
Στο αρχείο του Αρώματος του Τραγουδιού, υπάρχουν ορισμένα απ’ τα παλιά εκείνα τεύχη του περιοδικού, μεταξύ των οποίων και το Νο6 που κυκλοφόρησε το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου 1983 (για την ιστορία, να αναφέρω ότι η τιμή πώλησής του ήταν 100 δραχμές!). Ολόκληρο το τεύχος ήταν αφιερωμένο στον Διονύση Σαββόπουλο και ειδικά στα «Τραπεζάκια έξω» που μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Με μία σειρά από άρθρα για τον τραγουδοποιό και τον καινούργιο του δίσκο, συντάκτες του περιοδικού μοιράζονται τις σελίδες του τεύχους με σημειώσεις από τις συναυλίες που πραγματοποίησε εκείνη την περίοδο (η μεγάλη συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο έγινε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς), κείμενα για την μέχρι τότε καλλιτεχνική του πορεία και σχόλια για τα τραγούδια του δίσκου. Είναι αποκαλυπτικό να διαβάζει κανείς έπειτα από 26 ολόκληρα χρόνια κείμενα για τα «Τραπεζάκια έξω», ενός δίσκου που πλέον θεωρείται κλασσικός, ενώ εκείνη την περίοδο ήταν το καινούργιο, το φρέσκο, ακόμα και το “περίεργο” νέο lp του Σαββόπουλου, που για πολλούς σήμανε και την καλλιτεχνική – πολιτική του “στροφή”.

ΕΝΤΕΚΑ ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΑΛΟΓΑ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙΑ
του Χρήστου Βακαλόπουλου
(Τα τραγούδια που μου ανοίγουν τις πύλες τους είναι διαδρομές που με οδηγούν, είναι πέτρες που δημιουργούν παράλληλους κύκλους στη λίμνη του νου μου. Έρχονται από μακριά κουβαλώντας μνήμες και προφητείες και μου κάνουν ένα νεύμα να τα ακολουθήσω)΄.
Νέο Κύμα. Αν δεν ήταν τραγούδι θα ήταν μια μοναχική διαδρομή με τον ηλεκτρικό στην Κηφισιά. Κάθομαι στο άδειο βαγόνι και θέλω να εξομολογηθώ σε κάποιον, στο τέλος όμως τα λέω στον εαυτό μου ανάβοντας παράνομο τσιγαράκι. Στο τέρμα της διαδρομή σκέφτομαι πάντα ότι υπάρχει περίπτωση κάποιος να έχει φανταστεί τη ζωή μας από την πρώτη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, ακριβώς όπως ο υπεύθυνος της εταιρείας δίσκων σκαρφίστηκε τον όρο «Νέο Κύμα».
Μας βαράνε ντέφια. Η Αθήνα έγραψε αυτό το κομμάτι, αυτή η μυστηριώδης πόλη που ξέρει ακόμα να ανάβει ολόκληρη όταν χρειάζεται, ακριβώς όπως η κοπέλα που αναφέρεται στους στίχους. Αυτό το δημώδες rap ηχεί σαν τον ύμνο της βαθύτερης επικοινωνίας. Τραγούδι για το πρωινό ξύπνημα, εκεί γύρω στις δύο το μεσημέρι, όταν ο καφές έχει τελειώσει και η ζέστη του καλοκαιριού δε συγκρίνεται με τίποτα με την απίστευτη θέρμη των ψυχών και των σωμάτων. Επίσης, ιδανικό για τα τζουκ μποξ στα παραλιακά κέντρα (όσα αντιστέκονται και επιμένουν ακόμα).
Χουλιγκάνοι. Χειμερινό άσμα, ο νεαρός που το ακούει είναι σκεπτικός, φοράει τα γάντια του κι είναι έτοιμος να βγει έξω και να τα σπάσει. Κρυώνει και δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Θαυμάζει τις αμερικάνικες ταινίες, η ψυχή του όμως είναι εδώ, κολλημένη στην άσφαλτο. Αυτή τη σκηνή θα τη θυμηθεί πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο γιος του θα τον ρωτήσει “Μπαμπά, τι είναι αυτός ο δίσκος με τον ουρανό και τα τραπεζάκια;”. Υποψιάζομαι ότι θα απαντήσει: “Τίποτα, έχει ένα ωραίο κομμάτι, που το άκουγα όταν έκανε πολύ κρύο”.
Όπως παρατήρησε σωστά ο Γιώργος Κουτσονάσιος, η ορχήστρα στο τέλος ηχεί σαν την απογειωμένη φασαρία που συνοδεύει τις λαϊκές φίρμες στα μεγάλα μπουζουξίδικα. Εγώ θα πρόσθετα την κυκλοφορία της φωνής από τη μοναξιά του κοντέρ στο πάθος του ντισκ τζόκεϋ.
Μυστικό τοπίο. Νυχτερινή προσευχή, απ’ αυτές που σου σφίγγουν το στομάχι όταν τις ακούς τυχαία ανοίγοντας το ραδιόφωνο ενώ ορμάς σα διάβολος στην Εθνική, τα καύσιμα έχουν τελειώσει κι όλα τα βενζινάδικα είναι κλειστά. Η Χαρά που οδηγεί δίπλα μου είναι αμίλητη κι ο Γιώργος στο πίσω κάθισμα πίνει μια γουλιά βότκα. Αυτοί οι δύο είχαν γνωριστεί παλιά στο Κύτταρο, όταν είχε κυκλοφορήσει το «Βρόμικο ψωμί». Τώρα πια είναι φίλοι κι έχουν σταθεί πολλές φορές μπροστά στην πολαρόιντ γελαστοί. Έχουν περάσει δέκα χρόνια, ζωγραφίζοντας αθόρυβα ένα μυστικό τοπίο.
Δεν είναι ρυθμός. Η μεγαλοφυής ιδέα εδώ είναι τα χειροκροτήματα που αγκαλιάζουν το τραγούδι, αλλά και το ευλύγιστα σίγουρο σόλο του Σαλέα που εμφανίζεται πάνοπλος, σαν μοναχικός καβαλάρης. Είναι περίεργο, αλλά αυτός ο λαϊκός ψαλμός μού φέρνει στο νου την Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού. Το ίδιο πάθος που περισσεύει, μια θεσπέσια και σχεδόν άναρθρη κατάσταση.
Πρωτομαγιά. Αυτός είναι ένα πίνακας χωρίς καταπιεστική “τεχνοτροπία”. Κάθομαι μόνος στην αίθουσα του μουσείου και τον παρατηρώ. Πως μπορεί ένας άνθρωπος να ζωγραφίζει με τη φωνή του; Μήπως είμαι υπερβολικός; Μάλλον όχι, γιατί οι εικόνες κάποια σχέση πρέπει να έχουν με αυτό που υπάρχει μέσα μας. Κι αυτοί οι αφηρημένοι στίχοι είναι πετυχημένοι γιατί λειτουργούν σαν πινελιές κι όχι ως προγραμματικές δηλώσεις. Άλλωστε η ζωγραφική μου αρέσει γιατί μου λέει μια ιστορία, γιατί κάποιο ανθρώπινο χέρι είναι από πίσω. Το ίδιο και το τραγούδι που κλείνει όμορφα την πρώτη πλευρά.
Φλόγες. Εσωστρεφής στιγμή που όμως σε παρασύρει, άλλο ένα κομμάτι που δεν γράφτηκε ποτέ από τους άτολμους εκπροσώπους του νέου κύματος. Το ακούω αργά το βράδυ όταν γυρνάω σπίτι κι έχουν κλείσει τα πάντα. Δεν είναι ακόμα η εποχή για να την πέσω στις βεράντες, ας χωθώ μέσα στο πικάπ. Τα γυναικεία φωνητικά θαυμάσια, σαν κοφτερά ξίφη, μπαινοβγαίνουν κλείνοντας με προσοχή πίσω τους τις πόρτες. Ο Σαββόπουλος, από τη Ρεζέρβα και μετά, έχει επιδοθεί σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βγάλει ένα – ένα, με το τσιμπιδάκι, τα ανόητα φτιασίδια που κόλλησαν στις γυναικείες φωνές που διαθέτουμε, λογής λογής έντεχνοι.
Ας κρατήσουν οι χοροί. Με συγκινεί αυτή η αντίληψη των ελλήνων εξωγήινων που έχουν μυριστεί ότι τα κόλπα είναι αλλού. Πολλοί από μας αισθανόμαστε έτσι, όπως αισθανόντουσαν πολλοί από τους προγόνους μας. Κι ας χορεύεις άρυθμα στα μπαρ του Παγκρατίου ή στις ντισκοτέκ της Γλυφάδας, κατά βάθος ξέρεις τι είναι οι συνάξεις μας, αγαπητή μου φίλη. Πέρασες κι εσύ από κει, δεν είναι δύσκολο να δεις ποιο είναι το τέρμα του δρόμου. Στο μεταξύ, βάλε σε λειτουργία τους πομπούς, ίσιωσε τις κεραίες!
Canto. Το τραγούδι – κλειδί του δίσκου γιατί μιλάει για μια συγκεκριμένη παρέα και ταυτόχρονα για όλες τις παρέες, δηλαδή για τις ανώτερες μορφές οργανωμένης συνύπαρξης που γνωρίζει αυτός ο έρημος πολιτισμός. Κι ο δίσκος αυτός δεν θα υπήρχε χωρίς αυτές, όπως κι όλοι οι προηγούμενοι του τραγουδοποιού, αφού ότι κάνουμε το κάνουμε πρώτα απ’ όλα για τους φίλους μας κι ίσως μόνο γι’ αυτούς. Πως λοιπόν κάτι τυπικά περιορισμένο, απελευθερώνεται από τα όριά του και μιλάει σαν βέλος που χτυπάει τις καρδιές των αγνώστων; Αυτές είναι οι περιπέτειες της “γλώσσας”, αυτό είναι το θέμα του Canto, τραγουδιού που με αγγίζει ελαφρά στον ώμο.
Το χειμώνα ετούτο. Ο Ντύλαν έχει γράψει ανάλογα πράγματα και τα έχει τραγουδήσει με την ίδια επαναληπτική μελαγχολική διάθεση. Βαλκανικό ροκ λοιπόν, το παλιό σχέδιο που δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλειφθεί, αυτό το μυρίζομαι και το ξέρω. Το κομμάτι που μου έρχεται στο νου είναι το Tombstone Blues, τρία ακόρντα συνέχεια και ο ηχολήπτης να έχει μείνει άναυδος. Τραγούδι που μπορεί να βάλει φωτιά στα ηχεία των ντισκοτέκ, οι τελευταίες όμως είναι αφιλόξενοι χώροι, σχεδόν φυλακές διασκέδασης. Κι ο Κηλαηδόνης θα έπρεπε να το ακούσει και πολλοί άλλοι που ενώ δεν είναι ούτε ΠΑΣΟΚ ούτε ΚΚΕ, δεν είναι ότι είναι κι ότι τραγουδούν γι’ αυτές, παρά με πολύ σπρώξιμο.
Τσάμικο. Εδώ καταθέτω τα όπλα και ακούω. Δεν μπορώ να γράψω γιατί κάποιος τραγουδάει πραγματικά, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα γιατί κάποιος μου απευθύνεται. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να σου τηλεφωνήσω στο Παρίσι, εκεί που μπλέχτηκες με τους αποικιοκράτες και να σου βάλω αυτό το δίλεπτο κομμάτι.
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ντέφι, στο τεύχος Νο6, Απρίλιος-Μάιος 1983. Η αναδημοσίευση, αφιερώνεται στη μνήμη τού συντάκτη του).
.

.
10 σχόλια:
Όσο η ανάρτηση για το άρθρο του Χρήστου Βακαλόπουλου στο περιοδικό Ντέφι παραμένει χρονικά τελευταίο, ακούμε τρία τραγούδια από τα «Τραπεζάκια έξω» του Διονύση Σαββόπουλου:
Νέο κύμα
Δεν είναι ρυθμός
Canto
Ωραίος ήταν ο Βακαλόπουλος Μάκη. Νομίζω κάπου έχει και ένα κομμάτι για τους Χειμερινούς (και νομίζω, ότι ήταν και φίλοι με τον Μπακιρτζή' αλλά τι λέω, αφού υπήρχε και η κινηματογραφική τριάδα Τσιώλης-Βακαλόπουλος-Μπακιρτζής).
@dytistonniptiron: Έτσι ακριβώς, όπως το λες˙ κινηματογραφική τριάδα. Ο Βακαλόπουλος με τον Τσιώλη είχαν συνεργαστεί αρκετές φορές στον κινηματογράφο, ενώ το ‘92 σκηνοθέτησαν και την ταινία «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» με πρωταγωνιστή τον Μπακιρτζή, ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του πρώτου.
Φαντάζομαι ότι, ειδικά εσύ, το έχεις στην βιβλιοθήκη σου το συγκεκριμένο τεύχος από το Ντέφι του ’83.
Μα, το '83 ήμουν δέκα χρονών, πού να τό'χω...
"Με αυτό το κείμενο, το Άρωμα του Τραγουδιού ανοίγει το αρχείο του, με αναδημοσιεύσεις άρθρων και ντοκουμέντων που αφορούν το ελληνικό τραγούδι και την εποχή του".
-----
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Makis!!! Σου πήρε λίγο καιρό αλλά το κατάλαβες ότι το αρχείο σου πρέπει να βγει και προς τα έξω.
Κατά τα άλλα, άλλο ένα σημαντικό πειστήριο για ό,τι το μεγάλο γινόταν στο τραγούδι μας εκείνη την εποχή.
Φιλιά,
ένας ΤΑΛΙΜΠΑΝ των 80s
Ώρες-ώρες αισθάνομαι να με πνίγει ένα άδικο γι' αυτά που δεν μπόρεσα να ζήσω χρονικά. Άργησα ως φαίνεται. Σκέψου ότι τον Σαββόπουλο τον γνώρισα παροπλισμένο ήδη μέσα από την τηλεοπτική διαφήμιση μιας κασετίνας κι ενώ ο παππούς μου τον έλεγε αλήτη :P
Makis όπως Sakis ;
(αστειάκι)
Κε Ταλιμπάν και τώρα θαρρώ πως γίνονται μεγάλα πράγματα απλά δεν τους δίνεται δημοσιότητα και η αναγνώριση που θα τους δινόταν το 80. Αλλά αυτά από κοντά ;)
(
@dytistonniptiron: γιατί, το ’83 εγώ, πόσο νομίζεις ότι ήμουνα?!… Το συγκεκριμένο τεύχος το “τσίμπησα” από κάποιον μεγαλύτερό μας που ήταν έτοιμος να το πετάξει στα σκουπίδια, κατά τη διάρκεια μιας γερή εκκαθάρισης στο σπίτι του. Όπως καταλαβαίνεις, το φυλάω (μαζί με κάποια άλλα) σαν έναν μικρό θησαυρό (για τα δικά μου, πάντα, γούστα).
@Μουσικά Προάστια: μη φανταστείς και κανένα φοβερό και τρομερό αρχείο. Απλά, πρόκειται για πράγματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (βλέπε παραπάνω σχόλιο) έχω στην κατοχή μου και κατά καιρούς επιστρέφω σ’ αυτά για να θυμηθώ, να μάθω, και κυρίως, να νιώσω. Κάπως έτσι…
@Χρήστος Μιχαήλ: μεγάλωσα σε σπίτι που οι βιβλιοθήκες του κοντεύουν να σπάσουν από το βάρος των βινυλίων του Θεοδωράκη. Απ’ αυτό και μόνο, καταλαβαίνεις ότι τον Σαββόπουλο τον ανακάλυψα σχεδόν μόνος μου, μόνο που ήρθε σαν φυσική συνέπεια του γενικού “οικιακού” περιβάλλοντος. Πάντως, για να είμαι και δίκαιος, η «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια έξω» ήταν από την εποχή της έκδοσής τους στην εν λόγω βιβλιοθήκη, μαζί με αρκετό Χατζιδάκι και πάρα πολύ Μαρκόπουλο.
Όσο για την απάντησή σου στον Ταλιμπάν, ένα έχω να πω: σε πολύ λίγα εικοσιτετράωρα, έχουν να δοθούν ιστορικές μάχες υπέρ της δεκαετία του ’80 σε κάποιο ευάερο και ευήλιο μπαλκόνι του κέντρου της Αθήνας. Κατεβαίνω πάνοπλος, έτοιμος να παλέψω μέχρις εσχάτων (και δε θα είμαι μόνος…).
(αστειάκι, φυσικά).
Μάκη καλημέρα
Τα έργα αναμετρώνται με τον χρόνο και τα κείμενα ασφαλώς
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος δείχνει να είναι ένας ευαίσθητος
δέκτης αυτού του έργου που στην εποχή του δημιούργησε
μεγάλες συζητήσεις.
Καλό Σ/Κ Δημήτρης
Ιουλιος ηταν πριν ενα χρονο,που γνωρισα την μουσικη σας "γωνια"..Ιουλιος και τωρα , μα το Αρωμα συνεχιζει να μου χαριζει ακριβως οτι χρειαζετε η ψυχη μου..
Αρωμα ομορφης μουσικης,λογου,αισθησης που να μην προσβαλλει την λογικη και την αγαπη μου για την μουσικη!
Ευχαριστω απο καρδιας...
Δαφνη!
μπράβο, ρε συ Μάκη, ειλικρινά μπράβο!
Δημοσίευση σχολίου