Πριν ακριβώς από ενα χρόνο, την Τετάρτη 28 Μαρτίου 2007, το πατάρι του βιβλιοπωλείου γέμισε από τους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου. Και ήταν όλοι εκεί: ο Σταμάτης Κραουνάκης, η Δήμητρα Γαλάνη, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, ο Βασίλης Λέκκας, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, το Τρίφωνο, μέλη από την Σπείρα – Σπείρα και πολλοί άλλοι. Κάποιοι μίλησαν, κάποιοι άλλοι τραγούδησαν...
Απομαγνητοφώνησα σήμερα και δημοσιεύω το κείμενο που έγραψε και διάβασε η Ιωάννα Καρυστιάνη εκείνη τη βραδιά στο βιβλιοπωλείο Ιανός, εγκαινιάζοντας στο Άρωμα του Τραγουδιού ένα ακόμα μπουκαλάκι με ακριβό άρωμα στιχουργού. Αυτό της Λίνας Νικολακοπούλου.

Θυμόμαστε και ταυτοποιούμε πρόσωπα με το τραγούδι τους. Ο μερακλής της γειτονιάς πήγαινε με το «Θα σπάσω κούπες». Ένας καστανομάλλης έρωτα πλάγιαζε σε μια «Θάλασσα πλατιά». Η κολλητή στο πανεπιστήμια ατένιζε μέρα – νύχτα ένα «Χάρτινο φεγγαράκι». Ο σουβλατζής της γωνίας ξεφλούδιζε τη μπάλα του γύρου με την «Αφιλότιμη». Ο συνάδελφος στο γραφείο εδώ και χρόνια συνεννοείται μόνο με τη «Ρόζα». Η Μαρία τάδε ζει με το «Let it be». Ο νεαρός του φωτοτυπάδικου σφυρίζει τακτικά το «Nothing compares to you» και η Σαλονικιά ξαδέρφη «Κυκλοφορεί κι οπλοφορεί». Τα αγαπημένα τραγούδια γίνονται 10, 20, 30, 60 χρόνων και μείς εορτάζουμε τη δύναμή τους, μεγαλώνουμε μαζί τους, αντέχουμε μαζί τους.
Ο Λαμπεντούζα στον «Γατόπαρδο» λέει πως «οι Σικελοί αντιλαμβάνονται τα πάντα, μόνον μέσω της θλίψης. Η θλίψη είναι η γέφυρα πρόσληψης, γιατί αυτήν διαθέτουν, αυτήν ξέρουν». Και στον τόπο μας, τουλάχιστον μέχρι και τη γενιά μου, για άξιους λόγους, η θλίψη ήταν η μεγάλη αρχόντισσα. Ερωτευτήκαμε, βεγγερίσαμε, χορέψαμε, κηδέψαμε, διαδηλώσαμε την περηφάνια των θλιμμένων τραγουδιών, γλεντήσαμε την μελαγχολία τους στις νότες και στις λέξεις.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην ομαδική φωτογραφία των σπουδαίων στιχουργών, τρύπωσε ένα κορίτσι, ζιζάνιο της νέας μετά τη δικτατορία εποχής. Οι μεγάλοι: Νίκος Γκάτσος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, με την οξυδέρκεια και τη γενναιοδωρία του αληθινού καλλιτέχνη, της έκαναν αμέσως χώρο να σταθεί δίπλα τους. Δε την ξεροψήσανε αναμένοντας κάμποσους επόμενους δίσκους για να την τσεκάρουν. Άλλωστε, οι κορυφαίοι καλλιτέχνες δε δημιουργούν ιερατεία, δεν εξοργίζονται με το καινούργιο, προκύπτουν από τη βαθιά ανάγκη για την τέχνη, τη χαίρονται κι έχουν πάντα την αδημονία για το νέο αίμα. Η Λίνα Νικολακοπούλου χωρίς ίχνος αυθάδειας, απαλά αλλά και ανυποχώρητα, κόμισε στη στιχουργική τα νιάτα της. Τα δικά της και της γενιάς της. Δίχως παντιέρες ρήξης και επίδειξη μοντερνισμού, με γνώση, με σεβασμό στις στέρεες λέξεις, ανανέωσε την παλιά θλίψη, την πήρε από το πριν και την συνταίριασε στις συχνότητες της νέας εποχής.
Η νέα εποχή έφερε μια γιορτή ελευθερίας με μεγάλη αβεβαιότητα, με πολύ αμηχανία, με καινούργιες υποψίες κι έδωσε χώρο να φανεί ο εαυτός του καθενός σκέτος και ασυντρόφευτος, όταν αραίωσαν οι ευφορικές συλλογικότητες μέσα στις οποίες είτε είχαμε στοιχηθεί αποφασισμένοι και ζωηροί – ζωηροί, είτε είχαμε κρυφτεί. Με τους στίχους της, η Λίνα νομιμοποίησε για λογαριασμό μας το δικαίωμα στην ατομικότητα, αποενοχοποίησε τη μοναχικότητα, είδε με καλό μάτι την εσωστρέφεια, στήριξε τις αδέσποτες ώρες. Μας κράτησε συντροφιά στις πρωτόγνωρες και παράξενες μέρες. Μας είπε: “δεν πειράζει, μη το κάνουμε θέμα, μη μας φάει κι άλλο ο βραχνάς, θα τα βρούμε, θα βρισκόμαστε αλλού”. Έγραψε και γράφει για την καθημερινότητα. Βάζει ποίηση στη ρουτίνα. Βγάζει το μελό από τη νοσταλγία. Δεν της πάει η μεγαλοστομία. Δεν ξερογλείφεται με την αποπλάνηση. Παράγει ουσία χωρίς να αντλεί από τη σκοτεινιά το πένθος, το ποινολόγιο της ζωής. Αναδεικνύει την πολυσημία μικρών συνηθισμένων στιγμών, κάνει τραγούδια «για το τίποτα γραμμένα».
Καμιά φορά η τέχνη βοηθάει τους ανθρώπους να ξαποστάσουν από την πίεση που σπρώχνει απ’ έξω κι από μέσα, ανασταίνει το κουράγιο, γοητεύει με την αλαφράδα και μια κατά καιρούς απαραίτητη περιπαιχτική διάθεση για τη ζωή, σαν παιδική σκανταλιά, σαν εφηβική τρέλα. Αποφορτίζει και αποδραματοποιεί. Βάζει τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Η Λίνα λοιπόν, μάς κατάφερε να τραγουδήσουμε και τραγούδια που δεν απολογούνται για το παρελθόν, δε στηλιτεύουν το παρόν, μαλάκωσε την ακαμψία μας, μας έπεισε ότι η τρυφερότητα και ο γλυκός τρόπος δεν είναι αντεπανάσταση και εκτός νόμου στις αναζητήσεις μας. Τα τραγούδια της γίνανε επιτυχίες γιατί ο κόσμος τα περίμενε. Είχε την προσμονή που εγκυμονούν κάποιοι καιροί.
Κάτι μας τρώει ως ανάγκη, ως επιθυμία, απροσδιόριστο κι έρχεται η τέχνη και μας το αποδίδει με μια ταινία, με δυο βιβλία, με ζωγραφικές και τραγούδια. Οι στιχουργοί βάζουν τη διατύπωση λιτά, συνοπτικά και καίρια στις μπερδεμένες σκέψεις πολλών ανθρώπων. Όπως λέει η ίδια: όταν δε μπορείς να πεις αυτό που θες και «τα λόγια σου ζαλίζουν το κεφάλι». Οι στίχοι τραγουδιών γεννιούνται εκεί που γεννιέται η ποίηση, η πεζογραφία, το σενάριο, το θεατρικό έργο. Είναι σωθικά λογοτεχνίας. Κάθε καλό τραγούδι είναι απόσταγμα εμπειρίας, συναισθημάτων, επεξεργασία ζωής και γλώσσας, ακροβασία σε τρία μόλις λεπτά που καλούνται να καταυγάσουν μια ολόκληρη εποχή, μια ολόκληρη περιδιάβαση σε μύχιες πτυχές, έναν ολόκληρο έρωτα από την πρώτη σπίθα ως τις στάχτες του.
Η Λίνα στους στίχους της προλαβαίνει να διηγείται με όλες τις λεπτομέρειες την κάθε ιστορία της. Φτιάχνει το σκηνικό, βάζει τα χρώματα, τα χιόνια, τα βαπόρια, τα τραίνα, τις παραλίες, τα δωμάτια. Ανεβάζει την «τέντα στο μπαλκόνι», μαζεύει τσαλαπετεινούς, χελιδόνες και παγώνια. Πότε φτιάχνει μια «Πίστα από φώσφορο», πότε στρώνει τα μωσαϊκά, διαλέγει τα ρούχα (μπλούζα, μαύρο μεσοφόρι κι άσπρο φουστάνι), στολίζει την πραμάτεια της κι εκεί που «Τόσο εμείς πουθενά», να ‘μαστε στην ατμόσφαιρα που φιλοτεχνεί από καρδιάς για να μας φιλέψει με φιλιά, όνειρα, λυγμούς και προσευχές τα κεράσματα μιας συγκίνησης που δε μας κουρελιάζει αλλά μας ανασυγκροτεί. Κι όταν τρωγόμαστε με τους άλλους ή με τον εαυτό μας, η Λίνα με λόγια δραστικά και σταράτα μας καλμάρει και μας ενώνει.
Το χάρισμά της πατάει γερά. Κουβαλάει τα διαβάσματά της: το σύμπαν ποιητών από τον Καρυωτάκη ως το Σεφέρη κι απ’ τον Ελύτη ως τη Δημουλά. Αλληλογραφεί με τους ομοτέχνους της και τους δοξάζει με ευγνωμοσύνη και ευγένεια όλους: απ’ την Παπαγιαννοπούλου ως το Σαββόπουλο κι απ’ τον Παπαδόπουλο ως τον Γκανά, παράγοντας το ήθος της συνέχειας και του διαλόγου. Μια αρετή που προκύπτει από τη ευφυΐα και την αυτοπεποίθησή της για την κατά-δική της σαφή και πλούσια κι όλας κατάθεση.
Από το ξεκίνημά της με τον Σταμάτη Κραουνάκη του θρυλικού τσούρμου της Παντείου, καμικάζι της αντιηρωικής πρότασης, ντουέτο απόλυτης ισοτιμίας και ανθεκτικής φιλίας που αστράφτει στις δουλειές τους ως στάση ζωής. Μετά με το Σπανό, τον Χατζηνάσιο, τον Μικρούτσικο, τον Bregovic, τον Θεοδωράκη, τον Αντύπα, τον Σπάθα και πόσους άλλους, με φωνές που αναγνωρίζουμε από την πρώτη νότα και τους παραδινόμαστε άφοβα: Μοσχολιού, Γαλάνη, Πρωτοψάλτη, Αλεξίου, Μητσιάς, Μακεδόνας, Μαρίνος, Μαρινέλλα, Λέκκας και οι αποψινοί θαυμάσιοι φίλοι, όλοι τους τυχεροί ο ένας με τον άλλο κι εμείς οι ακροατές πιο τυχεροί με τα τραγούδια τους που τα αγαπήσαμε για τη γενναία κατάφαση στην περιπέτεια της ζωής.
Της οφείλω και την ευχαριστώ για ένα πολύ χειμωνιάτικο και ανάποδο Σάββατο, πάνε κάτι χρόνια, που έφυγα από το σπίτι υπό καταρρακτώδη βροχή στις πεντέμιση το πρωί, πήγα με το αυτοκίνητο στη Ραφήνα, πήρα το βαπόρι για την Άνδρο, έκανα το γύρο του νησιού και γύρω στις δώδεκα βρέθηκα στο Σινετί, μικρή άγρια παραλία, ψόφος, ερημιά, απόκρημνα βράχια και στρώματα φύκια, τοπίο αλά «Δαμάζοντας τα κύματα». Σε τέσσερεις ώρες άδειασα ένα θερμός με καφέ, έλιωσα στο κασετόφωνο τα «Σκουριασμένα χείλη» τραγουδώντας με τη Μοσχολιού ξανά και ξανά «Να σου λερώνω το φιλί» και αργά το απομεσήμερο, ηδονικά σαλεμένη, πήρα το δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα.
Της οφείλω μερικά πολύτιμα μεθύσια πάλι στην Άνδρο, πάλι χειμώνας, πάλι μόνη, οχτώ – δέκα τσικουδιές τη φορά για το «Μαμά γερνάω», το «Κανονικά», την «Έξοδο κινδύνου», τη «Θάλασσα». Την ευχαριστώ για την μουσική υπόκρουση όταν έγραφα πρώτο χέρι το μεσαίο κεφάλαιο της «Μικράς Αγγλίας» και είχα στο χαμηλό για μέρες το «Ποτέ». Την ευχαριστώ για ένα δίωρο τηλεφωνικό ρεσιτάλ προχθές το βράδυ, όταν με πήρε ένας σύντροφος της νιότης από την Αμερική να μου ζητήσει να του τη φιλήσω για λογαριασμό του και πιάσαμε να την τραγουδάμε στην αρχή συνωμοτικά, μετά με εξεγερμένα λαρύγγια σαν μπράβοι της νοσταλγίας του ανέφικτου, εκείνος άσχημα βραχνιασμένος κι εγώ με κρίσεις τσιγαρόβηχα. (στο σημείο αυτό η Ιωάννα Καρυστιάνη διακόπτεται από τα παλαμάκια του κοινού).
Μαζί με τον Παντελή, της οφείλουμε ένα πολύ ευτυχισμένο βράδυ πριν από λίγο καιρό, μόλις τέλειωσε η εκπομπή με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και κείνην, κι οι δυο μας κεφάτοι και γεμάτοι κλείσαμε την τηλεόραση, πιάσαμε χαρτί και μολύβι κι αρχίσαμε το διαγώνισμα: να γράφουμε τα ονοματεπώνυμα συνθετών, στιχουργών και τραγουδιστών που μας έχουν χαρίσει λίγα ή πολλά υπέροχα τραγούδια. Και η ώρα περνούσε και θυμόμασταν και τούτον και τον άλλον και την άλλη και συμπληρώναμε κι άλλες σελίδες, πολλές σελίδες.
Τα τραγούδια είναι τα υπάρχοντά μας.
Δε θα ξεμείνουμε ποτέ από μαγικά τρίλεπτα.
Ιωάννα Καρυστιάνη (βιβλιοπωλείο Ιανός, Τετάρτη 28 Μαρτίου 2007)
