Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

.



Λόγω αυξημένων υποχρεώσεων (επαγγελματικών και άσχετων με το παρόν blog),
για ένα μικρό διάστημα το Άρωμα του Τραγουδιού θα “ξεκουραστεί”
για να επιστρέψει ξανά με την συνέχεια του αφιερώματος
που έχουμε ξεκινήσει για το παιδικό τραγούδι.

Σας ευχαριστώ
.
.
.
.
Σημείωση: ακούμε το κομμάτι “Του φεγγαριού”, μια σύνθεση της Τατιάνας Ζωγράφου.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Παιδική δισκοθήκη. B’ μέρος

Ένα περιβόλι γεμάτο τραγούδια
Μια εκδρομή με την Μαρίζα
Παιχνιδοτράγουδα

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής πορείας της Μαρίζας Κωχ είναι ο πειραματισμός. Το πάντρεμα της παραδοσιακής μουσικής με τα στοιχεία του ροκ κατά την δεκαετία του ’70, ήταν ένα από τα βασικά συστατικά της επιτυχίας της που, παράλληλα με αντίστοιχες προσεγγίσεις άλλων καλλιτεχνών όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας και άλλοι, διεύρυναν τους ορίζοντες του ελληνικού τραγουδιού και απενοχοποίησαν το παραδοσιακό τραγούδι που ήταν για πολλές δεκαετίες στο περιθώριο. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε την έκπληξη που προκαλούσε στο νεαρό κοινό κατά τα χρόνια της δικτατορίας και αργότερα της μεταπολίτευσης, μια νέα κοπέλα με πολύ μακριά ξανθά μαλλιά, σαν αερικό, να τραγουδάει παραδοσιακά τραγούδια με την συνοδεία ροκ μπάντας, “μπερδεύοντας” μοναδικά δύο είδη τραγουδιών που τότε θεωρούνταν αδύνατον να “συναντηθούν”. Για να μπορούμε για παράδειγμα σήμερα να ακούμε τους πολύ αξιόλογους Mode Plagal να διασκευάζουν μοναδικά, παραδοσιακά τραγούδια απ’ όλη την Ελλάδα με τον δικό τους τζαζ τρόπο, έπρεπε να προηγηθεί μια γενιά μουσικών που τόλμησαν να προσθέσουν κλαρίνο, κανονάκι, μακεδονικό ασκό και ένα σορό άλλα παραδοσιακά όργανα δίπλα στην ηλεκτρική κιθάρα, το μπάσο και τα τύμπανα. Ανάμεσά τους και η Μαρίζα Κωχ, έδωσε το δικό της καλλιτεχνικό στίγμα και πειραματίστηκε ανοιχτά με ακούσματα που “έφερνε” από τον τόπο καταγωγής της, αναμιγνύοντάς τα με το “ροκ του μέλλοντός μας” (όπως λέει κι ο Σαββόπουλος) δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μίγμα που στην εποχή του έγραψε ιστορία.
Για πολλά χρόνια, η Μαρίζα Κωχ ασχολήθηκε και με το παιδικό τραγούδι. Μελέτησε, βρέθηκε σε σχολεία και κατασκηνώσεις, έπαιξε, και φυσικά, πειραματίστηκε πάνω σ’ αυτό το ευαίσθητο είδος του ελληνικού τραγουδιού. Αποτέλεσμα αυτής της εργασίας είναι τρείς δίσκοι που εκδόθηκαν από το 1978 μέχρι και το 1980 και περιλαμβάνουν συνολικά 60 παιδικά τραγούδια!! Οι τίτλοι των δίσκων: «Ένα περιβόλι γεμάτο τραγούδια», «Μια εκδρομή με την Μαρίζα» και «Παιχνιδοτράγουδα».
Ο ακροατής δε θα συναντήσει εδώ καινούργια τραγούδια που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτές τις εκδόσεις. Ο τρεις αυτοί δίσκοι περιλαμβάνουν όλα τα γνωστά (και κάποια λιγότερο δημοφιλή) παιδικά τραγούδια, από το «Δεν περνάς κυρά Μαρία» και το «Βγαίνει η βαρκούλα», μέχρι το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» και την «Μικρή Ελένη». Τραγούδια πασίγνωστα με τα οποία έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές παιδιών, ανακατεμένα με παιχνίδια, γλωσσοδέτες και αινίγματα, συνθέτουν ένα πολύχρωμο τοπίο γεμάτο παιδικές φωνές και την αντίστοιχη, καλοδεχούμενη “βαβούρα”. Το σημαντικό είναι ότι η Κωχ αφήνει τα παιδιά να τραγουδήσουν. Πραγματικά παιδιά, όχι τα μικρομέγαλα της δεκαετίας που διανύουμε, με τα κακόγουστα βίντεο κλιπ και τις πόζες που παίρνουν στο γυαλί, κακές απομιμήσεις των life – style περιοδικών. Η Μαρίζα Κωχ μαζεύει γύρω της τα παιδιά, κάθονται στο πάτωμα και ξεκινούν το παιχνίδι: τραγούδια, πειράγματα, γέλια, ακόμα και μικρά λαθάκια, όλα τα στοιχεία που οφείλει να έχει μια ζωντανή επικοινωνία με τα παιδιά. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, η Κωχ παροτρύνει, προκαλεί, “τσιγκλάει” του μικρούς της φίλους και τους παρακινεί σε μια διαδικασία όλο κέφι και φαντασία. Αυτό που θέλει η Μαρίζα Κωχ το καταφέρνει και με το παραπάνω: να δημιουργήσει μια ζωντανή ατμόσφαιρα που να μην “κλείνεται” στους τέσσερεις τοίχους του στούντιο, αλλά να μεταδίδεται αυτούσια και στον ακροατή. Δε θα είχε κανένα νόημα να φτιαχτούν τρείς δίσκοι όπου εμείς, οι ακροατές, θα ακούμε μια τραγουδίστρια και μερικά πιτσιρίκια να διασκεδάζουν, από τη στιγμή που δε θα έφτανε σε μας η ενέργεια και το κέφι τους. Και η Κωχ καταφέρνει να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη, κι ας έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε!
Τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι τα πιο απλά, και παράλληλα, τα πιο δύσκολα. Το πρώτο και το σημαντικότερο, είναι η αλήθεια της! Η Κωχ δεν αποσκοπεί σε καμία εμπορική επιτυχία. Δε φιλοδοξεί να χτίσει καριέρα στις “πλάτες” των παιδιών, ούτε να μείνει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού ως η “ειδική” στο παιδικό τραγούδι. Απλά: διασκεδάζει, χαίρεται, γελάει, γεμίζει ενέργεια που τής μεταδίδει η πραγματική επαφή της με τα παιδία. Γίνεται με τη σειρά της ένα με αυτά, δε διστάζει να “τσαλακώσει” την εικόνα της, να γελάσει πιο δυνατά από εκείνα. Και αυτή η αλήθεια της είναι που κάνει αυτούς τους τρεις δίσκους πραγματικά ιδιαίτερους. Τι κι αν δεν περιέχουν καινούργια τραγούδια; Ο ακροατής έχει την ευκαιρία να ακούσει τα δημοφιλέστερα παιδικά και κάποια παραδοσιακά τραγούδια ερμηνευμένα με τρόπο γνήσια παιδικό! Και βεβαίως, η Μαρίζα Κωχ δεν ξεχνάει το “μικρόβιο” του πειραματισμού που κουβαλάει σε όλες τις δουλειές της. Όλο αυτό το σκηνικό το εμπλουτίζουν παραδοσιακά όργανα που συνοδεύουν τις παιδικές φωνές και την ίδια, δεμένα όλα μαζί σε ένα σύνολο άκρως γοητευτικό για τον ακροατή. Τι καλύτερο για τους μικρούς ακροατές, να ακούν το «Κάτω στο γιαλό» και το «Πέρα στους πέρα κάμπους» με τη συνοδεία παραδοσιακών κρουστών και όχι ενός συνθεσάιζερ! Σαντούρι, φλογέρα και άλλα παραδοσιακά όργανα, ολοκληρώνουν ένα αποτέλεσμα καλαίσθητο και κυρίως ζωντανό. Οι τρείς αυτοί δίσκοι της Μαρίζας Κωχ είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ακούσουμε τα πιο γνωστά παιδικά τραγούδια παιγμένα όπως τούς πρέπει.


----------------------------------
Κάτω από ένα κουνουπίδι

Ότι ο Μάνος Λοϊζος, πριν φύγει τόσο νωρίς από τη ζωή, είχε ξεκινήσει να δουλεύει διάφορους κύκλους τραγουδιών (όπως τα ποιήματα του Χικμέτ), ήταν γνωστό από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Όμως, ότι ανάμεσα στα τραγούδια που δούλευε υπήρχε κι ένας κύκλος παιδικών τραγουδιών σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη, ήταν κάτι που το μάθαμε αρκετά χρόνια μετά, το 1995, όταν εκδόθηκε ο δίσκος «Κάτω από ένα κουνουπίδι».
Το 1981 κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό μια κασέτα που περιελάμβανε τις πρόχειρες ηχογραφήσεις που είχε κάνει ο Μάνος Λοϊζος και 14 χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Παπαζαχαριάκης ανέλαβε να ενορχηστρώσει τα τραγούδια ώστε να ηχογραφηθούν στο στούντιο. Αμέσως συγκεντρώθηκε μια ομάδα γνωστών ερμηνευτών που ανέλαβαν να πουν ο καθένας κι από ένα τραγούδι: ο Κώστας Θωμαϊδης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, η Ελένη Τσαλιγοπουλου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Αφροδίτη Μάνου. Στην πρώτη έκδοση του δίσκου, περιλαμβάνονται και δύο τραγούδια από τις ηχογραφήσεις που είχε κάνει ο Μάνος Λοϊζος δοκιμάζοντας τα τραγούδια, ενώ στην επανέκδοσή τους πριν από λίγο καιρό, οι υπεύθυνοι της παραγωγής πρόσθεσαν και τα υπόλοιπα τραγούδια του demo με την φωνή του Μάνου Λοϊζου. Με αυτό τον τρόπο, έχουμε σε έναν δίσκο τις συλλεκτικές ηχογραφήσεις του Λοϊζου και τις στουντιακές εκτελέσεις των νεότερων ερμηνευτών.
Δε μπορεί να μιλήσει κανείς για το «Κάτω από ένα κουνουπίδι», δίχως να αναφερθεί παράλληλα στο καλλιτεχνικό μέγεθος του Μάνου Λοϊζου. Έχουν γραφτεί άπειρα κείμενα γι’ αυτόν τον συνθέτη που ό,τι έπιανε το έκανε τραγούδι! Ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, ανήσυχος, αντισυμβατικός, ένας στοχαστής που είχε το χάρισμα να μετατρέπει σε νότες τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες του, προσφέροντας απλόχερα σε όλους εμάς τραγούδια γεμάτα ευαισθησία. Ίσως ακουστεί υπερβολικό, θεωρώ όμως ότι τα παιδικά τραγούδια του Λοϊζου είναι η πιο καλή ευκαιρία να ανακαλύψουμε την ρίζα της μουσικής του μοναδικού αυτού συνθέτη, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο δίσκο του. Στο «Κάτω από ένα κουνουπίδι» συναντάμε όλες τις πτυχές του έργου του: ευαισθησία, φαντασία, ανθρωπιά, αξίες, ακόμα και πολιτική (όχι φυσικά με την έννοια που την “καταλαβαίνουμε” σήμερα). Ο Λοϊζος παίρνει τους απλοϊκούς στίχους του Νεγρεπόντη και πειραματίζεται. Σκαλίζει μουσικές που καταφέρνουν απ’ τη μια να μιλήσουν απλά στους μικρούς ακροατές, κι απ’ την άλλη να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Δημιουργεί εικόνες, παλεύει να μιμηθεί το «παπί που πάει παντού», ζωγραφίζει ένα ηλιοβασίλεμα και “αγωνιά” για την τύχη ενός σπουργιτιού που προσπαθεί να βρει την ησυχία του για ν’ απολαύσει το γεύμα του…
Σε επίπεδο αισθητικής, αυτό που κατορθώνει με τη μουσική του, είναι ένα μείγμα λαϊκής μουσικής με πολλά έντεχνα στοιχεία, κάτι μεταξύ των παραδοσιακών παιδικών τραγουδιών που έρχονται κατευθείαν απ’ το δημοτικό τραγούδι, και του έντεχνου τραγουδιού που άνθισε στην δεκαετία του ’70. Με την μοναδική ικανότητα που είχε ο Μάνος Λοϊζος να σκαλίζει μελωδίες που ρέουν σα νερό, τα παιδικά τραγούδια του αποτυπώνονται αμέσως στην μνήμη και την ψυχή των παιδιών. Σε αυτό βοηθούν και όλες οι ερμηνείες των τραγουδιστών, που με παιδικό πάθος μεταφέρουν αυτούσιο το πνεύμα των τραγουδιών, φωτίζοντάς τα ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Τα μηνύματα που μεταφέρουν οι στίχοι του Νεγρεπόντη είναι απλά, αλλά ουσιαστικά. Και ο Λοϊζος τα παραλαμβάνει και τα ντύνει με μουσικές γεμάτες φαντασία. Δε μπορούμε να ξέρουμε πως θα ήταν αυτά τα τραγούδια εάν τα είχε επιμεληθεί και εκδώσει ο Μάνος Λοϊζος όσο ζούσε. Το σίγουρο είναι ότι το «Κάτω από ένα κουνουπίδι» είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ακούσουν τα παιδιά 9 τραγούδια του “μάγου” Λοϊζου, και να ταξιδέψουν στις εικόνες που εκείνος ήξερε καλά να δημιουργεί με τη μουσική του.


----------------------------------
40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά

Το 1994, ο Μίκης Θεοδωράκης εκδίδει ένα δίσκο με τον τίτλο «40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά». Πρόκειται για ένα διπλό cd με γνωστά στην πλειοψηφία τους τραγούδια από την επίσημη δισκογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, τραγουδισμένα από την Παιδική Χορωδία & Ορχήστρα του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας. Την ευθύνη της ενορχήστρωσης και της διεύθυνσης χορωδίας έχει ο Δημήτρης Καρβούνης. Όπως αναφέρει και ο συνθέτης στο εισαγωγικό σημείωμα, τα τραγούδια που περιλαμβάνονται στην έκδοση γράφτηκαν τα περισσότερα «μέσα στην παγωνιά της Ιστορίας – στην δοκιμασία του ’40 – στην πρώτη μου εφηβεία» και αποτελούν τις πρώτες απόπειρες του συνθέτη να μελοποιήσει ποιήματα και στίχους από τον Βασίλη Ρώτα και τον Κωστή Παλαμά, μέχρι τον Διονύσιο Σολωμό και την Αντιγόνη Μεταξά (η γνωστή ραδιοφωνική “θεία Λένα”).
Το πρώτο συστατικό λοιπόν που καθιστά τα 40 αυτά τραγούδια παιδικά, είναι κυρίως οι χρονολογίες κατά τις οποίες γράφτηκαν. Τα περισσότερα είναι συνθέσεις από το 1938 μέχρι και το 1945, κατά τα χρόνια δηλαδή που και ο έφηβος Θεοδωράκης αναζητούσε το μουσικό του στίγμα μέσα από κείμενα ποιητών και τις πρώτες απόπειρες μελοποίησής τους. Υπάρχουν βεβαίως και μεταγενέστερες συνθέσεις του, μέχρι και το 1964˙ το σύνολο όμως των τραγουδιών γράφτηκαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ανάμεσα στα 40 αυτά τραγούδια, ακούμε την «Άρνηση» του Κώστα Βάρναλη, το «Κοιμήσου αγγελούδι μου» του Βίρβου, το «Χρυσοπράσινο φύλλο» σε ποίηση Λεωνίδα Μαλένη και πολλά από τα γνωστά τραγούδια του Θεοδωράκη. Σε αυτό το διπλό άλμπουμ, υπάρχουν βεβαίως και κάποια τραγούδια που δεν είναι γνωστά και ίσως να μην είχαν δισκογραφηθεί ποτέ μέχρι τότε, η πλειοψηφία όμως των τραγουδιών είναι δεύτερες εκτελέσεις δημοφιλών τραγουδιών του συνθέτη. Το δεύτερο χαρακτηριστικό του δίσκου είναι οι ίδιες οι εκτελέσεις. Ηχεί πολύ διαφορετικά να ακούς από μια παιδική χορωδία «Το εκκρεμές» σε στίχους του Νίκου Γκάτσου ή το «Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό», τη στιγμή που τα έχουμε συνηθίσει στις πρώτες τους εκτελέσεις. Βεβαίως, δεν αρκεί να τραγουδηθεί ένα τραγούδι από μια παιδική χορωδία για να θεωρηθεί αυτομάτως …παιδικό! Η Παιδική Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου της Λάρισας ερμηνεύει τα τραγούδια με τον τρόπο που τραγουδούσαν οι παλιές χορωδίες: με ομοιογένεια, χωρίς πολλούς σολίστες, με ορχήστρα που απλά συνοδεύει και δεν καλύπτει την χορωδία, και κυρίως, με καλά “κουρδισμένες” φωνές.
Κατά την προσωπική μου γνώμη, η ακρόαση του δίσκου δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη. Χρειάζεται να είναι κανείς εξοικειωμένος για να ακούσει επί περίπου 2 ώρες, 40 τραγούδια ερμηνευμένα από μια παιδική χορωδία. Όμως, δεν είναι αυτό το θέμα! Τα «40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά» περιέχουν ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εκτελέσεις από τα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη που άξιζε να ηχογραφηθούν κάποια στιγμή από μια πολύ καλή παιδική χορωδία, ώστε να “επιστρέψουν” θα έλεγε κανείς, στην “ηλικία” που τους έπρεπε. Και η ακρόασή τους από τα παιδιά, μπορεί να τα εισάγει με τον καλύτερο τρόπο στην αισθητική του ομαδικού τρόπου απόδοσης των τραγουδιών, την χορωδία, η οποία στις μέρες μας τείνει να εξαφανιστεί, παρασύροντας μαζί της και την έννοια της ομαδικότητας, του μουσικού συγχρονισμού και της συλλογικής εργασίας. Κατά αυτή την έννοια, το διπλό cd του Θεοδωράκη μπορεί να έχει ακόμα και …διδακτικό χαρακτήρα! Κι αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, ας βάλουμε να ακούσουμε τον …«Χαραλάμπη» από εκείνη την άθλια, πρόσφατη εκτέλεση του, και αμέσως μετά το «Ανάμεσα Σύρο και Τζιά» με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου από το διπλό cd του Μίκη Θεοδωράκη. Νομίζω πως, και μόνο το να μπούμε στην διαδικασία της σύγκρισης, θα υποτιμά αυτόματα τη νοημοσύνη μας˙ πόσω μάλλον των παιδιών…
.
.
.
Σημείωση: Το Α' μέρος του αφιερώματος στην παιδική δισκοθήκη βρίσκεται εδώ, το Γ' μέρος εδώ και το Δ' μέρος εδώ.
.

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Παιδική δισκοθήκη. Α’ μέρος

Από την Λιλιπούπολη μέχρι την Μπαλονοχώρα...

Δε χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα παρατηρητικός για να διαπιστώσει ότι, στα δισκοπωλεία, μεταξύ των κατηγοριών (λαϊκό, έντεχνο, ελαφρό, κλπ) μέσω των οποίων επιχειρείται η ταξινόμηση των δίσκων, υπάρχει μια ιδιαίτερη γωνιά με τα “Παιδικά”. Οι δισκογραφικές εταιρείες, χρόνια τώρα, έχουν στρέψει το βλέμμα τους στην μαζική έκδοση δίσκων με παιδικά τραγούδια και παραμύθια, απευθυνόμενοι κυρίως στους γονείς που ψάχνουν ποιοτικούς τρόπους για να ψυχαγωγήσουν τα παιδιά τους. Όμως, τα κριτήρια που χρησιμοποιούν οι δισκογραφικές, κάθε άλλο παρά ποιοτικά είναι. Η πλειοψηφία των παραγωγών είναι εξαιρετικά πρόχειρα ηχογραφήματα που ακολουθούν γνωστές και ξεπερασμένες “μεθόδους” διαπαιδαγώγηση, με τραγούδια και παραμύθια που θαρρεί κανείς ότι απευθύνονται σε ανθρώπους μειωμένης αντίληψης και αισθητικής!

Η μεγάλη πλειοψηφία των παιδικών δίσκων, αποτελείται από κάτι άθλιες φτηνές ηχογραφήσεις που χρησιμοποιούν παιδιά (ή, ακόμα χειρότερα, ενήλικες που προσπαθούν να μιμηθούν τα παιδιά), τα οποία συνήθως με τη συνοδεία ενός συνθεσάιζερ “ερμηνεύουν” τα γνωστά, χιλιοειπωμένα τραγούδια όπως το «Μια ωραία πεταλούδα», το «Ένα φράγκο η βιολέτα» και άλλα παρόμοια. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα τέτοιων ηχογραφήσεων είναι επιεικώς απαράδεκτο, και το χειρότερο είναι ότι, όχι μόνο δεν καταφέρνουν να καλλιεργήσουν τη φαντασία και την αισθητική των παιδιών, αλλά αντίθετα, τα προετοιμάζουν με τον καλύτερο τρόπο ώστε αργότερα να δεχτούν με μεγαλύτερη ευκολία τα υπόλοιπα προϊόντα υποκουλτούρας που προωθούν οι εταιρίες, ώστε να διαβούν (ενήλικες πια) τις πόρτες των νυχτερινών κέντρων και να εκτονωθούν εν μέσω λουλουδιών με τραγούδια αντίστοιχης αισθητικής με αυτά που άκουγαν παιδιά. Όσο για τις ηχογραφήσεις παραμυθιών, εκεί τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: απονευρωμένη γλώσσα, δίχως ίχνος φαντασίας, “ερμηνείες” που θυμίζουν το διδακτικό ύφος της γεροντοκόρης δασκάλας περασμένων καιρών, και επιλογή παραμυθιών που απροκάλυπτα προωθούν τον συντηρητισμό, την ηττοπάθεια και την ηθική της μιζέριας και της αποχαύνωσης.

Ενώ στους υπόλοιπους τομείς, όπως για παράδειγμα στο παιδικό βιβλίο, παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες μια σημαντική προσπάθεια με προσεγμένες εκδόσεις, για τις οποίες εργάζονται παιδοψυχολόγοι και αξιόλογοι συγγραφείς με σκοπό την αναβάθμιση του προϊόντος, στη δισκογραφία το τοπίο είναι το ακριβώς αντίθετο: όλο και χειρότερες παραγωγές, ακόμα πιο πρόχειρες, ύποπτα υποβαθμισμένες, χωρίς καμία διάθεση για βελτίωση της αισθητικής και του περιεχομένου τους. Αυτό βεβαίως, δε σημαίνει ότι ανάμεσά τους δεν μπορεί να βρει κανείς και τρομερά αξιόλογες παραγωγές δίσκων με παιδικά τραγούδια. Το κακό όμως είναι ότι, απ’ τη μια αποτελούν μειοψηφία μέσα στο σύνολο των παραγωγών, και απ’ την άλλη, οι πιο αξιόλογοι δίσκοι με παιδικά τραγούδια εκδόθηκαν κατά το παρελθόν, δημιουργώντας την ελπίδα ότι θα υπάρξει και η ανάλογη συνέχεια, κάτι το οποίο τελικά δε συνέβη.

Με αφορμή τις παραπάνω σκέψεις, το Άρωμα του Τραγουδιού ανοίγει την Παιδική δισκοθήκη του και με μία σειρά κειμένων, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τις πιο αξιόλογες παραγωγές παιδικών τραγουδιών και παραμυθιών που αποτελούν τις εξαιρέσεις στον κανόνα που αναφέραμε. Η σειρά που θα ακολουθήσει η παρουσίαση δε θα είναι χρονολογική, αλλά (όσο το δυνατόν) θεματική. Παιδικά τραγούδια που γράφτηκαν για το θέατρο και το ραδιόφωνο, ανεξάρτητες παραγωγές που με το δικό τους τρόπο σημάδεψαν τα παιδικά μας ακούσματα και εργασίες σημαντικών δημιουργών που αντιμετώπισαν το παιδικό τραγούδι με την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητα που του αρμόζει. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, ελπίζω να ανακαλύψουμε μαζί την κρυμμένη παιδική μας αθωότητα, τα ακούσματα που διαμόρφωσαν την αισθητική μας, κύκλους τραγουδιών που δημιούργησαν “σχολή” στο παιδικό τραγούδι και νέες, πολύ αξιόλογες προσπάθειες που αντιστέκονται στην οργανωμένη υποβάθμιση που επιχειρούν οι εταιρείες σ’ ένα τόσο ευαίσθητο κομμάτι του ελληνικού τραγουδιού.

----------------------------------
Εδώ Λιλιπούπολη


Ένα αφιέρωμα στην παιδική δισκογραφία, δε μπορεί παρά να ξεκινάει με έναν δίσκο – σταθμό που άλλαξε ριζικά την μέχρι τότε αντίληψη για το πώς οφείλει να είναι στην πραγματικότητα το τραγούδι που απευθύνεται στα παιδιά. Δε θα είναι καθόλου υπερβολικό αν πούμε ότι, η παιδική δισκογραφία χωρίζεται σε προ-Λιλιπούπολης, και μετά-Λιλιπούπολης εποχή!

Όταν η Ελένη Βλάχου και η Ρεγγίνα Καπετανάκη χτύπησαν την πόρτα του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και κατέθεσαν την πρότασή τους για μία σειρά παιδικών ραδιοφωνικών εκπομπών, ίσως ο μόνος που μπόρεσε αμέσως να αντιληφθεί τη δυναμική που θα αποκτούσε στη συνείδηση όλων μας η εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη», ήταν ο τότε διευθυντής του Τρίτου, Μάνος Χατζιδάκις. Η «Λιλιπούπολη» δεν ήταν απλά μια παιδική ραδιοφωνική εκπομπή. Αποτελεί το σημείο αναφοράς για πολλές εργασίες που ακολούθησαν, και χάραξε ανεξίτηλα μια ολόκληρη γενιά ακροατών που ξαφνικά ανακάλυπταν στο “πρόσωπο” του δήμαρχου Χαρχούδα, του Μπιξ-Μπιξ, της Πιπινέζας και των άλλων ηρώων, κάτι από την δική τους ζωή. Ένα ραδιοφωνικό “κόμικ”, που με τον τρόπο του έμεινε στην ιστορία και μας αφορά ακόμα και σήμερα.

Ο Μάνος Χατζιδάκις σημειώνει:
“Η «Λιλιπούπολη» υπήρξε γέννημα μιας φιλελεύθερης και πειραματικής ραδιοφωνίας από τη μια, του Τρίτου Προγράμματος – κι από την άλλη, μιας ομάδας νέων ανθρώπων με πολύ ταλέντο που συγκεντρώθηκαν στο Τρίτο και δούλεψαν ελεύθερα, με κέφι, με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό.
Αυτό βέβαια δεν στάθηκε εμπόδιο στο να εξοργιστεί η αντιδραστική παραδημοσιογραφία του ελληνικού Τύπου που χαρακτήρισε την «Λιλιπούπολη» σαν …κομμουνιστική. Ίσως γιατί για πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα, θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάν τον τόπο, κι όχι σαν εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι που συμπεριφέρονται στα παιδιά, λες κι αποτείνονται σε υποανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική”…


Γύρω από την «Λιλιπούπολη», συγκεντρώθηκε μια ομάδα από νέους ηθοποιούς, συνθέτες και τραγουδιστές, που σταδιακά διαμόρφωσαν την τελική ταυτότητα της «Λιλιπούπολης» όπως αυτή μας παραδόθηκε μέσα από την σειρά πέντε δίσκων με κάποια από τα επεισόδια της σειράς, και ενός ακόμα δίσκου με συγκεντρωμένα τα περισσότερα από τα τραγούδια. Ηθοποιοί όπως η Άννα Παναγιωτοπούλου, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης και πολλοί άλλοι, ζωντάνευαν με τις φωνές τους τούς ήρωες της «Λιλιπούπολης» και τροφοδοτούσαν την φαντασία μικρών και μεγάλων που έδιναν το δικό τους ραντεβού με την συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος κάθε απόγευμα. Η μουσική και τα τραγούδια έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης», με τους στίχους της Μαριανίνας Κριεζή και τις μελωδίες της Λένας Πλάτωνος, του Νίκου Κυπουργού και του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, να συμπληρώνουν τα κείμενα και να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των επεισοδίων. Κάθε ήρωας της «Λιλιπούπολης» είχε και το δικό του τραγούδι. Κάθε επεισόδιο αποκάλυπτε στους ακροατές καινούργιες μελωδίες και λόγια ποιητικά. Τόσο οι συγγραφείς των κειμένων (στις οποίες αργότερα προστέθηκε και η Άννα Παναγιωτοπούλου), όσο και η στιχουργός των τραγουδιών, δεν δίσταζαν να μιλήσουν με λόγια ουσιαστικά, και όχι δήθεν “παιδικά”:

Είσαι της επιστήμης το καμάρι
είσαι της τεχνικής ο «Παρθενών»
και σε ζητωκραυγάζουν μ’ ένα στόμα
οι τεχνοκράτες όλων των χωρών…
Από το τραγούδι «Μάσα σιδερομάσα»

Η «Λιλιπούπολη» μεταδόθηκε από την συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος από το 1977 μέχρι και το 1980. Ορισμένα από τα επεισόδια που ηχογραφήθηκαν σε δίσκους ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες αυτών των εκδόσεων, ενώ τα επεισόδια που μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο είχαν διάρκεια συνήθως μισής ώρας, και κάποιες φορές συνδέονταν μεταξύ τους σε συνέχειες. Πέραν των σταθερών συντελεστών, πολλοί ήταν και οι ηθοποιοί που πέρασαν από την «Λιλιπούπολη» και δάνεισαν τη φωνή τους σε ήρωες. Μεταξύ αυτών, η Σαπφώ Νοταρά ως μάγισσα Μπρουνχίλντα και η Αλέκα Παϊζη ως Βασίλισσα, μητέρα του Πρίγκιπα (Λευτέρης Βογιατζής). Παράλληλα, πολλοί ήταν και οι τραγουδιστές που ερμήνευσαν κατά περιόδους τα τραγούδια στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης»: η Νένα Βενετσάνου, η Κρίστη Στασινοπούλου, καθώς και πολλοί ηθοποιοί που υποδύονταν ήρωες της «Λιλιπούπολης». Στην ηχογράφηση του δίσκου με τα τραγούδια, ερμηνευτές ήταν ο Σπύρος Σακκάς, ο Αντώνης Κοντογεωργίου, η Σαβίνα Γιαννάτου και η Μαριελλη Σφακιανάκη, οι οποίοι ήταν και οι κύριοι ερμηνευτές και στο μεγαλύτερο μέρος των επεισοδίων. Αξίζει στο σημείο αυτό να πούμε, ότι οι εκτελέσεις των τραγουδιών που ακούγονταν στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης», διαφέρουν αρκετά από τις εκτελέσεις που ηχογραφήθηκαν για τον δίσκο. Για παράδειγμα, τα περισσότερα τραγούδια της Λένας Πλάτωνος τα ερμήνευε η ίδια, ενώ τα πιο πολλά τραγούδια των ηρώων τα τραγουδούσαν στα επεισόδια οι ίδιοι οι ηθοποιοί. Βεβαίως, στην ηχογράφηση του δίσκου που διεύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις, οι ενορχηστρώσεις και οι ερμηνείες προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της παραγωγής του δίσκου.
Έχουν γραφτεί πολλά για αυτή την θρυλική ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος. Το μόνο ίσως που μπορούμε να τονίσουμε, είναι ότι, η «Λιλιπούπολη» αποτέλεσε ουσιαστικά “σχολή” σε αυτό που ονομάζουμε παιδικό τραγούδι. Μπορεί να μην υπήρξε (και πιθανόν να μην υπάρξει και στο μέλλον) αντίστοιχη ραδιοφωνική “συνέχεια” της «Λιλιπούπολης». Το σίγουρο όμως είναι ότι, η αισθητική πρόταση που έφερε αυτή η εκπομπή είχε και συνέχεια στη δισκογραφία, τόσο από τους συνθέτες και ερμηνευτές που συμμετείχαν σε αυτήν, όσο και από άλλους δημιουργούς. Μπορεί η Μπομπίλα και ο Παπαγάλος να μη συνέχισαν το ταξίδι τους στα FM, υπήρξαν όμως κάποιοι δημιουργοί που ανέλαβαν να συνεχίσουν σε επίπεδο αισθητικής το έργο που ξεκίνησε ο Μάνος Χατζιδάκις με το αλάνθαστο κριτήριό του. Αμέσως μετά την «Λιλιπούπολη», κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, υπήρξε ένα κύμα από δίσκους με παιδικά τραγούδια που έδειξαν ότι προσωρινά θα μπορούσε κάτι να αλλάξει στον τομέα της παιδικής δισκογραφίας. Στη συνέχεια του αφιερώματός μας στα παιδικά τραγούδια, θα συναντήσουμε πολλές φορές μπροστά μας την «Λιλιπούπολη» και τους συντελεστές της, και θα διαπιστώσουμε τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ιστορική εκείνη εκπομπή του Τρίτου.


----------------------------------
Η Συνέλευση των ζώων - Έξι τραγούδια για ποντίκια

Το 1983, εκδίδεται η «Συνέλευση των ζώων», μια πολύ ιδιαίτερη εργασία του συνθέτη Γιώργου Κουρουπού, πάνω σε κείμενο του Περικλή Κοροβέση. Ο Κουρουπός (“παιδί” του Τρίτου Προγράμματος της εποχής του Χατζιδάκι), παίρνει το κείμενο του Κοροβέση και το αντιμετωπίζει σαν λιμπρέτο, μελοποιώντας όλα τα μέρη του και αφήνοντας λίγα αφηγηματικά μέρη που, κι αυτά, ακούγονται σχεδόν τραγουδιστά! Η μελοποίηση της «Συνέλευσης των ζώων» περιλαμβάνει πολλά στοιχεία της λόγιας μουσικής, προσαρμοσμένα με τέχνη στα αυτιά των παιδιών, προσφέροντας ένα αισθητικό αποτέλεσμα που διαφέρει πολύ από αυτό που έχουμε στο νου μας ως παιδικό τραγούδι. Ένα ακόμα στοιχείο που κάνει το έργο αυτό μοναδικό είναι η ενορχήστρωση: ο Κουρουπός μελοποίησε τη «Συνέλευση των ζώων» μονάχα για πιάνο και φωνή. Το πιάνο αναλαμβάνει ολόκληρη την μουσική επένδυση του έργου, δίνοντας την ευκαιρία στο κείμενο να ακουστεί απογυμνωμένο από ενορχηστρώσεις και να αναδειχθεί ο ποιητικός λόγος του Κοροβέση. Ως εξαιρετικός πιανίστας, ο Κουρουπός, “απλώνει” σε ολόκληρη την έκταση των πλήκτρων το κείμενο και δε διστάζει να φτιάξει μια μουσική που για τα ελληνικά δεδομένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και πειραματική (δεδομένου ότι μιλάμε για μουσική που απευθύνεται σε παιδιά). Στην ηχογράφηση, πιάνο παίζει ο ίδιος ο συνθέτης, προσφέροντάς μας ένα εξαιρετικό δείγμα δεξιοτεχνίας και μια μοναδική ευκαιρία να απολαύσουμε ένα έργο παιγμένο από τον ίδιο τον δημιουργό του.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην εξαιρετική ερμηνεία του Σπύρου Σακκά (“παιδί” κι αυτό του Τρίτου και της «Λιλιπούπολης»). Ο Σακκάς στη «Συνέλευση των ζώων» δίνει ένα ανεπανάληπτο ρεσιτάλ ερμηνείας! Εκμεταλλευόμενος την μεγάλη έκταση της φωνής του, μιμείται φωνές ζώων, αφηγείται με ανεπανάληπτη θεατρικότητα την ιστορία, ερμηνεύει κομμάτια εξαιρετικής ρυθμικής δυσκολίας που απαιτούν απόλυτο έλεγχο των αναπνοών, και με παιδικό πάθος βιώνει τη «Συνέλευση των ζώων» σα να πρόκειται για μια ιστορία που συνέβη στην πραγματικότητα. Τι καλύτερο για ένα παιδί να ακούει από τον Σπύρο Σακκά μια μουσική αφήγηση τόσο ζωντανή και γνήσια ποιητική, πάνω σε ένα κείμενο που διευρύνει τη φαντασία, δημιουργεί ατέλειωτες εικόνες και περνάει μηνύματα που καλλιεργούν την ψυχή του! Αναμφισβήτητα, η «Συνέλευση των ζώων» βρήκε στη φωνή του Σπύρου Σακκά τον ιδανικό ερμηνευτή. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, κανένας άλλος τραγουδιστής δεν έχει ξανατραγουδήσει το έργο από τότε. Στην πιο ώριμη στιγμή της καριέρας του, κουβαλώντας την πολύτιμη εμπειρία της «Λιλιπούπολης», αντιμετωπίζει την παρτιτούρα του Κουρουπού με φαντασία και πάθος που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο των ερμηνευτών που έχουν τραγουδήσει έργα που απευθύνονται στα παιδιά.
Κανένας από τους τρεις συντελεστές του έργου δεν κάνει εκπτώσεις στην τέχνη του. Ο Κοροβέσης μιλάει μια γλώσσα σύγχρονη, δίχως να αυτολογοκρίνεται χάριν μιας κακώς εννοούμενης απλοποίησης που πολλοί θεωρούν ότι οφείλει να έχει ένα κείμενο που απευθύνεται στα παιδιά. Ο Κουρουπός πειραματίζεται ανοιχτά και δε διστάζει να προσθέσει στοιχεία ενός “δύσκολου” μουσικού είδους σε ένα παιδικό παραμύθι. Τέλος, ο Σακκάς, επιστρατεύει τέχνη και ψυχή για να ξεδιπλώσει την ιστορία μπροστά στα μάτια των παιδιών. Ο Σπύρος Ορνεράκης με τα σκίτσα του ολοκληρώνει την έκδοση, η οποία εκτός από την «Συνέλευση των ζώων», περιλαμβάνει και τα «Έξι τραγούδια για ποντίκια», σε στίχους του Γιώργου Κουρουπού. Κι εδώ κυριαρχούν τα στοιχεία του πειραματισμού, όπου ο Κουρουπός φτιάχνει έξι τραγούδια σε μορφή lieder, με φαντασία και τέχνη, έξι μικρές ιστορίες για ποντίκια που ερμηνεύει και πάλι ο Σπύρος Σακκάς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, η «Συνέλευση των ζώων» και τα «Έξι τραγούδια για ποντίκια», δεν είναι μια εργασία που θα ακουστεί μία μόνο φορά και μετά θα μπει στο ράφι με τα υπόλοιπα παιδικά δισκάκια.


----------------------------------
Μίλα μου για μήλα

Τον Σταύρο Παπασταύρου τον γνωρίσαμε το 1981, όταν απέσπασε το πρώτο βραβείο στους «Αγώνες ελληνικού τραγουδιού» που διοργάνωσε στην Κέρκυρα ο Μάνος Χατζιδάκις. Ακολούθησε η πρώτη του δισκογραφική δουλειά και λίγα χρόνια αργότερα, το 1986, εκδίδει τον δεύτερο προσωπικό του δίσκο, έναν κύκλο παιδικών τραγουδιών με τίτλο «Μίλα μου για μήλα». Είναι η πρώτη φορά (απ’ όσο γνωρίζω), που ο καταξιωμένος συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Ευγένιος Τριβιζάς, γράφει στίχους για έναν ολοκληρωμένο δίσκο με παιδικά τραγούδια, ορίζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό την ταυτότητα ολόκληρου του δίσκου. Πριν συνεχίσουμε, αξίζει να διαβάσουμε το σημείωμα του Ευγένιου Τριβιζά στο εσώφυλλο του δίσκου:

«Το μυστικό του δίσκου
Οι συνεργάτες αυτού του δίσκου γεννήθηκαν όλοι κάτω από την ίδια μηλιά σ’ ένα μαγεμένο κήπο. Η πρώτη λέξη που άκουσαν ήταν «μη». Πέρασαν τα επόμενα πολλά χρόνια ψάχνοντας για τη λέξη «λα» που νόμιζαν ότι ήταν κρυμμένη σ’ έναν από τους πύργους της άσπλαχνης κόμισσας.
Σκορπίσανε, χαθήκανε στα πέρατα του κόσμου, Σιγά – σιγά ξεχάσανε τι ψάχνανε και γιατί. Άλλοι πήγανε στις Κάνες, άλλοι βρήκανε παραμάνες, άλλοι μόνο μαϊντανό. Μερικοί παγιδεύτηκαν σε περιστρεφόμενες πόρτες, άλλοι γίνανε βροχοποιοί στη Μπαλονοχώρα. Ένας έγινε μηλοτέχνης. Κάποιος άλλος πέταξε ψηλά, αλλά ο σκώρος έφαγε το ιπτάμενο χαλί του και έπεσε στο ανοιχτό στόμα της φάλαινας της Βαραδουάης.
Στο μεταξύ αλχημιστές, καραμπινιέροι και πεταλουδόσαυροι έκλεψαν ένα – ένα όλα τα μήλα της μηλιάς στο μαγεμένο κήπο. Όταν έμαθαν τα νέα κατάλαβαν το σφάλμα τους. Ήταν όμως πια αργά. Αποφάσισαν να προσαρμοστούν. Που και που όμως, συναντιούνται όλοι πάλι κρυφά στα όνειρά του και παρα-μηλάνε…»

Αναρωτιέται κανείς: σε τι μπορεί άραγε να συγκριθεί ένας δίσκος με παιδικά τραγούδια που, από το σημείωμα του στιχουργού ακόμα, εισάγει μικρούς και μεγάλους ακροατές με τέτοιο τρόπο στο περιεχόμενο των τραγουδιών, με εκείνα τα απαράδεκτα ηχογραφήματα που έχουν κατακλείσει την αγορά και τραγουδάνε παράφωνα το «Περνά – περνά η μέλισσα» και τον «Μπαρμπα-Μπίλιο» που «είχε ένα γάλο, πολύ μεγάλο»…! Στο «Μίλα μου για μήλα», η μουσική του Παπασταύρου συναντά τους ονειρικούς στίχους του λεξιπλάστη Τριβιζά και ένα υπέροχο ταξίδι στη φαντασία ξεκινάει από τις πρώτες κιόλας νότες. Ερμηνευτές των τραγουδιών είναι ο Σπύρος Σακκάς, η Σαβίνα Γιαννάτου (μήπως να …ξαναθυμίσουμε τη “σχολή” της «Λιλιπούλολης»;) και η Κρίστη Στασινοπούλου.
Ο δίσκος αφηγείται με μοναδικό τρόπο ιστορίες γεμάτες φαντασία και έμπνευση: για μια καλομαθημένη «Γάτα σου Σιάμ», ένα μήλο «Φιρίκι» που του έφυγε το “ρι” και έγινε “φύκι”, για μια «Φάλαινα της Βαραδουάης», ένα «Κανίς με το κανό» που κίνησε να πάει στις Κάνες, και τον «Μικρό Ερμή» που ο “θείος Πραξιτέλης” του έλεγε διαρκώς “μη” και “μη”, ώσπου τελικά απ’ την ακινησία έγινε άγαλμα και μπήκε στο μουσείο! Ένας ολόκληρος κόσμος ξεδιπλώνεται με την ακρόαση του δίσκου. Από την «Φρουτοπία» και την «Πινεζοβροχή» που πέφτει στη Μπαλονοχώρα, μέχρι ένα τραγούδι που διαρκεί μόλις 56 δευτερόλεπτα αλλά έχει τον μεγαλύτερο τίτλο που έχει υπάρξει ποτέ σε ελληνικό τραγούδι: «Το λυπητερό ταγκό της πολύ άσπλαχνης κόμισσας που μετακόμιζε και άφηνε μόνο του το σκυλάκι της»!! Για όσους γνωρίζουν τα παιδικά κείμενα του Ευγένιου Τριβιζά, δεν εκπλήσσονται από τον πλούτο και την φαντασία με τα οποία αφηγείται τις ευφάνταστες ιστορίες του. Στίχοι που τραβούν σα μαγνήτης τα παιδικά αυτιά και τα τροφοδοτούν με εικόνες πλούσιες και φωτεινές. Λογοπαίγνια και στίχοι γεμάτοι έκπληξη, ανατρεπτικοί, κάθε τραγούδι και ένα άλλος κόσμος, παραμυθένιος και βελούδινος. Η μουσική του Παπασταύρου γεμάτη κι αυτή εκπλήξεις, με μελωδίες και ρυθμούς απόλυτα εναρμονισμένους με τους στίχους του Τριβιζά. Με ενορχηστρώσεις που συμπληρώνουν την “αφήγηση” των στίχων και δημιουργούν ένα αποτέλεσμα ισορροπημένο, ο Παπασταύρου καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κύκλο τραγουδιών που ακούγεται απ’ την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς διακοπή.
Όσο για τις ερμηνείες, η θεατρικότητα του Σπύρου Σακκά, η αιθέριες ερμηνείες της Σαβίνας Γιαννάτου και η γνήσια παιδικότητα της Στασινοπούλου, μετατρέπουν την ακρόαση του δίσκου σε μια απολαυστική διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας τα παιδιά αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους να ταξιδέψει. Τι παραπάνω μπορεί να ζητήσει κανείς από έναν κύκλο παιδικών τραγουδιών; Λόγια αληθινά, μουσικές κεφάτες αλλά καθόλου χαζοχαρούμενες, ερμηνείες που αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα και όχι σοβαροφάνεια τους μικρούς ακροατές. Το «Μίλα μου για μήλα» είναι ένας δίσκος που πρέπει να έχει τη δική του θέση σε κάθε δισκοθήκη, κι ας μην είναι απαραίτητα παιδική.
.
.
.
Σημείωση: Το αφιέρωμα στην παιδική δισκοθήκη συνεχίζεται με το Β' μέρος εδώ, το Γ' μέρος εδώ και το Δ' μέρος εδώ.
.