Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

“…κι η στάχτη σκέπαζε το πρόσωπό σου κάθε πρωί”

Πλήρης ημερών έφυγε απ’ τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο Αργύρης Κουνάδης. Γεννημένος το 1924 στην Κωνσταντινούπολη, σπούδασε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών και από το 1949 συνέθεσε πλήθος έργων για το θέατρο, τον κινηματογράφο, μπαλέτα και μουσική δωματίου καθώς και όπερες, ενώ ανάμεσα στα άλλα υπήρξε μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου (ένα πλήρες βιογραφικό του Αργύρη Κουνάδη μπορεί να βρεις κανείς στην ιστοσελίδα musicpaper εδώ). Στο μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής του πορείας ασχολήθηκε πρωτίστως με τη λόγια μουσική, εμπλουτίζοντας τις συνθέσεις του με πλήθος από στοιχεία της βυζαντινής, της παραδοσιακής μουσικής και του ρεμπέτικου. Στην ελληνική δισκογραφία εμφανίζεται κυρίως κατά τη δεκαετία του ’70 με έξι λαϊκούς δίσκους: Δεν περισσεύει υπομονή (1973), Ρόδα είναι και γυρίζει (1974), Το Ταξίδι (1975), Εν Αθήναις (1976), Made in Greece (1977), και Μακρινή γειτονιά (1982). Τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει η Σωτηρία Μπέλλου, η Ελένη Βιτάλη, ο Αντώνης Καλογιάννης, η Τζένη Βάνου, η Ρένα Κουμιώτη, η Λιλάντα Λυκιαρδοπούλου και πολλοί άλλοι.




Εκτός από τους παραπάνω λαϊκούς δίσκους που τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό, ο Αργύρης Κουνάδης ηχογράφησε και έναν κύκλο πέντε μελοποιημένων ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη από τη συλλογή Σχέδια για ένα καλοκαίρι, καθώς και τρία μελοποιημένα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Ο δίσκος εκδόθηκε το 1988 από κοινού με τον Γιώργο Κουρουπό με τον τίτλο Τραγούδια για φωνή και πιάνο, και εκτός από τα δύο έργα του Κουνάδη περιλάμβανε οκτώ τραγούδια του Κουρουπού σε ποίηση Λόρκα, ερμηνευμένα όλα από τον Σπύρο Σακκά και τον Κουρουπό στο πιάνο. Ειδικά τα πέντε μελοποιημένα ποιήματα του Σεφέρη από τα Σχέδια για ένα καλοκαίρι, απασχολούσαν τον Αργύρη Κουνάδη ήδη από το 1955, αναθεώρησε το έργο το 1961, για να φτάσει στην τελική του μορφή το 1981. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο κύκλο τραγουδιών στη μορφή των lieder, όπου ο Κουνάδης δανείζεται πολλά στοιχεία από το παραδοσιακό και λαϊκό τραγούδι για να φτιάξει ένα σύνολο αμιγώς λυρικών τραγουδιών. Μελοποιήσεις απαιτητικές, ίσως όχι τόσο από άποψη αρμονίας και ρυθμών, όσο περισσότερο για τα εκφραστικά μέσα που οφείλουν να επιστρατεύσουν οι ερμηνευτές (τραγουδιστής και πιανίστας) που θα τα αποδώσουν.
Η ηχογράφηση αυτή, όπως είναι φυσικό για την εγχώρια δισκογραφική αγορά, δεν είχε κανένα ιδιαίτερο εμπορικό αντίκτυπο και – εννοείται πως – δεν επανεκδόθηκε ποτέ σε ψηφιακή μορφή. Αποτελεί όμως μία ιδιαίτερη στιγμή ενός σπουδαίου Έλληνα δημιουργού, για τον οποίο θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι το έργο του να αποτιμηθεί από το ελληνικό κοινό και να πάρει τη θέση που του αξίζει στη σύγχρονη ελληνική δημιουργία. Μέχρι τότε, οι μελοποιήσεις του στα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη και του Κωνσταντίνου Καβάφη θα παραμένουν τα κρυφά διαμάντια που ευτυχώς μπόρεσαν να ηχογραφηθούν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, για να τα ανακαλύπτουμε από τότε ξανά και ξανά, ως ένα από τα πιο ιδιαίτερα δείγματα μελοποιημένης ποίησης.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

THE BOLD AND THE MUSICFULL (Τόλμη και Τριφωνία)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

"The Bold and the Musicfull"
(Τόλμη και Τριφωνία)

Σαν παράσταση να το φανταστείς...
Τρεις πρωταγωνιστές κι ένα ατίθασο πιάνο σε ρόλους εναλλασσόμενους.
Ετερόκλητα μουσικά είδη μπλέκονται σ' ένα παζλ για δυνατούς λύτες.

Τραγούδι : Αμέρισσα Φτούλη
Δήμητρα Φλούδα
Μιχάλης Δελαβίνιας
Πιάνο - ενορχηστρώσεις : Μιχάλης Γκαρτζόπουλος

Παραγωγή - Επιμέλεια Προγράμματος : Μιχάλης Δελαβίνιας
Στον ήχο ο Σπύρος Δημοσθενιάδης

18,26 Νοεμβρίου & 3 Δεκεμβρίου στο Cabaret Voltaire
Μαραθώνος 30, Κεραμεικός

Είσοδος: 12 ευρώ (στην τιμή περιλαμβάνεται κρασί, μπύρα ή ρακί)




Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

“… να ρίξετε σ’ ένα πανέρι πανανθρώπινης αδελφοσύνης το καθαρό μαλλί…”

.
Από τις 40 περίπου κωμωδίες που έγραψε ο Αριστοφάνης από το 425π.Χ. έως το 388 π.Χ., έχουν σωθεί μονάχα οι 11. Ανάμεσα σ’ αυτές, η Λυσιστράτη αποτελεί σίγουρα τη δημοφιλέστερη και πιο πολυπαιγμένη αριστοφανική κωμωδία στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Γράφτηκε το 411 π.Χ. και όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, το περιεχόμενό της παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρο προσφέροντας στους σύγχρονους μεταφραστές, σκηνοθέτες και ηθοποιούς ένα πλούσιο πεδίο για πολλαπλές αναγνώσεις. Το ζήτημα των μεταφράσεων και διασκευών αυτών των έργων είναι τεράστιο, και έχει απασχολήσει – και απασχολεί ακόμα – τους λογοτέχνες και μεταφραστές που έχουν καταπιαστεί με τα κείμενα του Αριστοφάνη. Ειδικά οι μεταφράσεις για τη Λυσιστράτη, έχουν κατά καιρούς αναθερμάνει συζητήσεις για τα όρια μεταξύ της πιστής μετάφρασης απ’ το πρωτότυπο και της ελεύθερης απόδοσης – διασκευής, ξεσηκώνοντας κάποιες φορές και ολόκληρη διαμάχη στους λογοτεχνικούς και θεατρικούς κύκλους. Ανάμεσα στις μεταφράσεις - διασκευές που προκάλεσαν τέτοιου είδους συζητήσεις, ξεχωρίζει η μετάφραση στη Λυσιστράτη του Κώστα Ταχτσή το 1977 που ανέβηκε για πρώτη φορά σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, αλλά και η μεταγενέστερη ελεύθερη απόδοση του κειμένου από τον Λάκη Λαζόπουλο που παρουσιάστηκε το 1986 σε σκηνοθεσία Αντρέα Βουτσινά. Για διαφορετικούς λόγους, και οι δύο αυτές αποδόσεις του αριστοφανικού έργου προκάλεσαν αντιδράσεις τόσο για την ορθότητα της μετάφρασης στην περίπτωση του Ταχτσή, όσο και για το συνολικό αποτέλεσμα στην παράσταση του Αντρέα Βουτσινά, περιλαμβανομένων βεβαίως και των “αυθαιρεσιών” (κατά τους επικριτές) τού Λαζόπουλου στην απόδοση του κειμένου.
Ο Ανδρέας Βουτσινάς σκηνοθέτησε δύο φορές την Λυσιστράτη με δύο διαφορετικούς θιάσους: την πρώτη με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 1983 σε μετάφραση του Κώστα Ταχτσή και πρωταγωνίστρια την Αλέκα Παϊζη, και τη δεύτερη τρία χρόνια αργότερα με πρωταγωνιστή τον Λάκη Λαζόπουλο. Στην παράσταση του ΚΘΒΕ την μουσική υπέγραψε ο Γιώργος Κουρουπός μελοποιώντας τους στίχους του μεταφραστή, ενώ στη δεύτερη ο Σταμάτης Κραουνάκης συνέθεσε τα τραγούδια πάνω στους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου. Δύο κατά τα άλλα διαφορετικές προσεγγίσεις της αριστοφανικής κωμωδίας, επέτρεψαν στον Βουτσινά να εφαρμόσει τις πρωτοποριακές σκηνοθετικές του ιδέες έχοντας σαν υλικό το ιδιοφυές κείμενο του Αριστοφάνη αλλά και μία πλειάδα ηθοποιών που σε κάθε μία απ’ τις περιπτώσεις υπηρέτησαν τη σκηνοθετική του ματιά με ακρίβεια. Όπως είναι φυσικό, με διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισαν και οι συνθέτες το υλικό που τους ανατέθηκε, με πρώτα τον Κουρουπό να ακολουθεί πιστά τη μετάφραση του Ταχτσή και να μελοποιεί αποσπάσματα του κειμένου, δανειζόμενος στοιχεία από ένα ευρύ μουσικό φάσμα που περιλαμβάνει επιρροές απ’ το παραδοσιακό τραγούδι μέχρι και κάποιες αποχρώσεις της τζαζ. Απ’ την άλλη μεριά ο Κραουνάκης, πατώντας βεβαίως και στην ελεύθερη απόδοση του κειμένου από τον Λαζόπουλο αλλά και ολόκληρο το κλίμα της παράστασης (να θυμίσω ότι στην παράσταση συμμετείχαν μονάχα άντρες ηθοποιοί οι οποίοι ενσάρκωναν και τους γυναικείους ρόλους), μελοποιεί τους στίχους της Νικολακοπούλου με άφθονα στοιχεία από την επιθεώρηση και το βαριετέ.
Ένα από τα πιο ευφυή σημεία στο κείμενο του Αριστοφάνη είναι όταν η Λυσιστράτη λογομαχεί με τον Πρόβουλο, ο οποίος βρίσκει εντελώς ανάρμοστη τη συμπεριφορά των γυναικών να θέλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την λήξη του πολέμου. Στα πλαίσια αυτής της αντιπαράθεσης (παρουσία του γυναικείου και αντρικού χορού), η Λυσιστράτη εκθέτει τα επιχειρήματά της επικαλούμενη την επεξεργασία του μαλλιού που ακολουθούσαν οι γυναίκες της εποχής για τον καθαρισμό και την τελική του μετατροπή σε νήμα. Στην παράσταση του ΚΘΒΕ, ο Κουρουπός επιλέγει να τοποθετήσει μια χαμηλών τόνων μουσική υπόκρουση που συνοδεύει το μονόλογο, η οποία θα μπορούσε να πει κανείς ότι παραπέμπει σε παραδοσιακά σκωπτικά τραγούδια (με πρώτο να έρχεται στο νου το γνωστό Πως το τρίβουν το πιπέρι). Η κορυφαία ηθοποιός Αλέκα Παϊζη ως Λυσιστράτη, ξεδιπλώνει το κείμενο κάνοντας παύσεις στα σημεία όπου ο γυναικείος χορός την υποστηρίζει τραγουδώντας με σταδιακές κορυφώσεις τη φράση “πως υφαίνουμε μια κάπα”.
Η μουσική και τα τραγούδια του Γιώργου Κουρουπού εκδόθηκαν σε έναν διπλό δίσκο βινυλίου (ο οποίος δεν επανεκδόθηκε ποτέ σε cd) με τον τίτλο Μουσική για το θέατρο, και περιελάμβανε τις εργασίες του σε 6 παραστάσεις του ΚΘΒΕ. Στο δίσκο ηχογραφήθηκε η φωνή της Αλέκας Παϊζη, ενώ τον ρόλο του γυναικείου χορού ερμήνευσε η Έλλη Πασπαλά.

Εμείς μυαλό που το ‘χουμε ή εσείς; Βρε, αν είχατε τόσο δα μυαλό, θα κάνατε ό,τι κάνουμε εμείς με το μαλλί.
(Πως υφαί- πως υφαίνουμε μια κάπα)
Πρώτον, το πλένουμε καλά-καλά στη σκάφη να φύγει όλ’ η λέρα. Ύστερα το χτυπάμε με τον κόπανο να φύγουνε οι σγρόμποι και οι κολλιτσίδες. Έτσι ακριβώς θα έπρεπε να ξεπλύνετε κι εσείς το κράτος απ’ τις λέρες, να κοπανίσετε τις κολλιτσίδες στο κεφάλι, κι όλες τις κλίκες που μαζεύονται σα σγρόμποι και συνωμοτούν για να λυμαίνονται την εξουσία. Ύστερα θα ‘πρεπε, πάλι όπως εμείς, να ρίξετε σ’ ένα πανέρι πανανθρώπινης αδελφοσύνης το καθαρό μαλλί – όλους τους άξιους και χρηστούς πολίτες, όχι μόνο τους γέρους, μα και τους νέους, και τις γυναίκες, και τους φτωχούς που είναι καταχρεωμένοι στο δημόσιο, και τους μέτοικους, ακόμα και τους ξένους όσους μας αγαπάν αληθινά – και να τους ανακατέψετε όλους μαζί καλά-καλά… Και, μα το Δία, ας μην ξεχνάμε και τις πόλεις, που έχουν αποικίσει οι δικοί μας, σ’ όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκονται. Πρέπει να καταλάβουμε ότι κι αυτοί είναι καθώς οι τούφες του μαλλιού, πού ‘πεσαν χάμω και σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί… Κι αυτούς λοιπόν να τους μαζέψετε κοντά σας, και μ’ αυτή την πελώρια ανθρώπινη τουλούπα, να υφάνετε για όλο το λαό μια ζεστή μεγάλη κάπα!...

Απ’ την άλλη μεριά, ο Κραουνάκης αντιμετωπίζει το ίδιο απόσπασμα βάζοντας την Λυσιστράτη να ερμηνεύει ένα τραγούδι, που με τους στίχους της Νικολακοπούλου αποκτά μία αυτονομία και παράλληλα εντάσσεται απόλυτα στο κλίμα της παράστασης. Ο ρυθμός, το μπρίο και η τσαχπινιά, η πιο ενεργή υποστήριξη του γυναικείου χορού στο δρώμενο, αλλά παράλληλα και η σοβαρότητα των λεγόμενων της πρωταγωνίστριας, μετουσιώνονται από τον Κραουνάκη σε μουσική που παραπέμπει σε σκηνές μπουλουκιών και περιπλανώμενων θιάσων του μεσοπολέμου. Η μουσική και τα τραγούδια εκδόθηκαν τον ίδιο χρόνο σε δίσκο με ερμηνευτές τα μέλη του θιάσου, καθώς επίσης και τη συμμετοχή της Άλκιστις Πρωτοψάλτη και του Μανώλη Μητσιά.

Πρώτα παίρνουμε το νήμα, το μαλλί το κατσιασμένο
κι όπως είναι μπερδεμένο το πετάμε στο νερό
μ’ ένα κόπανο στο χέρι, το χτυπάμε το καημένο
για να γίνει αγνό παρθένο να ‘χει χρώμα ζωηρό.
Μετά το πλένουμε καλά, το στύβουμε γερά
να διώξουμε τη λέρα κι όλα τ’ άλλα βλαβερά.
Γιατί υπάρχουν και πολλοί που πάνε για μαλλί
πατρίδα μου καημένη και σ’ αφήνουνε γουλί.

Το καθήκον με καλεί – το μαλλί, το μαλλί
που μπερδεύτηκε πολύ – στη Βουλή, στη Βουλή
κι έγιναν μαλλιά κουβάρια της Βουλής τα παλικάρια
ποιος θα φάει πιο πολύ…
Κι είναι θέμα εθνικό – το μαλλί, το μαλλί
μες στο μαύρο πανικό – στη Βουλή, στη Βουλή
να ‘ρχεται το κάθε τσόλι, να ρωτάει σ’ αυτή την πόλη
πως θα γίνει αφεντικό.

Τι ρωτάς, τι θες
του κάτω κόσμου οι πυρκαγιές έχουν ανάψει
κι ότι και να πω
σαν υφαντό στον αργαλειό πού ‘χει ξεβάψει.

Μα είναι ζήτημα τιμής – το μαλλί, το μαλλί
στον καιρό της παρακμής – πιο πολύ, πιο πολύ
να ξεκαθαρίσει ο χώρος, πριν να μάθει ο κάθε σκώρος
εξουσία
εξουσία
εξουσία τι θα πει.
(άμα πια…)

Το κείμενο του Αριστοφάνη για τη Λυσιστράτη, σε οποιαδήποτε από τις δύο μεταφράσεις ή και σε άλλες ακόμα εξίσου γνωστές, δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον θεατή – αναγνώστη για αμφισβήτηση του πνεύματος και της διορατικότητας του μεγαλύτερου κωμικού συγγραφέα της αρχαιότητας. Το να αναλωθούμε τώρα σε τετριμμένες διαπιστώσεις του τύπου: και να σκεφτεί κανείς ότι αυτά γράφτηκαν πριν από 2.500 χρόνια, από τότε τίποτα δεν έχει αλλάξει, κ.ο.κ., είναι ίσως περιττό. Ας αφήσουμε το ίδιο το κείμενο με τις μουσικές του Κουρουπού και του Κραουνάκη να μας παρασύρουν στον πηγαίο λόγο του Αριστοφάνη, και τότε ίσως το κέρδος μας να είναι πολλαπλάσιο.



.
ΥΓ: θα άξιζε κάποια στιγμή να συγκεντρωθούν όλες οι ηχογραφήσεις που έχουν γίνει με αφορμή παραστάσεις της καταπληκτικής αυτής κωμωδίας του Αριστοφάνη, και να παρουσιαστούν παράλληλα οι μουσικές και μεταφραστικές εκδοχές του χορικού του Μύθου, ξεκινώντας βεβαίως από την ιστορική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και φτάνοντας μέχρι και τις νεότερες. Επιφυλάσσομαι…