Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

“Και χωρίς τα φτερά δε φοβάμαι, το γαλάζιο ζεστή αγκαλιά…”


Συνέντευξη του Μιχάλη Νικολούδη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο (τεύχος 164) τον Οκτώβριου του 2009. Αφορμή για τη συζήτηση ήταν ο δίσκος Αρμενιστής που μόλις είχε κυκλοφορήσει.


συνέντευξη στον Μάκη Γκαρτζόπουλο

Για περισσότερα από 15 χρόνια, ο Μιχάλης Νικολούδης φωτογραφίζει μουσικά τοπία και τα καταγράφει σε προσωπικούς δίσκους και συλλογές που ταξιδεύουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Από την Αιολία στη Σαϊτάμα, το ταξίδι μοιάζει να έχει πολλές στάσεις, και ακόμα περισσότερους προορισμούς.


Σε ένα δισκογραφικό περιβάλλον όπου κυριαρχεί το τραγούδι, για ποιο λόγο επιμένετε να παρουσιάζετε εργασίες που περιλαμβάνουν αποκλειστικά οργανικά κομμάτια;
Η οργανική μουσική είναι ένα κομμάτι της δισκογραφίας που το υπηρετώ αρκετά χρόνια. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι απευθύνεσαι σ’ έναν κόσμο που εκτός απ’ τα τραγούδια ακούει και οργανική μουσική και θεωρώ ότι, όταν δεν υπάρχει ο στίχος, η μουσική μπορεί και επικοινωνεί με τον ακροατή βαθύτερα. O κάθε ένας που ακούει ένα κομμάτι οργανικό, φαντάζεται και φτιάχνει το δικό του σενάριο. Εάν μπορέσεις και συγκινήσεις τον ακροατή σου, η συγκίνηση αυτή είναι βαθύτερη. Κατά καιρούς γράφω και κάποια τραγούδια, αλλά κυρίως ασχολούμαι με τη σύνθεση οργανικών κομματιών. Νομίζω ότι έχω κάποιο κόσμο που με παρακολουθεί, οπότε, είμαι ικανοποιημένος καλλιτεχνικά.

Πως θα ορίζατε τα μουσικά τοπία του καινούργιου σας δίσκου, του Αρμενιστή;
Τα τοπία είναι θαλασσινά. Ο Αρμενιστής, το λέει και η λέξη, είναι αυτός ο οποίος αρμενίζει, αυτός που ταξιδεύει τη θάλασσα με τη δύναμη των πανιών. Είναι όμως και αυτός που επιλέγει να ταξιδέψει με πανιά, με τη δύναμη του αέρα, που εκμεταλλεύεται δηλαδή τη δύναμη της φύσης. Είναι ένας αναζητητής που δεν βάζει μπροστά τη μηχανή για να πάει στον προορισμό του. Γι’ αυτόν η ουσία είναι το ταξίδι και όχι το να φτάσει στον προορισμό. Και, εάν το μεταφέρεις κάπως, μπορεί να πει κανείς ότι κι εμένα με ενδιαφέρει αυτό καθαυτό το ταξίδι της ζωής και όχι ο προορισμός. Και αυτό νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη γοητεία.

Ακόμα και από τον τίτλο του δίσκου, δημιουργείται η εντύπωση ότι πραγματοποιείτε μια επιστροφή στην πρώτη σας δισκογραφική δουλειά, την Αιολία.
Ο Αρμενιστής περιέχει κομμάτια τα οποία έρχονται από το 1995 μέχρι το 2007. Πρόκειται για ένα μάζεμα από μουσικές που έχουν ενταχθεί σε διάφορες συλλογές που κυκλοφόρησαν και στο εξωτερικό, και όπως είναι φυσικό, έχει απόλυτη συγγένεια τόσο με την Αιολία όσο και με μεταγενέστερες δουλειές, μιας και είναι νέες εκτελέσεις των κομματιών αυτών.

Τι ανταπόκριση έχουν οι συλλογές που σκοπό έχουν να προωθήσουν την ελληνική μουσική και σε άλλες χώρες;
Έχω την τύχη δικά μου κομμάτια να κυκλοφορούν από την Ευρώπη μέχρι την Ιαπωνία. Ιδιαίτερα ένας δίσκος που λέγετε Deza Vu, κυκλοφορεί ακόμα και στην Ιαπωνία και στην Κορέα. Επίσης, δικοί μου δίσκοι κυκλοφορούν στην Ευρώπη, ευρύτατα, θα έλεγα, για το είδος αυτό. Υπάρχει σαφής ανταπόκριση του κόσμου σε αυτή την προσπάθεια, και νομίζω ότι τα πράγματα αργότερα θα πάνε ακόμα καλύτερα, όσον αφορά το να βγαίνει με αξιώσεις η ελληνική μουσική παραγωγή στο εξωτερικό.

Προκρίνονται μόνο προσεγμένες παραγωγές;
Είναι επόμενο να βγαίνουν και πράγματα τα οποία δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτό που θα ‘πρεπε να είναι. Είναι μία λογική εξέλιξη, μέσα στους νόμους της παραγωγής. Στο παρελθόν έχουνε γίνει και πολύ σοβαρά εγκλήματα σ’ αυτόν τον τομέα, ειδικά κατά τις δεκαετίες ’70 και ’80, με τους λεγόμενους τότε τουριστικούς δίσκους. Οι δίσκοι αυτοί περιελάμβαναν 10 – 15 μεγάλες ελληνικές επιτυχίες, από Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Μαρκόπουλο, κ.α., οι οποίες είχαν διασκευαστεί άρπα κόλλα με σκοπό να καλύψουν όλα τα νησιά και τα σημεία πώλησης προς τους τουρίστες, και βεβαίως να κάνουν και εξαγωγές. Αντίθετα, εάν δείτε της ίδιας εποχής δίσκους άλλων χωρών που κυκλοφόρησαν για τους ίδιους λόγους, όπως της Ισπανίας ή της Τουρκίας, θα δείτε ότι οι παραγωγές αυτές ήταν πάρα πολύ προσεγμένες. Κι έτσι έχουμε ένα φαινόμενο σήμερα, όπου ένας τουρίστας ή ένας ξένος θεωρεί ότι η ελληνική μουσική είναι μόνο σουβλάκι – τζατζίκι – ρετσίνα. Είναι πολύ καλό το φολκλόρ, αλλά, ελληνική μουσική δεν είναι μόνον αυτό! Ευτυχώς που υπήρξε ο μέγας Χατζιδάκις και έκανε το Χαμόγελο της Τζοκόντα, αυτό το αριστούργημα, το οποίο ήρθε και διόρθωσε κατά κάποιο τρόπο την εικόνα, ότι, ελληνική μουσική δεν είναι μόνο ένα ξερό μπουζούκι που παίζει τη μελωδική γραμμή κάποιας επιτυχίας, αλλά είναι κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό.


Σε αυτή την περιπέτεια με την οργανική μουσική, νιώθετε με κάποιους μουσικούς να έχετε ιδιαίτερη “συγγένεια”;
Υπάρχει μεγάλος κύκλος Ελλήνων και ξένων μουσικών που είμαστε, ας το πούμε, συγγενείς, όσον αφορά την προσπάθεια. Θα σας πω για μουσικούς που γνωρίζω και προσωπικά, όπως ο Rene Aubry από τη Γαλλία, από την Τουρκία ο Omar Faruk Tekbilek με τον οποίο έχω συνεργαστεί, από τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου οι Bustan Abraham, ένα σπουδαίο συγκρότημα, ο Zohar Fresco. Αλλά και από την Ελλάδα, θα ‘λεγα τον Ross Daily με τον οποίο έχω επίσης συνεργαστεί, ο οποίος κάνει άλλου είδους μουσική από εμένα και από τους υπόλοιπους, όμως ανήκει σίγουρα σ’ αυτή την κατηγορία, τον Σταύρο Λάντσια που έχει κάνει σπουδαία δουλειά, τον Δημήτρη Παπαδημητρίου που επίσης είχε κάνει πολύ σπουδαίες εγγραφές, και ένα σωρό άλλους που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή.

Συναντιέστε συχνά μαζί τους στη σκηνή ή στη δισκογραφία;
Έχω συναντηθεί με αρκετούς, όχι με όλους. Δισκογραφικά, συναντιόμαστε στα ράφια των δισκοπωλείων και ενδεχομένως και σε κάποια ραδιόφωνα.

Σας έχει τύχει να χρησιμοποιηθεί μουσική σας χωρίς τη δική σας συγκατάθεση για εμπορικούς σκοπούς, όπως για παράδειγμα να ακούγεται σαν μουσική επένδυση σε κρουαζιερόπλοια, ασανσέρ εμπορικών κέντρων ή super market;
Έχω μια σχετική εμπειρία όπου, χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί, έχουν πάρει μουσική μου κάποιοι σκηνοθέτες και την έχουν βάλει σε διάφορα ντοκιμαντέρ αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στην τηλεόραση, όχι όμως αυτού του περιεχομένου που αναφέρατε. Για παράδειγμα, κάπου σε ένα νησί, κάποιος είχε ένα φούρνο και έβαζε μια δικιά μου μουσική διαφημίζοντας την επιχείρησή του. Φυσικά, δεν έκανα κάτι. Νομίζω ότι το να επιτεθείς νομικά στον φούρναρη του χωριού είναι λίγο γκραν γκινιόλ. Αν είναι μια μεγάλη εταιρεία, ναι, γιατί όχι.

Έχετε ασχοληθεί με μουσική για τον κινηματογράφο ή το θέατρο;
Όχι. Ποτέ και καθόλου. Έχω κάνει κάποια ντοκιμαντέρ, αλλά δεν έτυχε ποτέ να συνεργαστώ για κάποια ταινία ή κάποια θεατρική παράσταση. Εμένα με ενδιέφερε πάντα κάτι τέτοιο˙ απλώς, δε συνέβη.

Υπάρχουν δυσκολίες για έναν μουσικό να εκδώσει σήμερα τη δουλειά του;
Όχι, δεν υπάρχουν. Είναι πολύ φθηνότερη η παραγωγή ενός cd σήμερα σε σχέση με το παρελθόν. Το κόστος παραγωγής έχει πέσει, όπως ακριβώς έχει πέσει η αξία όλης της νέας τεχνολογίας. Απ’ την άλλη μεριά, ένας νέος μουσικός έχοντας την ευκολία να κάνει ένα καινούργιο cd και να το παρουσιάσει μέσα από άλλα μέσα, όπως το internet και ειδικά το myspace, είναι πιο εύκολο να φτάσει στον κόσμο. Αυτό είναι ένα ατού αλλά ταυτόχρονα είναι και πρόβλημα διότι, επειδή ακριβώς βγαίνουν εκατοντάδες ηχογραφήσεις στον αέρα μέσω αυτής της νέας τεχνολογίας, είναι πολύ πιο δύσκολο να φτάσει στον ακροατή, μιας και θα πρέπει να ανακαλύψει καινούργιες δουλειές ερευνώντας μέσα από χιλιάδες ίσως και εκατομμύρια νέες προτάσεις. Όπως είναι και αυτό το μπουκάλι στο εξώφυλλο του Αρμενιστή, που πρέπει κάποιος να το βρει και να το ανακαλύψει. Εγώ βέβαια, ομολογώ ότι έχω ένα πλεονέκτημα έναντι ενός νέου ανθρώπου, επειδή με ξέρει μία μερίδα του κοινού. Έχω ενδεχομένως περισσότερες πιθανότητες να ακούσουν τη δουλειά μου, σε αντίθεση με έναν καινούργιο δημιουργό.

Ποια είναι η διαδικασία στην οποία μπαίνει ένας μουσικός για να ξαναδουλέψει ένα παλιότερο δικό του υλικό;
Είναι λίγο περίεργο. Ποτέ το αποτέλεσμα δεν είναι όμοιο μ’ αυτό που έχεις αρχικά ηχογραφήσει. Ακούς κάτι παλιό και πολλές φορές δεν θες να το πειράξεις, γιατί η ηχογράφηση ενός μουσικού θέματος ή ενός τραγουδιού είναι ζυμωμένο με την εποχή εκείνη, με το χρόνο. Το ξανακάνεις καινούργιο και είναι κάτι άλλο. Καλύτερο ή χειρότερο, δεν έχει σημασία, πάντως είναι κάτι άλλο. Κατά έναν περίεργο τρόπο, κάποιες παλιότερες ηχογραφήσεις, ανήκουνε τόσο πολύ στον χρόνο που, άμα τις ξανακάνεις σήμερα μπορεί και να αποτύχουν. Να είναι δηλαδή ηχοληπτικά, τεχνικά αρτιότερες, μα ποτέ να μη φτάσουν αυτό που ήτανε στην πρώτη τους μορφή. Είναι μία φωτογραφία της στιγμής, ένα πάγωμα του χρόνου. Αυτή η φωτογράφιση, είναι γεγονός συγκλονιστικό. Έπρεπε να ωριμάσω για να αντιληφθώ τη φωτογραφία του χρόνου μέσω ενός ηχογραφήματος.

Όταν ολοκληρώνετε μια μουσική ή ένα τραγούδι, έχετε αίσθηση της σημαντικότητας της φωτογραφίας που αποτυπώσατε εκείνη τη στιγμή;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Για παράδειγμα, τον Ήλιο Θεό τον έγραψα το ’94, το τραγούδησε ο Βασίλης Σκουλάς στο στούντιο, μάς άρεσε, και τέλος. Το ότι αυτό το τραγούδι πέρασε και έμεινε στο χρόνο, το ότι το πήρανε οι χειριστές των μαχητικών αεροσκαφών και το έκαναν, ας το πούμε, τραγούδι τους, ή το ότι ακόμα και ο στίχος “σαν το σύννεφο φεύγω πετάω” γράφτηκε στον τάφο του άτυχου παιδιού που σκοτώθηκε στις επιχειρήσεις στο Αιγαίο, δεν ήταν δυνατόν να το φανταστώ ποτέ. Σήμερα που μιλάμε, όταν ακούω για παράδειγμα τον Ήλιο Θεό απ’ το ραδιόφωνο, δεν έχω την αίσθηση ότι ανήκει σε μένα. Σα να έχει τη δική του υπόσταση, και νομίζω ότι έτσι το αισθάνονται όλοι όσοι έχουν γράψει κάτι και είχαν την τύχη να μείνει στο χρόνο. Το ότι αυτό το τραγούδι επιβιώνει στο χρόνο είναι γιατί το κάνει από μόνο του, εγώ δεν κάνω τίποτα, δεν μπορώ να προσφέρω κάτι.

Παρακολουθείτε τις συζητήσεις στο internet και τα blogs που αφορούν τη δουλειά σας;
Βεβαίως και τις παρακολουθώ, και μάλιστα έχει συμβεί αρκετές φορές να διαβάζω διάφορα πράγματα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Βλέπω, για παράδειγμα, σε ένα blog για τον Ήλιο Θεό που λέγαμε, να αναφέρει κάποιος ότι το τραγούδι αυτό το έγραψε η γυναίκα του πιλότου που σκοτώθηκε στις επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Έτσι το φαντάστηκε εκείνος! Κάπου αλλού διάβασα ότι το τραγούδι είναι παραγγελία της αεροπορίας. Ή κάποιος άλλος, προφανώς επηρεασμένος από το εξώφυλλο του δίσκου, έλεγε ότι αυτός που έγραψε την Αιολία, δηλαδή εγώ, ζει σε ένα φάρο. Είναι ωραία αυτά! Και βεβαίως, παρακολουθώ και τις κάθε λογής αντιπαραθέσεις σε διάφορες ιστοσελίδες. Γενικά, νομίζω ότι το internet είναι αυτό που τελικά θα επικρατήσει στην υπόθεση της μουσικής. Είναι μια ανοιχτή ελεύθερη κοινωνία ανταλλαγής απόψεων που δε χειραγωγείται, τουλάχιστον έτσι όπως το ξέρουμε εμείς.

Τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον;
Αυτή την περίοδο κάνουμε κάποιες συναυλίες με τον Μιχάλη Κουμπιό. Παράλληλα, συνεργαζόμαστε και για κάποιες παραγωγές που είναι σε εξέλιξη. Πραγματοποιούμε, λοιπόν, μια “τρέλα”: ο Μιχάλης είχε το ‘79 – ‘80 ένα post-punk συγκρότημα που λεγόταν Κουμπότρυπες Α.Ε., με τους οποίους είχαν ηχογραφήσει ορισμένα τραγούδια. Έχουμε επιλέξει λοιπόν 12 – 13 τραγούδια εκείνης της εποχής που ηχογραφούμε ξανά αυτή την περίοδο, στα οποία εγώ θα έχω τον ρόλο του αφηγητή, του “τραγουδιστή”, εντός εισαγωγικών. Αυτό είναι σε εξέλιξη τώρα και πρόκειται να κυκλοφορήσει κατά τον Οκτώβριο. Κάποια από αυτά τα κομμάτια τα λέμε και στις συναυλίες που κάνουμε αυτή την εποχή.
Παράλληλα, έχουμε ξεκινήσει και μια δουλειά με τον Μιχάλη Μπουρμπούλη. Είμαστε σε μία διαδικασία όπου μελοποιώ τους στίχους του Μπουρμπούλη, και τα τραγούδια πρόκειται να τα πω εγώ στον δίσκο που θα κυκλοφορήσει τον Φεβρουάριο. Πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη δουλειά, που δύσκολα θα μπορούσα να χαρακτηρίσω. Για παράδειγμα, λέει σε κάποιο σημείο ο Μιχάλης: “Ένας που έπινε πολύ, είχε ένα μικροσκόπιο και κοίταζε την ύλη / στο τέλος έφτασε εκεί, που η ευθεία έγινε ίδια με την καμπύλη”, και στο ρεφρέν: “μη με ρωτάς αν σ’ αγαπώ, και μη μου συννεφιάζεις / βρες έναν κόσμο σταθερό, κι ύστερα με δικάζεις”. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του πνεύματος των στίχων του Μιχάλη Μπουρμπούλη που δουλεύουμε αυτό τον καιρό.

1 σχόλιο:

το Άρωμα του Τραγουδιού είπε...

Όσο η ανάρτηση με τη συνέντευξη του Μιχάλη Νικολούδη παραμένει χρονικά τελευταία, ακούμε:

1. Ο ήλιος Θεός (με τον Βασίλη Σκουλά, από το δίσκο Αιολία)
2. Ταγκό της Ύδρας (από το δίσκο Αρμενιστής)