Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

“Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις; Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις…”

.
Ένας δίσκος: «Ο Χρονοποιός» του Διονύση Σαββόπουλου, πριν από 9 χρόνια ακριβώς.
Κι ένα κρυμμένο track. Ένα τραγούδι που δεν αναφέρεται στη λίστα των τραγουδιών, ούτε οι στίχοι του είναι γραμμένοι στο εσώφυλλο. Το ανακαλύπτει κανείς μόνο ακούγοντας τον δίσκο, και μαθαίνει τον τίτλο του ένα χρόνο μετά, όταν με αυτό το τραγούδι ο Σαββόπουλος κλείνει την παράσταση «Σαββόραμα» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
.
«Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου», λοιπόν. Και ο Σαββόπουλος έκανε πάλι το Θαύμα του!

Σκίτσο του Αλέξη Κυριτσόπουλου


Πρωτοχρονιές σε χρόνους άλλους
Πρωτοχρονιές με τους μεγάλους
μικρός εσύ, μικρός κι ο χρόνος
αλλάζατε κι οι δυο συγχρόνως.

Λίγο μετά, στα δεκαεφτά
με τους γονείς σου ήσουν πάλι
μα αισθανόσουν ήδη απών
σε συντροφιά συμμαθητών
το σπίτι σου έχανε εξουσία
κι ο χρόνος την κρυφή του ουσία.

Ύστερα γιόρταζες με φίλους
σ’ ένα δωμάτιο καπνού
το Θαύμα πάλι ήταν αλλού
στις παιδικές Πρωτοχρονιές σου
στον χρόνο που άλλαζε μαζί σου
πριν μεγαλώσει η αντίστασή σου.

Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις
Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις
την λίγη πίστη του ενηλίκου
στην παιδική ανατολή του.

Πρωτοχρονιές, γιορτές του χρόνου
Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου
πως θα τις γιόρταζες εσύ
τώρα που έχεις το κλειδί;

Μικρό κλειδί και σ’ οδηγάει
σ’ ένα παράσπιτο στο πλάι
σ’ ένα μικρό – μικρό πλανήτη
πλάι στο μεγάλο άδειο σπίτι.

Πάει ο καιρός που οι δικοί σας
σκηνοθετούσαν τη γιορτή σας
και είσαι συ που πρέπει τώρα
να υψώσεις της γιορτής τα δώρα.

Ποιος θα νοιαστεί και ποιος θα παίξει
Χρονοποιός ας είναι η λέξη
γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα.


Μια διαδρομή απ’ την παιδική ηλικία στην εφηβεία, την νεότητα, και ύστερα στην απότομη ενηλικίωση. Κι όλ’ αυτά, για να “ξανακερδηθεί η χαμένη γιορτή”. Ο Σαββόπουλος κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα απ’ όλα: μεταμορφώνει το προσωπικό βίωμα σε κοινό. Αγγίζει (για ακόμα μία φορά) την πραγματική ρίζα του τραγουδιού, εκείνου που δεν περιγράφει απλά προσωπικές στιγμές του δημιουργού του, αλλά μετατρέπει τις στιγμές αυτές σε Κοινωνία, σε αισθήσεις και καταστάσεις που όλοι έχουμε ζήσει μα δε μπορέσαμε να βρούμε τα λόγια να περιγράψουμε. Εκεί έρχεται ο δημιουργός να αποδώσει για δικό του αλλά και δικό μας λογαριασμό, εικόνες ακριβές που έχουν θαφτεί κάτω από το βάρος της ενήλικης καθημερινότητάς μας.

Η γιορτή της Πρωτοχρονιάς είναι μόνο η αφορμή. Οι “Πρωτοχρονιές με τους μεγάλους”, αργότερα η επανάσταση της εφηβείας, “ήδη απών” από την οικογενειακή γιορτή, και με τον χρόνο να “χάνει την κρυφή του ουσία” όσο απομακρύνεται από την παιδική ηλικία, όλες οι εικόνες να περνάνε σαν φιλμ μέσα απ’ το τραγούδι και να φτάνουμε γρήγορα, σχεδόν βίαια, σε μια ενηλικίωση που κάποτε ήταν πολυπόθητη και τώρα πια σχεδόν αβάσταχτη. Όσο η οργάνωση της γιορτής ήταν σε χέρια άλλων, είχαμε την πολυτέλεια τόσο της απόλαυσης όσο και της κριτικής. Τώρα; Τώρα που έχουμε εμείς πια το “κλειδί”, πως θα στήσουμε αυτή τη γιορτή απ’ την αρχή δίχως να κάνουμε τα ίδια λάθη, δίχως η γιορτή να καταλήξει σε ένα μεγάλο φιάσκο, μια εκτόνωση και τίποτα παραπέρα; Έχουμε εκπαιδευτεί εδώ και χρόνια να τακτοποιούμε όλες τις εκκρεμότητες στην ώρα τους, να είμαστε τυπικοί στη δουλειά μας και σε όλες τις υποχρεώσεις μας. Τι γίνεται όμως με τη Γιορτή; Θα καταθέσουμε κι εδώ ψυχή και σώμα, σε κάτι που εντέλει μας αφορά πολύ περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα;

Πονάει η ερώτηση˙ όχι γιατί δεν υπάρχει απάντηση, αλλά γιατί η απάντηση απαιτεί να ξεπεράσουμε τον κακό εαυτό μας, να επιστρατεύσουμε την φαντασία μας, να πραγματοποιήσουμε ένα δύσκολο κι επίπονο ταξίδι: την επιστροφή στην παιδική ηλικία. Σε κείνη την ηλικία που μοιάζει να περιμένει πάντα υπομονετικά να την επισκεφτούμε ξανά. Αμετακίνητη παραμένει σε μια άλλη χρονιά, έτοιμη όποτε θελήσουμε να την ανακαλέσουμε και να γευτούμε ξανά τα δώρα της. Και τότε η γιορτή θα είναι σίγουρα ξεχωριστή. Δίχως να κάνουμε τα ίδια λάθη, χωρίς την κάλπικη χαρά της εκτόνωσης και του στημένου γλεντιού. Σε μια γιορτή που δε θα έχουν θέση οι γνωστές καθωσπρέπει συμπεριφορές μας. Μια γιορτή – κοινωνία, πλούσια σε συναισθήματα, αληθινή στα αγγίγματά μας και γνήσια στις ευχές μας. Όπως ακριβώς το λέει ο Σαββόπουλος στο τραγούδι του: “Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις, την λίγη πίστη του ενηλίκου στην παιδική ανατολή του”! Ο μάγος Σαββόπουλος καταφέρνει και πάλι να ταξιδέψει στα δικά μας βιώματα, την εντελώς δική μας ζωή, να απλώσει το χέρι και να μας οδηγήσει στην πιο αληθινή γιορτή. Την πραγματική γιορτή του καθενός ξεχωριστά. Αυτή που πάντα θέλαμε να διοργανώσουμε, μα ποτέ μέχρι τώρα δεν καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε.


Μια τέτοια Γιορτή ας είναι η φετινή Πρωτοχρονιά.

Τις πιο θερμές ευχές μου σε όσους τύχει να περάσουν από το «Άρωμα του Τραγουδιού» αυτές τις μέρες.

Καλή Χρονιά σε όλους.
.
.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

“Ολίγα περί του ζωγράφου Σταθόπουλου και περί των μοναχικών ασχολιών του…”

.
“Όταν εκθέτω τα έργα μου στον κόσμο νιώθω απογυμνωμένος και εκτεθειμένος.
Στις εκθέσεις διαπιστώνω τις καλλιτεχνικές αδυναμίες μου”
.
.
Είναι σίγουρα, ο πιο αναγνωρίσιμος εικαστικός καλλιτέχνης του καιρού μας. Ο Γιώργος Σταθόπουλος δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις˙ κι αν το Άρωμα του Τραγουδιού επέλεξε να αποχαιρετήσει το 2008 με μια αναφορά στο έργο του, είναι γιατί υπάρχει περισσότερο από κάθε άλλη φορά η ανάγκη να θυμηθούμε ξανά την εποχή που ο δίσκος αποτελούσε ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό γεγονός. Την εποχή που στα εξώφυλλα των δίσκων δε φιγουράριζε η φωτογραφία του τραγουδιστή, αλλά ένας ζωγραφικός πίνακας που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της αισθητικής και του καλλιτεχνικού αποτελέσματος ολόκληρου του δίσκου. Και ο Γιώργος Σταθόπουλος είναι ο ζωγράφος που το έργο του συνδέθηκε άρρηκτα με μεγάλους κύκλους τραγουδιών, σε σημείο που να συμπληρώνει με την εικόνα του τη μουσική. Γιατί τα έργα του Σταθόπουλου περικλείουν μουσική. Γιατί, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς την «Αθανασία» ή την "Ρωμαϊκή Αγορά" του Μάνου Χατζιδάκι δίχως τα ζωγραφικά έργα του Γιώργου Σταθόπουλου. Δίσκοι του Μίκη Θεοδωράκη, του Νίκου Μαμαγκάκη, του Μιχάλη Γρηγορίου, του Σταύρου Ξαρχάκου, φυσικά του Μάνου Χατζιδάκι και πολλών άλλων, έχουν για μετόπη τα φωτεινά και γεμάτα χρώματα έργα του Σταθόπουλου. Και όλ’ αυτά τα έργα μαζί, ολοκληρώνουν θα έλεγε κανείς μια ευφάνταστη ζωγραφική έκθεση, έναν πελώριο καμβά γεμάτο από μουσική, ήχους και εικόνες μιας Τέχνης γνήσιας και αληθινής.
.
Δεν έχει όμως κανένα νόημα να συνεχίσω να μιλώ εγώ για την Τέχνη του Γιώργου Σταθόπουλου. Το καλύτερο είναι να μιλήσουν για εκείνον τρεις δημιουργοί και φίλοι του: ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίνως Αργυράκης και ο Σωτήρης Κακίσης. Τρία κείμενα και μία συνέντευξη του Γιώργου Σταθόπουλου στον Σωτήρη Κακίση, που ολοκληρώνουν με τον καλύτερο τρόπο το πορτραίτο ενός μεγάλου εικαστικού καλλιτέχνη, ενός ζωγράφου που η Τέχνη του παραμένει σύγχρονη και βαθιά λαϊκή.
.
.




















--------------------------------------------------------
.
.


Ολίγα περί του ζωγράφου Σταθόπουλου
και περί των μοναχικών ασχολιών του στην οδό του Μιθριδάτη
κι όταν τον προσκαλεί ο Αιγόκερως
σε μια νυχτερινή συνομιλία.
.
.
Ο Γιώργος Σταθόπουλος ασκεί την σιωπηλή του τέχνη μόνος στο εργαστήρι του. Ψάχνει και ανακαλύπτει σχέσεις χρωμάτων, σχεδίων και πουλιών. Το ένα πουλί μόνο του μες σε βαθύ γαλάζιο ουρανό. Το ίδιο πουλί, γκρίζο θανατερό κι ύστερα αρχαϊκό, σ’ ένα κεραμίδι περίγυρο.
Κι αντί να προσπαθεί να εξασφαλίσει μέσω εμπόρων και αρχών σφραγίδα, μια ταυτότητα που να τον λέει «σύγχρονο», αυτός επιζητεί την σύζευξή του με το απόκοσμο και το αληθινό.
Τα βράδια με τους φίλους του συνομιλεί κι επηρεάζεται βαθιά από τις αλλοιώσεις που επιφέρουν οι καιροί σ’ αυτόν, στους φίλους του και στον χώρο μες στον οποίο λειτουργεί μ’ ευαισθησία και σκέψη. Έτσι γίνεται ο ίδιος σιγά - σιγά μια ακτινογραφία πολύχρωμη της πόλης, των καιρών και των ανθρωπίνων σωμάτων.
Και πάλι ξανά, ώρες ατέλειωτες να σχεδιάζει μόνος του πόρτες, που δεν καλύπτουν εσωτερικό σπιτιού, μα μια απεραντοσύνη εφιαλτική, με θάλασσες και πολεμικά καράβια, και παράθυρα, που οδηγούν το βλέμμα μας στην παρανομία ενός ανήσυχου και ταραγμένου ονείρου, που διαβρώνει χρωματικά τις πολιτείες και τα χωριά, μακριά απ’ την μνήμη και την ξεθωριασμένη της γραφικότητα.
Ο Σταθόπουλος είναι στ’ αλήθεια αυτό που λέμε προικισμένος. Και εκ χωρίου καταγόμενος. Άλλ’ ευτυχώς γι’ αυτόν, δεν χόρεψε εθνικούς σκοπούς, ούτε και δέχθηκε κληρονομίες ανεξέλεγκτες. Χωρίς συνθήματα κι εύκολη γραφή, προχώρησε με γνήσια μέσα της ζωγραφικής, σαν άξιος κι αληθινός ζωγράφος που ’ναι, στην επίπονη καταγραφή της σύγχρονης απελπισίας, που αυτόματα γίνεται και εθνική.

Γι’ αυτό μας ενδιαφέρει.
.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
.

------------------------------------------------------------


Ο Σταθόπουλος συνεχίζει να ζωγραφίζει ανάμεσα σ’ ένα πέλαγος καλλιτεχνικού χάους, όπου οι διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι “μοντερνισμοί” και τα φανταχτερά κόλπα μοιάζουν με τα ξαφνικά και περαστικά κύματα της τρικυμίας που αφρίζουν, κάνουν θόρυβο και μονομιάς εξαφανίζονται.
Αντίθετα, η ζωγραφική του Σταθόπουλου δεν εξαφανίζεται. Μοιάζει με τη θάλασσα, τη γαλήνη. Τα ρεύματα του βυθού είναι η ρίζα της δουλειάς του. Η γαλήνη, η επιφανειακή, που εκφράζουν οι φόρμες του, δεν είναι νεκρή. Μόνο που το κύμα είναι υπόγειο. Και το αποτέλεσμα διαρκεί. Δεν σπάει πάνω στους βράχους και διαλύεται.
Σπάνια σήμερα συναντάς ζωγράφο, που το πρώτο πράγμα που κάνει το πρωί άμα σηκωθεί, είναι να ζωγραφίζει. Με την πραγματική έννοια της λέξης. Μοιάζει με τον χωρικό που, πρωί – πρωί, πηγαίνει στο χωράφι και πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά, στην καλλιέργεια. Για να δώσει καρπό. Κάθε πρωί σκύβει στο μουσαμά σαν να ‘ταν το χωράφι του και το οργώνει με τα πινέλα του, το ποτίζει με τα χρώματά του.
Ο σπόρος του δεν είναι εγκεφαλικός. Γεννημένος στην Προστοβά το 1944, ένα χωριό κοντά στο Αγρίνιο, άφησε την πατρίδα του, κουβάλησε μέσα στο ταγάρι του τα άρματά του κι ήρθε να σπουδάσει στην Αθήνα.
Μα όπου κι αν πάει, ότι κι αν κάνει, ποτέ δεν κόβει τις ρίζες του. Ούτε από τη δουλειά του ούτε από τη ζωή του. Απομονωμένος στο σπιτάκι του με την αυλή και την καγκελόπορτα, σ’ ένα ύψωμα της Γούβας, στην οδό Μιθριδάτου, συνεχίζει τη ζωή του, τη δουλειά του, μακριά από επιρροές και σχολές. Ζωγραφίζει σαν να τρώει τραχανά.
Ούτε ρομαντικός ούτε λυρικός είναι, όπως τον αποκαλούν. Είναι απλά ερωτικός και ποιητής. Ποιεί δηλαδή. Ποίηση σημαίνει για τον Σταθόπουλο ΠΡΑΞΙΣ, όπως το λέει και η λέξη. Πραγματοποιεί τους ερωτικούς του οραματισμούς.
Στην τελευταία του δουλειά κάνει ακόμα ένα άλμα. Ελευθερώνεται από παλιούς δεσμούς με τη Σχολή Καλών Τεχνών, παίρνει στα χέρια του όλο το βάρος της ζωγραφικής του κι αφήνεται στο ένστικτό του. Βασίζεται στον μοναδικό δάσκαλο όλων μας, τον εαυτό του. Ο καθένας με την δικιά του μοίρα.



Ο Σταθόπουλος είναι μια γάργαρη πηγή ανάμεσα στην αθηναϊκή πνευματική έρημο. Πετάει καρπό το δέντρο του, αναβλύζει νερό από τη ρίζα του. Εκεί, πάνω στο εργαστήρι του, πολλές φορές πολλοί φτασμένοι καλλιτέχνες τον επισκέπτονται, γιατί νιώθουν να έρχονται σ’ επαφή μαζί του.
Έχουν την ανάγκη να ξαναβρούν την πηγή τους. Όταν ακόμα ήταν άγνωστοι και αγωνίζονταν να δημιουργήσουν. Όταν πολεμούσαν με το υλικό τους. Έρχονται να πιούν το αθάνατο νερό.
Γιατί ο Σταθόπουλος δεν νηστεύει με ιδέες και ηθικές. Λειτουργεί…
.
.
ΜΙΝΩΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ

.
-----------------------------------------------------------



Μ’ ένα τραγούδι ανοίγει ο δρόμος για τους ουρανούς. Και για τους ουρανούς των χρωμάτων, των σκιών, των βλεμμάτων; Ποιος παράδεισος δεν είναι έγχρωμος, ποιά φύση χωρίς μπλε, ποιά σύννεφα χωρίς σχήμα; Και ποιός Θεός δεν είναι κόκκινος, φοίνιος σαν το αίμα, πάντα ζωντανός, πάντα τα πάντα ορών; Ποιός Θεός χωρίς θέα θα μπορούσε ποτέ να κρατήσει τον ορίζοντα, τη Γη μαύρη στα χέρια του, τη Σελήνη κίτρινη, τον Ήλιο ήλιο;

Του Σταθόπουλου τα περιγράμματα σαν αρχαίας λυρικής ποίησης. Οι μορφές του Ιππώναξ, Αλκμάν, Αρχίλοχος. Τα χρώματά του ασπίδα πολέμου πεσμένη στα χόρτα, χαρά μεγάλη της λάμψης μόλις ο εχθρός θα τη βρει, κι ο Σταθόπουλος σωσμένος όμως, έτοιμος μιαν άλλη, ίδια καλή και καλύτερη να φτιάξει. Τα σχέδιά του δηλαδή οι φωνές των πουλιών όλων, αηδόνια μ’ αφρικάνικα φτερά, παράξενα, λαών της Αθώας Αμερικής επίσημη ταπεινότητα, των Ίνκας, των Μάγια, των Αζτέκων ανάταση. Κι ενός κλέφτη μετά στο δικό μας Ερμή προσευχές, μελωδικό σφύριγμα. Χωρίς ενοχή ξαφνικά οι εικόνες του, στο Θεό-χωρίς-Θεό η ζωή, το έργο του αφιερωμένα.

Γιατί, στη συγκίνηση του φωτός μια ποίηση λουσμένη τί άλλο νά ‘ναι παρά Ταξίδι στ’ Αστέρια με μαγικό χαλί αήττητο και ρεμπέτικο, Καββαδίας κυμάτων κι αισθήσεων κατάδικός μας, σήματα μορς το καθένα γεμάτο Ουράνια Τόξα ολόκληρα, επιπλέον θάλασσες στις πόλεις μέσα, σαν διπλοτυπίες τέλεια αγκαλιασμένες μεταξύ τους, σαν στοπ-καρέ στο έργο λυτρωτικό, της πιο κρυφής έκφρασης υπερφωτισμός, αποκάλυψη. Όπως στην οθόνη του πιο καλοκαιρινού σινεμά μες στο χειμώνα εκείνο το σταμάτημα, η μικρή πυρκαγιά πριν το ρολάρισμα, πριν το πολύ σκοτάδι, πριν το άπλετο, εκτυφλωτικό μετά φως.

Έτσι ο Σταθόπουλος. Πονηρός. Πως δεν θέλει, δεν μπορεί, δεν ενδιαφέρεται. Κι ύστερα, από παντού επιβλητικές σημασίες, σε κάθε γωνία της μυθολογίας του κι άλλο Δωδεκάθεο, πίσω από κάθε γκρεμισμένη Ελλάδα του άλλη, πιο πλήρης, πιο δίκαιη, καθησυχαστικά μεταφυσική. Ελλάδες δεύτερες του Εδώ Κόσμου, κωπηλάτες ενός ανέμελου θανάτου του εμείς. Κι ας το πω κι εγώ όσο πιο ακριβώς γράφτηκε στο τραγούδι αυτό κάποτε, με ομοιοκαταληξία: Λάμπει τ’ ασημί του σπάρου μες στο μάρμαρο της Πάρου. Πως ζωγραφική χωρίς γαλάζιο του χώματος, χωρίς πράσινο των νεφών, χωρίς καφέ στων ποταμών την ανάποδη κίνηση, δεν γίνεται.
Πώς να γίνει;


ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΚΙΣΗΣ


Σωτήρης Κακίσης, Γιώργος Σταθόπουλος, Νίκος Χουλιαράς, Τζίμης Πανούσης, Γρηγόρης Ψαριανός
(αρχείο Σωτήρη Κακίση)

.
------------------------------------------------------------
.
.

Η συνέντευξη του Γιώργου Σταθόπουλου στον Σωτήρη Κακίση που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε το 2006 στην εφημερίδα «Το Βήμα».
.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ:
«Με κόλπα δεν γίνεται»...


από τον Σωτήρη Κακίση


Έχει πετύχει με τον πιο απλό τρόπο μια λαϊκότητα στις μέρες μας σπάνια. Τα έργα του με τα έντονα χρώματα και τα ήρεμα αρχαιοελληνικά σχέδια είναι από πολλούς πια αγαπητά και περιζήτητα. Ο ζωγράφος Γιώργος Σταθόπουλος, από την εποχή των εκλεκτών εξωφύλλων των δίσκων του Μάνου Χατζιδάκι και όχι μόνο, επιμένει στη διαύγεια των περιγραμμάτων, στων μορφών την όλο πάθος εξιδανικευμένη ανάταση.
Ο ίδιος, το ίδιο γήινος κι υπερβατικός μαζί, μιλάει πάντα χωρίς να μασάει τα λόγια του, χωρίς να ενδιαφέρεται για καμμία υποκριτική πολιτική. Τον συνάντησα πάλι στο μαγικό κι αιώνιο ατελιέ του στο Βύρωνα, στη Γούβα. Στα δάχτυλά του κίτρινο και μπλέ, τα ίδια χρώματα με τον πίνακα μπροστά του, θάλασσα κι αναταραχή το θέμα του, ιδέες και ανατροπές στα λόγια, στις φράσεις του:


-Για ζωγραφική ή για γυναίκες θα μιλήσουμε σήμερα, κύριε Σταθόπουλε;
Γιώργος Σταθόπουλος: Και τα δύο είναι επικίνδυνα, κύριε Κακίση. Δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε την κουβέντα και για τα δύο; Πυρ, γυνή και ...ζωγραφική, δεν λένε; Δεν τό ‘ χετε ακούσει ποτέ ώς τώρα;

-Πολλά έχω ακούσει ώς τώρα, αυτό πρώτη φορά τ’ ακούω, ομολογώ. Αν και θα μου φαινότανε πιο σωστό ως «Γυνή, ζωγραφική και θάλασσα», ιδίως για σας.
-Επιμένετε εσείς να μείνουμε στα θηλυκά. Αλλά θηλυκά χωρίς πυρ δεν γίνεται. ‘Αλλωστε, στα νέα ελληνικά και το πυρ έπαψε νά ‘ναι ουδέτερο, φωτιά έγινε, θηλυκό κι αυτό. Η ζωγραφική πάντως, όπως κι οι γυναίκες, εμένα μου φαίνονται πάντα επικίνδυνα. Σε σκοτώνουν αργά, και βασανιστικά.

-Η θάλασσα; Η φωτιά;
-Κι η θάλασσα, κι η φωτιά, βασανιστικό θάνατο επιφέρουν. Κι ο χρόνος τότε μοιάζει ατέλειωτος, όχι στιγμιαίος. Η ψυχή του ανθρώπου δεν βγαίνει εύκολα. Από την ώρα που γεννιέσαι ώς όποια ηλικία πας, ο θάνατός σου μεθοδεύεται, κι εκατό χρονών να γίνεις, η ψυχή εκεί, να μη σ’ αφήνει να την ...αφήσεις. Κι ο καθένας όσο αντέξει, σαράντα, πενήντα, εξήντα, εκατό χρόνια. Ο στόχος όμως στόχος!

-Του Φρόυντ δεν είναι αυτό; Η «άδολη εχθρότητα της φύσης» μία από τις τρεις πηγές της ανθρώπινης δυστυχίας;
-Μπορεί. Και στη φύση όλ’ αυτά που λέμε τώρα πρωτοστατούν, δεν πρωτοστατούν;

-Πώς μπλέξαμε τώρα με τις ψυχές και τον θάνατο, με το καλημέρα; Εδώ θρυλείται πως ο Σταθόπουλος είναι ο ζωγράφος της ζωής, πως δεν υπάρχει πόνος στο έργο του. Δεν είναι βαριά κατηγορία αυτή στην Τέχνη;
-Κατηγορία; Μόνο για κατηγορία δεν μου ακούγεται για μένα αυτό! Μεγάλος τίτλος τιμής μου φαίνεται. Ξέρετε, σ’ όλους τους πραγματικά μεγάλους πολιτισμούς, τα εικαστικά, η ζωγραφική, η γλυπτική, μ’ αισιόδοξα θέματα πορεύτηκαν. Οι αρχαίοι Έλληνες, είτε τους θεούς τους ζωγράφιζαν, είτε τη φύση, είτε πουλιά και δελφίνια, είτε ανθρώπους, όλους κι όλα τα εξιδανίκευαν, τα φτιάχνανε όσο πιο ωραία μπορούσαν. Δεν ενδιαφερόντουσαν να απεικονίσουν την αρρώστια, την αδυναμία. Ζωγραφίζανε πάντα τη δύναμη της ζωής, την ομορφιά της συνέχεια.

-Ακόμα και στα μελαγχολικά επιτύμβια, ακόμα και στις συνθέσεις των μαχών με τους θνήσκοντες πολεμιστές;
-Και τότε ακόμα. Και μιλάω, επαναλαμβάνω, για τους πραγματικά μεγάλους πολιτισμούς στην ανθρωπότητα: για τον ελληνικό, για τον κινέζικο...



-Κι ολόκληρη Δύση έτσι τί γίνεται;
-Κάν’ τε λίγη υπομονή, θα φτάσουμε κι εκεί. Το σημαντικό είναι πως όταν έχεις ένα έργο, έναν πίνακα, μια τοιχογραφία, στο σπίτι σου, ζεις μ’ αυτό. Μ’ αυτό ξυπνάς, μ’ αυτό κοιμάσαι. Μ’ αυτό το έργο μεγαλώνουν τα παιδιά σου, γύρω από αυτό το έργο μπορεί να γίνονται όλα. Φανταστείτε αυτό, λοιπόν, το έργο, να μετέφερε τον πόνο και τη δυστυχία ενός άλλου; Πώς να ζήσει κανείς αγκαλιά με τον πόνο και το δράμα μιά ζωή ολόκληρη;

-Με πόνο και δράμα επιπλέον των δικών σου;
-Αυτό το είχαν καταλάβει οι πρόγονοί μας. Έτσι, το τραγικό υπήρχε μόνο στον Λόγο και στην Ποίηση, στο Θέατρο. Μιά φορά το χρόνο πήγαινες στα Διονύσια, παρακολουθούσες την Τραγωδία, συγκινιόσουνα, έκλαιγες, έκανες, κι ύστερα επέστρεφες στη δική σου τη ζωή.

-Κι αν τους έβαζε ο Ποιητής δύσκολα, σαν την ‘Αλωση της Μιλήτου που τους συγκίνησε επιπλέον, έπεφτε και κάνα πρόστιμο να μην ξαναγίνει;
-Ακριβώς. Το μέτρο κι εδώ έχει εφαρμογή. Το ίδιο και με την Κωμωδία: μιά στις τόσες. Ούτε να κλαίει, ούτε να γελάει συνέχεια ο φυσιολογικός ο άνθρωπος σαν τους τρελούς. Πώς, λοιπόν, να βρίσκεται κανείς μ’ ένα έργο πόνου, αμετακίνητο ενώπιόν του, εφ’ όρου ζωής; Μπορείς να βγαίνεις κάθε μέρα από το σπίτι σου, και στην πλατεία απέναντι να υπάρχει ένα άγαλμα τραγικό;


-Ο Λαοκώων με τα παιδιά του, να τους πνίγουν τα φίδια;
-Ας πούμε. Είναι σαν να μη σέβεσαι τη ζωή, σαν να μη σέβεσαι τον άνθρωπο. Αυτό, το τραγικό στη ζωγραφική, στη γλυπτική, η Ευρώπη τό ‘βαλε. Κι αυτό καθόλου δεν είναι δείγμα μεγάλου πολιτισμού. Παρ’ όλες τις τόσες εξαιρέσεις των μεγάλων ζωγράφων και γλυπτών.

-Δεν θα μπορούσε και στην Αρχαία Αθήνα να υπήρχαν πίνακες στην Ποικίλη Στοά, και να θαύμαζαν οι άνθρωποι μιά μέρα στη ζωή τους το εσωτερικό δράμα ενός μεγάλου ζωγράφου, του Απελλή, του Πολύκλειτου;
-Όχι. Γιατί δεν έχουμε τέτοια δείγματα;

-Εσείς καλείστε να μας απαντήσετε:
-Απαντώ, λοιπόν, απάντησα: δεν μπορεί ένα πράγμα, που είναι, σαν εικαστικό έργο τέχνης, σταθερό, να μεταφέρει δράμα και δυστυχία. Κι εγώ, σαν άνθρωπος, δεν είμαι υποχρεωμένος ν’ αγοράσω το πρόβλημα του κάθε ζωγράφου, να το πληρώσω κι ακριβά για να το κρεμάσω στο σπίτι μου, να συζήσω με του άλλου τα φαντάσματα. Ακόμα και στο θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, με μάσκες παίζανε οι υποκριτές, με συμβολισμό γινότανε η εξέλιξη του δράματος, όχι με τις φάτσες των ηθοποιών, όποιες ήσαν.

-Ο Καββαδίας λέει στις «Προσευχές των Ναυτικών» του, «κι οι Έλληνες με τις μορφές τις βασανιστικές». Δεν λέει βασανισμένες, βασανιστικές λέει. Γιατί βασανίζουμε, με εγωισμούς και ...δράματα, πολύ ο ένας τον άλλον εδώ γύρω.

-Σοφός ο Καββαδίας. Αλλά μη μπούμε και σ’ αυτά τώρα.

Γιώργος Σταθόπουλος – Σωτήρης Κακίσης (φωτογραφία: Μάνος Χατζιδάκις. Αρχείο Σωτήρη Κακίση)


-Εγω θέλω να μπω. Για να προχωρήσουμε λίγο στη ζωγραφική του Σταθόπουλου. Νομίζω πως η τέχνη σας έχει κάτι κοινό με την τέχνη του «Μαραμπού»: όπου νομίζεις πως διαβάζεις με τα πιο ταπεινά υλικά στίχους, κι όμως η ποίησή του είναι και υψηλόφρων και τελείως μοναδική με τον τρόπο της.
-Τέτοια βάρη εμένα μη μου φορτώνετε. Γιατί εγώ πιστεύω πως κάνω μόνο μιά ζωγραφική απλή, που επιδιώκω κιόλας να είναι σε μεγάλο βαθμό διακοσμητική. Έτσι μπορώ, έτσι κάνω. Πώς το λένε; Μου πάει στον χαρακτήρα μου. Μάλιστα, άμα μου βγει κάνα μελαγχολικό έργο, το καταστρέφω, το χαλάω, δεν τ’ αφήνω να ζήσει. Το καταργώ.

-Το κρύβετε κάτω από έργα άλλα; Θα βρεθούν όλ’ αυτά στο μέλλον, ξέρετε, «ουδέν κρυπτόν υπό τις τέμπερες» πια.
-Μπα, δεν ανησυχώ, δεν έχω τέτοιες ανησυχίες. Σήμερα ζωγραφίζει το σύμπαν. Οι επιστήμονες με τα νέα κόλπα ψάχνουν μερικούς ζωγράφους στην Αναγέννηση, στο Βυζάντιο. Εμένα, εμάς, θα ψάξουνε; Μόνο στην Ελλάδα σήμερα ζωγραφίζουν πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι.

-Και πώς πάνε, λέτε;
-Ξέρω ‘γώ; Μια χαρά πάνε όλοι! Ο καθένας παίζει το δικό του σκοπό. Κι όσοι είναι λίγο πιό επιτήδειοι και τα καταφέρνουν με τα κοινωνικά και τις δημόσιες σχέσεις, έχουν μοίρα καλύτερη. ‘Η όσοι είναι τυχεροί κι αρέσει η δουλειά τους στο ευρύ κοινό. Που πάλι δεν σημαίνει πως αυτή είναι και καλή ζωγραφική. Δεν πιάνεις το Θεό, όταν αρέσεις σε πολύν κόσμο. Τίποτα δεν σου εξασφαλίζει τη ...μετά θάνατον ζωή. Τίποτα. Μέσα σου νά ‘σαι λίγο ευχαριστημένος μ’ αυτό που κάνεις. Αυτό είναι αρκετό.

-Δηλαδή, εσείς τη μοίρα του Βαν Γκογκ, που πούλησε σ’ όλη του τη ζωή μόνο έναν πίνακα στον ...αδελφό του, δεν θα τη θέλατε;
-Δεν θά ‘στε καλά! Μετά, όταν πεθάνω, ας τα κάψουνε όλα, όσοι έχουν έργα μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου, την επόμενη κιόλας στιγμή. Και τώρα! Αν θέλει ν’ αγοράσει κάποιος ένα έργο μου και να το κάψει μπροστά μου, έχει το ελεύθερο από μένα χωρίς πολλά-πολλά. Αρκεί να το πληρώσει.

-Σαν γιαπωνέζος που καίει Ρέμπραντ;
-Πραγματικά εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Μα καθόλου.

-Κι από τους αγαπημένους σας νά ‘ναι ο πίνακας;
-Δεν έχω τέτοια εγώ. Από τη στιγμή που έχω τελειώσει κάτι, δεν μ’ ενδιαφέρει πια καθόλου. Την ώρα που το ζωγραφίζω μόνο περνάω καλά. Περνάω την ώρα μου. Σκέφτομαι πώς θα το σχεδιάσω, πώς θα το αναπτύξω, πώς θα το ολοκληρώσω, ανάλογα με τις ικανότητές μου κι εγώ. Αλλά μετά, κατόπιν εορτής, δεν έχω καμμία, μα καμμία μεταφυσική ανησυχία. Ούτε μ’ αρέσει κι όλη αυτή η ιστόρια με την Τέχνη, με τα μουσεία, που σέρνεται ο κόσμος και περνάει και φεύγει, και βλέπει, και ξαναβλέπει.

-Ούτε Ελ Γκρέκο να μη τρέχουμε στα μουσεία, στις πινακοθήκες να δούμε;
-Μα κι ο Ελ Γκρέκο γι’ άλλες διαδικασίες ζωγράφιζε: για τις εκκλησίες, να προσεύχονται οι άνθρωποι. Θέλει πίστη πολλή σήμερα για να αντέξει ο μέσος άνθρωπος τόση πολλή τέχνη...

-Αυτές οι απόψεις σαν να μοιάζουν με κάποιες δύο πολύ αγαπημένων σας ανθρώπων, μ’ εκείνες του Χατζιδάκι και του Γκάτσου.
-Ναι, έχω επηρεαστεί από αυτούς τους δύο. Αλλά να κρατάμε και τις αποστάσεις: άλλο εγώ, κι άλλο αυτά τα δύο ιερά τέρατα. Τους θαύμαζα, τους αγαπούσα, με διδάσκανε επί πολλά χρόνια με τα λόγια και τον τρόπο τους, κι ακόμα τον ίδιο σεβασμό, και μεγαλύτερο, τρέφω και για τους δύο τους.


-Αυτό που λέτε τώρα είναι κόντρα στη θεωρία της ...αντι-μεταφυσικής που προωθείτε.
-Άλλο τα τραγούδια. Τα τραγούδια τα καλά τα ζει κανείς για πάντα. Γι’ αυτό κι η τέχνη αυτών των δύο παραμένει ενεργή κι αθάνατη.

-Πώς το κατάφερε, λέτε, ο Χατζιδάκις αυτό; Να μη γερνάνε ποτέ οι μουσικές του, να είναι πάντα μέλλον;
-Το κατάφερε γιατί δεν έχασε ποτέ την αλήθεια του. Άμα κάνεις κάτι αλήθεια, αυτό αποκτά και δύναμη μεγάλη και διάρκεια πολλή. Με κόλπα, με τα κόλπα δεν γίνεται. Κι υπάρχουν πολλά κόλπα στην τέχνη σήμερα, σ’ αυτή τη σύγχυση μέσα, που ζούμε όλοι, όλες οι κοινωνίες. Όπου ούτε κοινός μύθος υπάρχει, ούτε κανένα εμφανές κριτήριο. Σπάει ο άλλος ένα κουτί με μπογιά στον τοίχο, κι αυτό είναι μιά χειρονομία τέχνης, και γι’ αυτόν, και για πολλούς άλλους ίσως. Αλλά γι’ άλλους πάλι δεν είναι. Δεν κατηγορώ τώρα κανέναν, πώς θα μπορούσα, άλλωστε; Δεν ξέρω να υποστηρίξω τίποτα. Αυτό όμως που ο χρόνος ξαφνικά το κρατάει, και δεν το πετάει, και το διασώζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτό κάτι έχει μέσα του. Πες το ζωή, πες το τέχνη, πες το όπως θες.

-Κι η Ελλάδα σήμερα; Μιά κι αναφέραμε τώρα δύο ανθρώπους φωτεινούς και ως προς το έργο και προς τη φιλοσοφία τους τη ζωής...
-Η Ελλάδα σήμερα είναι μία χώρα διεφθαρμένη απ’ άκρου εις άκρον. Η πιό διεφθαρμένη ίσως χώρα στον κόσμο. Φανταστείτε πως είμαστε δέκα εκατομμύρια άνθρωποι, κι έχουμε διπλάσια σκουπίδια από ολόκληρη Γερμανία, που έχει εξήντα εκατομμύρια κόσμο!

-Βαριές κουβέντες αυτές. Αυτό πού το ξέρετε, το διαβάσατε κάπου;
-Ναι. Το διάβασα κάπου. Χυδαιότητα δεν σημαίνει αυτό; Ψέμα, σπατάλη απίστευτη δεν σημαίνει; Δεν υπάρχει άλλος λαός που να σέβεται λιγώτερο τον εαυτό του, τη χώρα του, τα προϊόντα, το οικοσύστημά του. Εμείς δεν σεβόμαστε τίποτα. Υπάρχουμε στο χάρτη σαν εξαίρεση πια, και μόνο. Όπως εξαίρεση ήσαν κι ο Γκάτσος κι ο Χατζιδάκις, βέβαια, ή η Κάλλας, ο Μητρόπουλος, ο Ζαχαρίου, ο Πασχάλης, ο Καββαδίας που λέγαμε και μερικοί ακόμα ποιητές εδώ γύρω. Ο Παπαδιαμάντης. Κι αν πούμε εκατό ονόματα, πάλι στο χάος μέσα θά ‘μαστε.

-Μήπως αυτή η παραίτηση και το εχθρικό στην Ελλάδα περιβάλλον κάνει τους καλούς ακόμα καλύτερους, τους δημιουργούς ακόμα πιο δυνατούς;
-Δεν ξέρω. Εξαιρέσεις παντού υπάρχουν. Αλλά οι άλλοι λαοί έχουν και κάποια παιδεία. Που εμείς κάποτε φαίνεται πως την είχαμε, και τώρα πια τη χάσαμε. Τα σπάνε όλα τα παιδιά σήμερα, και τα πανεπιστήμια, και τα σχολεία, και τα πολυτεχνεία, ζητώντας κάτι άλλο.Τί; Ίσως να ξαναπερπατάνε μες στα χιόνια όπως εγώ μικρός, να πάω να βρω το δάσκαλο, που κι αυτός ερχότανε με τα πόδια μες στο χιόνι από ένα άλλο χωριό. Αλλά οι μόνοι άνθρωποι που ξέρανε γράμματα ήσαν οι άνθρωποι εκείνων των εποχών. Ξέρει κανείς σήμερα γράμματα; Που μπορείς μ’ ένα λαπ-τοπ νά ‘χεις μπροστά σου τον κόσμο όλον.

-Δηλαδή;
-Τί, δηλαδή; Είμαστε μιά κοινωνία κατεστραμμένη σ’ όλα τα επίπεδα. Εδώ το δέκα τοις εκατό των μαθητών έχουν δοκιμάσει ναρκωτικά από δέκα χρονών. Το καταλαβαίνετε αυτό;

-Τα ίδια και χειρότερα όμως γίνονται κι αλλού. Στους αμερικάνους.
-Τί με νοιάζουν οι αμερικάνοι; Μιλάμε για μιά χώρα εδώ σπουδαία μιά φορά κι έναν καιρό, απ’ όπου ξεκίνησαν σχεδόν τα πάντα. Όλες οι έννοιες, η φιλοσοφία, η δημοκρατία, το θέατρο, η επιστήμη, η ιατρική, τα μαθηματικά. Και κοίτα πού είμαστε σήμερα: μετακόμισε ο πολιτισμός μας! Πήγε βόρεια, δυτικά, ανατολικά, ούτε ξέρω κι εγώ πού πήγε.

-Όλη αυτή η σπατάλη κι η ασυνειδησία κάποια στιγμή δεν θα μας φέρει, αργά ή γρήγορα, σε μεγάλο αδιέξοδο;
-Ήδη μας έχει φέρει. Αύριο-μεθαύριο, θ’ αρχίσουμε να κατασπαράσσουμε ο ένας τον άλλον...

-Τόσο άσχημα;
-Τόσο. Τα λέω εδώ και κάποια χρόνια εγώ αυτά. Ξέρετε τί είναι να κάνουν όλοι σαν αγγαρεία τη δουλειά τους; Οι δάσκαλοι είναι πια σταρ στις τηλεοράσεις, δεν περιμένουν τα παιδιά στα πανεπιστήμια, στα σχολεία. Περνάμε τώρα το δράμα της επιθυμίας όλων, μα όλων, να γίνουν σταρ. Έστω και για μια μέρα, για μιάν ώρα, για ‘κείνα τα περίφημα δέκα λεπτά του Γουώρχωλ. Ξέρετε τί μέγιστο δράμα είναι αυτό; Να ζεις χωρίς πάθος μόνο γι’ αυτό το πάθος;

-Είμαστε σε πορεία ανάδρομη πολύ;
-Ναι. Και δεν μπορούμε πια να την αλλάξουμε με τίποτα. Και χιλιάδες πανεπιστήμια να γίνουνε, με κτίρια τέλεια, με κάμπους και πάρκα τροπικά, με θέατρα και στάδια, με αιρ-κοντίσιον και αέρηδες να φυσάνε, με καθηγητές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, πώς να ξαναφτιάξουν των ανθρώπων οι ψυχές, πώς να ξανα πάρει μπροστά ο πολιτισμός μας;
.
.

Γιώργος Σταθόπουλος (φωτογραφία: Ορέστης Σταθόπουλος)

.

.

.

Σημείωση: Ένα ευχαριστώ στον Σωτήρη Κακίση για την άδεια να δημοσιευτεί στο Άρωμα του Τραγουδιού η συνέντευξη του Γιώργου Σταθόπουλου, καθώς και για την παραχώρηση των φωτογραφιών από το προσωπικό του αρχείο.

.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Μιχάλης Ανδρονίκου: «Απ’ τη στεριά, το νερό και τον αέρα»

.
Η μαζική παραγωγή δίσκων μέσα στις γιορτές, επιφυλάσσει πολλές φορές και ευχάριστες εκπλήξεις. Μία απ’ αυτές, είναι και η έκδοση του καινούργιου δίσκου του Μιχάλη Ανδρονίκου (www.andronikou.gr) με τίτλο «Απ’ τη στεριά, το νερό και τον αέρα», μια συλλογή παιδικών τραγουδιών που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από την Λύρα. Το Δελτίο Τύπου είναι άκρως διαφωτιστικό:


Μιχάλης Ανδρονίκου
Απ’ τη στεριά, το νερό και τον αέρα



Τα όργανα κουρδίζουν… ο μαέστρος ξεροβήχει… «Έτοιμοι; Ησυχία παρακαλώ! Αρχίζουμε!» και…
«Σας καλωσορίζουμε! Μας καλέσανε μια μέρα απ’ τη στεριά, το νερό και τον αέρα πρόσκληση προσωπική, καθενός η ιστορία ν’ ακουστεί!»

Ένα ένα τα ζώα ξετυλίγουν την ιστορία τους… Η αλιγατορίνα που είναι ακόμα άσημη αλλά ονειρεύεται να γίνει πρίμα μπαλαρίνα, ο Ρούλης ο ελέφαντας που είναι χοντρούλης και κάνει δίαιτα για τα μάτια της καμηλοπάρδαλης που αγάπησε, ο κροταλίας ο Ηλίας που βρέθηκε στην όπερα της Μασσαλίας, η μαϊμού η Σουλτάνα που το σκάει από το κλουβί της στην Αθήνα για να ξαναβρεθεί ελεύθερη στην Αφρική, ο Φαίδωνας ο βάτραχος που παρά την ασχήμια του είναι πρίγκιπας για την καλή του, ο Άρης ο Λιοντάρης που είναι γεννημένος αρχηγός, το χταπόδι που είναι πάντα στιλάτο, ο Κοσμάς ο κάβουρας που ψάχνει καινούριο βράχο για ν’ αράξει, ο κόρακας ο Αλέκος που βλέπει τα καμένα δάση στην Ελλάδα , η Μάγια η κουκουβάγια η φίλη των ναυτικών και τέλος όλη η αγέλη που αποφασίζει να κατέβει στο δρόμο και να διαδηλώσει! «Δυο πόρτες έχει η Βουλή, ανοίξτε μια και βγείτε, γιατί μπουκάρουν οι τρελοί και τρέξτε να σωθείτε!»

Ένα άλμπουμ με στίχο έξυπνο και μουσική ‘για μεγάλους’, για παιδιά κάθε ηλικίας! Η μουσική είναι του Μιχάλη Ανδρονίκου πάνω σε στίχους των: Νίκου Αϊβαλή, Βασίλη Γκίκα, Νατάσας Κακογιαννάκη και Αλέκας Εληώτη. Τραγουδούν ο Γιάννης Λεκόπουλος και η Σίσσυ Κασσάνδρα ενώ τη Μάγια την κουκουβάγια ερμηνεύει η Μαρία Φωτίου.

Όπως σημειώνουν οι συντελεστές: «Τα τραγούδια αυτά είναι ο καρπός της συνεργασίας μιας όμορφης παρέας, που έζησε και χάρηκε πολύ δυνατές στιγμές κατά τη διάρκεια της δημιουργίας τους. Γράφτηκαν και ηχογραφήθηκαν με πολύ ενθουσιασμό και ιδιαίτερο κέφι απ’ όλους, κάτι που μας οδήγησε στην αυθόρμητη ανάγκη να τα μοιραστούμε πρώτα με φίλους και μετά με όποιον μπορεί να ενδιαφέρεται να ακούσει μια διαφορετική προσέγγιση στο τραγούδι σήμερα. Ελπίζω να το χαρείτε όσο κι εμείς…»
.
.
.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου: Συναυλία Διαμαρτυρίας και Αλληλεγγύης

.
.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Δέκα μέρες συμπληρώθηκαν από την δολοφονία του 15χρονου μαθητή, Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό στο κέντρο της Αθήνας. Ο ελληνικός λαός, οι εργαζόμενοι και η νεολαία, καθημερινά βγαίνουν στον δρόμο και φωνάζουν ότι αυτό το έγκλημα δεν θα ξεχαστεί εύκολα. Αυτές τις μέρες, το δίκιο βρίσκεται στους δρόμους, στον αγώνα και την εξέγερση μιας ολόκληρης γενιάς. Οι μαθητές, οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι και οι μετανάστες βγαίνουμε στον δρόμο ενάντια στην δολοφονία ενός νέου ανθρώπου, ενάντια σε τόσες άλλες που προηγήθηκαν (μετανάστης στην Πέτρου Ράλλη, γυναίκα στην Λευκίμη και άλλες) αλλά και ενάντια στην πολιτική που δολοφονεί εμάς και τα όνειρα μας καθημερινά: στα σχολεία – εξεταστικά κάτεργα, στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ της Αγοράς, στον παρόν και το μέλλον της ανεργίας ή στην καλύτερη περίπτωση των μισθών πεινάς των 600 Ευρώ.
Δεν θα σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε. Για τον Αλέξη, για όλους όσους «έφυγαν», αλλά και για μας που είμαστε εδώ. Σε κάθε γειτονία, σε κάθε σχολείο και σχολή σε κάθε χώρο δουλειάς. Για να τιμωρηθούν οι ένοχοι, για να ανοίξει ο δρόμος για την κατάκτηση όσων δικαιούμαστε.

Στα πλαίσια αυτά διοργανώνουμε μεγάλη συναυλία:
• ενάντια στην κρατική καταστολή
• αλληλεγγύης στην εξέγερση της νεολαίας
την Παρασκευή 19/12 από τις 15.00 και μετά στα Προπύλαια.

Καλούμε όποιον καλλιτέχνη επιθυμεί και βέβαια ερασιτεχνικά σχήματα που θέλουν να συμμετάσχουν να επικοινωνήσουν μαζί μας.
Τηλέφωνα επικοινωνίας: 6956161445, 6972779824, 6979672446, 6944740587, 6970463400


Οι καλλιτέχνες που παίρνουν μέρος με τη σειρά που εμφανίζονται, είναι οι εξής:

1. ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΕΛΗΒΑΣΑΚΗ
2. PRODACTIVE
3. ΔΙΝΗ
4. ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ
5. ΑΕΡΑ ΠΑΤΕΡΑ
6. SEMEN OF THE SUN
7. ΑΝΑΦΛΕΞΗ
8. ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΠΕΠΛΑ
9. ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΕΤΤΑ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
10. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
11. DENIAL WAITS
12. ΣΟΦΙΑ ΒΟΣΣΟΥ
13. ΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
14. ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΚΑ
15. ΑΛΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
16. ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ ΜΑΧΑΙΡΙΤΣΑΣ
17. DOMENICA
18. ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ - ΘΕΜΗΣ ΚΑΡΑΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ
19. MISUSE
20. MODREC
21. CINEKOD
22. ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ
23. TING/ TANG
24. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΗΤΑ
25. ΕΝΔΕΛΕΧΕΙΑ
26. ΣΤΑΘΗΣ ΔΡΟΓΩΣΗΣ
27. ΔΡΑΜΑΜΙΝΗ
28. ΖΑΚ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
29. ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ
30. ΜΑΝΩΛΗΣ ΦΑΜΕΛΛΟΣ
31. ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
32. ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΙ
33. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΥΛΙΚΑΚΟΣ
34. ΖΩΡΖ ΠΙΛΑΛΙ & ΕΛΕΛΕΥ
35. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ - ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
36. ΑΝΝΑ GOULA
37. THE EARTHBOUND
38. THE LOST BODIES
39. 3 WAY PLANE
40. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΧΑΛΟΣ - ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΤΑΓΑΚΗ
41. CUBE
42. ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ
43. ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
44. FOOL IN THE BOY
45. BARCODE
46. DEUS X MACHINA
47. ΤΑΚΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ & Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΘΙΑΣΟΣ
48. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΤΣΑΚΝΗΣ
49. ΧΑΪΝΗΔΕΣ
50. ΜΑΡΙΖΑ ΚΩΧ
51. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ
52. ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ
53. NIGHT ON EARTH
54. ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΟΥΛΗΣ
55. ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΕΠΗΣ
56. LOCOMONDO
57. CHUCHO
58. Η ΟΜΑΔΑ ΚΡΟΥΣΤΩΝ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΕΤΣΟΒΕΙΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ
ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΑΤΟ
59. ZEN GARDEN
60. ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
61. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ
62. SKA BANGIES
63. MIΓMA
64. FUNBRA CAR

Συντονιστικό Γενικών Συνελεύσεων φοιτητικών και σπουδαστικών συλλόγων Αθήνας
Συντονιστικά Μαθητών Κατάληψη Νομικής - κέντρο αντιπληροφόρησης και δράσης
Ανοιχτή Συνέλευση μαθητών-φοιτητών-εργαζομένων Πολυτεχνείου.

Η λίστα των καλλιτεχνών ανανεώνεται συνεχώς με νέα ονόματα.
Ο Bosko από το blog «Άσματα και μιάσματα» μας ενημερώνει διαρκώς για τις καινούργιες συμμετοχές.
.
.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Μάνος Χατζιδάκις: “Είμαι μαζί σας”

.
(σχεδιασμός “αφίσας”: Δημήτρης Θ. Αρβανίτης)
.
.
«...Μια μωβ σκιά Μαΐου ξάπλωσε στον τόπο. Όσα συνέβησαν στα Εξάρχεια και στη Νομική Σχολή. Και στην οδό Σκουφά και Σόλωνος, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους, ενόχλησαν τους Έλληνες πολίτες και αγανάκτησαν τον Τύπο ολόκληρο. Γιατί δεν τους εξολοθρεύουν και δεν τους σπάνε το κεφάλι. Γιατί δεν ρίχνουν δακρυγόνα. Και η Σύγκλητος και οι φοιτητές όλων των παρατάξεων, όλοι αγανακτισμένοι με τα τριάντα - εκατό παιδιά που δεν το βάζουν κάτω, δεν εννοούνε να παραδεχτούν πως η όποια ελευθερία ανήκει μόνο στους αστυνομικούς και τους ηλικιωμένους. Που δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί καταδιώκονται αδιάκοπα, προπηλακίζονται ατελείωτα και συνεχώς υποχρεούνται να δέχονται εξευτελισμούς. Κι ο προπηλακισμός αρχίζει από τον δάσκαλο, τον επιστάτη του σχολείου, από τον οδηγό και τον εισπράκτορα του λεωφορείου, απ' τον καθηγητή και τον δημόσιο λειτουργό ως τον δημόσιο υπάλληλο, από τους αξιωματικούς κι εκπαιδευτές στο κέντρο κατατάξεως ως τον τυχαίο μοτοσικλετιστή της τροχαίας που θα του ζητήσει άδειες, ταυτότητες και πιστοποιητικά. Ως τον γιατρό του νοσοκομείου που θα τον πάνε σηκωτό, ύστερα από τη γροθιά του οργάνου της τάξεως. Και το γνωρίζουμε πολύ καλά.
.
Εξύβριση αρχής - έτσι ονομάζεται η απαίτηση εξηγήσεων. Χειροδικία κατά της αρχής - έτσι είθισται ν' αποκαλείται η ενστικτώδης κίνηση του αμυνόμενου νέου. Και η ιστορία δεν έχει τέλος. Η ανωνυμία και η εισαγγελική αρχή θα του προσφέρει ή μια τραυματική αγανάκτηση ισόβια ή τον επιζητούμενο από την πολιτεία ευνουχισμό του. Αυτή είναι μια καθημερινή πραγματικότητα και δυστυχώς γνησίως ελληνική τα πρόσφατα και τελευταία σαράντα χρόνια - όσα είχα δηλαδή την ευτυχία να ζήσω σαν επώνυμος πολίτης εις τούτον τον ένδοξον κατά τα άλλα τόπον μας.
.
Μια μωβ σκιά Μαΐου σκέπασε την Αθήνα. Κι όμως δεν βρέθηκε ένας δημοσιογράφος, μια εφημερίδα ν' αγανακτήσει και να διαμαρτυρηθεί, να καταγγείλει την αλήθεια για αυτό το τρίγωνο του αίσχους. Σκουφά, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους. Κι άρχισε μια σκόπιμη, ύποπτη κι έντεχνη σύγχυση τριών ασχέτων μεταξύ των περιπτώσεων. Οι νεαροί των Εξαρχείων να παρουσιάζονται ίδιοι με τους αλήτες των γηπέδων, τους επονομαζόμενους χούλιγκανς, και επιπλέον να καλλιεργείται η εντύπωση στην κοινή γνώμη, με στήλες ολόκληρες των θλιβερών εφημερίδων μας, ότι οι νέοι αυτοί, οι αναρχικοί, είναι οι βομβιστές και ίσως οι πιθανοί δράστες των δολοφονιών ή εμπρησμών. Και φυσικά, όταν με το καλό τελειώσει η δίωξη των εκατό, σαράντα ή είκοσι παιδιών και η όλη επιχείρηση στεφθεί μ' «επιτυχία», να πάρει τις διαστάσεις ενός πραγματικού θριάμβου... κατά του εγκλήματος. Την ίδια ώρα που δολοφονούνται εκδότες και οι δολοφόνοι δεν ανευρίσκονται. Δολοφονούνται πολίτες και οι δολοφόνοι δεν αποκαλύπτονται. Πεθαίνουν νέοι από ξυλοδαρμούς και οι δράστες κυκλοφορούν ανενόχλητοι και, τέλος, δεν ...ανακαλύπτονται.
.
Την ίδια ώρα η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ' αφέλεια, σ' όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, αντί να βλογάμε τον Θεό που βρίσκονται ακόμη μερικοί που δεν συνήθισαν στην «παρουσία του τέρατος». (...) Κορίτσια κι αγόρια με γυαλιά, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση για ό,τι συμβαίνει γύρω σας, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ.»


Άρθρο του Μάνου Χατζιδάκι για τα επεισόδια που έγιναν τον Μάιο του 1986….
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Το Τέταρτο".
.
.
.
.
.
Με αφορμή τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα, το Άρωμα του Τραγουδιού θυμήθηκε ξανά εκείνο το κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι που, αν και μεσολάβησαν 22 χρόνια από τότε που γράφτηκε, παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ.
Κι αν κάποιος πιστεύει ότι μέσα απ’ τις γραμμές του προτείνεται η βία ως απάντηση στην τυφλή βία των οργάνων της “τάξης”, ας το διαβάσει ακόμα μία φορά, και αν πάλι καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, τότε ας βυθιστεί ξανά στο καναπέ του και στην γλυκιά ύπνωση της TV που φεγγίζει απέναντί του.
Τα όσα συμβαίνουν γύρω μας αυτές τις μέρες δεν διασώζουν τη μνήμη του Αλέξη.
Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν αντικατοπτρίζεται στα κομμάτια των γυαλιών μιας σπασμένης βιτρίνας.
Η υπεράσπιση του δικαιώματος για μια καλύτερη ζωή δε μπορεί να ξεπετάγεται μέσα απ’ τις φλόγες μιας βιβλιοθήκης που έχει πυρποληθεί.

Ειρηνική και μαζική ας είναι η απάντηση στο “πρόσωπο του τέρατος”, πριν το συνηθίσουμε για τα καλά...
.
.
.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

“Μπρος μου μια ολόκληρη ζωή είναι σα να ξεκινά…”

.
Εάν το 2008 χαρακτηρίστηκε από την ιστορική επιστροφή της Λένας Πλάτωνος με τα «Ημερολόγια» και τις ποιητικές ηλεκτρονικές μπαλάντες της, σίγουρα η επόμενη χρονιά θα χαρακτηριστεί από ακόμα μία ιστορική επιστροφή: την καινούργια δισκογραφική εργασία των Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω!
Έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν στο ιδιαίτερο αυτό συγκρότημα και την 26χρονη(!) πορεία του στο ελληνικό τραγούδι (εδώ το σχετικό link). Μπορεί λοιπόν εύκολα να φανταστεί κανείς τη χαρά μου, όταν στο ταχυδρομείο του Αρώματος του Τραγουδιού έφτασε πριν από λίγες μέρες ένα πρώτο δείγμα από την επικείμενη δισκογραφική εργασία των Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, με τίτλο «Ημερολόγιο μιας γυναίκας». Πρόκειται για έναν κύκλο τραγουδιών σε μουσική του Χάρη Καβαλλιεράτου και στίχους της Λυδίας Βενιέρη (σε ένα τραγούδι τους στίχους υπογράφει ο Βασίλης Νικολαϊδης). Τα τραγούδια ερμηνεύει η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα, μια εξαιρετικά αξιόλογη φωνή με θητεία στο λυρικό τραγούδι και σημαντική παρουσία σε ελληνικά και διεθνή λυρικά θέατρα και φεστιβάλ.
.

Από τις πρώτες κιόλας νότες των τραγουδιών, μοιάζει οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω να πιάνουν ξανά το “νήμα” από εκεί που το είχαν αφήσει. Τραγούδια πλασμένα με υλικά γνήσια και μελωδίες που ξεχειλίζουν χρώματα και εικόνες. Με τη γνώριμη μελαγχολία των τραγουδιών τους, ξεδιπλώνουν μία – μία τις σελίδες του «Ημερολογίου μιας γυναίκας» και ελευθερώνουν τον κόσμο της με εκείνον τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουν πάντα να διηγούνται τις μουσικές τους ιστορίες. Η Θεοδώρα Μπάκα εκμεταλλεύεται την τεχνική της στο λυρικό τραγούδι, ενώ την ίδια στιγμή ερμηνεύει τα τραγούδια απογυμνωμένα από τον στόμφο και τα περιττά στολίδια. Από το δείγμα τραγουδιών που έχω στα χέρια μου, η αίσθηση είναι ότι οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω επιστρέφουν στη δισκογραφία με μια ολοκληρωμένη εργασία για να μας αποκαλύψουν για ακόμα μια φορά ότι, το αληθινό τραγούδι είναι προϊόν της παρέας και δεν “κατασκευάζεται” στα γραφεία των δισκογραφικών εταιρειών ή στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή των ραδιοφωνικών σταθμών. Επιμένουν να φτιάχνουν κύκλους τραγουδιών και όχι “συλλογές” από σκόρπια τραγούδια που στριμώχνονται σε έναν δίσκο προκειμένου να ικανοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους προς την δισκογραφική εταιρεία. Και σε αυτές τις – σπάνιες – περιπτώσεις, το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι πάντα μαγικό και πολύτιμο.

Περιμένοντας λοιπόν το «Ημερολόγιο μια γυναίκας», ακούμε από το Άρωμα του Τραγουδιού ένα ελάχιστο δείγμα της καινούργιας εργασίας των Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω που θα κυκλοφορήσει μέσα στην επόμενη χρονιά.


Μπρος μου μια ολόκληρη ζωή είναι σα να ξεκινά
το σκοπό της πού ‘χει βρει
τέτοια ώρα ποιος χτυπά;
Μια ψυχή παραμιλά
που την γέμισαν με δώρα και του κόσμου τα καλά
μα δεν τα ‘χει δει ως τώρα.
Μ’ αποπλάνησες μωρό μου με τα μάτια τα γλαρά
και εκτός τόπου ζω και χρόνου μια μετέωρη χαρά
Μια ψυχή παραμιλάει
που την γέμισαν με δώρα και του κόσμου τα καλά
μα δεν τα ‘χει δει ως τώρα.
(από το τραγούδι «Μια ολόκληρη ζωή»)



Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
με την Θεοδώρα Μπάκα

μουσική: Χάρης Καβαλλιεράτος
στίχοι: Λυδία Βενιέρη
επίμετρο: Βασίλης Νικολαϊδης

Barbara Sauter: βιολί, φωνητικά
Θόδωρος Κοτεπάνος: πιάνο
Μάρκελλος Χρυσικόπουλος: τσέμπαλο
Χάρης Καβαλλιεράτος: κιθάρα
Βασίλης Παπαβασιλείου: κόντρα μπάσο





ΥΓ: οφείλω ένα μεγάλο Ευχαριστώ στους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω και ιδιαιτέρως στον Χάρη Καβαλλιεράτο που μου έδωσαν την δυνατότητα προ-ακρόασης του καινούργιου κύκλου τραγουδιών τους, καθώς και για την άδεια να μοιραστώ ένα ελάχιστο δείγμα με τους επισκέπτες του Αρώματος του Τραγουδιού.
.
.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

.



Λόγω αυξημένων υποχρεώσεων (επαγγελματικών και άσχετων με το παρόν blog),
για ένα μικρό διάστημα το Άρωμα του Τραγουδιού θα “ξεκουραστεί”
για να επιστρέψει ξανά με την συνέχεια του αφιερώματος
που έχουμε ξεκινήσει για το παιδικό τραγούδι.

Σας ευχαριστώ
.
.
.
.
Σημείωση: ακούμε το κομμάτι “Του φεγγαριού”, μια σύνθεση της Τατιάνας Ζωγράφου.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Παιδική δισκοθήκη. B’ μέρος

Ένα περιβόλι γεμάτο τραγούδια
Μια εκδρομή με την Μαρίζα
Παιχνιδοτράγουδα

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής πορείας της Μαρίζας Κωχ είναι ο πειραματισμός. Το πάντρεμα της παραδοσιακής μουσικής με τα στοιχεία του ροκ κατά την δεκαετία του ’70, ήταν ένα από τα βασικά συστατικά της επιτυχίας της που, παράλληλα με αντίστοιχες προσεγγίσεις άλλων καλλιτεχνών όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας και άλλοι, διεύρυναν τους ορίζοντες του ελληνικού τραγουδιού και απενοχοποίησαν το παραδοσιακό τραγούδι που ήταν για πολλές δεκαετίες στο περιθώριο. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε την έκπληξη που προκαλούσε στο νεαρό κοινό κατά τα χρόνια της δικτατορίας και αργότερα της μεταπολίτευσης, μια νέα κοπέλα με πολύ μακριά ξανθά μαλλιά, σαν αερικό, να τραγουδάει παραδοσιακά τραγούδια με την συνοδεία ροκ μπάντας, “μπερδεύοντας” μοναδικά δύο είδη τραγουδιών που τότε θεωρούνταν αδύνατον να “συναντηθούν”. Για να μπορούμε για παράδειγμα σήμερα να ακούμε τους πολύ αξιόλογους Mode Plagal να διασκευάζουν μοναδικά, παραδοσιακά τραγούδια απ’ όλη την Ελλάδα με τον δικό τους τζαζ τρόπο, έπρεπε να προηγηθεί μια γενιά μουσικών που τόλμησαν να προσθέσουν κλαρίνο, κανονάκι, μακεδονικό ασκό και ένα σορό άλλα παραδοσιακά όργανα δίπλα στην ηλεκτρική κιθάρα, το μπάσο και τα τύμπανα. Ανάμεσά τους και η Μαρίζα Κωχ, έδωσε το δικό της καλλιτεχνικό στίγμα και πειραματίστηκε ανοιχτά με ακούσματα που “έφερνε” από τον τόπο καταγωγής της, αναμιγνύοντάς τα με το “ροκ του μέλλοντός μας” (όπως λέει κι ο Σαββόπουλος) δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μίγμα που στην εποχή του έγραψε ιστορία.
Για πολλά χρόνια, η Μαρίζα Κωχ ασχολήθηκε και με το παιδικό τραγούδι. Μελέτησε, βρέθηκε σε σχολεία και κατασκηνώσεις, έπαιξε, και φυσικά, πειραματίστηκε πάνω σ’ αυτό το ευαίσθητο είδος του ελληνικού τραγουδιού. Αποτέλεσμα αυτής της εργασίας είναι τρείς δίσκοι που εκδόθηκαν από το 1978 μέχρι και το 1980 και περιλαμβάνουν συνολικά 60 παιδικά τραγούδια!! Οι τίτλοι των δίσκων: «Ένα περιβόλι γεμάτο τραγούδια», «Μια εκδρομή με την Μαρίζα» και «Παιχνιδοτράγουδα».
Ο ακροατής δε θα συναντήσει εδώ καινούργια τραγούδια που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτές τις εκδόσεις. Ο τρεις αυτοί δίσκοι περιλαμβάνουν όλα τα γνωστά (και κάποια λιγότερο δημοφιλή) παιδικά τραγούδια, από το «Δεν περνάς κυρά Μαρία» και το «Βγαίνει η βαρκούλα», μέχρι το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» και την «Μικρή Ελένη». Τραγούδια πασίγνωστα με τα οποία έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές παιδιών, ανακατεμένα με παιχνίδια, γλωσσοδέτες και αινίγματα, συνθέτουν ένα πολύχρωμο τοπίο γεμάτο παιδικές φωνές και την αντίστοιχη, καλοδεχούμενη “βαβούρα”. Το σημαντικό είναι ότι η Κωχ αφήνει τα παιδιά να τραγουδήσουν. Πραγματικά παιδιά, όχι τα μικρομέγαλα της δεκαετίας που διανύουμε, με τα κακόγουστα βίντεο κλιπ και τις πόζες που παίρνουν στο γυαλί, κακές απομιμήσεις των life – style περιοδικών. Η Μαρίζα Κωχ μαζεύει γύρω της τα παιδιά, κάθονται στο πάτωμα και ξεκινούν το παιχνίδι: τραγούδια, πειράγματα, γέλια, ακόμα και μικρά λαθάκια, όλα τα στοιχεία που οφείλει να έχει μια ζωντανή επικοινωνία με τα παιδιά. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, η Κωχ παροτρύνει, προκαλεί, “τσιγκλάει” του μικρούς της φίλους και τους παρακινεί σε μια διαδικασία όλο κέφι και φαντασία. Αυτό που θέλει η Μαρίζα Κωχ το καταφέρνει και με το παραπάνω: να δημιουργήσει μια ζωντανή ατμόσφαιρα που να μην “κλείνεται” στους τέσσερεις τοίχους του στούντιο, αλλά να μεταδίδεται αυτούσια και στον ακροατή. Δε θα είχε κανένα νόημα να φτιαχτούν τρείς δίσκοι όπου εμείς, οι ακροατές, θα ακούμε μια τραγουδίστρια και μερικά πιτσιρίκια να διασκεδάζουν, από τη στιγμή που δε θα έφτανε σε μας η ενέργεια και το κέφι τους. Και η Κωχ καταφέρνει να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη, κι ας έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε!
Τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι τα πιο απλά, και παράλληλα, τα πιο δύσκολα. Το πρώτο και το σημαντικότερο, είναι η αλήθεια της! Η Κωχ δεν αποσκοπεί σε καμία εμπορική επιτυχία. Δε φιλοδοξεί να χτίσει καριέρα στις “πλάτες” των παιδιών, ούτε να μείνει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού ως η “ειδική” στο παιδικό τραγούδι. Απλά: διασκεδάζει, χαίρεται, γελάει, γεμίζει ενέργεια που τής μεταδίδει η πραγματική επαφή της με τα παιδία. Γίνεται με τη σειρά της ένα με αυτά, δε διστάζει να “τσαλακώσει” την εικόνα της, να γελάσει πιο δυνατά από εκείνα. Και αυτή η αλήθεια της είναι που κάνει αυτούς τους τρεις δίσκους πραγματικά ιδιαίτερους. Τι κι αν δεν περιέχουν καινούργια τραγούδια; Ο ακροατής έχει την ευκαιρία να ακούσει τα δημοφιλέστερα παιδικά και κάποια παραδοσιακά τραγούδια ερμηνευμένα με τρόπο γνήσια παιδικό! Και βεβαίως, η Μαρίζα Κωχ δεν ξεχνάει το “μικρόβιο” του πειραματισμού που κουβαλάει σε όλες τις δουλειές της. Όλο αυτό το σκηνικό το εμπλουτίζουν παραδοσιακά όργανα που συνοδεύουν τις παιδικές φωνές και την ίδια, δεμένα όλα μαζί σε ένα σύνολο άκρως γοητευτικό για τον ακροατή. Τι καλύτερο για τους μικρούς ακροατές, να ακούν το «Κάτω στο γιαλό» και το «Πέρα στους πέρα κάμπους» με τη συνοδεία παραδοσιακών κρουστών και όχι ενός συνθεσάιζερ! Σαντούρι, φλογέρα και άλλα παραδοσιακά όργανα, ολοκληρώνουν ένα αποτέλεσμα καλαίσθητο και κυρίως ζωντανό. Οι τρείς αυτοί δίσκοι της Μαρίζας Κωχ είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ακούσουμε τα πιο γνωστά παιδικά τραγούδια παιγμένα όπως τούς πρέπει.


----------------------------------
Κάτω από ένα κουνουπίδι

Ότι ο Μάνος Λοϊζος, πριν φύγει τόσο νωρίς από τη ζωή, είχε ξεκινήσει να δουλεύει διάφορους κύκλους τραγουδιών (όπως τα ποιήματα του Χικμέτ), ήταν γνωστό από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Όμως, ότι ανάμεσα στα τραγούδια που δούλευε υπήρχε κι ένας κύκλος παιδικών τραγουδιών σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη, ήταν κάτι που το μάθαμε αρκετά χρόνια μετά, το 1995, όταν εκδόθηκε ο δίσκος «Κάτω από ένα κουνουπίδι».
Το 1981 κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό μια κασέτα που περιελάμβανε τις πρόχειρες ηχογραφήσεις που είχε κάνει ο Μάνος Λοϊζος και 14 χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Παπαζαχαριάκης ανέλαβε να ενορχηστρώσει τα τραγούδια ώστε να ηχογραφηθούν στο στούντιο. Αμέσως συγκεντρώθηκε μια ομάδα γνωστών ερμηνευτών που ανέλαβαν να πουν ο καθένας κι από ένα τραγούδι: ο Κώστας Θωμαϊδης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, η Ελένη Τσαλιγοπουλου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Αφροδίτη Μάνου. Στην πρώτη έκδοση του δίσκου, περιλαμβάνονται και δύο τραγούδια από τις ηχογραφήσεις που είχε κάνει ο Μάνος Λοϊζος δοκιμάζοντας τα τραγούδια, ενώ στην επανέκδοσή τους πριν από λίγο καιρό, οι υπεύθυνοι της παραγωγής πρόσθεσαν και τα υπόλοιπα τραγούδια του demo με την φωνή του Μάνου Λοϊζου. Με αυτό τον τρόπο, έχουμε σε έναν δίσκο τις συλλεκτικές ηχογραφήσεις του Λοϊζου και τις στουντιακές εκτελέσεις των νεότερων ερμηνευτών.
Δε μπορεί να μιλήσει κανείς για το «Κάτω από ένα κουνουπίδι», δίχως να αναφερθεί παράλληλα στο καλλιτεχνικό μέγεθος του Μάνου Λοϊζου. Έχουν γραφτεί άπειρα κείμενα γι’ αυτόν τον συνθέτη που ό,τι έπιανε το έκανε τραγούδι! Ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, ανήσυχος, αντισυμβατικός, ένας στοχαστής που είχε το χάρισμα να μετατρέπει σε νότες τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες του, προσφέροντας απλόχερα σε όλους εμάς τραγούδια γεμάτα ευαισθησία. Ίσως ακουστεί υπερβολικό, θεωρώ όμως ότι τα παιδικά τραγούδια του Λοϊζου είναι η πιο καλή ευκαιρία να ανακαλύψουμε την ρίζα της μουσικής του μοναδικού αυτού συνθέτη, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο δίσκο του. Στο «Κάτω από ένα κουνουπίδι» συναντάμε όλες τις πτυχές του έργου του: ευαισθησία, φαντασία, ανθρωπιά, αξίες, ακόμα και πολιτική (όχι φυσικά με την έννοια που την “καταλαβαίνουμε” σήμερα). Ο Λοϊζος παίρνει τους απλοϊκούς στίχους του Νεγρεπόντη και πειραματίζεται. Σκαλίζει μουσικές που καταφέρνουν απ’ τη μια να μιλήσουν απλά στους μικρούς ακροατές, κι απ’ την άλλη να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Δημιουργεί εικόνες, παλεύει να μιμηθεί το «παπί που πάει παντού», ζωγραφίζει ένα ηλιοβασίλεμα και “αγωνιά” για την τύχη ενός σπουργιτιού που προσπαθεί να βρει την ησυχία του για ν’ απολαύσει το γεύμα του…
Σε επίπεδο αισθητικής, αυτό που κατορθώνει με τη μουσική του, είναι ένα μείγμα λαϊκής μουσικής με πολλά έντεχνα στοιχεία, κάτι μεταξύ των παραδοσιακών παιδικών τραγουδιών που έρχονται κατευθείαν απ’ το δημοτικό τραγούδι, και του έντεχνου τραγουδιού που άνθισε στην δεκαετία του ’70. Με την μοναδική ικανότητα που είχε ο Μάνος Λοϊζος να σκαλίζει μελωδίες που ρέουν σα νερό, τα παιδικά τραγούδια του αποτυπώνονται αμέσως στην μνήμη και την ψυχή των παιδιών. Σε αυτό βοηθούν και όλες οι ερμηνείες των τραγουδιστών, που με παιδικό πάθος μεταφέρουν αυτούσιο το πνεύμα των τραγουδιών, φωτίζοντάς τα ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Τα μηνύματα που μεταφέρουν οι στίχοι του Νεγρεπόντη είναι απλά, αλλά ουσιαστικά. Και ο Λοϊζος τα παραλαμβάνει και τα ντύνει με μουσικές γεμάτες φαντασία. Δε μπορούμε να ξέρουμε πως θα ήταν αυτά τα τραγούδια εάν τα είχε επιμεληθεί και εκδώσει ο Μάνος Λοϊζος όσο ζούσε. Το σίγουρο είναι ότι το «Κάτω από ένα κουνουπίδι» είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ακούσουν τα παιδιά 9 τραγούδια του “μάγου” Λοϊζου, και να ταξιδέψουν στις εικόνες που εκείνος ήξερε καλά να δημιουργεί με τη μουσική του.


----------------------------------
40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά

Το 1994, ο Μίκης Θεοδωράκης εκδίδει ένα δίσκο με τον τίτλο «40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά». Πρόκειται για ένα διπλό cd με γνωστά στην πλειοψηφία τους τραγούδια από την επίσημη δισκογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, τραγουδισμένα από την Παιδική Χορωδία & Ορχήστρα του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας. Την ευθύνη της ενορχήστρωσης και της διεύθυνσης χορωδίας έχει ο Δημήτρης Καρβούνης. Όπως αναφέρει και ο συνθέτης στο εισαγωγικό σημείωμα, τα τραγούδια που περιλαμβάνονται στην έκδοση γράφτηκαν τα περισσότερα «μέσα στην παγωνιά της Ιστορίας – στην δοκιμασία του ’40 – στην πρώτη μου εφηβεία» και αποτελούν τις πρώτες απόπειρες του συνθέτη να μελοποιήσει ποιήματα και στίχους από τον Βασίλη Ρώτα και τον Κωστή Παλαμά, μέχρι τον Διονύσιο Σολωμό και την Αντιγόνη Μεταξά (η γνωστή ραδιοφωνική “θεία Λένα”).
Το πρώτο συστατικό λοιπόν που καθιστά τα 40 αυτά τραγούδια παιδικά, είναι κυρίως οι χρονολογίες κατά τις οποίες γράφτηκαν. Τα περισσότερα είναι συνθέσεις από το 1938 μέχρι και το 1945, κατά τα χρόνια δηλαδή που και ο έφηβος Θεοδωράκης αναζητούσε το μουσικό του στίγμα μέσα από κείμενα ποιητών και τις πρώτες απόπειρες μελοποίησής τους. Υπάρχουν βεβαίως και μεταγενέστερες συνθέσεις του, μέχρι και το 1964˙ το σύνολο όμως των τραγουδιών γράφτηκαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ανάμεσα στα 40 αυτά τραγούδια, ακούμε την «Άρνηση» του Κώστα Βάρναλη, το «Κοιμήσου αγγελούδι μου» του Βίρβου, το «Χρυσοπράσινο φύλλο» σε ποίηση Λεωνίδα Μαλένη και πολλά από τα γνωστά τραγούδια του Θεοδωράκη. Σε αυτό το διπλό άλμπουμ, υπάρχουν βεβαίως και κάποια τραγούδια που δεν είναι γνωστά και ίσως να μην είχαν δισκογραφηθεί ποτέ μέχρι τότε, η πλειοψηφία όμως των τραγουδιών είναι δεύτερες εκτελέσεις δημοφιλών τραγουδιών του συνθέτη. Το δεύτερο χαρακτηριστικό του δίσκου είναι οι ίδιες οι εκτελέσεις. Ηχεί πολύ διαφορετικά να ακούς από μια παιδική χορωδία «Το εκκρεμές» σε στίχους του Νίκου Γκάτσου ή το «Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό», τη στιγμή που τα έχουμε συνηθίσει στις πρώτες τους εκτελέσεις. Βεβαίως, δεν αρκεί να τραγουδηθεί ένα τραγούδι από μια παιδική χορωδία για να θεωρηθεί αυτομάτως …παιδικό! Η Παιδική Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου της Λάρισας ερμηνεύει τα τραγούδια με τον τρόπο που τραγουδούσαν οι παλιές χορωδίες: με ομοιογένεια, χωρίς πολλούς σολίστες, με ορχήστρα που απλά συνοδεύει και δεν καλύπτει την χορωδία, και κυρίως, με καλά “κουρδισμένες” φωνές.
Κατά την προσωπική μου γνώμη, η ακρόαση του δίσκου δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη. Χρειάζεται να είναι κανείς εξοικειωμένος για να ακούσει επί περίπου 2 ώρες, 40 τραγούδια ερμηνευμένα από μια παιδική χορωδία. Όμως, δεν είναι αυτό το θέμα! Τα «40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά» περιέχουν ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εκτελέσεις από τα πρώτα τραγούδια του Θεοδωράκη που άξιζε να ηχογραφηθούν κάποια στιγμή από μια πολύ καλή παιδική χορωδία, ώστε να “επιστρέψουν” θα έλεγε κανείς, στην “ηλικία” που τους έπρεπε. Και η ακρόασή τους από τα παιδιά, μπορεί να τα εισάγει με τον καλύτερο τρόπο στην αισθητική του ομαδικού τρόπου απόδοσης των τραγουδιών, την χορωδία, η οποία στις μέρες μας τείνει να εξαφανιστεί, παρασύροντας μαζί της και την έννοια της ομαδικότητας, του μουσικού συγχρονισμού και της συλλογικής εργασίας. Κατά αυτή την έννοια, το διπλό cd του Θεοδωράκη μπορεί να έχει ακόμα και …διδακτικό χαρακτήρα! Κι αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, ας βάλουμε να ακούσουμε τον …«Χαραλάμπη» από εκείνη την άθλια, πρόσφατη εκτέλεση του, και αμέσως μετά το «Ανάμεσα Σύρο και Τζιά» με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου από το διπλό cd του Μίκη Θεοδωράκη. Νομίζω πως, και μόνο το να μπούμε στην διαδικασία της σύγκρισης, θα υποτιμά αυτόματα τη νοημοσύνη μας˙ πόσω μάλλον των παιδιών…
.
.
.
Σημείωση: Το Α' μέρος του αφιερώματος στην παιδική δισκοθήκη βρίσκεται εδώ, το Γ' μέρος εδώ και το Δ' μέρος εδώ.
.

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Παιδική δισκοθήκη. Α’ μέρος

Από την Λιλιπούπολη μέχρι την Μπαλονοχώρα...

Δε χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα παρατηρητικός για να διαπιστώσει ότι, στα δισκοπωλεία, μεταξύ των κατηγοριών (λαϊκό, έντεχνο, ελαφρό, κλπ) μέσω των οποίων επιχειρείται η ταξινόμηση των δίσκων, υπάρχει μια ιδιαίτερη γωνιά με τα “Παιδικά”. Οι δισκογραφικές εταιρείες, χρόνια τώρα, έχουν στρέψει το βλέμμα τους στην μαζική έκδοση δίσκων με παιδικά τραγούδια και παραμύθια, απευθυνόμενοι κυρίως στους γονείς που ψάχνουν ποιοτικούς τρόπους για να ψυχαγωγήσουν τα παιδιά τους. Όμως, τα κριτήρια που χρησιμοποιούν οι δισκογραφικές, κάθε άλλο παρά ποιοτικά είναι. Η πλειοψηφία των παραγωγών είναι εξαιρετικά πρόχειρα ηχογραφήματα που ακολουθούν γνωστές και ξεπερασμένες “μεθόδους” διαπαιδαγώγηση, με τραγούδια και παραμύθια που θαρρεί κανείς ότι απευθύνονται σε ανθρώπους μειωμένης αντίληψης και αισθητικής!

Η μεγάλη πλειοψηφία των παιδικών δίσκων, αποτελείται από κάτι άθλιες φτηνές ηχογραφήσεις που χρησιμοποιούν παιδιά (ή, ακόμα χειρότερα, ενήλικες που προσπαθούν να μιμηθούν τα παιδιά), τα οποία συνήθως με τη συνοδεία ενός συνθεσάιζερ “ερμηνεύουν” τα γνωστά, χιλιοειπωμένα τραγούδια όπως το «Μια ωραία πεταλούδα», το «Ένα φράγκο η βιολέτα» και άλλα παρόμοια. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα τέτοιων ηχογραφήσεων είναι επιεικώς απαράδεκτο, και το χειρότερο είναι ότι, όχι μόνο δεν καταφέρνουν να καλλιεργήσουν τη φαντασία και την αισθητική των παιδιών, αλλά αντίθετα, τα προετοιμάζουν με τον καλύτερο τρόπο ώστε αργότερα να δεχτούν με μεγαλύτερη ευκολία τα υπόλοιπα προϊόντα υποκουλτούρας που προωθούν οι εταιρίες, ώστε να διαβούν (ενήλικες πια) τις πόρτες των νυχτερινών κέντρων και να εκτονωθούν εν μέσω λουλουδιών με τραγούδια αντίστοιχης αισθητικής με αυτά που άκουγαν παιδιά. Όσο για τις ηχογραφήσεις παραμυθιών, εκεί τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: απονευρωμένη γλώσσα, δίχως ίχνος φαντασίας, “ερμηνείες” που θυμίζουν το διδακτικό ύφος της γεροντοκόρης δασκάλας περασμένων καιρών, και επιλογή παραμυθιών που απροκάλυπτα προωθούν τον συντηρητισμό, την ηττοπάθεια και την ηθική της μιζέριας και της αποχαύνωσης.

Ενώ στους υπόλοιπους τομείς, όπως για παράδειγμα στο παιδικό βιβλίο, παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες μια σημαντική προσπάθεια με προσεγμένες εκδόσεις, για τις οποίες εργάζονται παιδοψυχολόγοι και αξιόλογοι συγγραφείς με σκοπό την αναβάθμιση του προϊόντος, στη δισκογραφία το τοπίο είναι το ακριβώς αντίθετο: όλο και χειρότερες παραγωγές, ακόμα πιο πρόχειρες, ύποπτα υποβαθμισμένες, χωρίς καμία διάθεση για βελτίωση της αισθητικής και του περιεχομένου τους. Αυτό βεβαίως, δε σημαίνει ότι ανάμεσά τους δεν μπορεί να βρει κανείς και τρομερά αξιόλογες παραγωγές δίσκων με παιδικά τραγούδια. Το κακό όμως είναι ότι, απ’ τη μια αποτελούν μειοψηφία μέσα στο σύνολο των παραγωγών, και απ’ την άλλη, οι πιο αξιόλογοι δίσκοι με παιδικά τραγούδια εκδόθηκαν κατά το παρελθόν, δημιουργώντας την ελπίδα ότι θα υπάρξει και η ανάλογη συνέχεια, κάτι το οποίο τελικά δε συνέβη.

Με αφορμή τις παραπάνω σκέψεις, το Άρωμα του Τραγουδιού ανοίγει την Παιδική δισκοθήκη του και με μία σειρά κειμένων, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τις πιο αξιόλογες παραγωγές παιδικών τραγουδιών και παραμυθιών που αποτελούν τις εξαιρέσεις στον κανόνα που αναφέραμε. Η σειρά που θα ακολουθήσει η παρουσίαση δε θα είναι χρονολογική, αλλά (όσο το δυνατόν) θεματική. Παιδικά τραγούδια που γράφτηκαν για το θέατρο και το ραδιόφωνο, ανεξάρτητες παραγωγές που με το δικό τους τρόπο σημάδεψαν τα παιδικά μας ακούσματα και εργασίες σημαντικών δημιουργών που αντιμετώπισαν το παιδικό τραγούδι με την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητα που του αρμόζει. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, ελπίζω να ανακαλύψουμε μαζί την κρυμμένη παιδική μας αθωότητα, τα ακούσματα που διαμόρφωσαν την αισθητική μας, κύκλους τραγουδιών που δημιούργησαν “σχολή” στο παιδικό τραγούδι και νέες, πολύ αξιόλογες προσπάθειες που αντιστέκονται στην οργανωμένη υποβάθμιση που επιχειρούν οι εταιρείες σ’ ένα τόσο ευαίσθητο κομμάτι του ελληνικού τραγουδιού.

----------------------------------
Εδώ Λιλιπούπολη


Ένα αφιέρωμα στην παιδική δισκογραφία, δε μπορεί παρά να ξεκινάει με έναν δίσκο – σταθμό που άλλαξε ριζικά την μέχρι τότε αντίληψη για το πώς οφείλει να είναι στην πραγματικότητα το τραγούδι που απευθύνεται στα παιδιά. Δε θα είναι καθόλου υπερβολικό αν πούμε ότι, η παιδική δισκογραφία χωρίζεται σε προ-Λιλιπούπολης, και μετά-Λιλιπούπολης εποχή!

Όταν η Ελένη Βλάχου και η Ρεγγίνα Καπετανάκη χτύπησαν την πόρτα του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και κατέθεσαν την πρότασή τους για μία σειρά παιδικών ραδιοφωνικών εκπομπών, ίσως ο μόνος που μπόρεσε αμέσως να αντιληφθεί τη δυναμική που θα αποκτούσε στη συνείδηση όλων μας η εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη», ήταν ο τότε διευθυντής του Τρίτου, Μάνος Χατζιδάκις. Η «Λιλιπούπολη» δεν ήταν απλά μια παιδική ραδιοφωνική εκπομπή. Αποτελεί το σημείο αναφοράς για πολλές εργασίες που ακολούθησαν, και χάραξε ανεξίτηλα μια ολόκληρη γενιά ακροατών που ξαφνικά ανακάλυπταν στο “πρόσωπο” του δήμαρχου Χαρχούδα, του Μπιξ-Μπιξ, της Πιπινέζας και των άλλων ηρώων, κάτι από την δική τους ζωή. Ένα ραδιοφωνικό “κόμικ”, που με τον τρόπο του έμεινε στην ιστορία και μας αφορά ακόμα και σήμερα.

Ο Μάνος Χατζιδάκις σημειώνει:
“Η «Λιλιπούπολη» υπήρξε γέννημα μιας φιλελεύθερης και πειραματικής ραδιοφωνίας από τη μια, του Τρίτου Προγράμματος – κι από την άλλη, μιας ομάδας νέων ανθρώπων με πολύ ταλέντο που συγκεντρώθηκαν στο Τρίτο και δούλεψαν ελεύθερα, με κέφι, με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό.
Αυτό βέβαια δεν στάθηκε εμπόδιο στο να εξοργιστεί η αντιδραστική παραδημοσιογραφία του ελληνικού Τύπου που χαρακτήρισε την «Λιλιπούπολη» σαν …κομμουνιστική. Ίσως γιατί για πρώτη φορά κάποιοι μιλούσαν στα παιδιά υπεύθυνα, με καθαρή ποιητική γλώσσα, θίγοντας θέματα που βασανίζουν και πονάν τον τόπο, κι όχι σαν εκπαιδευτικοί ή γονείς ανόητοι που συμπεριφέρονται στα παιδιά, λες κι αποτείνονται σε υποανάπτυκτους και ατελείς οργανισμούς με θέματα ανώδυνα και γλώσσα απονεκρωμένη και συμβατική”…


Γύρω από την «Λιλιπούπολη», συγκεντρώθηκε μια ομάδα από νέους ηθοποιούς, συνθέτες και τραγουδιστές, που σταδιακά διαμόρφωσαν την τελική ταυτότητα της «Λιλιπούπολης» όπως αυτή μας παραδόθηκε μέσα από την σειρά πέντε δίσκων με κάποια από τα επεισόδια της σειράς, και ενός ακόμα δίσκου με συγκεντρωμένα τα περισσότερα από τα τραγούδια. Ηθοποιοί όπως η Άννα Παναγιωτοπούλου, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης και πολλοί άλλοι, ζωντάνευαν με τις φωνές τους τούς ήρωες της «Λιλιπούπολης» και τροφοδοτούσαν την φαντασία μικρών και μεγάλων που έδιναν το δικό τους ραντεβού με την συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος κάθε απόγευμα. Η μουσική και τα τραγούδια έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης», με τους στίχους της Μαριανίνας Κριεζή και τις μελωδίες της Λένας Πλάτωνος, του Νίκου Κυπουργού και του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, να συμπληρώνουν τα κείμενα και να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των επεισοδίων. Κάθε ήρωας της «Λιλιπούπολης» είχε και το δικό του τραγούδι. Κάθε επεισόδιο αποκάλυπτε στους ακροατές καινούργιες μελωδίες και λόγια ποιητικά. Τόσο οι συγγραφείς των κειμένων (στις οποίες αργότερα προστέθηκε και η Άννα Παναγιωτοπούλου), όσο και η στιχουργός των τραγουδιών, δεν δίσταζαν να μιλήσουν με λόγια ουσιαστικά, και όχι δήθεν “παιδικά”:

Είσαι της επιστήμης το καμάρι
είσαι της τεχνικής ο «Παρθενών»
και σε ζητωκραυγάζουν μ’ ένα στόμα
οι τεχνοκράτες όλων των χωρών…
Από το τραγούδι «Μάσα σιδερομάσα»

Η «Λιλιπούπολη» μεταδόθηκε από την συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος από το 1977 μέχρι και το 1980. Ορισμένα από τα επεισόδια που ηχογραφήθηκαν σε δίσκους ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες αυτών των εκδόσεων, ενώ τα επεισόδια που μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο είχαν διάρκεια συνήθως μισής ώρας, και κάποιες φορές συνδέονταν μεταξύ τους σε συνέχειες. Πέραν των σταθερών συντελεστών, πολλοί ήταν και οι ηθοποιοί που πέρασαν από την «Λιλιπούπολη» και δάνεισαν τη φωνή τους σε ήρωες. Μεταξύ αυτών, η Σαπφώ Νοταρά ως μάγισσα Μπρουνχίλντα και η Αλέκα Παϊζη ως Βασίλισσα, μητέρα του Πρίγκιπα (Λευτέρης Βογιατζής). Παράλληλα, πολλοί ήταν και οι τραγουδιστές που ερμήνευσαν κατά περιόδους τα τραγούδια στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης»: η Νένα Βενετσάνου, η Κρίστη Στασινοπούλου, καθώς και πολλοί ηθοποιοί που υποδύονταν ήρωες της «Λιλιπούπολης». Στην ηχογράφηση του δίσκου με τα τραγούδια, ερμηνευτές ήταν ο Σπύρος Σακκάς, ο Αντώνης Κοντογεωργίου, η Σαβίνα Γιαννάτου και η Μαριελλη Σφακιανάκη, οι οποίοι ήταν και οι κύριοι ερμηνευτές και στο μεγαλύτερο μέρος των επεισοδίων. Αξίζει στο σημείο αυτό να πούμε, ότι οι εκτελέσεις των τραγουδιών που ακούγονταν στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης», διαφέρουν αρκετά από τις εκτελέσεις που ηχογραφήθηκαν για τον δίσκο. Για παράδειγμα, τα περισσότερα τραγούδια της Λένας Πλάτωνος τα ερμήνευε η ίδια, ενώ τα πιο πολλά τραγούδια των ηρώων τα τραγουδούσαν στα επεισόδια οι ίδιοι οι ηθοποιοί. Βεβαίως, στην ηχογράφηση του δίσκου που διεύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις, οι ενορχηστρώσεις και οι ερμηνείες προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της παραγωγής του δίσκου.
Έχουν γραφτεί πολλά για αυτή την θρυλική ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος. Το μόνο ίσως που μπορούμε να τονίσουμε, είναι ότι, η «Λιλιπούπολη» αποτέλεσε ουσιαστικά “σχολή” σε αυτό που ονομάζουμε παιδικό τραγούδι. Μπορεί να μην υπήρξε (και πιθανόν να μην υπάρξει και στο μέλλον) αντίστοιχη ραδιοφωνική “συνέχεια” της «Λιλιπούπολης». Το σίγουρο όμως είναι ότι, η αισθητική πρόταση που έφερε αυτή η εκπομπή είχε και συνέχεια στη δισκογραφία, τόσο από τους συνθέτες και ερμηνευτές που συμμετείχαν σε αυτήν, όσο και από άλλους δημιουργούς. Μπορεί η Μπομπίλα και ο Παπαγάλος να μη συνέχισαν το ταξίδι τους στα FM, υπήρξαν όμως κάποιοι δημιουργοί που ανέλαβαν να συνεχίσουν σε επίπεδο αισθητικής το έργο που ξεκίνησε ο Μάνος Χατζιδάκις με το αλάνθαστο κριτήριό του. Αμέσως μετά την «Λιλιπούπολη», κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, υπήρξε ένα κύμα από δίσκους με παιδικά τραγούδια που έδειξαν ότι προσωρινά θα μπορούσε κάτι να αλλάξει στον τομέα της παιδικής δισκογραφίας. Στη συνέχεια του αφιερώματός μας στα παιδικά τραγούδια, θα συναντήσουμε πολλές φορές μπροστά μας την «Λιλιπούπολη» και τους συντελεστές της, και θα διαπιστώσουμε τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ιστορική εκείνη εκπομπή του Τρίτου.


----------------------------------
Η Συνέλευση των ζώων - Έξι τραγούδια για ποντίκια

Το 1983, εκδίδεται η «Συνέλευση των ζώων», μια πολύ ιδιαίτερη εργασία του συνθέτη Γιώργου Κουρουπού, πάνω σε κείμενο του Περικλή Κοροβέση. Ο Κουρουπός (“παιδί” του Τρίτου Προγράμματος της εποχής του Χατζιδάκι), παίρνει το κείμενο του Κοροβέση και το αντιμετωπίζει σαν λιμπρέτο, μελοποιώντας όλα τα μέρη του και αφήνοντας λίγα αφηγηματικά μέρη που, κι αυτά, ακούγονται σχεδόν τραγουδιστά! Η μελοποίηση της «Συνέλευσης των ζώων» περιλαμβάνει πολλά στοιχεία της λόγιας μουσικής, προσαρμοσμένα με τέχνη στα αυτιά των παιδιών, προσφέροντας ένα αισθητικό αποτέλεσμα που διαφέρει πολύ από αυτό που έχουμε στο νου μας ως παιδικό τραγούδι. Ένα ακόμα στοιχείο που κάνει το έργο αυτό μοναδικό είναι η ενορχήστρωση: ο Κουρουπός μελοποίησε τη «Συνέλευση των ζώων» μονάχα για πιάνο και φωνή. Το πιάνο αναλαμβάνει ολόκληρη την μουσική επένδυση του έργου, δίνοντας την ευκαιρία στο κείμενο να ακουστεί απογυμνωμένο από ενορχηστρώσεις και να αναδειχθεί ο ποιητικός λόγος του Κοροβέση. Ως εξαιρετικός πιανίστας, ο Κουρουπός, “απλώνει” σε ολόκληρη την έκταση των πλήκτρων το κείμενο και δε διστάζει να φτιάξει μια μουσική που για τα ελληνικά δεδομένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και πειραματική (δεδομένου ότι μιλάμε για μουσική που απευθύνεται σε παιδιά). Στην ηχογράφηση, πιάνο παίζει ο ίδιος ο συνθέτης, προσφέροντάς μας ένα εξαιρετικό δείγμα δεξιοτεχνίας και μια μοναδική ευκαιρία να απολαύσουμε ένα έργο παιγμένο από τον ίδιο τον δημιουργό του.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην εξαιρετική ερμηνεία του Σπύρου Σακκά (“παιδί” κι αυτό του Τρίτου και της «Λιλιπούπολης»). Ο Σακκάς στη «Συνέλευση των ζώων» δίνει ένα ανεπανάληπτο ρεσιτάλ ερμηνείας! Εκμεταλλευόμενος την μεγάλη έκταση της φωνής του, μιμείται φωνές ζώων, αφηγείται με ανεπανάληπτη θεατρικότητα την ιστορία, ερμηνεύει κομμάτια εξαιρετικής ρυθμικής δυσκολίας που απαιτούν απόλυτο έλεγχο των αναπνοών, και με παιδικό πάθος βιώνει τη «Συνέλευση των ζώων» σα να πρόκειται για μια ιστορία που συνέβη στην πραγματικότητα. Τι καλύτερο για ένα παιδί να ακούει από τον Σπύρο Σακκά μια μουσική αφήγηση τόσο ζωντανή και γνήσια ποιητική, πάνω σε ένα κείμενο που διευρύνει τη φαντασία, δημιουργεί ατέλειωτες εικόνες και περνάει μηνύματα που καλλιεργούν την ψυχή του! Αναμφισβήτητα, η «Συνέλευση των ζώων» βρήκε στη φωνή του Σπύρου Σακκά τον ιδανικό ερμηνευτή. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, κανένας άλλος τραγουδιστής δεν έχει ξανατραγουδήσει το έργο από τότε. Στην πιο ώριμη στιγμή της καριέρας του, κουβαλώντας την πολύτιμη εμπειρία της «Λιλιπούπολης», αντιμετωπίζει την παρτιτούρα του Κουρουπού με φαντασία και πάθος που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο των ερμηνευτών που έχουν τραγουδήσει έργα που απευθύνονται στα παιδιά.
Κανένας από τους τρεις συντελεστές του έργου δεν κάνει εκπτώσεις στην τέχνη του. Ο Κοροβέσης μιλάει μια γλώσσα σύγχρονη, δίχως να αυτολογοκρίνεται χάριν μιας κακώς εννοούμενης απλοποίησης που πολλοί θεωρούν ότι οφείλει να έχει ένα κείμενο που απευθύνεται στα παιδιά. Ο Κουρουπός πειραματίζεται ανοιχτά και δε διστάζει να προσθέσει στοιχεία ενός “δύσκολου” μουσικού είδους σε ένα παιδικό παραμύθι. Τέλος, ο Σακκάς, επιστρατεύει τέχνη και ψυχή για να ξεδιπλώσει την ιστορία μπροστά στα μάτια των παιδιών. Ο Σπύρος Ορνεράκης με τα σκίτσα του ολοκληρώνει την έκδοση, η οποία εκτός από την «Συνέλευση των ζώων», περιλαμβάνει και τα «Έξι τραγούδια για ποντίκια», σε στίχους του Γιώργου Κουρουπού. Κι εδώ κυριαρχούν τα στοιχεία του πειραματισμού, όπου ο Κουρουπός φτιάχνει έξι τραγούδια σε μορφή lieder, με φαντασία και τέχνη, έξι μικρές ιστορίες για ποντίκια που ερμηνεύει και πάλι ο Σπύρος Σακκάς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, η «Συνέλευση των ζώων» και τα «Έξι τραγούδια για ποντίκια», δεν είναι μια εργασία που θα ακουστεί μία μόνο φορά και μετά θα μπει στο ράφι με τα υπόλοιπα παιδικά δισκάκια.


----------------------------------
Μίλα μου για μήλα

Τον Σταύρο Παπασταύρου τον γνωρίσαμε το 1981, όταν απέσπασε το πρώτο βραβείο στους «Αγώνες ελληνικού τραγουδιού» που διοργάνωσε στην Κέρκυρα ο Μάνος Χατζιδάκις. Ακολούθησε η πρώτη του δισκογραφική δουλειά και λίγα χρόνια αργότερα, το 1986, εκδίδει τον δεύτερο προσωπικό του δίσκο, έναν κύκλο παιδικών τραγουδιών με τίτλο «Μίλα μου για μήλα». Είναι η πρώτη φορά (απ’ όσο γνωρίζω), που ο καταξιωμένος συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας Ευγένιος Τριβιζάς, γράφει στίχους για έναν ολοκληρωμένο δίσκο με παιδικά τραγούδια, ορίζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό την ταυτότητα ολόκληρου του δίσκου. Πριν συνεχίσουμε, αξίζει να διαβάσουμε το σημείωμα του Ευγένιου Τριβιζά στο εσώφυλλο του δίσκου:

«Το μυστικό του δίσκου
Οι συνεργάτες αυτού του δίσκου γεννήθηκαν όλοι κάτω από την ίδια μηλιά σ’ ένα μαγεμένο κήπο. Η πρώτη λέξη που άκουσαν ήταν «μη». Πέρασαν τα επόμενα πολλά χρόνια ψάχνοντας για τη λέξη «λα» που νόμιζαν ότι ήταν κρυμμένη σ’ έναν από τους πύργους της άσπλαχνης κόμισσας.
Σκορπίσανε, χαθήκανε στα πέρατα του κόσμου, Σιγά – σιγά ξεχάσανε τι ψάχνανε και γιατί. Άλλοι πήγανε στις Κάνες, άλλοι βρήκανε παραμάνες, άλλοι μόνο μαϊντανό. Μερικοί παγιδεύτηκαν σε περιστρεφόμενες πόρτες, άλλοι γίνανε βροχοποιοί στη Μπαλονοχώρα. Ένας έγινε μηλοτέχνης. Κάποιος άλλος πέταξε ψηλά, αλλά ο σκώρος έφαγε το ιπτάμενο χαλί του και έπεσε στο ανοιχτό στόμα της φάλαινας της Βαραδουάης.
Στο μεταξύ αλχημιστές, καραμπινιέροι και πεταλουδόσαυροι έκλεψαν ένα – ένα όλα τα μήλα της μηλιάς στο μαγεμένο κήπο. Όταν έμαθαν τα νέα κατάλαβαν το σφάλμα τους. Ήταν όμως πια αργά. Αποφάσισαν να προσαρμοστούν. Που και που όμως, συναντιούνται όλοι πάλι κρυφά στα όνειρά του και παρα-μηλάνε…»

Αναρωτιέται κανείς: σε τι μπορεί άραγε να συγκριθεί ένας δίσκος με παιδικά τραγούδια που, από το σημείωμα του στιχουργού ακόμα, εισάγει μικρούς και μεγάλους ακροατές με τέτοιο τρόπο στο περιεχόμενο των τραγουδιών, με εκείνα τα απαράδεκτα ηχογραφήματα που έχουν κατακλείσει την αγορά και τραγουδάνε παράφωνα το «Περνά – περνά η μέλισσα» και τον «Μπαρμπα-Μπίλιο» που «είχε ένα γάλο, πολύ μεγάλο»…! Στο «Μίλα μου για μήλα», η μουσική του Παπασταύρου συναντά τους ονειρικούς στίχους του λεξιπλάστη Τριβιζά και ένα υπέροχο ταξίδι στη φαντασία ξεκινάει από τις πρώτες κιόλας νότες. Ερμηνευτές των τραγουδιών είναι ο Σπύρος Σακκάς, η Σαβίνα Γιαννάτου (μήπως να …ξαναθυμίσουμε τη “σχολή” της «Λιλιπούλολης»;) και η Κρίστη Στασινοπούλου.
Ο δίσκος αφηγείται με μοναδικό τρόπο ιστορίες γεμάτες φαντασία και έμπνευση: για μια καλομαθημένη «Γάτα σου Σιάμ», ένα μήλο «Φιρίκι» που του έφυγε το “ρι” και έγινε “φύκι”, για μια «Φάλαινα της Βαραδουάης», ένα «Κανίς με το κανό» που κίνησε να πάει στις Κάνες, και τον «Μικρό Ερμή» που ο “θείος Πραξιτέλης” του έλεγε διαρκώς “μη” και “μη”, ώσπου τελικά απ’ την ακινησία έγινε άγαλμα και μπήκε στο μουσείο! Ένας ολόκληρος κόσμος ξεδιπλώνεται με την ακρόαση του δίσκου. Από την «Φρουτοπία» και την «Πινεζοβροχή» που πέφτει στη Μπαλονοχώρα, μέχρι ένα τραγούδι που διαρκεί μόλις 56 δευτερόλεπτα αλλά έχει τον μεγαλύτερο τίτλο που έχει υπάρξει ποτέ σε ελληνικό τραγούδι: «Το λυπητερό ταγκό της πολύ άσπλαχνης κόμισσας που μετακόμιζε και άφηνε μόνο του το σκυλάκι της»!! Για όσους γνωρίζουν τα παιδικά κείμενα του Ευγένιου Τριβιζά, δεν εκπλήσσονται από τον πλούτο και την φαντασία με τα οποία αφηγείται τις ευφάνταστες ιστορίες του. Στίχοι που τραβούν σα μαγνήτης τα παιδικά αυτιά και τα τροφοδοτούν με εικόνες πλούσιες και φωτεινές. Λογοπαίγνια και στίχοι γεμάτοι έκπληξη, ανατρεπτικοί, κάθε τραγούδι και ένα άλλος κόσμος, παραμυθένιος και βελούδινος. Η μουσική του Παπασταύρου γεμάτη κι αυτή εκπλήξεις, με μελωδίες και ρυθμούς απόλυτα εναρμονισμένους με τους στίχους του Τριβιζά. Με ενορχηστρώσεις που συμπληρώνουν την “αφήγηση” των στίχων και δημιουργούν ένα αποτέλεσμα ισορροπημένο, ο Παπασταύρου καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κύκλο τραγουδιών που ακούγεται απ’ την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς διακοπή.
Όσο για τις ερμηνείες, η θεατρικότητα του Σπύρου Σακκά, η αιθέριες ερμηνείες της Σαβίνας Γιαννάτου και η γνήσια παιδικότητα της Στασινοπούλου, μετατρέπουν την ακρόαση του δίσκου σε μια απολαυστική διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας τα παιδιά αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους να ταξιδέψει. Τι παραπάνω μπορεί να ζητήσει κανείς από έναν κύκλο παιδικών τραγουδιών; Λόγια αληθινά, μουσικές κεφάτες αλλά καθόλου χαζοχαρούμενες, ερμηνείες που αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα και όχι σοβαροφάνεια τους μικρούς ακροατές. Το «Μίλα μου για μήλα» είναι ένας δίσκος που πρέπει να έχει τη δική του θέση σε κάθε δισκοθήκη, κι ας μην είναι απαραίτητα παιδική.
.
.
.
Σημείωση: Το αφιέρωμα στην παιδική δισκοθήκη συνεχίζεται με το Β' μέρος εδώ, το Γ' μέρος εδώ και το Δ' μέρος εδώ.
.