Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Χρήστου Βακαλόπουλου: «Έντεκα συνειρμοί και τα ανάλογα Τραπεζάκια»

.
Οι παλαιότεροι ίσως και να το θυμούνται. Το ΝΤΕΦΙ, ήταν ένα διμηνιαίο περιοδικό για το τραγούδι, που κυκλοφόρησε απ’ τις αρχές μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’80. Διαβάζοντας τα ονόματα των υπευθύνων, συναντάμε τους εκδότες Γιάννη Μπασιπαγλή και Σωτήρη Νικολακόπουλο, στους συνεργάτες, μεταξύ άλλων, τον Θοδωρή Μανίκα, τον Στέλιο Κούλογλου, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Μανώλη Ρασούλη και τον Γιάννη Καλαϊτζή, ενώ η επιτροπή του περιοδικού αποτελούνταν από τους Άκη Πάνου, Γιώργο Κοντογιάννη, Γιώργο Παπαδάκη, Δημήτρη Θ. Αρβανίτη, Στέλιο Ελληνιάδη και Τάσο Φαληρέα. Και μόνο από τα ονόματα που ενδεικτικά αναφέρθηκαν, μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς ότι, το Ντέφι ήταν μια απ’ τις πιο σοβαρές και ολοκληρωμένες προσπάθειες καταγραφής της ιστορίας και της επικαιρότητας του τραγουδιού, σε μια δεκαετία όπου πραγματοποιήθηκαν οι μεγαλύτερες και ίσως πιο καθοριστικές ζυμώσεις στο ελληνικό τραγούδι.
.
Το εξώφυλλο του 6ου τεύχους του περιοδικού, σχεδιασμένο από τον Αλέξη Κυριτσόπουλο
.
Στο αρχείο του Αρώματος του Τραγουδιού, υπάρχουν ορισμένα απ’ τα παλιά εκείνα τεύχη του περιοδικού, μεταξύ των οποίων και το Νο6 που κυκλοφόρησε το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου 1983 (για την ιστορία, να αναφέρω ότι η τιμή πώλησής του ήταν 100 δραχμές!). Ολόκληρο το τεύχος ήταν αφιερωμένο στον Διονύση Σαββόπουλο και ειδικά στα «Τραπεζάκια έξω» που μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Με μία σειρά από άρθρα για τον τραγουδοποιό και τον καινούργιο του δίσκο, συντάκτες του περιοδικού μοιράζονται τις σελίδες του τεύχους με σημειώσεις από τις συναυλίες που πραγματοποίησε εκείνη την περίοδο (η μεγάλη συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο έγινε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς), κείμενα για την μέχρι τότε καλλιτεχνική του πορεία και σχόλια για τα τραγούδια του δίσκου. Είναι αποκαλυπτικό να διαβάζει κανείς έπειτα από 26 ολόκληρα χρόνια κείμενα για τα «Τραπεζάκια έξω», ενός δίσκου που πλέον θεωρείται κλασσικός, ενώ εκείνη την περίοδο ήταν το καινούργιο, το φρέσκο, ακόμα και το “περίεργο” νέο lp του Σαββόπουλου, που για πολλούς σήμανε και την καλλιτεχνική – πολιτική του “στροφή”.
Ανάμεσα στα διάφορα άρθρα, υπάρχει κι ένα του συγγραφέα, σκηνοθέτη και ραδιοφωνικού παραγωγού Χρήστου Βακαλόπουλου με τίτλο «Έντεκα συνειρμοί και τα ανάλογα Τραπεζάκια». Με αυτό το κείμενο, το Άρωμα του Τραγουδιού ανοίγει το αρχείο του, με αναδημοσιεύσεις άρθρων και ντοκουμέντων που αφορούν το ελληνικό τραγούδι και την εποχή του. Τα «Τραπεζάκια έξω» του Διονύση Σαββόπουλου και οι ανάλογοι «συνειρμοί» του Χρήστου Βακαλόπουλου, είναι ίσως η καλύτερη ευκαιρία για να ξαναθυμηθούμε (άραγε, ξεχάσαμε ποτέ;) ένα δίσκο – σταθμό, αλλά κυρίως να μελετήσουμε τα αντανακλαστικά και την πρώτη αίσθηση που προκάλεσαν στον συντάκτη το περιοδικού τα ολοκαίνουργια τραγούδια του δίσκου. Α! και βεβαίως, να θυμηθούμε και την εποχή: τα λιγοστά παραλιακά τζουκ-μποξ, την πολαρόιντ, τις ντισκοτέκ, τους δίσκους που κάποτε είχαν πρώτη και δεύτερη πλευρά…



ΕΝΤΕΚΑ ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΑΛΟΓΑ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙΑ

του Χρήστου Βακαλόπουλου


(Τα τραγούδια που μου ανοίγουν τις πύλες τους είναι διαδρομές που με οδηγούν, είναι πέτρες που δημιουργούν παράλληλους κύκλους στη λίμνη του νου μου. Έρχονται από μακριά κουβαλώντας μνήμες και προφητείες και μου κάνουν ένα νεύμα να τα ακολουθήσω)΄.

Νέο Κύμα. Αν δεν ήταν τραγούδι θα ήταν μια μοναχική διαδρομή με τον ηλεκτρικό στην Κηφισιά. Κάθομαι στο άδειο βαγόνι και θέλω να εξομολογηθώ σε κάποιον, στο τέλος όμως τα λέω στον εαυτό μου ανάβοντας παράνομο τσιγαράκι. Στο τέρμα της διαδρομή σκέφτομαι πάντα ότι υπάρχει περίπτωση κάποιος να έχει φανταστεί τη ζωή μας από την πρώτη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, ακριβώς όπως ο υπεύθυνος της εταιρείας δίσκων σκαρφίστηκε τον όρο «Νέο Κύμα».
Μας βαράνε ντέφια. Η Αθήνα έγραψε αυτό το κομμάτι, αυτή η μυστηριώδης πόλη που ξέρει ακόμα να ανάβει ολόκληρη όταν χρειάζεται, ακριβώς όπως η κοπέλα που αναφέρεται στους στίχους. Αυτό το δημώδες rap ηχεί σαν τον ύμνο της βαθύτερης επικοινωνίας. Τραγούδι για το πρωινό ξύπνημα, εκεί γύρω στις δύο το μεσημέρι, όταν ο καφές έχει τελειώσει και η ζέστη του καλοκαιριού δε συγκρίνεται με τίποτα με την απίστευτη θέρμη των ψυχών και των σωμάτων. Επίσης, ιδανικό για τα τζουκ μποξ στα παραλιακά κέντρα (όσα αντιστέκονται και επιμένουν ακόμα).
Χουλιγκάνοι. Χειμερινό άσμα, ο νεαρός που το ακούει είναι σκεπτικός, φοράει τα γάντια του κι είναι έτοιμος να βγει έξω και να τα σπάσει. Κρυώνει και δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Θαυμάζει τις αμερικάνικες ταινίες, η ψυχή του όμως είναι εδώ, κολλημένη στην άσφαλτο. Αυτή τη σκηνή θα τη θυμηθεί πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο γιος του θα τον ρωτήσει “Μπαμπά, τι είναι αυτός ο δίσκος με τον ουρανό και τα τραπεζάκια;”. Υποψιάζομαι ότι θα απαντήσει: “Τίποτα, έχει ένα ωραίο κομμάτι, που το άκουγα όταν έκανε πολύ κρύο”.
Όπως παρατήρησε σωστά ο Γιώργος Κουτσονάσιος, η ορχήστρα στο τέλος ηχεί σαν την απογειωμένη φασαρία που συνοδεύει τις λαϊκές φίρμες στα μεγάλα μπουζουξίδικα. Εγώ θα πρόσθετα την κυκλοφορία της φωνής από τη μοναξιά του κοντέρ στο πάθος του ντισκ τζόκεϋ.
Μυστικό τοπίο. Νυχτερινή προσευχή, απ’ αυτές που σου σφίγγουν το στομάχι όταν τις ακούς τυχαία ανοίγοντας το ραδιόφωνο ενώ ορμάς σα διάβολος στην Εθνική, τα καύσιμα έχουν τελειώσει κι όλα τα βενζινάδικα είναι κλειστά. Η Χαρά που οδηγεί δίπλα μου είναι αμίλητη κι ο Γιώργος στο πίσω κάθισμα πίνει μια γουλιά βότκα. Αυτοί οι δύο είχαν γνωριστεί παλιά στο Κύτταρο, όταν είχε κυκλοφορήσει το «Βρόμικο ψωμί». Τώρα πια είναι φίλοι κι έχουν σταθεί πολλές φορές μπροστά στην πολαρόιντ γελαστοί. Έχουν περάσει δέκα χρόνια, ζωγραφίζοντας αθόρυβα ένα μυστικό τοπίο.
Δεν είναι ρυθμός. Η μεγαλοφυής ιδέα εδώ είναι τα χειροκροτήματα που αγκαλιάζουν το τραγούδι, αλλά και το ευλύγιστα σίγουρο σόλο του Σαλέα που εμφανίζεται πάνοπλος, σαν μοναχικός καβαλάρης. Είναι περίεργο, αλλά αυτός ο λαϊκός ψαλμός μού φέρνει στο νου την Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού. Το ίδιο πάθος που περισσεύει, μια θεσπέσια και σχεδόν άναρθρη κατάσταση.
Πρωτομαγιά. Αυτός είναι ένα πίνακας χωρίς καταπιεστική “τεχνοτροπία”. Κάθομαι μόνος στην αίθουσα του μουσείου και τον παρατηρώ. Πως μπορεί ένας άνθρωπος να ζωγραφίζει με τη φωνή του; Μήπως είμαι υπερβολικός; Μάλλον όχι, γιατί οι εικόνες κάποια σχέση πρέπει να έχουν με αυτό που υπάρχει μέσα μας. Κι αυτοί οι αφηρημένοι στίχοι είναι πετυχημένοι γιατί λειτουργούν σαν πινελιές κι όχι ως προγραμματικές δηλώσεις. Άλλωστε η ζωγραφική μου αρέσει γιατί μου λέει μια ιστορία, γιατί κάποιο ανθρώπινο χέρι είναι από πίσω. Το ίδιο και το τραγούδι που κλείνει όμορφα την πρώτη πλευρά.
Φλόγες. Εσωστρεφής στιγμή που όμως σε παρασύρει, άλλο ένα κομμάτι που δεν γράφτηκε ποτέ από τους άτολμους εκπροσώπους του νέου κύματος. Το ακούω αργά το βράδυ όταν γυρνάω σπίτι κι έχουν κλείσει τα πάντα. Δεν είναι ακόμα η εποχή για να την πέσω στις βεράντες, ας χωθώ μέσα στο πικάπ. Τα γυναικεία φωνητικά θαυμάσια, σαν κοφτερά ξίφη, μπαινοβγαίνουν κλείνοντας με προσοχή πίσω τους τις πόρτες. Ο Σαββόπουλος, από τη Ρεζέρβα και μετά, έχει επιδοθεί σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βγάλει ένα – ένα, με το τσιμπιδάκι, τα ανόητα φτιασίδια που κόλλησαν στις γυναικείες φωνές που διαθέτουμε, λογής λογής έντεχνοι.
Ας κρατήσουν οι χοροί. Με συγκινεί αυτή η αντίληψη των ελλήνων εξωγήινων που έχουν μυριστεί ότι τα κόλπα είναι αλλού. Πολλοί από μας αισθανόμαστε έτσι, όπως αισθανόντουσαν πολλοί από τους προγόνους μας. Κι ας χορεύεις άρυθμα στα μπαρ του Παγκρατίου ή στις ντισκοτέκ της Γλυφάδας, κατά βάθος ξέρεις τι είναι οι συνάξεις μας, αγαπητή μου φίλη. Πέρασες κι εσύ από κει, δεν είναι δύσκολο να δεις ποιο είναι το τέρμα του δρόμου. Στο μεταξύ, βάλε σε λειτουργία τους πομπούς, ίσιωσε τις κεραίες!
Canto. Το τραγούδι – κλειδί του δίσκου γιατί μιλάει για μια συγκεκριμένη παρέα και ταυτόχρονα για όλες τις παρέες, δηλαδή για τις ανώτερες μορφές οργανωμένης συνύπαρξης που γνωρίζει αυτός ο έρημος πολιτισμός. Κι ο δίσκος αυτός δεν θα υπήρχε χωρίς αυτές, όπως κι όλοι οι προηγούμενοι του τραγουδοποιού, αφού ότι κάνουμε το κάνουμε πρώτα απ’ όλα για τους φίλους μας κι ίσως μόνο γι’ αυτούς. Πως λοιπόν κάτι τυπικά περιορισμένο, απελευθερώνεται από τα όριά του και μιλάει σαν βέλος που χτυπάει τις καρδιές των αγνώστων; Αυτές είναι οι περιπέτειες της “γλώσσας”, αυτό είναι το θέμα του Canto, τραγουδιού που με αγγίζει ελαφρά στον ώμο.
Το χειμώνα ετούτο. Ο Ντύλαν έχει γράψει ανάλογα πράγματα και τα έχει τραγουδήσει με την ίδια επαναληπτική μελαγχολική διάθεση. Βαλκανικό ροκ λοιπόν, το παλιό σχέδιο που δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλειφθεί, αυτό το μυρίζομαι και το ξέρω. Το κομμάτι που μου έρχεται στο νου είναι το Tombstone Blues, τρία ακόρντα συνέχεια και ο ηχολήπτης να έχει μείνει άναυδος. Τραγούδι που μπορεί να βάλει φωτιά στα ηχεία των ντισκοτέκ, οι τελευταίες όμως είναι αφιλόξενοι χώροι, σχεδόν φυλακές διασκέδασης. Κι ο Κηλαηδόνης θα έπρεπε να το ακούσει και πολλοί άλλοι που ενώ δεν είναι ούτε ΠΑΣΟΚ ούτε ΚΚΕ, δεν είναι ότι είναι κι ότι τραγουδούν γι’ αυτές, παρά με πολύ σπρώξιμο.
Τσάμικο. Εδώ καταθέτω τα όπλα και ακούω. Δεν μπορώ να γράψω γιατί κάποιος τραγουδάει πραγματικά, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα γιατί κάποιος μου απευθύνεται. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να σου τηλεφωνήσω στο Παρίσι, εκεί που μπλέχτηκες με τους αποικιοκράτες και να σου βάλω αυτό το δίλεπτο κομμάτι.

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ντέφι, στο τεύχος Νο6, Απρίλιος-Μάιος 1983. Η αναδημοσίευση, αφιερώνεται στη μνήμη τού συντάκτη του).

.

.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

“…οι τελευταίες γενιές των κοριτσιών, ψυχικές προεκτάσεις των ταμείων…”

.
Όταν σκεφτόμαστε τον όρο λογοκρισία στο ελληνικό τραγούδι, το μυαλό μας πηγαίνει αυτόματα στην περίοδο της επταετίας και τις απαγορεύσεις που υπέστη το πολιτικό τραγούδι. Βεβαίως, η επίσημη κρατική λογοκρισία, δεν είναι κάτι που αφορά μόνο το πολιτικό τραγούδι και φυσικά δεν έχει να κάνει μονάχα με μία περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Από το ρεμπέτικο και τις διώξεις κυρίως των τραγουδιών που είχαν σαφείς αναφορές σε ουσίες, μέχρι το πολιτικό ή μάλλον καλύτερα, κοινωνικό τραγούδι, ο κατάλογος των λογοκριμένων στίχων είναι μεγάλος. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα τραγούδια αυτά δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ, άλλες φορές εκδόθηκαν με τροποποιημένους τους στίχους και κάποιες άλλες, οι δημιουργοί αρνήθηκαν να αλλάξουν το περιεχόμενο των στίχων, που τελικά αντικαταστάθηκαν από το “σήμα κατατεθέν” της λογοκρισίας: το μακρόσυρτο “μπιπ”. Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο» το 1979, αντικατέστησε τους λογοκριμένους στίχους με τον ήχο μιας μαγνητοταινίας που παίζει σε γρήγορη ταχύτητα, οι κομμένες φράσεις των στίχων στα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου στο soundtrack της ταινίας «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου καλύφθηκαν από το γνωστό μπιπ, και ένα σωρό άλλοι δημιουργοί αναγκάστηκαν να ανεχτούν παρόμοιες παρεμβάσεις προκειμένου να εκδώσουν τα τραγούδια τους, έστω και …κακοποιημένα.
.
Με μεγάλη έκπληξη, διαπιστώνουμε ότι αυτή η ιστορία δεν αφορά αποκλειστικά τις παλαιότερες δεκαετίες, αλλά φτάνει μέχρι και τις αρχές του ’90! Συγκεκριμένα, στο δίσκο της Λένας Πλάτωνος, «Μη μου τους κύκλους τάρατε» του 1991, συναντάμε το τραγούδι «Υπεραγορά Ι» το οποίο λογοκρίθηκε με την υπ’ αριθ. Γεν. Πρωτ. 23015/Ζ1/2173 απόφαση της δευτεροβάθμιας επιτροπής ελέγχου τραγουδιού. Στο τραγούδι, η Πλάτωνος τροποποίησε το «Σύμβολο της Πίστεως», κρατώντας τον κύριο κορμό του κειμένου και αντικαθιστώντας λέξεις και φράσεις, προκαλώντας την άμεση αντίδραση της επιτροπής λογοκρισίας. Το “βλάσφημο” περιεχόμενο του «Πιστεύω» της Πλάτωνος δεν ηχογραφήθηκε ποτέ, και η δημιουργός υποχρεώθηκε να εκδώσει το τραγούδι αφήνοντας μονάχα τη μουσική να παίζει χωρίς να ακούγονται οι επίμαχοι στίχοι. Ωστόσο, στο εσώφυλλο της πρώτης έκδοσης του βινυλίου, αναγράφονταν όλοι οι στίχοι του τραγουδιού χωρίς περικοπές, ως δείγμα “ανοχής” μιας λογοκρισίας που μπορεί μεν να είχε “εκδημοκρατιστεί”, δεν έπαυε όμως να παρεμβαίνει δραστικά κάθε φορά που οι δημιουργοί “ξεπερνούσαν τα όρια” που έθετε ο νόμος.
.
ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ Ι
.
Οι τελευταίες γενιές των κοριτσιών των ταμείων
πατάνε τα πλήκτρα των αριθμομηχανών μηχανικά
και οι σκέψεις τους ποιος ξέρει που πετάνε
σε ποια τοπία σεισμικά, σε ποια ροδοσταχτιά ουτοπία
με βλέμμα απλανές βγάζουν απ΄ το στόμα τους
άφωνες χάρτινες κραυγές λογαριασμών
το χρήμα γλιστράει, πως γλιστράει
κι ό,τι γλιστράει σαν τίποτα γλιστράει
μέσα από τα χέρια τους
χέρια εξουδετερωμένα εργατικά.

Γεμίζουν τις σακούλες με τα είδη των ειδών
οι τελευταίες γενιές των κοριτσιών
ψυχικές προεκτάσεις των ταμείων
πρόδρομοι των κωδικών μηχανισμών.

Τώρα πια ένα απ’ τα κορίτσια αυτά
μέσα απ’ την τσέπη μου, μου διηγείται:
γεννήθηκα Κάρτα με αριθμό Κωδικό
σφραγίδα της Νέας Εποχής
άριστη η σχέση μου με την Εξουσία
το όνομά μου, Αναστασία
χαμόγελο αγγελικό, προκαλώ την έλξη.
Και πίσω από τη μάσκα ο άγνωστος Χ
με βυθίζεις μέσα στην τρύπα του υπολογιστή; να η εξυπηρέτηση
π.χ. Χρονική Κάρτα Απεριορίστων Διαδρομών
ο αριθμός της 666, ξέρεις
πιστεύω στο Χριστιανισμό:

Πιστεύω εις έναν Κωδικό Πατέρα Παντοκράτορα
ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων
και εις έναν Κύριον Αριθμόν τον Υιόν του Κωδικού τον μονογενή
του εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων.
Φως εκ φωτός. Κωδικόν αληθινόν εκ Κωδικού αληθινού
γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιω τω πατρί δι ου τα πάντα εγένετο.
Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν
κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκοθέντα εκ πνεύματος Συμφέροντος
και Απληστίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα.
Και Σταυρωθέντα επί Ημερών Ενανθρωπήσεως
και παθόντα και ταφέντα εις τους Υπολογιστάς
και αναστάντα την τρίτην ημέρα κατά την Μαζικήν Πληροφόρησιν
και ανελθόντα εις τους ουρανοξύστας
και καθιζόμενον εκ δεξιών του Κωδικού Πατρός
και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης
κρίναι ζώντας και νεκρούς
ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος.
Και εις την Κάρταν την Αγίαν την Ζωοποιόν
την εκ του Πατρός εκπορευομένην και συνδοξαζομένην
και λαλήσαν δια του Πολιτισμού.
Και εις μίαν Αγίαν Κωδικήν Εξουσίαν
ομολογώ εμβάπτισμα εις τας σχισμάς των Υπολογιστών
προσδοκώ ανάστασιν νεκρών
και ζωήν Κωδικήν του μέλλοντος αιώνος
αμήν, Αναστασία.




Η Κατερίνα Κούκα ερμήνευσε το “βλάσφημο” tango της Λένας Πλάτωνος, ενώ η ίδια ανέλαβε με την απαγγελία της το ρόλο του “κοριτσιού των ταμείων”, αφήνοντας στη μέση την αφήγησή της κατ’ εντολή της επιτροπής λογοκρισίας. Θεωρώ πως δε χρειάζεται να υπερασπιστούμε εμείς για λογαριασμό της δημιουργού τόσο το δικαίωμά της στην ελευθερία του λόγου, όσο και το ίδιο το ποιητικό και βαθιά πολιτικό περιεχόμενο του τραγουδιού. Άλλωστε, το έπραξε η ίδια, με το να συμπεριλάβει στο δίσκο την «Υπεραγορά Ι» χωρίς να δεχτεί να αφαιρέσει το μουσικό μέρος που συνόδευε τους λογοκριμένους στίχους, παραπέμποντας την ίδια στιγμή τον ακροατή στο εσώφυλλο του δίσκου για να “απαγγείλει” πλέον ο ίδιος το κείμενο που κόπηκε. Ούτε βεβαίως χρειάζεται εμείς να μιλήσουμε για το αυτονόητο: ότι δηλαδή, πρόκειται για ένα εκπληκτικό τραγούδι που με τον πιο σκληρό τρόπο πραγματοποιεί ένα βαθύ και ουσιαστικό σχόλιο πάνω στη σύγχρονη υπερκαταναλωτική κοινωνία, την αλλοτρίωση και τη μοναξιά, την πραγματική φτώχεια που στριμώχνεται στις φουσκωμένες από ψώνια πλαστικές σακούλες του supermarket. Τα “εξουδετερωμένα εργατικά χέρια” των κοριτσιών των ταμείων, το “αγγελικό τους χαμόγελο”, η “αφήγηση μέσα απ’ την τσέπη” μας, όλ’ αυτά συνθέτουν ένα εφιαλτικό σκηνικό που είναι τελικά μέρος της καθημερινότητας όλων μας. Και το καινούργιο «Πιστεύω» της σύγχρονης κοινωνίας, αναδύεται μέσα από τους στίχους και τη μουσική της Πλάτωνος, αφήνοντας κυριολεκτικά εμβρόντητο όποιον αντέχει να αντικρίσει κατάματα αυτή την πραγματικότητα, απαλλαγμένος από θρησκευτικές ή άλλες προκαταλήψεις.
.