Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

O ΘΙΑΣΟΣ: Το σάουντρακ μιας εποχής

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μετρονόμος, τεύχος 34, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2009, και αποτελεί την πρώτη από κοινού συν-γραφική “εργασία” με τον φίλο Ηρακλή Οικονόμου. Το κείμενο δημοσιεύεται ταυτόχρονα και στα Μουσικά Προάστια).

.
.
Ο Αγγελόπουλος, ο Κηλαηδόνης, κι ο μύθος
των Μάκη Γκαρτζόπουλου και Ηρακλή Οικονόμου

Καθώς η «Σκόνη του Χρόνου», η τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, βρέθηκε ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ θυμάται την ταινία-σταθμό «Ο Θίασος» και το σάουντρακ που υπέγραψε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Τόσο η ταινία όσο και η μουσική της παραμένουν επίκαιρες και βαθιά διαχρονικές, παραπέμποντας σε εποχές “όπου όλοι οι δρόμοι μοιάζανε ανοιχτοί κι όλα τα ταξίδια ελπίδες”.
.

.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Γυρισμένη το 1973, η ταινία ακολουθεί τη διαδρομή ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952. Το ρεπερτόριο του θιάσου περιορίζεται σε ένα και μοναδικό έργο, το βουκολικό δράμα του Περεσιάδη «Γκόλφω, η βοσκοπούλα», που ο θίασος προσπαθεί να παρουσιάσει εν μέσω μιας από τις πιο ταραγμένες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: από το τέλος της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την κατοχή των Γερμανών, την Απελευθέρωση, την έλευση των «συμμάχων» (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), τον Εμφύλιο και τις διώξεις των κομμουνιστών, μέχρι τις εκλογές του 1952 όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς. Τα μέλη του θιάσου μετατρέπονται σε φορείς της ιστορίας, ο βίος τους πλέκεται αξεδιάλυτα με τη μοίρα του τόπου, και η θεατρική παράσταση του μπουλουκιού σχεδόν ποτέ δεν ολοκληρώνεται (εκτός από μία και μοναδική φορά, μπροστά στους Εγγλέζους "συμμάχους"), ακολουθώντας κι αυτή τη δίνη της πολιτικής διαδρομής της Ελλάδας.
Οι περιπέτειες του θιάσου, τα περισσότερα μέλη του οποίου ανήκουν στην ίδια οικογένεια, παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. Η Ηλέκτρα, ο Αγαμέμνονας, ο Αίγισθος, η Κλυταιμνήστρα, ο Ορέστης, πρόσωπα όλα τους τραγικά το καθένα με τον τρόπο του, ενός αρχαίου μύθου που ο Αγγελόπουλος με μαεστρία επανατοποθετεί στη σύγχρονη Ελλάδα και τους μετατρέπει σε φορείς της νεοελληνικής ιστορίας. Ο συνεργός των ναζί (Βαγγέλης Καζάν) και εραστής της μητέρας (Αλίκη Γεωργούλη), ο πατέρας (Στράτος Παχής), η κόρη (Εύα Κοταμανίδου) και ο γιος (Πέτρος Ζαρκάδης), χάνουν σταδιακά τα ατομικά τους χαρακτηριστικά και γίνονται φορείς του μύθου που μετουσιώνεται σε ιστορία, μέσα στη δίνη των πιο σκληρών και εντέλει καθοριστικών χρόνων της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο πατέρας εκτελείται από του γερμανούς μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή τής μητέρας, ο γιος, αντάρτης της Αριστεράς θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα και τον εραστή της, για να ακολουθήσει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του Εμφυλίου. Όλ’ αυτά, μέσα σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό με αλλεπάλληλους χρονικούς ελιγμούς και την ποιητική σκηνοθετική ματιά του Αγγελόπουλου να δημιουργεί ένα κλίμα υπόγειας έντασης, όμοιο με τη σκληρότητα των χρόνων που διαδραματίζεται η ταινία. Η ταινία αρχίζει το 1939 για να τελειώσει το 1952 μ’ ένα πανομοιότυπο πλάνο: την άφιξη των μελών του θιάσου στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αιγίου.
Ο τετράωρος «Θίασος» σάρωσε τα βραβεία στην Ελλάδα και σε διεθνή φεστιβάλ, ενώ έχει επανειλημμένα επιλεγεί ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Για τον Αγγελόπουλο, ο «Θίασος» “…είναι η ταινία που μ’ έκανε γνωστό. Αυτή που μου έδωσε τις περισσότερες συγκινήσεις στη διάρκεια του γυρίσματός της, αυτή που αγαπήθηκε περισσότερο από το Ελληνικό και το διεθνές κοινό. Για μένα ακόμα το παραμικρό σ’ αυτή την ταινία, μια φωτογραφία, ένα τραγούδι, δυο φράσεις από το διάλογο ακουσμένες τυχαία, με ξαναγυρίζουν πίσω σε μια περίοδο της ζωής μου, της γενιάς μου, σε μια περίοδο της Ιστορίας αυτού του τόπου, όπου όλοι οι δρόμοι μοιάζανε ανοιχτοί κι όλα τα ταξίδια ελπίδες”.


.
ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΚΗΛΑΗΔΟΝΗ
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης θυμάται πως κι από που ξεκίνησαν όλα: “Είναι καλοκαίρι του 1973, και εγώ έχω κάνει τη μουσική για το Ελεύθερο Θέατρο και την παράσταση στο Άλσος Παγκρατίου «Κι εσύ χτενίζεσαι», η οποία παιζόταν με μεγάλη επιτυχία μέσα στη δικτατορία. Τότε έρχεται στο θέατρο ο Θόδωρος και εκεί τον πρωτογνώρισα, ή με πήρε τηλέφωνο πρώτα, δεν θυμάμαι, δεν έχει καμία σημασία. Μου είπε ότι ετοιμάζει μια ταινία και θα ήθελε να του κάνω τη μουσική. Μου είπε με δυο λόγια περί τίνος επρόκειτο. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Όλοι οι συνεργάτες, ο Δημήτρης Αρβανίτης στη φωτογραφία, ο Θανάσης Αρβανίτης στον ήχο, ο Μικές Καραπιπέρης στα σκηνικά, η ομάδα του Θόδωρου πίστεψαν από την πρώτη στιγμή ότι εδώ γίνεται κάτι πάρα πολύ σοβαρό”.Ο «Θίασος» άνοιξε νέους δρόμους στη σχέση κινηματογράφου και μουσικής. Στην ταινία ακούγονται πάνω από τριάντα τραγούδια και ορχηστρικά, τα οποία ποικίλουν ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό τους. Ο θεατής-ακροατής θα συναντήσει από ελαφρά τραγούδια («Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει», «Άστα τα μαλλάκια σου») μέχρι ρεμπέτικα («Κάνε λιγάκι υπομονή») και δημοτικά («Μωρή κοντούλα λεμονιά»), και από εμβατήρια («Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά»), και αντάρτικα («Λαέ σκλαβωμένε», «Παιδιά σηκωθείτε») μέχρι σουίνγκ («In the mood»). Το κριτήριο επιλογής του Κηλαηδόνη υπήρξε σαφές: “Κάθε ένα διαλέχτηκε με κριτήρια τού κατά πόσο το τραγούδι αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως σύμβολο του είδους που ανήκει και της κατάστασης που εκφράζει”. Η χρήση παλαιών κομματιών της εποχής δεν είναι τυχαία, ούτε υπηρετεί κάποιο «ρετρό» για να γίνει μόδα. Αντίθετα, υποδηλώνει την ιστορικότητα της ταινίας, εγκαθιστώντας την μέσα στο χρόνο και στις μουσικές αναφορές της δεδομένης κοινωνίας. Δικαιολογημένα, η ταινία έχει χαρακτηριστεί ως «ιστορικό μιούζικαλ». Ακόμα και η επιλογή των μουσικών υπηρέτησε μια συγκεκριμένη αναγκαιότητα. Όπως σημειώνει ο συνθέτης, “έγινε προσπάθεια, οι μουσικοί να είναι παλιοί, έτσι που να ’χουν παίξει τα κομμάτια αυτά στην εποχή τους”.Είναι αξιοσημείωτο ότι η μουσική της ταινίας δεν αναπαράχθηκε στο στούντιο, αλλά εκτελέστηκε και ηχογραφήθηκε - με τα περίφημα δικάναλα Nagra - στους τόπους όπου γυρίζονταν οι σκηνές, ταυτόχρονα μ’ αυτές. Έτσι, δημιουργείται μια ξεχωριστή αίσθηση του ήχου μέσα στο χώρο και το χρόνο. Όπως τα μακρινά πλάνα της ταινίας υπηρετούν τη μη διακοπή του εσωτερικού ρυθμού της ταινίας, έτσι και η επιτόπια εκτέλεση της μουσικής τονίζει την ενότητα χώρου και χρόνου. Σχεδόν κάθε σκηνή αρχίζει ή τελειώνει με μουσική, η οποία έχει πάντα μια συγκεκριμένη προέλευση, είτε τραγουδιέται από τους ηθοποιούς, είτε παίζεται από κάποια ορχήστρα. Χωρίς τη μουσική, γίνεται αδύνατη η εξέλιξη της ταινίας. Συνεπώς, εδώ το σάουντρακ απομακρύνεται εντελώς από το μοντέλο της μουσικής διακόσμησης - επένδυσης και από τη λειτουργία της συναισθηματικής υπογράμμισης που αυτό επιφυλάσσει, και καθίσταται συμπληρωματικό στοιχείο της δράσης.

.
Συνολικά, η μουσική στον «Θίασο» εμφανίζεται ως άμεσο παράγωγο της κοινωνικής δράσης του λαού. Κάθε επιλογή του Κηλαηδόνη αντανακλά μία συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχέση μουσικής και κοινωνίας. Σύμφωνα με τον ίδιο: “Σε κάθε τόπο και σε κάθε ιστορική στιγμή, η μουσική ενός λαού εκφράζει απόλυτα την κοινωνικοπολιτική του κατάσταση. Έτσι κι εδώ, η πορεία του Θιάσου μέσα στα χρόνια ’39-’52 έπρεπε να σηματοδοτηθεί μουσικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά είδη, ενώ παράλληλα να αποκαλυφθεί τι σήμαινε κάθε ένα από αυτά. Μ’ αυτό τον τρόπο, μέσα από την πορεία της μουσικής διαγράφεται η πορεία της ίδιας της Ελλάδας στα χρόνια αυτά”.


Ο ΓΡΙΦΟΣ ΤΟΥ «ΓΙΑΞΕΜΠΟΡΕ» ΚΑΙ ΤΟ «ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ 1946»
Χαρακτηριστικό ηχητικό μοτίβο της ταινίας είναι το τραγούδι «Γιαξεμπόρε». Η φράση «Γιαξεμπόρε» ήταν ένας χαιρετισμός - παραφθορά του «Γεια σου αμόρε» που φώναζαν οι Ιταλοί θεατρίνοι και τραγουδιστές – πρώτοι δάσκαλοι του βαριετέ στην Ελλάδα – προς τους θαμώνες των καφέ-σαντάν. Με αυτοσχέδιους στίχους και σχεδόν πάντα την ίδια μουσική, το «Γιαξεμπόρε» πέρασε στα ελληνικά μπουλούκια ως κάλεσμα, δηλαδή ως επιθεωρησιακός πρόλογος για την προσέλκυση θεατών πριν από την παράσταση. Ο Κηλαηδόνης εξηγεί: “Το τραγούδι σπονδυλώνεται στα διάφορα μοτίβα, που προσθέτονται ή αφαιρούνται, ανάλογα με τις ανάγκες του Θιάσου. Μας τραγούδησε κάποτε κάποιος παλιός μπουλουκτσής δύο μοτίβα του τραγουδιού που θυμότανε. Ξεκινώντας από τα μοτίβα αυτά, έγραψα 4-5 μοτίβα ακόμα, στο ύφος των άλλων, τα οποία υπήρξαν και καθοριστικά για το όλο ύφος του τραγουδιού. Προσπάθησα το τραγούδι να κρατήσει το Σλάβικο χαρακτήρα του (ο ρυθμός του είναι χασαποσέρβικος), και, παράλληλα, ν’ απαντήσει μουσικά τις μνήμες από παλιούς ιταλικούς και γαλλικούς θιάσους που περιόδευαν την Ελλάδα στις αρχές του αιώνα και που υπήρξαν οι πρώτοι δάσκαλο του είδους «μπουλούκι»”.
.Στον Θίασο, τα τραγούδια «γράφουν» στην κυριολεξία ιστορία· μια ιστορία γραμμένη με αίμα αλλά και με νότες. Μία χαρακτηριστική σκηνή, που έχει καταγραφεί ως μία απ’ τις κορυφαίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, είναι η σκηνή του κέντρου διασκέδασης, όπου βρίσκεται η τραγουδίστρια του μαγαζιού και τραγουδά το «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει» των Γιώργου Μουζάκη - Κώστα Κοφινιώτη, κάτω από την επιγραφή «ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 1946». Ήδη στο μαγαζί βρίσκεται μια παρέα βασιλόφρονων αντρών ντυμένων με παλτά και ρεπούμπλικες. Η εύθυμη ατμόσφαιρα διακόπτεται με την είσοδο μιας παρέας από νεαρά ζευγάρια η οποία κάθεται απέναντι (κομμουνιστές). Η ομάδα των βασιλοφρόνων διακόπτει την τραγουδίστρια. Η «μάχη» με τραγούδια ξεκινάει με το ρεφραίν από το τραγούδι «Του αητού ο γιος», ενώ η απάντηση των αριστερών έρχεται με το αντιστασιακό τραγούδι «Είμαστ’ εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου». Οι παρακρατικοί απαντούν με μια παραλλαγή στο κουπλέ από το «Του αητού ο γιος», για να έρθει η απόκριση της παρέας των κομμουνιστών με το γνωστό προσκοπικό τραγούδι «Γιουπι-για-για», με παραλλαγμένους τους στίχους του υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας. Το ίδιο τραγούδι ακούγεται ξανά, αυτή τη φορά με στίχους υπέρ της ακροδεξιάς, παρακρατικής οργάνωσης «Χ». Η σκηνή τελειώνει με μια εκδοχή του τραγουδιού «In the mood» των Andy Razaf - Joe Garland:

Το πουλί του Σκόμπυ είναι κόμποι – κόμποι
κι έβγαλε φιρμάνι για να ξεθυμάνει
μες στο Κολωνάκι ψάχνει γι’ αγοράκι
το πουλί του Σκόμπυ είναι κόμποι – κόμποι,
κι αν λυθούν οι κόμποι τι θα γίνει Σκόμπυ
με την Αγγλική πολιτική;(…)


Η ελληνική εκδοχή των Νίκου Γκάτσου, Αγγελόπουλου και Κηλαηδόνη αναφέρεται στο σήμα που έφεραν τα βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση, υπό την ηγεσία του Στρατηγού Σκόμπυ, το οποίο παρίστανε έναν πελαργό σε κύκλο. Τελικά, ο μουσικός διάλογος διακόπτεται με τον κρότο ενός πιστολιού, το οποίο κραδαίνει ένας από τους βασιλόφρονες. Με αργές κινήσεις, η άοπλη παρέα των αριστερών φεύγει από το κέντρο... 





Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΑΟΥΝΤΡΑΚ
Ο δίσκος με το σάουντρακ του «Θίασου» έχει τη δική του, περιπετειώδη ιστορία. Κυκλοφόρησε μόλις το 1992, δύο δεκαετίες περίπου μετά την παραγωγή της ταινίας Τον λόγο μας τον εξηγεί ο Αλέξης Βάκης, ο παραγωγός του δίσκου: “Η έκδοση σε δίσκο του soundtrack από το «Θίασο» είχε «κολλήσει» λόγω της ύπαρξης ενός παλιού –αλλά σε ισχύ- νόμου που απαγόρευε την «αναμόχλευση» των πολιτικών παθών. Η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Προεδρίας δεν θα έδινε άδεια κυκλοφορίας για όσα ηχογραφήματα ενέπιπταν σ’ αυτή την «αναμόχλευση». Με δεδομένο πως στο Θίασο ακούγονταν πολλά αντάρτικα τραγούδια, όπως και τραγούδια της άλλης πλευράς, δεν έγινε καν απόπειρα μιας τέτοιας κυκλοφορίας από τον Λουκιανό”. Ρόλο στην πολυετή αυτή καθυστέρηση έπαιξαν και κάποιες αρχικές αμφιβολίες του συνθέτη ως προς τη δυνατότητα αυτόνομης παρουσίας της μουσικής έξω απ’ την ταινία.
.
Με τα χρόνια, το ζήτημα ξεχάστηκε. Το 1992, όμως, καθώς είχε χαλαρώσει η λογοκρισία και είχαν υποχωρήσει και οι όποιοι προβληματισμοί του Κηλαηδόνη, τα αδέρφια Αλέξης και Δημήτρης Βάκης αποφάσισαν να εγκαινιάσουν τον κατάλογο της νεοσύστατης τότε εταιρείας «ΤΡΟΧΟΣ» με το σάουντρακ του «Θίασου». Ο δίσκος δεν περιλαμβάνει απλά τα τραγούδια που ακούγονταν στην ταινία. Πρόκειται για ένα αυτόνομο και με δικό του σενάριο ακρόαμα που κινείται παράλληλα με το φιλμ, περιλαμβάνοντας έως και διαλόγους. Για την επεξεργασία του ακροάματος στο στούντιο χρησιμοποιήθηκε η αρχική ηχητική μπάντα του φιλμ, την οποία εμπιστεύτηκε στους παραγωγούς ο ίδιος ο Αγγελόπουλος. Η μίξη στο στούντιο Acoustic έγινε με τη συμβολή του μοντέρ Γιάννη Τσιτσόπουλου και του ηχολήπτη Κώστα Πρικόπουλου. Κυκλοφόρησαν 2.000 αντίτυπα δίσκων βινυλίου, που διακινήθηκαν από την ίδια την εταιρεία παραγωγής. Υπήρξε σημαντική ανταπόκριση από το κοινό και πουλήθηκαν τα περισσότερα από τα αντίτυπα που κυκλοφόρησαν. Σταδιακά όμως, η ολοσχερής μεταστροφή της αγοράς προς το δίσκο ακτίνας σήμανε την εξαφάνιση του δίσκου από την αγορά. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα το σάουντρακ δεν έχει κυκλοφορήσει σε cd, αλλά ελπίζουμε ότι αυτή η παράλειψη θα διορθωθεί σύντομα!
Αντί επιλόγου, δίνουμε δικαιωματικά τον λόγο στον Κηλαηδόνη: “Θυμάμαι περιπετειώδη γυρίσματα, σαν εκείνο στα χιόνια όπου είμαστε όλοι στο χιόνι από τις 9 το πρωί ως τις 6 το απόγευμα. Ο Θόδωρος είναι με ένα μπερεδάκι, ένα σακάκι και κάτι παλιά παπούτσια μέσα στον πάγο, κι εμείς είμαστε δίπλα του. Ο Αντρέας (σ.σ. Τσεκούρας) έπαιζε ακορντεόν με 15 υπό το μηδέν πάνω στα Ζαγόρια, οι γυναίκες ήταν με τα τακούνια μες στη λάσπη και τα χιόνια, και κατέβαιναν το βουνό. Όλοι όμως είχαμε πιστέψει ότι αυτό που γίνεται είναι σημαντικό. Και είχαμε σαν παράδειγμα τον Θόδωρο, ο οποίος δεν έλεγε κάτι και μετά χωνόταν στο καφενείο μέχρι να γυριστεί η σκηνή. Ήταν εκεί, παρών, το πίστευε, το πιστεύαμε όλοι, το υπερασπιστήκαμε μέχρι το τέλος”..
.
ΠΗΓΕΣ:
- Συνέντευξη του Λουκιανού Κηλαηδόνη στους Μ.Γ και Η.Ο., 9 Νοεμβρίου 2008.
- Συνέντευξη του Αλέξη Βάκη στους Μ.Γ. και Η.Ο., 16 Μαΐου 2009.
- Αφιέρωμα στον «Θίασο», περιοδικό «Θούριος», 13 Οκτωβρίου 1975.
- Οπισθόφυλλο δίσκου «Ο Θίασος», Τροχός 001, 1992.
- Κώστας Σταματίου, ‘Ο Θίασος ή Ο μύθος του Σισύφου – μια πρώτη προσέγγιση’, Τα Νέα, 13 Οκτωβρίου 1975.
.
Οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι από το επίσημο site του Θόδωρου Αγγελόπουλου http://www.theoangelopoulos.gr
.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Κάποτε στην Κέρκυρα...

.
Θα μπορούσε να είναι κουίζ σε κάποια μουσική ραδιοφωνική εκπομπή: Που και πότε τραγούδησαν την ίδια βραδιά ο Βαγγέλης Γερμανός, η Κρίστη Στασινοπούλου, ο Ηλίας Λιούγκος, η Σόνια Θεοδωρίδου και η Τάνια Τσανακλίδου; Ποιο είναι το πρώτο τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου που ηχογραφήθηκε σε δίσκο; Έχει ερμηνεύσει ο Βασίλης Λέκκας τραγούδι του Χρήστου Κυριαζή ή του Πέτρου Δουρδουμπάκη;… και πολλές ακόμα ερωτήσεις που έχουν μία μονάχα απάντηση: τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας.
.

Οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού διοργανώθηκαν στην Κέρκυρα το Σεπτέμβριο του ‘81 και ’82 από το Μάνο Χατζιδάκι. Είχαν προηγηθεί το ‘79 οι Μουσικές Γιορτές των Ανωγείων, και το ’80 και ’81 ο Μουσικός Αύγουστος στο Ηράκλειο της Κρήτης, δύο απ’ τις σημαντικότερες πολιτιστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν όσο ο Χατζιδάκις ήταν διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Αξιοποιώντας τις δυνατότητες που του έδινε η θέση του στο Τρίτο, θέλησε να “πραγματοποιήσει τις ακριβές καφενειακές του ιδέες”¹, ανοίγοντας εκ βαθέων συζητήσεις που αφορούσαν τόσο την παράδοση, με τις Μουσικές Γιορτές και τους Αγώνες Λύρας στα Ανώγεια, όσο και τις σύγχρονες μουσικές τάσεις, προσκαλώντας στα πλαίσια του Μουσικού Αύγουστου καλλιτέχνες διεθνούς φήμης όπως ο Astor Piazzolla, ο Nicola Piovani και η Gizela May. Μέσα στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεων, η διοργάνωση από μεριάς του Χατζιδάκι ενός μουσικού διαγωνισμού που σκοπό θα είχε την προβολή νέων δημιουργών στο χώρο του τραγουδιού, έμοιαζε σχεδόν αναπόφευκτη.

.
Κατά την προκριματική φάση οι ενδιαφερόμενοι έστελναν μέχρι δύο ηχογραφημένα τραγούδια στο Τρίτο Πρόγραμμα. Μετά την διαδικασία της τελικής επιλογής, οι δημιουργοί που είχαν προκριθεί ενημερώνονταν για το εάν θα συμμετείχαν στους Αγώνες με το ένα ή και τα δύο τραγούδια τους. Την τηλεφωνική ενημέρωση στους υποψηφίους την έκανε ο ίδιος ο Χατζιδάκις, προς μεγάλη έκπληξη των νεαρών που βρίσκονταν στην άλλη μεριά της γραμμής! Την πρώτη χρονιά προκρίθηκαν 30 τραγούδια ενώ τη δεύτερη διαγωνίστηκαν 25, από τα οποία, και στις δύο περιπτώσεις, βραβεύτηκαν τα τρία πρώτα. Αξίζει να αναφερθούν μονάχα ορισμένα από τα ονόματα όσων συμμετείχαν στις κριτικές επιτροπές των δύο ετών, για να καταλάβουμε αμέσως και τα κριτήρια με τα οποία έγιναν οι βραβεύσεις, ξεκινώντας από τους πρώτους Αγώνες του 1981: Νίκος Γκάτσος, Γιάννης Τσαρούχης, Γιώργος Κουρουπός, Διονύσης Σαββόπουλος, κ.α., ενώ την επόμενη χρονιά στην επιτροπή συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Γιώργος Κουρουπός, ο Σπύρος Σακκάς, ο Μίνως Αργυράκης, η Άλκη Ζέη και ο Νίκος Ασλάνογλου. Αμέσως γίνεται αντιληπτό το μέγεθος και η σημασία που έπαιρναν οι Αγώνες Τραγουδιού, όχι μονάχα εξαιτίας της ακτινοβολίας του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και των σημαντικών προσώπων του πολιτισμού και των τεχνών που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του και συμμετείχαν στη διαδικασία διάκρισης νέων τραγουδοποιών. Οι Αγώνες δεν ήταν ένα ακόμα Φεστιβάλ τραγουδιού. Ούτε βεβαίως ένας διαγωνισμός που εξασφάλιζε στους νικητές συμβόλαια με δισκογραφικές εταιρείες και εφήμερη προβολή. Τότε, τι ήταν; Τι διαφορετικό πρέσβευαν και ποια ανάγκη τους γέννησε;

1981. Τα μέλη της επιτροπής

Στην προσπάθειά μας να δώσουμε απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, αλλά κυρίως, να αφουγκραστούμε την εποχή και την σπουδαιότητα των Αγώνων Ελληνικού Τραγουδιού, συζητήσαμε με ορισμένους από τους πρωταγωνιστές των δύο εκείνων ετών που με το λόγο τους φώτισαν τα “έργα και τις ημέρες” της Κέρκυρας. Το παρόν κείμενο δε θα είχε το ίδιο περιεχόμενο δίχως τις πολύτιμες καταθέσεις των – αλφαβητικά – Σαβίνας Γιαννάτου, Χάρη Καβαλλιεράτου, Πάνου Κατσιμίχα, Ηλία Λιούγκου, Γιώργου Μακρή, Βασίλη Νικολαΐδη, Σταύρου Παπασταύρου, Ηρακλή Πασχαλίδη, και Ηδύλης Τσαλίκη. Τους ευχαριστούμε θερμά.
.
.
Οι Αγώνες ήταν το πρόσχημα²


Η διοργάνωση των Αγώνων ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε να ξεπεραστούν πολλές και σοβαρές οργανωτικές δυσκολίες, από την διαδικασία πρόκρισης των τραγουδιών ανάμεσα σε δεκάδες κασέτες που κατέφθαναν στην διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος, μέχρι τις πρόβες της ορχήστρας και τον συντονισμό των νεαρών διαγωνιζομένων που θα συγκεντρώνονταν για ένα τριήμερο στην Κέρκυρα. Ένα τέτοιο εγχείρημα χρειαζόταν και ένα πολύ σοβαρό κίνητρο για να αξίζει να πραγματοποιηθεί. Ο Βασίλης Νικολαΐδης πιστεύει ότι “ο Χατζιδάκις έκανε τους Αγώνες κατ’ αρχήν για να ικανοποιήσει τη δική του περιέργεια. Να ανακαλύψει τι υπάρχει στις παρυφές της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και παράλληλα να δώσει ένα βήμα στους νέους δημιουργούς που δεν έβρισκαν τον τρόπο να δημοσιοποιήσουν τα τραγούδια τους”. Αυτός είναι και ο λόγος που συναντάμε τελείως ετερόκλητα τραγούδια και τις δύο χρονιές των Αγώνων. Πολλά από αυτά πλησιάζουν σε εξαιρετικό βαθμό την αισθητική του Χατζιδάκι, υπάρχουν όμως και αρκετά που απέχουν πολύ από τις φόρμες τού τραγουδιού του. Αυτή όμως ήταν και η γοητεία του εγχειρήματος. Μεταξύ των ρεμπέτικων κομπανιών που την εποχή εκείνη ήταν της μόδας, και των ροκ συγκροτημάτων που ξεφύτρωναν σε κάθε συνοικία, η Κέρκυρα επενέβη δραστικά και φανέρωσε μια δυναμική στο ελληνικό τραγούδι που έμενε στη σκιά και αναζητούσε τρόπους να εκφραστεί.
Παράλληλα, οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού ήταν και μία έμμεση απάντηση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που ούτως ή άλλως διένυε τα χρόνια της παρακμής του. Κουβαλώντας όλα τα κατάλοιπα της αισθητικής που κληρονόμησε από τη δικτατορία, εξακολουθούσε και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 να αντιμετωπίζει το τραγούδι με τρόπο επιδερμικό και ανώδυνο, αδυνατώντας ουσιαστικά να παρακολουθήσει την εξέλιξή του. Αυτή η “λαμέ” αισθητική, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ηρακλής Πασχαλίδης, απουσίαζε πλήρως από τους Αγώνες της Κέρκυρας. Και εξηγεί: “εάν παρατηρήσει κανείς ακόμα και την εμφάνιση των συντελεστών και των διαγωνιζομένων τις βραδιές των Αγώνων θα διαπιστώσει ότι, από τον παρουσιαστή που ήταν ο Άρης Δαβαράκης, μέχρι την ορχήστρα και τον ίδιο τον Χατζιδάκι, η εικόνα που προβάλλονταν δεν είχε τίποτα κοινό με τις λαμπερές τουαλέτες και τα φράκα των παρουσιαστών και τις ορχήστρας του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης”. Η διαφορετικότητα των Αγώνων εκφραζόταν ακόμα και μέσα από τη μορφή παρουσίασης του διαγωνισμού. Στην Κέρκυρα αναζητήθηκε η ουσία του τραγουδιού και όχι η εικόνα του. Αυτός είναι και ο λόγος που στο κάλεσμα της ανταποκρίθηκαν νέοι μουσικοί που δε θα είχαν καμία ελπίδα συμμετοχής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και που βεβαίως δεν τους αφορούσε ο συγκεκριμένος τρόπος προβολής των τραγουδιών τους.
Οι Αγώνες λοιπόν, ήταν μονάχα ένα πρόσχημα˙ ήταν το όχημα που φιλοδοξούσε, όπως αναφέρει και ο Μάνος Χατζιδάκις, “να συγκεντρώσει αληθινά και αυστηρά επιλεγμένα τραγούδια καινούργιων ανθρώπων – νέων στο περιεχόμενο και στους οραματισμούς – που να εκπροσωπούν πραγματικά την ευαισθησία μας και όχι μιαν αυθαίρετη εγωπαθή ελληνικότητά μας”³. Αυτός είναι και ο λόγος που στη συνείδηση του κοινού, ακόμα και 28 χρόνια μετά, οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού δεν έχουν καταχωρηθεί σαν ένας ακόμα διαγωνισμός με ακριβά χρηματικά έπαθλα στους νικητές και δισκογραφική συνέχεια μονάχα για εκείνους που βραβεύτηκαν. Ό,τι είχε προηγηθεί ως προσπάθεια ανάδειξης και προώθησης νέων προσώπων στο ελληνικό τραγούδι, απέχει πολύ από τη φιλοσοφία με την οποία οργανώθηκαν και πραγματοποιήθηκαν οι Αγώνες της Κέρκυρας. Και βεβαίως, σε καμία περίπτωση δε συγκρίνονται και με ότι ακολούθησε: τα κάθε λογής τηλεοπτικά talent shows με τους παρουσιαστές – σταρ, τις κριτικές επιτροπές που αποτελούνται από ανθρώπους που ελάχιστη σχέση έχουν με το τραγούδι, και τους διαγωνιζομένους που ανέχονται να μπαίνουν σε μια ψυχοφθόρα διαδικασία ανταγωνισμού στο όνομα μιας λαμπρής καριέρας και της πιθανότητας υπογραφής συμβολαίων με δισκογραφικές εταιρείες. Φωτεινές εξαιρέσεις από την Κέρκυρα και μετά είναι οι Πρώτοι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας που διοργανώθηκαν το 1991 επίσης από τον Μάνο Χατζιδάκι και ήταν η “συνέχεια” της Κέρκυρας, καθώς και οι Ακροάσεις της Μικρής Άρκτου που διοργανώνονται περίπου κάθε δύο χρόνια από το 2002 μέχρι και σήμερα από τον Παρασκευά Καρασούλο.










.
Κέρκυρα 1981: Γιώργος Μακρής, Ηδύλη Τσαλίκη, Βασίλης Νικολαΐδης

.
Τα πρόσωπα της Κέρκυρας και η εποχή

Όπως είναι φυσικό, το ισχυρότερο κίνητρο για να στείλει κανείς τα τραγούδια του με την ελπίδα να συμμετάσχουν στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού, ήταν ο διοργανωτής και τα μέλη της κριτικής επιτροπής. Ο Σταύρος Παπασταύρου θυμάται: “η όποια επιφυλακτικότητά μου που είχε να κάνει με τα πάσης φύσεως φεστιβάλ και διαγωνισμούς, διαλύθηκε από την πιθανότητα να κριθούν τα τραγούδια μου από τον Χατζιδάκι και τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής. Αυτό ήταν ένα βαρόμετρο, το μοναδικό κίνητρο”. Στο ίδιο πνεύμα, η Σαβίνα Γιαννάτου τονίζει ότι “η διαφορά των Αγώνων της Κέρκυρας ήταν καθαρά ποιοτική, και αυτό ήταν που τους διαφοροποιούσε από οποιοδήποτε άλλο φεστιβάλ ή διαγωνισμό”, και ο Ηλίας Λιούγκος επισημαίνει: “είναι πολύ μεγάλο ζήτημα να ξέρει κανείς να αξιολογεί τη μουσική και να διακρίνει τη σημασία της. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε το χάρισμα και τη γνώση να διαλέγει ένα καλό τραγούδι”.
.
Οι Αγώνες σύστησαν στο κοινό μια σειρά νέων τραγουδοποιών, πολλοί απ’ τους οποίους είχαν συνέχεια και κατέθεσαν σημαντικές δισκογραφικές δουλειές τα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτή είναι ακόμα μία σημαντική διαφορά των Αγώνων της Κέρκυρας και του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης των χρόνων μετά τη δικτατορία. Ενώ το Φεστιβάλ ήταν ένας ετήσιος θεσμός που είχε στη διάθεσή του την κρατική υποστήριξη και τα ανάλογα κεφάλαια, δεν κατάφερε μετά από τόσα χρόνια να αναδείξει ανθρώπους που να παραμείνουν ενεργοί στα μουσικά πράγματα. Αντίθετα, οι Αγώνες της Κέρκυρας, αν και πραγματοποιήθηκαν μονάχα για δύο χρονιές, μάς σύστησαν έναν αξιόλογο αριθμό σημαντικών καλλιτεχνών, πολλοί από τους οποίους καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό τραγούδι στα επόμενα χρόνια. Εκεί συναντάμε για πρώτη φορά τον Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα με το Μια βραδιά στο Λούκι, τρία χρόνια πριν εκδοθούν τα Ζεστά ποτά, καθώς επίσης και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου με τη Χελώνα, το πρώτο τραγούδι του που δισκογαφήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα των Αγώνων. Η Κέρκυρα μάς σύστησε επίσης τον Βασίλη Νικολαΐδη, τον Ηρακλή Πασχαλίδη, τους Χάρη Καβαλλιεράτο, Γιώργο Φιλιππάκη και Αργύρη Αμίτση που αμέσως μετά δημιούργησαν τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, τον Κλέωνα Αντωνίου που σήμερα τον συναντάμε στους Mode Plagal, το Γιώργο Μακρή που μουσικά δραστηριοποιείται με το συγκρότημα ZOOlixoλίγο, τον Πέτρο Δουρδουμπάκη, τον Πάνο Τσαπάρα και πολλούς ακόμα.
.










Κέρκυρα 1982: Πάνος Κατσιμίχας, Σαβίνα Γιαννάτου - Θανάσης Μπίκος, Ηλίας Λιούγκους
.
.
Στην Κέρκυρα διαγωνίστηκαν επίσης δημιουργοί και ερμηνευτές που είχαν ήδη ενεργό συμμετοχή στη δισκογραφία, όπως ο Βαγγέλης Γερμανός που μόλις είχε εκδώσει Τα μπαράκια, ο Σταύρος Παπασταύρου που είχε στο ενεργητικό του τον δίσκο Ξάγρυπνη πόλη, ο Λάκης Παπαδόπουλος που συμμετείχε το ’81 με το τραγούδι Και θα χαθώ, και άλλοι. Παράλληλα, στους Αγώνες δόθηκε η ευκαιρία σε ορισμένους ερμηνευτές να εμφανιστούν και με την ιδιότητα του συνθέτη. Έτσι, συναντάμε το Νανούρισμα σε μουσική τού Ηλία Λιούγκου που αργότερα ερμήνευσε η Φλέρυ Νταντωνάκη, την κιθαρίστα Στέλλα Κυπραίου με το τραγούδι Και λες πως είναι Τρίτη σε στίχους του Κώστα Πολίτη, και τη Σαβίνα Γιαννάτου με το τραγούδι Αιώρα που επί σκηνής ερμήνευσε με τη συνοδεία του Θανάση Μπίκου στην κιθάρα. Ανάμεσα στους παραπάνω δημιουργούς, αξίζει να προσθέσουμε και μία σειρά νεαρών τραγουδιστών που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν τραγούδια συνθετών που υμμετείχαν στο διαγωνισμό, όπως η Τάνια Τσανακλίδου, ο Βασίλης Λέκκας, η Ισιδώρα Σιδέρη, η Γιάννα Κατσαγιώργη, η Κρίστη Στασινοπούλου, η Σόνια Θεοδωρίδου και πολλοί άλλοι.
.

Χάρης Καβαλλιεράτος - Γιώργος Φιλιππάκης (αρχείο Χ. Καβαλλιεράτου)

.
Το γεγονός ότι όλα αυτά να νέα πρόσωπα συγκεντρώθηκαν αυτές τις δύο χρονιές στην Κέρκυρα, καταδεικνύει και την σημασία των Αγώνων που την εποχή εκείνη προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση και φανέρωσαν ένα κρυμμένο δυναμικό στο τραγούδι. Ο Γιώργος Μακρής αναφέρει χαρακτηριστικά: “δεν ξέρω αν θα βρισκόταν κάποιος άλλος τότε να ασχοληθεί με τραγούδια που δεν ακολουθούσαν την επικρατούσα για την εποχή φόρμα και διέφεραν από αυτά που επέλεγαν οι δισκογραφικές εταιρείες για να προωθήσουν”. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται, αρκεί να ξανακούσει κανείς τα περισσότερα από τα τραγούδια που διαγωνίστηκαν τότε στην Κέρκυρα και κυκλοφόρησαν σε δύο διπλούς δίσκους, για να διαπιστώσει πως, ακόμα και σήμερα ακούγονται το ίδιο σύγχρονα και πρωτότυπα. Τα τραγούδια αυτά υπήρχαν. Απλά, οι Αγώνες λειτούργησαν ως το κανάλι για να βρουν τον τελικό τους προορισμό, το κοινό. Και αυτή ακριβώς ήταν η μεγάλη επιτυχία τους.
.
Πως ήταν όμως η εποχή κατά την οποία γεννήθηκαν οι Αγώνες; Ο Πάνος Κατσιμίχας δίνει την ταυτότητα της μουσικής που κυριαρχούσε στην Ελλάδα: “από τη μία μεριά η ξένη, η Disco και το Νew Wave που μόλις είχε αρχίσει να εδραιώνεται σαν κατάσταση, και από την άλλη, πήγαινε να ξεφουσκώσει το αντάρτικο των μεταπολιτευτικών χρόνων, ενώ παράλληλα κυριαρχούσαν οι ρεμπέτικες κομπανίες και οι γνωστοί τραγουδιστές της εποχής, Πάριος, Αλεξίου, Νταλάρας κλπ”. Παράλληλα, στη διεθνή μουσική σκηνή, βρισκόμαστε σε μία μεταβατική περίοδο την οποία περιγράφει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο η Ηδύλη Τσαλίκη: “σκεφτείτε ότι, το 1979 οι Pink Floyd έβγαλαν το The Wall, και το 1989 κέρδισαν τα βραβεία Grammy οι Milly Vanilly!”. Αναμφισβήτητα, η δεκαετία του ’80 ήταν μία από τις πιο καθοριστικές για την ελληνική αλλά και παγκόσμια μουσική σκηνή. Όσον αφορά ειδικά τα ελληνικά μουσικά πράγματα, μπορεί μεν να χαρακτηρίζεται από την εκρηκτική άνθιση της τραγουδοποιίας και μιας γενιάς νέων συνθετών που έφερε σημαντικές τομές στο τραγούδι, παράλληλα όμως ήταν η δεκαετία που επιβλήθηκε και τελικά επικράτησε ένας τρόπος διασκέδασης που βρήκε καταφύγιο στις μεγάλες πίστες εν μέσω σπασμένων πιάτων και μιας αισθητικής υποβάθμισης του τραγουδιού στο σύνολό του.
.
Οι συνθήκες στις οποίες δημιουργήθηκε αυτή η νέα κατάσταση στην ελληνική μουσική και το τραγούδι δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν μέσα σε λίγες γραμμές. Αξίζει όμως να έχουμε κατά νου αυτό που εύστοχα αναφέρει ο Βασίλης Νικολαΐδης: “η Κέρκυρα ήταν απλά ένα επεισόδιο σε αυτή τη μεταβατική εποχή, κατά την οποία το τραγούδι βρισκόταν στην αρχή μιας συστηματικής διαδικασίας ομογενοποίησης, που στην ουσία το αποστείρωσε από τη δυνατότητά του να αναπαράγεται”. Και ο Πάνος Κατσιμίχας συμπληρώνει: “Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Κέρκυρα ήταν σαν την μύγα μες στο γάλα. Ένα μικρό UFO που ήρθε, προσγειώθηκε για λίγο και έφυγε αθόρυβα για το Σείριο, το γενέθλιο τόπο του εμπνευστή της”. Αυτός είναι και ο μοναδικός λόγος που μας αναγκάζει να θυμόμαστε είκοσι οκτώ χρόνια μετά τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού: η τόλμη που επέδειξε ο Μάνος Χατζιδάκις να αδιαφορήσει για τους κανόνες που επικρατούσαν στα μουσικά πράγματα και τη δισκογραφία της εποχής, και να ξεκινήσει έναν αγώνα προς ανακάλυψη νέων δημιουργών με περιεχόμενο και συγκεκριμένη αισθητική στο έργο τους.
.
.
Αντί επιλόγου


Για τον φινάλε αυτής της αναφοράς στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας, αρκεί μονάχα να δανειστούμε τον λόγο του Χάρη Καβαλλιεράτου: “στους Αγώνες επιλέχτηκαν τραγούδια όχι για να κολακέψουν τα αντανακλαστικά του αγοραστικού κοινού, μα όσα μέσα τους πήγε να ηχήσει το ακομπανιαμέντο εκείνο της πολύ προσωπικής ώρας, αυτού που βυθισμένος στον εαυτόν του αισθάνεται αίφνης ότι καλείται... Καλείται από τι, να κάνει τι; Να... τραγουδήσει... και το κάνει! Να τι είδους παρηγοριά είναι αυτή που μας αποζημιώνει...”
.
.

¹ Απόσπασμα από το «Βιογραφικό σε πρώτο πρόσωπο» (επίσημος διαδικτυακός τόπος www.manoshadjidakis.gr)
² Παράφραση του τίτλου του μυθιστορήματος της Ευγενίας Φακίνου «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα» (εκδόσεις Καστανιώτης, 1994).
³Από το σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι στο δίσκο με τα 30 τραγούδια από τους πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού το ’81.
.
.
.
.
.
.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο (τεύχος 164, Οκτώβριος 2009)
.