίσκο «Τα τραγούδια της χθεσινής μέρας». Ο Γιάννης Μαρκόπουλος θέλησε να ξαναηχογραφήσει το τραγούδι με δύο νέες φωνές, μέλη ενός συγκροτήματος που δυο χρόνια πριν έκανε τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία. Το συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη ονομαζόταν Νέοι Επιβάτες και οι δύο τραγουδιστές του γκρουπ ήταν ο Δημήτρης Ζερβουδάκης και η Μαρία Φωτίου.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποίησε αποσπασματικά το ποίημα του Γιώργου Χρονά, αλλάζοντας σε κάποιες περιπτώσεις τους στίχους και προσαρμόζοντάς τους στη μελωδία. Θεωρώ (χωρίς όμως να είμαι σε θέση να το γνωρίζω με βεβαιότητα) ότι οι αλλαγές και οι προσθήκες στους στίχους του ποιήματος έγιναν με την σύμφωνη γνώμη του ποιητή ή ακόμα κι ότι ο ίδιος ο Χρονάς άλλαξε κάποιους στίχους προκειμένου να δέσουν με τη μελωδία. Ολόκληρο το ποίημα του Γιώργου Χρονά έχει ως εξής:

Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε
Πριν απ' τη Δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις άδειες κονσέρβες
Γιατί οι επιθυμίες μας είναι πλοία
Που θ’ αράξουν μια νύχτα του χειμώνα
Απέναντι στη Σαλαμίνα ενώ εμείς
Θα ζητάμε τις νυχτερινές βάρδιες
Στη Βηρυτό και την Όστια.

Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε
Πριν απ' τη δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις πεταμένες καπότες
Γιατί οι επιθυμίες μας είναι ταβέρνες πρόστυχες
Στο Πέραμα
Που τις νύχτες διαιωνίζουν το είδος με ζεϊμπέκικο
Ενώ εμείς ναύτες σιωπηλοί και δυνατοί
Της θάλασσας παιδιά και του έρωτα
Κατεβαίνουμε αργά τα σκαλιά του πλοίου

Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι των νεκρών επιθυμιών
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Η μάνα σου, η μάνα μου στα μαύρα
Στις μέσα κάμαρες εκεί που οι χαμένοι
Παίζουν στην πρέφα και στο τάβλι
Για ένα τσιγάρο
Για ένα καφέ
Τις νεκρές επιθυμίες τους
Εγώ διαλύομαι
Εγώ τεμαχίζομαι
Και συ με καλείς με πρόσκληση
Ανάμεσα σε επισήμους
Να παρακολουθήσω από την Εξέδρα
Την κηδεία μου
Το δείπνο
Με τα μέλη τα διάσπαρτα του σώματός μου

Όχι προτιμώ να μην πάω στο δάσος
Με τις άδεις κονσέρβες
Όχι δε θα πάω στο δάσος
Με τις πεταμένες καπότες
Θα μείνω στις μέσα κάμαρες
Εκεί που αδιάκοπα περνούν
Οι υπόνομοι
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Η μάνα σου, η μάνα μου στα μαύρα
Όχι δε θα πάω στο δάσος

Μπορείς λοιπόν
Απόψε να βγεις με τους Εβραίους της Νέας Υόρκης.
.

Στην καινούργια αυτή εκτέλεση του τραγουδιού, ο Γιάννης Μαρκόπουλος δεν αρκείται μόνο στο να αναθέσει την ερμηνεία του σε δύο νέους τραγουδιστές. Προχωράει ένα βήμα πιο πέρα: καθώς ο “ρόλος” των δύο τραγουδιστών τελειώνει και ολοκληρώνεται ο κύκλος του τραγουδιού, η ορχήστρα συνεχίζει να παίζει την βασική μελωδία και ένα άλλο ποίημα του Γιώργου Χρονά με τίτλο «Η σκηνή της αφίξεώς μου στη Γένοβα» μπαίνει εμβόλιμα στο τραγούδι, σα να θέλει να ολοκληρώσει την γενικότερη αίσθηση του πρώτου ποιήματος (κι αυτό το ποίημα περιλαμβάνεται στην συλλογή «Βιβλίο 1» στην ενότητα «Συντεχνία»). Η έκπληξη όμως δεν σταματάει εδώ! Ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναθέτει στον Παύλο Σιδηρόπουλο να απαγγείλει την «Σκηνή της αφίξεώς μου στη Γένοβα»! Τα δύο ποιήματα του Γιώργου Χρονά μπλέκονται μεταξύ τους, το ένα ως τραγούδι και το άλλο μέσω απαγγελίας, με τρόπο μοναδικό και πρωτότυπο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Μαρκόπουλος πραγματοποιεί μια σπουδή πάνω σε δύο από τα πρώτα ποιήματα του Χρονά, καταθέτοντας μια πρόταση που ουσιαστικά αποκωδικοποιεί τις προθέσεις του ποιητή και δεν δημιουργεί καμία σύγχυση μεταξύ των δύο ποιημάτων. Ο συνθέτης ενώνει δύο ποιήματα που διαφέρουν πολύ τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Ο τρόπος όμως που ολοκληρώνεται αυτό το πάντρεμα δε μπερδεύει τον ακροατή, αλλά αντίθετα προσθέτει μια επιπλέον πινελιά στην γενικότερη αίσθηση του πρώτου ποιήματος.


Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης και η Μαρία Φωτίου ερμηνεύουν το τραγούδι σα να συνομιλούν! Οι ερμηνείες τους δεν έχουν τίποτα το επιτηδευμένο. Τραγουδούν απλά, απαλλαγμένοι από το άγχος του να αποδείξουν τις ικανότητές τους στο τραγούδι (άγχος που μεταφέρουν πολλοί νέοι ερμηνευτές στις πρώτες τους ηχογραφήσεις), πατούν πάνω σε κάθε λέξη του ποιητικού κειμένου γνωρίζοντας το ειδικό βάρος της και τελικά καταφέρνουν να αποδώσουν το κλίμα του τραγουδιού χωρίς υπερβολές και ακροβασίες. Με βοηθό την μελοποίηση του Γιάννη Μαρκόπουλου, ο Ζερβουδάκης και η Φωτίου φανερώνουν από νωρίς τις ερμηνευτικές τους ικανότητες, αυτές που γνωρίσαμε καλά στα επόμενα χρόνια μέσα από τους προσωπικούς τους δίσκους. Απ’ την άλλη μεριά, η απαγγελία του Παύλου Σιδηρόπουλου είναι μια πραγματική έκπληξη. Δε θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος άλλος εκτός του Σιδηρόπουλου να απαγγείλει με τέτοιο ροκ τρόπο το ποίημα του Γιώργου Χρονά. Με την κατάλληλη ηχητική επεξεργασία, στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος η φωνή του βγαίνει μέσα από τηλεβόα, οι φράσεις του κοφτές, η αφήγησή του μοναδική!

Στη συγκεκριμένη ηχογράφηση του «Όχι δεν πρέπει», ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, η Μαρία Φωτίου και ο Παύλος Σιδηρόπουλος συναντούν την ποίηση του Γιώργου Χρονά και κατασκευάζουν ένα underground σκηνικό: οι μυρωδιές του λιμανιού, το Πέραμα, το άδειο δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου, η Γένοβα, η νυχτερινή έξοδος των ναυτών, τρείς οδοκαθαριστές, η Σαλαμίνα, η «Ένωση των Αμερικανίδων Κυριών της Istanbul», μια δέσμη από μαραμένες κόκκινες παπαρούνες, ο Τσέζαρε Παβέζε... Όλες αυτές οι εικόνες, σαν ζωγραφικός πίνακας που έφτιαξε κάτω από την επήρεια αλκοόλ ένα πλανόδιος ζωγράφος, τη στιγμή που παραμερίζει το τελάρο του για να περάσει από μπροστά του «Η μπάντα του Αναμορφωτηρίου της Γένοβας», παίζοντας εναλλάξ το «Ζαβαρακατρανέμια» και το «Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band»…
.
.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

ένα τραγούδι … ΙδιογράφΩς

Σε πρόσκληση του Bosko δε μπορώ ν’ αρνηθώ.
Ζήτησε να γράψω κάτι (οτιδήποτε) ... "ιδιογράφΩς" και να το ανεβάσω στο blog.

Τραγούδι, λοιπόν!
Με αυτό το τραγούδι του Μάνου Λοϊζου ξύπνησε η μέρα μου και αυτοί είναι οι στίχοι του (το ακούμε και δίπλα στην πρώτη εκτέλεση με τη Δήμητρα Γαλάνη).


ΥΓ1: τώρα που βλέπω ξανά τα γράμματά μου, καταλαβαίνω καλύτερα γιατί τόσα χρόνια όλοι (μα όλοι) μου λένε πως … μόνο εγώ τα καταλαβαίνω! Όντως, είναι χάλια…
ΥΓ2: για όποιους (δικαιολογημένα) δε βγάζουν τα γράμματά μου, οι στίχοι είναι της Δώρας Σιτζάνη και είναι στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» του 1980.
ΥΓ3: για το http://autographcollectors.blogspot.com/

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

“είμαι νοκ άουτ, κράτα με ν’ αντέξω τα χτυπήματα”

.
Το 1986, ο Παύλος Τάσιος γυρίζει την ταινία «Νοκ άουτ», βασισμένη σε μια ιδέα του Γιώργου Κούνδουρου. Η ταινία αποσπά το πρώτο βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το βραβείο μοντάζ (Γιάννης Τσιτσόπουλος) και το βραβείο Σκηνοθεσίας, ενώ ο Γιώργος Κιμούλης και ο Φάνης Χηνάς παίρνουν το Βραβείο Α’ και Β’ αντρικού ρόλου αντίστοιχα. Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία την εποχή εκείνη και καθιέρωσε τον Παύλο Τάσιο σαν έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου (ο Τάσιος είχε ήδη στο ενεργητικό του άλλες δύο μεγάλου μήκους ταινίες: το «Βαρύ πεπόνι» και την συγκλονιστική «Παραγγελιά»).
Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο Γιώργος Χατζηνάσιος, που παραδόξως δεν απέσπασε κανένα βραβείο γι’ αυτή την εργασία. Ουσιαστικά, η μουσική της ταινίας αποτελείται από 8 τραγούδια και διάφορα μουσικά θέματα που ακούγονταν στις σκηνές του έργου. Τα τραγούδια ερμηνεύουν: ο Παύλος Σιδηρόπουλος, η Μαρία Αριστοπούλου, ο Βλάσης Μπονάτσος, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Μηλιώκας και ο Άγγελος Σκορδίλης. Ο Χατζηνάσιος γράφει τραγούδια απόλυτα ταιριαστά με το κλίμα της ταινίας, κατορθώνοντας ουσιαστικά να συμπληρώσει την κάθε σκηνή με τη μουσική του, δημιουργώντας αρκετές φορές την αίσθηση ενός ιδιότυπου “μιούζικαλ” (όχι φυσικά με την κλασσική έννοια). Τα τραγούδια της ταινίας δεν έχουν ίχνος προχειρότητας, οι στίχοι του Παύλου Τάσιου μοιάζουν να περιγράφουν την ένταση του σεναρίου χωρίς να φλυαρούν και ο Χατζηνάσιος συνθέτει 8 διαφορετικά τραγούδια που θα μπορούσαν να σταθούν και από μόνα τους, πέρα από την εικόνα και την πλοκή της ταινίας.


Ο Γιώργος Χατζηνάσιος είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή μεγάλη εμπειρία στη σύνθεση μουσικής για τον κινηματογράφο. Αν εξαιρέσουμε όμως την μουσική του για την «Γλυκιά συμμορία» του Νικολαϊδη (όπου εκεί το ηλεκτρονικό στοιχείο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο), οι ταινίες στις οποίες έγραψε μουσική κατά την δεκαετία του ’70, δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με το κλίμα που κλήθηκε να αποδώσει στο «Νοκ άουτ». Από τη μουσική για μελό ταινίες όπως το «Σ’ αγαπώ» ή το «Ένα γελαστό απόγευμα», έπρεπε ξαφνικά να μπει στο σκοτεινό κλίμα του Τάσιου και να ακολουθήσει ρυθμούς εντελώς διαφορετικούς από εκείνους που είχε μέχρι τότε συνηθίσει. Παράλληλα, οι μέχρι εκείνη τη στιγμή δισκογραφικές δουλειές του Χατζηνάσιου είχαν περισσότερο λαϊκό και ελαφρολαϊκό ύφος και η συνεργασίες του με τραγουδιστές όπως η Μοσχολιού, ο Μητροπάνος και η Μαρινέλλα, δεν προμήνυαν την επιτυχία του “δεσίματος” της μουσική του με τη φωνή του Σιδηρόπουλου ή του Μπονάτσου. Από την άλλη μεριά, η κλασσική παιδεία του Χατζηνάσιου (πρόκειται για έναν εξαιρετικό πιανίστα με ικανότητα ερμηνείας δύσκολων κομματιών του κλασσικού ρεπερτορίου), θεωρητικά δε θα μπορούσε να τον βοηθήσει στο να συνθέσει μουσική για ροκ μπάντα, όπως απαιτούσαν οι ανάγκες της ταινίας του Τάσιου.

Παρ' όλ' αυτά, ο Χατζηνάσιος έγραψε μουσική απολύτως ενταγμένη στο κλίμα και την αισθητική της ταινίας. Τα τραγούδια του «Νοκ άουτ» ελάχιστη σχέση έχουν με τις μέχρι τότε αντίστοιχες δουλειές του Χατζηνάσιου, τόσο μουσικά όσο και από άποψη ενορχήστρωσης. Με δυσκολία θα μπορούσε κανείς να μαντέψει ότι, τραγούδια όπως το ομότιτλο με τον Παύλο Σιδηρόπουλο ή το «Αν είσαι μάγκας» με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου έχουν γραφτεί από τον Γιώργο Χατζηνάσιο. Ακόμα και η επιλογή των ερμηνευτών, μοιάζει να έχει γίνει με μεγάλη προσοχή ώστε να υποστηρίξουν το κάθε τραγούδι ξεχωριστά, αλλά και όλα μαζί να ολοκληρώνουν έναν ενιαίο κύκλο “ροκ” αισθητικής. Τα τραγούδια του «Νοκ άουτ» ακούγονται κι από μόνα τους, ανεξάρτητα από την ταινία, σαν ένας κύκλος τραγουδιών απόλυτα εναρμονισμένος με την “ροκ” αισθητική της δεκαετίας του ’80.
.
.