.

Το
1969 κυκλοφόρησε από την εταιρεία Columbia ο δεύτερος μεγάλος δίσκος του
Δήμου Μούτση, το
«Ένα χαμόγελο». Ήδη από το ’66 είχαν κυκλοφορήσει τα πρώτα 45άρια του συνθέτη και το 1968 ο πρώτος μεγάλος δίσκος, το
«Κάποιο καλοκαίρι», στον οποίο συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον
Νίκο Γκάτσο. Η συνεργασία του με τον ποιητή θα συνεχιστεί και στο «Ένα χαμόγελο», για να επαναληφθεί 11 χρόνια αργότερα στο
«Δρομολόγιο» (1979). Είμαστε στην εποχή της ακμής του λαϊκού τραγουδιού και οι νεαροί συνθέτες της εποχής, ο
Μαρκόπουλος, ο
Ξαρχάκος, ο
Λοϊζος, ο
Λεοντής και φυσικά, ο Μούτσης, ακολουθώντας τα χνάρια του
Θεοδωράκη και του
Χατζιδάκι δημιουργούν υπέροχα τραγούδια πάνω στους δρόμους που επινόησαν οι δύο μεγάλοι συνθέτες, δίνοντας παράλληλα ο καθένας ξεχωριστά το δικό του στίγμα. Αρωγοί σε αυτή την “έφοδο” των νέων συνθετών της εποχής ήταν τόσο οι καταξιωμένοι από τότε στιχουργοί όπως ο
Λευτέρη Παπαδόπουλος, ο
Μάνος Ελευθερίου, ο
Πυθαγόρας και ο
Νίκος Γκάτσος, όσο και οι μεγάλοι ερμηνευτές, ανάμεσά τους η
Βίκυ Μοσχολιού, ο
Σταμάτης Κόκοτας και ο
Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
.jpg)
Το κλίμα της μουσικής παραγωγής που επικρατούσε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 σε σχέση με τα νέα πρόσωπα που εμφανίστηκαν στην ελληνική μουσική, αποτυπώνεται με τον καλύτερο ρόπο σε αυτό τον δίσκο του Δήμου Μούτση. Πέρα απ’ τα πολύ όμορφα τραγούδια που περιλαμβάνονται στο «Ένα χαμόγελο», ο δίσκος αποτελεί και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα για να εξετάσει κανείς τον τρόπο με το οποίο λειτουργούσε την εποχή εκείνη η δισκογραφία και κυρίως, πως αντιμετώπιζε τους νέους δημιουργούς. Σε μια δεκαετία κατά την οποία στο λαϊκό τραγούδι δέσποζαν οι μορφές του
Μάνου Χατζιδάκι και κυρίως του
Μίκη Θεοδωράκη, φαινομενικά δεν υπήρχε χώρος για τους νέους συνθέτες που, εάν μιλούσαμε με σημερινούς όρους, θα ήταν σίγουρα αποκλεισμένοι από τις εταιρείες, οι οποίες θα προτιμούσαν τη σιγουριά των μεγάλων ονομάτων από τον πειραματισμό οποιουδήποτε νεαρού και φιλόδοξου μουσικού. Στην ουσία, όχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες της εποχής φρόντιζαν να ενισχύουν τους καινούργιους συνθέτες τοποθετώντας δίπλα τους έμπειρους και ήδη γνωστούς στιχουργούς και ερμηνευτές. Στο «Ένα χαμόγελο» λοιπόν, εκτός από τον
Νίκο Γκάτσο ο οποίος υπέγραφε τους στίχους των τραγουδιών, συναντάμε τον
Γρηγόρη Μπιθικώτση ως ερμηνευτή τριών τραγουδιών, τον
Σταμάτη Κόκοτα σε ακόμα δύο τραγούδια, και την
Δήμητρα Γαλάνη στην πρώτη της δισκογραφική εμφάνιση!
Αξίζει στο σημείο αυτό να διαβάσουμε το κείμενο που συνόδευε το ένθετο του δίσκου. Είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικός ο τρόπος με το οποίο μία απ’ τις μεγαλύτερες εταιρείες της εποχής, η Columbia, περιγράφει και προωθεί την καινούργια δισκογραφική δουλειά του νεαρού Δήμου Μούτση. Προσπάθησα να κρατήσω την ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου (αν και απουσιάζει από την αντιγραφή το πολυτονικό!), ώστε το κείμενο να μην χάσει τίποτα από την αυθεντικότητά του:
«Ένα περίπου χρόνο μετά την κυκλοφορία του δίσκου «ΚΑΠΟΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ» η Κολούμπια παρουσιάζει με το νέο δίσκο της «ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ» τη νέα συνεργασία του ΔΗΜΟΥ ΜΟΥΤΣΗ, που περιλαμβάνει επτά καινούργια τραγούδια και τέσσερα ορχηστρικά κομμάτια.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό του νέου δίσκου, είναι η ωριμότης του ΔΗΜΟΥ ΜΟΥΤΣΗ στην ενορχήστρωσιν και την διεύθυνσιν της ορχήστρας και η άνεσις με την οποία αυτή η τελευταία συνοδεύει και τονίζει την ερμηνεία των τραγουδιστών.
Και στα ένδεκα κομμάτια του δίσκου σαν βάση της ορχήστρας ο νεαρός συνθέτης και ενορχηστρωτής χρησιμοποιεί το γνωστό πυρήνα της λαϊκής ορχήστρας με τους μοναδικούς ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ και ΚΑΡΝΕΖΗ στα δύο μπουζούκια. Στα ορχηστρικά όμως κομμάτια το συγκρότημα αυτό ενισχύεται με μια ορχήστρα εγχόρδων κι’ ένα ξύλινο πνευστό, που δίνουν την ευκαιρία στο ΔΗΜΟ ΜΟΥΤΣΗ να επιτύχη μια πλούσια ποικιλία εναλλαγής των δύο κυριωτέρων ρυθμών του Ελληνικού τραγουδιού που είναι ο χασάπικος και ο ζεϊμπέκικος (όπως στο «Είχαμε περηφάνεια») να αναπτύξη σε μικρή σουϊτα ένα ζεϊμπέκικο χορό («Με ένα παράπονο») και να καταλήξη σε ελεύθερη μουσική επεξεργασία ενός βυζαντινού θέματος («Για δυό μικρά καλογεράκια») κατά τρείς διαφορετικούς τρόπους, τον ανατολίτικο, το δυτικό και τον καθαρά Ελληνικό, που βρίσκεται συνήθως στο μέσο των άλλων δύο.
Στο ερμηνευτικό μέρος ο δίσκος «ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ» εμπλουτίζεται από τους μοναδικούς κορυφαίους τραγουδιστάς ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ και ΣΤΑΜΑΤΗ ΚΟΚΟΤΑ, ως και από την νέα αποκάλυψη της Κολούμπια ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ.
Οι στίχοι του όλου έργου ανήκουν στο γνωστό δημιουργό των μεγάλων επιτυχιών της Κολούμπια, ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ.»
.jpg)
Ο ποιητής Νίκος Γκάτσος είναι ο
“γνωστός δημιουργός των μεγάλων επιτυχιών της Κολούμπια”(!), τον Μούτση τον χαρακτηρίζει
“η ωριμότης στην ενορχήστρωσιν και την διεύθυνσιν της ορχήστρας”, ο
“γνωστός πυρήνας της λαϊκής ορχήστρας” έχει ονοματεπώνυμα, ο
“Ελληνικός τρόπος βρίσκεται συνήθως ανάμεσα στον ανατολίτικο και το δυτικό”(!), ο Μπιθικώτσης και ο Κόκοτας είναι οι
“μοναδικοί κορυφαίοι τραγουδισταί” και η
“νέα αποκάλυψη της Κολούμπια” ακούει στο όνομα Δήμητρα Γαλάνη! Με αυτό τον γλαφυρό τρόπο, ο συντάκτης του σημειώματος ασκεί μια μορφή …μάρκετινγκ που, με τα σημερινά δεδομένα φαντάζει υπερβολική, ακόμα και αστεία. Κι όμως! Ήταν ο τρόπος (ίσως όχι ο μοναδικός) να παρουσιαστεί η καινούργια δουλειά ενός νέου μουσικού σε μια εποχή που, τόσο ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών όσο και η διαμόρφωση της αισθητικής μιας μεγάλης μερίδας του κοινού, απαιτούσαν αφ’ ενός τη διαφήμιση της αποκλειστικότητας και των …ικανοτήτων των συντελεστών του δίσκου και αφ’ ετέρου την “τεκμηρίωση” των όσων πρόκειται να ακούσει ο ακροατής μέσα σ’ αυτόν. Μια μέθοδος που σίγουρα στις μέρες μας θεωρείται παντελώς άχρηστη και ξεπερασμένη, τον καιρό εκείνο είχε τη σημασία της. Ο ακροατής είχε ανάγκη να πειστεί στο γιατί το «Ένα χαμόγελο» έχει λόγο ύπαρξης στην ελληνική μουσική παραγωγή. Και η εταιρεία όφειλε να στηρίξει την επιλογή της, πλαισιώνοντας απ’ την μία μεριά τον δίσκο με τα πιο δυνατά “χαρτιά” της (ας μην ξεχνάμε τι σήμαιναν εκείνη την εποχή τα ονόματα του Παπαδόπουλου και του Καρνέζη, του Μπιθικώτση και του Κόκοτα), υποστηρίζοντας παράλληλα το ίδιο το περιεχόμενο του δίσκου με μία …“μουσικολογική ανάλυση” εντελώς άστοχη και ατεκμηρίωτη, αγνή όμως στις προθέσεις της.
.
Όσον αφορά τώρα το περιεχόμενο του δίσκου, το «Ένα χαμόγελο» αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της πρώτης περιόδου του Δήμου Μούτση, αυτής που ξεκίνησε με το «Κάποιο καλοκαίρι» και ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με το «Δρομολόγιο», πριν δηλαδή ο Μούτσης εγκαταλείψει για πάντα τις λαϊκές φόρμες και στραφεί σε πιο φολκ – ροκ δρόμους. Με τη μουσική του να πατάει σταθερά στους λαϊκούς δρόμους εμπλουτίζοντάς τους παράλληλα με στοιχεία της δυτικής μουσικής κουλτούρας, σε μία ισορροπία αξιοθαύμαστη και σπάνια για τα δεδομένα της εποχής. Υποστηρίζει με τον καλύτερο τρόπο τους στίχους του Νίκου Γκάτσου και καταφέρνει να κάνει τραγούδια που εντάσσονται πλήρως στο κλίμα της εποχής αλλά δε μοιάζουν με τα υπόλοιπα των ομότεχνών του. Το ταλέντο του Μούτση να πλάθει μελωδίες που μπορούν εύκολα να αποτυπωθούν στη μνήμη του ακροατή και να σιγοτραγουδηθούν, χωρίς όμως να μιλάμε για μουσικές απλοϊκές και πρόχειρες, αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του δίσκου. Αλλά και στα ορχηστρικά κομμάτια, μπορεί να μη συμβαίνει ακριβώς το …πάντρεμα “ανατολίτικου” και “δυτικού” τρόπου όπως μας ενημερώσει με τόσο γλαφυρό τρόπο ο συντάκτης του σημειώματος του δίσκου, όμως τολμάει να πειραματιστεί με διαφορετικά ηχοχρώματα που σίγουρα για την εποχή ήταν κάτι προχωρημένο. Παράλληλα, ο Νίκος Γκάτσος, μέγας τεχνίτης του λόγου, σκαλίζει στίχους άμεσους, γεμάτους εικόνες, με μια ανάλαφρη διάθεση, ανάλογη των λαϊκών τραγουδιών της εποχής.
Όμορφα πού ‘ναι στο γιαλό
να με φιλάς, να σε φιλώ
έβγαλε ο ήλιος βόλτα το φεγγάρι
δεν είδε η θάλασσα πιο ταιριαστό ζευγάρι.
Όμορφα πού ‘ναι στη στεριά
στον ίσκιο, στην κληματαριά
όμορφα πού ‘ναι και τα δυο σου μάτια
μου κάνανε την καρδούλα μου κομμάτια…


Ίσως είναι περιττό να γίνει οποιαδήποτε αναφορά στην εκπληκτική ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Αξίζει μονάχα να ακούσει κανείς ξανά το
«Αύριο πάλι» και το
«Μ’ ένα παράπονο» και να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που τον έκανε να διαφέρει από όλους τους λαϊκούς ερμηνευτές του καιρού του (αλλά και των νεότερων). Ο απόλυτος έλεγχος της φωνής, οι ανάσες του, τα πατήματά του στην κάθε νότα και την κάθε φράση, η αξεπέραστη τεχνική του σε συνδυασμό με το ανάλογο συναίσθημα, όλα όσα δημιούργησαν το μύθο της φωνής του Γρηγόρη Μπιθικώτση τα συναντάμε και στα τρία τραγούδια που ερμηνεύει στο δίσκο. Δίπλα του, ο Σταμάτης Κόκοτας ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στις απαιτήσεις των δύο ακόμα τραγουδιών του Δήμου Μούτση, συμπληρώνοντας με την ιδιαίτερη ερμηνεία του τη γενικότερη αισθητική του δίσκου.
.jpg)
Το «Ένα χαμόγελο» σηματοδοτεί παράλληλα και την αρχή μιας λαμπρής καριέρας. Η Δήμητρα Γαλάνη στέκεται για πρώτη φορά μπροστά στο μικρόφωνο ενός στούντιο ηχογραφήσεων ξεκινώντας την περιπέτειά της στο ελληνικό τραγούδι που κρατάει εδώ και 40 χρόνια! Το συμβόλαιο της με την Columbia το υπέγραψε …ο πατέρας της, μιας και η ίδια ήταν μόλις 16 χρονών! Η ίδια θυμάται:
«(…)Αρχίζουμε να κάνουμε πρόβες, ατέλειωτες ώρες με τον Δήμο. Ξημεροβραδιάζομαι στο σπίτι του και δουλεύει πάρα πολύ με τη φωνή μου. (…)Στις αρχές ήταν πολύ βασανιστικό το studio. Άπειρη, άψητη φωνή, έκλεινε πολύ εύκολα. Από την άλλη όμως, απ’ την αρχή αισθάνθηκα ότι εκεί μέσα ήταν ο απόλυτα φυσικός μου χώρος». Η εφηβική φωνή της Δήμητρας Γαλάνη δίνει στο δίσκο μια ανέμελη πνοή δίπλα στις στιβαρές ερμηνείες του Μπιθικώτση και του Κόκοτα. Μια ισορροπία που είναι απαραίτητη μιας και το ειδικό βάρος των δύο κύριων ερμηνευτών είχε ανάγκη από μια νεανική παρουσία ώστε το αποτέλεσμα να έχει ποικιλία και εναλλαγές. Στα δύο τραγούδια που ερμηνεύει η Γαλάνη η φωνή της είναι σχεδόν αγνώριστη! Εύκολα όμως μπορούσε κανείς από τότε να αναγνωρίσει πίσω απ’ την άψητη, όπως αναφέρει και η ίδια, φωνή εκείνου του ανήλικου κοριτσιού, την στόφα μιας μεγάλη ερμηνεύτριας.
..Μπορεί τα τραγούδια του δίσκου αλλά και ολόκληρης εκείνης της πρώτης περιόδου του Δήμου Μούτση να μην υποστηρίχτηκαν αργότερα απ’ τον ίδιο, παραμένει όμως μία περίοδος εξαιρετικά δημιουργική για το συνθέτη, σε μια εποχή που είχε δημιουργηθεί παράλληλα και ένα ισχυρό μπλοκ νέων ταλαντούχων δημιουργών που άλλαξε εν μέρει και την αισθητική του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Και μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει κανείς αυτό όταν, ακούγοντας ραδιόφωνο, ξαφνικά ακούει τον Μπιθικώτση να τραγουδάει: «Αύριο πάλι θα ‘ρθω να σε βρω / κρίμα που δεν με πιστεύεις / κρίμα που μ’ αφήνεις μόνο μου να ζω» ή τον Κόκοτα στο: «θα θυμηθείς το δάκρυ μου κι εσύ καμιά φορά / καράβι περιμένει στο γιαλό / τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό». Η ίδια έκπληξη μας συνεπαίρνει κάθε φορά κι ας έχουμε ακούσει εκατοντάδες φορές αυτά τα τραγούδια! Είναι εκείνο το άρωμα των τραγουδιών που με τη γλύκα τους και την αυθεντικότητά τους μπορούν να μας αναγκάσουν να παρατήσουμε για μια στιγμή αυτό που κάνουμε για να σιγοτραγουδήσουμε ένα ρεφρέν, κάτι απ’ το κουπλέ˙ δεν έχει σημασία τι, ότι θυμόμαστε! Είναι ο τρόπος που έχουν κάποιοι δίσκοι να παραμένουν ζωντανοί κι ας έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που ηχογραφήθηκαν, κι ας έχουν ισοπεδώσει οι μπουλντόζες το κτίριο που στεγάζονταν τότε το studio της Columbia όπου ηχογραφήθηκαν, κι ας χαμογελάμε με τον αδέξιο τρόπο που ο συντάκτης του κειμένου που συνόδευε το δίσκο ακροβατεί ανάμεσα στην γραφικότητα και την υπερβολή.
Όλ’ αυτά έχουν πολύ μικρή σημασία όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης παίρνει ανάσα και μας τραγουδάει:
Ήθελα κάτι να σου πω
και στο τραπέζι σου θα ‘ρθώ
μ’ ένα παράπονο
μ’ ένα παράπονο πικρό,
να σε καλησπερίσω.
Έχεις αφήσει μια ψυχή
στην παγωνιά και στη βροχή
μ’ ένα παράπονο
μ’ ένα παράπονο πικρό,
θα στο ξαναθυμίσω.
Αν είσαι άντρας με καρδιά
Φέρ’ την μαζί σου μια βραδιά
μ’ ένα χαμόγελο
μ’ ένα χαμόγελο ζεστό
να σε καλωσορίσω.
..