Κυριακή 29 Απριλίου 2012

“Ήρθεν ο Μάης κι από δω, Μάης κακός και ψεύτης…”


Τα Γράμματα από τη Γερμανία είναι ένας από τους λιγότερο δημοφιλείς κύκλους τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, και παράλληλα σηματοδοτούν την πρώτη ολοκληρωμένη στιχουργική εργασία του Φώντα Λάδη. Οι στίχοι γράφτηκαν τον Μάρτιο του 1966 κατόπιν παραγγελίας του Θεοδωράκη στον Φώντα Λάδη, και μελοποιήθηκαν τον Απρίλιο. Παρουσιάστηκαν πρώτη φορά τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου στη μπουάτ Εσπερίδες του Γιάννη Αργύρη από τον Γιώργο Ζωγράφο με τη συνοδεία του Τάσου Καρακατσάνη στο πιάνο, ενώ τον Αύγουστο πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσημη παρουσίασή τους στο θέατρο Λυκαβηττού στα πλαίσια του Μουσικού Αύγουστου. Όταν όμως ήρθε η στιγμή να δισκογραφηθούν ενέσκηψε η λογοκρισία και ένα χρόνο αργότερα η δικτατορία, για να εκδοθούν τελικά 10 χρόνια αργότερα, το 1975.
.
Φώντας Λάδης - Μίκης Θεοδωράκης.
Θέατρο Λυκαβηττού, 1966
Πρώτη παρουσίαση του κύκλου Γράμματα από τη Γερμανία

Όλο αυτό το διάστημα τα Γράμματα από τη Γερμανία έμειναν στην παρανομία. Κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα, τραγουδήθηκαν χαμηλόφωνα από “μυημένους” στο έργο του Θεοδωράκη ακολουθώντας μια μυστική διαδρομή, μέχρι την επίσημη κυκλοφορία τους σε δύο παράλληλες εκτελέσεις.  Η πρώτη με ερμηνευτή τον Γιώργο Ζωγράφο και τη συμμετοχή της νεαρής Άννας Βίσση και του Γιάννη Θωμόπουλου από την εταιρεία Μίνως, και η δεύτερη από τη Λύρα σε ενορχήστρωση του Θάνου Μικρούτσικου και ερμηνευτές τον Αντώνη Καλογιάννη, την επίσης νεαρή Αφροδίτη Μάνου και τον Γιάννη Σύρρη. Ήταν συχνό φαινόμενο την εποχή εκείνη η παράλληλη έκδοση ενός κύκλου τραγουδιών από διαφορετικές εταιρείες, ειδικά στις περιπτώσεις όπου τα τραγούδια αυτά είχαν παραμείνει για χρόνια εκτός δισκογραφίας λόγω της απαγόρευσής τους από τη δικτατορία. Παρ’ όλ’ αυτά, τα Γράμματα από τη Γερμανία δεν απέκτησαν ποτέ τη δημοφιλία που τους άξιζε, κυρίως λόγω ότι είχαν εντωμεταξύ εκδοθεί κύκλοι τραγουδιών του Θεοδωράκη που είχαν γίνει ευρέως γνωστοί (όπως η Ρωμιοσύνη σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη) αλλά και λόγω της ιδιαίτερης γραφής του Φώντα Λάδη που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της πολιτικοποιημένης στιχουργικής της εποχής του.
.
.
Εξώφυλλο της έκδοσης του 1966 με τους στίχους των τραγουδιών
.
Ο Λάδης τόλμησε μέσα από τους φαινομενικά απλούς στίχους του να περιγράψει τη ζωή των μεταναστών με τρόπο ρεαλιστικό, σπάζοντας ορισμένα από τα στεγανά που είχαν διαμορφωθεί στο ελληνικό τραγούδι σχετικά με το ευαίσθητο αυτό θέμα. Η νοσταλγική διάθεση για την πατρίδα, οι εμμονικές αναφορές στη μάνα και την αδερφή που περιμένουν πίσω στο χωριό, και ο αβάσταχτος καημός των ελλήνων μεταναστών όπως τραγουδήθηκε για παράδειγμα από τον Καζαντζίδη, εδώ παραγκωνίζονται, και τη θέση τους παίρνουν οι καθημερινές συνήθειές τους, οι αδυναμίες, ακόμα και οι υπερβολές τους. Τα πρόσωπα που εναλλάσσονται στα Γράμματα από τη Γερμανία είναι γήινα, ρεαλιστικά. Ανάμεσά τους “μια ξανθιά απ’ το Βισμπάντεν” που “τους ρωμιούς τους αγαπάει / γιατί ξέρουν στο κρεβάτι / να ‘ναι ντούροι και βαρβάτοι”, ο Μήτσος απ’ τα Φάρσαλα, “το καλό παιδί / κρυφά πουλάει μαύρη / έχει γκόμενα μια μαύρη”, αλλά κι εκείνος που στέλνει στην Ασφάλεια ραπόρτο για τις πολιτικές δράσεις των συμπατριωτών του, ζητώντας ανταλλάγματα: “Όταν βρεις λίγο καιρό / πέρνα απ’ την Ασφάλεια / πες τους να μου στείλουν / το πιστοποιητικό”. Οι έντονα πολιτικοποιημένοι στίχοι του Φώντα Λάδη αντικατοπτρίζουν τη ματιά του πάνω σε ένα πολυτραγουδισμένο θέμα – αυτό της μετανάστευσης – με τον απόλυτα προσωπικό του τρόπο. “Έλληνες, Τούρκοι κι Ιταλοί / κατεβήκαν σ’ απεργία / γιατί δυο Ισπανοί / θάφτηκαν στα μεταλλεία”, πιο κάτω: “Τέτοιο Μάη, μάνα μου, άλλο να μη μου στείλεις / να λέει, πως στην Ελλάδα μας σκοτώθηκε ο Απρίλης” και αλλού: “Έστειλα στο κόμμα, δέκα μάρκα ακόμα / μη γράψουν τ’ όνομά μου, μόνο τ’ αρχικά μου. Όχι πως φοβάμαι, - τι εργάτης θα ‘μαι - / για τόσα όμως δεν κάνει, να χαλάν μελάνι”.
.
Χτες στη Βιλλεμνστράσσε
Μέσα σε αυτό το στιχουργικό περιβάλλον, ο Θεοδωράκης γράφει μελωδίες λαϊκές στο γνώριμο ύφος του. Ρυθμικά και μελωδικά κινείται σε μονοπάτια ασφαλή, δίχως ιδιαίτερες κορυφώσεις, με καλύτερες στιγμές του δίσκου τα τραγούδια Βγήκε η ζωή μας στο σφυρί, Χτες το απόγευμα στο Άαχεν, και Γεια σου μάνα, γεια σου Στράτο. Αν και οι μελοποιήσεις του Θεοδωράκη δεν ακολούθησαν απόλυτα την συναισθηματική φόρτιση των στίχων του Φώντα Λάδη, εντούτοις ολοκληρώνουν ένα ομοιογενές μουσικό σύνολο που δίνουν στο κύκλο αυτών των τραγουδιών μία ιδιαίτερη ταυτότητα που ξεχωρίζει από την υπόλοιπη εργογραφία του εκείνης της περιόδου.
Κίνησ' ο Μάης για να 'ρθεί
Η υποδοχή που επιφύλαξαν οι κριτικοί και μερίδα του κοινού στα Γράμματα από τη Γερμανία την εποχή που γράφτηκαν, δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις ιδιαίτερα θερμή. Όπως αναφέρει και ο Φώντας Λάδης σε πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξη στον Αλέξη Βάκη1, κατά την πρώτη επίσημη παρουσίασή τους στη συναυλία του Θεοδωράκη στον Λυκαβηττό υπήρξαν ακόμα και αποχωρήσεις μερίδας του κοινού από το θέατρο, και από την επόμενη μέρα αρκετοί δημοσιογράφοι επιτέθηκαν ευθέως στους δημιουργούς χαρακτηρίζοντας τα τραγούδια ...χυδαία. Πολλοί δεν μπόρεσαν να καταλάβουν πως ο Μίκης της Ρωμιοσύνης καταπιάστηκε με στίχους που παρουσίαζαν τους έλληνες μετανάστες να πουλάνε μαύρη ή ως παρακρατικούς να στέλνουν πληροφορίες στην Ασφάλεια για τη δράση των συναδέλφων τους. Τα τραγούδια δηλαδή, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μονάχα τη λογοκρισία, αλλά και μία μεγάλη μερίδα των “προοδευτικών” που όπως φάνηκε, δεν άντεχαν να βλέπουν να σπάει το καλούπι του πολιτικού τραγουδιού όπως εκείνοι το γνώριζαν ή το είχαν συνηθίσει, και να εισβάλει σε αυτό μια γλώσσα ωμή, ρεαλιστική και όπου χρειαζόταν αθυρόστομη. Μέσα σε αυτή τη σύγχυση, οι επικριτές των τραγουδιών έμειναν μονάχα στο τολμηρό κομμάτι των στίχων και δεν “άκουσαν” τον ουσιαστικά προοδευτικό λόγο του νεαρού Φώντα Λάδη.

Έτσι, τα Γράμματα από τη Γερμανία δε βρήκαν τη θέση που πιθανόν τους ταίριαζε ανάμεσα στην εργογραφία του Θεοδωράκη. Ο Φώντας Λάδης, έκτοτε έδωσε σπουδαία δείγματα γραφής στο πολιτικοποιημένο τραγούδι, με αποκορύφωμα Τα τραγούδια μας σε μουσική Μάνου Λοϊζου και ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα, τα Τραγούδια της λευτεριάς του Θάνου Μικρούτσικου με τις αλησμόνητες ερμηνείες της Μαρίας Δημητριάδη, αλλά και μεμονωμένα τραγούδια, με κορυφαίο το Η μέρα εκείνη δε θ’ αργήσει, σε μουσική επίσης του Μάνου Λοϊζου.

Γειά σου μάνα, γειά σου Στράτο
ΥΓ: Το 1966, όταν ολοκληρώθηκαν τα Γράμματα από τη Γερμανία, κυκλοφόρησε μια μικρή έκδοση με τους στίχους των τραγουδιών και χειρόγραφες σημειώσεις του Θεοδωράκη με τη μουσική. Αυτό το μικρό βιβλιαράκι που προστέθηκε πρόσφατα στο αρχείο του Αρώματος του Τραγουδιού, ήταν και η αφορμή να θυμηθούμε 46 χρόνια μετά αυτόν τον σημαντικό κύκλο τραγουδιών.
 

Πηγές:
  1. Ραδιοφωνική συνέντευξη του Φώντα Λάδη στον Αλέξη Βάκη στις 24/3/2012 στο σταθμό Στο Κόκκινο 105,5 (εδώ ολόκληρη η εκπομπή)
  2. Επίσημη ιστοσελίδα του Φώντα Λάδη: http://www.fondasladis.com/ 

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

«Αγαθόν το εξομολογείσθαι» (1): Μαρία Λούκα


Τα blogs Μουσικά Προάστια και Το Άρωμα του Τραγουδιού εγκαινιάζουν την κοινή τους στήλη με τίτλο «Αγαθόν το εξομολογείσθαι». Το όνομα της στήλης το δανειζόμαστε από τον τίτλο βιβλίου του μέγιστου Γιάννη Τσαρούχη (εκδ. Κατσανιώτης, 1986) που με τη σειρά του τον είχε αντλήσει από τους Ψαλμούς του Δαυίδ. Κοινότοπα σεντόνια δίχως τέλος, εξομολογήσεις και κουτσομπολιό, ή μήπως μία απλή, ειλικρινής γνωριμία; Σκοπός μας είναι να φωτίσουμε πρόσωπα που αφορούν την ελληνική μουσική - και όχι μόνο - τέχνη• πρόσωπα που συνδέονται μέσω υπόγειων διαδρομών και λαβυρίνθων με την προσωπική μας μυθολογία. Όχημα για τη γνωριμία αυτή θα είναι τα ίδια τα λόγια του εκάστοτε φιλοξενούμενου, σε μία συνέντευξη δίχως ερωτήσεις και σε ένα μονόλογο χωρίς προορισμό. Θα είμαστε όμως αυστηροί: οποιαδήποτε κουβέντα κάτω των δύο ωρών θα μένει στο συρτάρι. Θέλουμε ο συνομιλητής να φεύγει άδειος και ταλαιπωρημένος, ωχρός και θυμωμένος• να μην θέλει να μας ξαναδεί μπροστά του. Το ίδιο κι εμείς! :-)
.
Στην πρεμιέρα της στήλης, φιλοξενούμε τη Μαρία Λούκα, μία δημιουργό και ερμηνεύτρια που συμμετέχει ενεργά στις αναζητήσεις μιας νεότερης γενιάς τραγουδοποιών. Με πλήθος συμμετοχών και δύο προσωπικούς δίσκους (Καλημέρα και Ιστορίες), η Λούκα διαγράφει ήδη μια διακριτή τροχιά στην εγχώρια μουσική σκηνή. Στη συνάντησή μαζί της, ο λόγος της μας ταξίδεψε στα τραγούδια της, και πέρα από εκεί• σε αγαπημένα της μέρη και πρόσωπα και αισθήσεις. Την ευχαριστούμε γι’ αυτό.

Μ. Γκαρτζόπουλος - Η. Οικονόμου
-------------
.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΠΑΡΕΑ
Η μουσική μας είναι προϊόν• άυλο προϊόν αλλά προϊόν, εφόσον υπάρχει χρηματική συναλλαγή. Όλο αυτό που συνέβη με τις δισκογραφικές είναι απόρροια των κινήσεων που κάναμε κι εμείς σαν καλλιτέχνες, και οι εταιρείες στον τρόπο που εκθέτανε τα συγκεκριμένα προϊόντα. Δεν με προβληματίζει όμως αυτή η κατάσταση. Τίποτα δεν γίνεται ανώδυνα, όλα έχουν ένα λόγο ύπαρξης. Αυτός που αντέχει να επιβιώσει, ως υλικό και ως προσωπικότητα, θα το κάνει χωρίς να εξαρτάται από καμία δισκογραφική.
Ξαναγυρνάμε στη ρίζα των πραγμάτων και στο γιατί δημιουργήθηκαν. Παλιά έκανες μια ωραία παράσταση, έφτιαχνες πολύ ωραία τραγούδια, τα οποία είχαν ένα λόγο να καταγραφούν για να τ’ ακούσουν και κάποιοι άλλοι. Φτάσαμε να γίνεται εντελώς το αντίθετο, δηλαδή να φτιάχνονται τραγούδια για να γίνουν δίσκος, για να τα πουλήσουμε, για να τα μάθει ο κόσμος. Αυτό το έργο είναι λίγο παρά φύση. Τώρα πια γυρίζει το έργο πάλι στην πρωτόλεια πρακτική του, στη φύση και την ουσία του. Φτιάχνεις ένα τραγούδι κι αν είναι ωραίο, αν έχει λόγο ύπαρξης, θα βγει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προς τα έξω.
Με την κρίση που βιώνει η χώρα μας δεν υπάρχουν χρήματα για τον πολιτισμό• ή τουλάχιστον έτσι μας λένε. Ο καθένας μας θα βάλει κάτω το μυαλό του και θα βρει λύσεις. Μόνο καλό είναι αυτό, γιατί μας βάζει σε μια δημιουργική διαδικασία, μας ξαναφέρνει κοντά σε παρέες, σε συναδέλφους. Λέει ο καθένας τι μπορεί να κάνει, λειτουργεί η ομάδα, «ισχύς εν τη ενώσει», και ο καθένας βάζει το λιθαράκι του. Είναι πολύ καλό να μην έχεις εξαρτήσεις. Εγώ χαίρομαι που μέσα στα χρόνια αρχίζω και κόβω τις εξαρτήσεις, γιατί νοιώθω πολύ πιο στέρεη και συμπαγής. Πλέον, ξέρω ότι αν θέλω κάτι, μπορώ να το πραγματοποιήσω με ή χωρίς τη βοήθεια των ιθυνόντων, παρά μόνο με τη στήριξη όσων πιστεύουν στο έργο μου.
Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα υπάρχουν πάντα μέσα μου συναισθηματικά, γιατί οι αναμνήσεις και η εμπειρία που πήρα είναι κομμάτι της τωρινής μου δουλειάς. Τη μεγαλύτερη επαφή σε ανθρώπινο επίπεδο την έχω με τον Σωκράτη (σ.σ.: Μάλαμα), ο οποίος παρ’ όλες τις δουλειές του, αν τύχει και συναντηθούμε για καφέ, θα ακούσει τα καινούργια μου σχέδια. Και με τον Διονύση Σαββόπουλο έχει τύχει να βρεθούμε σε όμορφες περιστάσεις. Δεν έχω παράπονο! Όμως, η μεγαλύτερη και πιο ζωντανή παρέα μου είναι οι μουσικοί. Με αυτούς είναι πολύ πιο εύκολο να ανταμώνουμε. Και φυσικά η παρέα αυτή διευρύνεται, γιατί και γνωρίζουμε νέους μουσικούς, και βγαίνουν νέα παιδιά «στην πιάτσα». Έχουμε τα στέκια μας, κάνουμε συντροφιά και έξω από το στούντιο.

ΓΕΝΙΕΣ, ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ
Ξεκίνησα το 2000 σε ηλικία 18 χρονών και έζησα ένα μεγάλο κομμάτι της παλαιότερης γενιάς. Διατηρώ ακόμα την επαφή και την αίσθηση που κουβαλούν αυτοί οι άνθρωποι, επιζητώ τη γνώμη των παλαιότερων. Ακόμα και με τον Παπάζογλου είχαμε βρεθεί στη Θεσσαλονίκη κι εδώ, είχαμε αλληλεπίδραση, είχαμε αλισβερίσι. Δεν είναι τόσο έντονο το χάσμα των γενεών. Όμως, σ’ εκείνη τη γενιά, ο καθένας ταμπουρώθηκε στο δικό του έργο, γι’ αυτό φαντάζει τόσο μεγάλη η διαφορά με τους νεότερους. Η γενιά από το ’70 μέχρι το 2000 ήταν λίγο μοναχική, λίγο ιδιαίτερη, λίγο πιο «κεκλεισμένων των θυρών». Ο καθένας είχε το δικό του προσωπικό στόχο και έργο να κυνηγήσει.
Αντίθετα, η νεότερη γενιά είναι πιο ομαδική. Και αυτού του τύπου η ομαδικότητα μας παραπέμπει στην προ-προηγούμενη γενιά, στη γενιά του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη. Υπήρχαν θυμοί και αντιζηλίες και σ’ αυτούς, αλλά υπήρχαν και ζυμώσεις. Γυρίζουμε, δηλαδή, στο συνδετικό κρίκο που εγκατέλειψε η προηγούμενη γενιά. Οι συνθήκες, αλλά και η κοσμοθεωρία που κουβαλάει η σημερινή γενιά, μας έχουν επιβάλλει την επιστροφή στην ομαδικότητα, στη συντροφικότητα, σε αξίες και αλήθειες που τις είχαμε λίγο ξεχάσει, στην κατάρριψη του «εγώ» μας. Είναι πολύ σημαντικό για έναν άνθρωπο να εξελίσσεται και να έρχεται αντιμέτωπος με τον καθρέφτη του. Τούτη εδώ η γενιά θα το καταφέρει λίγο περισσότερο, χωρίς ν’ αφήσει πίσω της όμως αυτά που παρέδωσαν οι προηγούμενοι.

Με τον Δημήτρη Καρρά η φιλία μας μετράει αρκετά χρόνια και σαν αποτέλεσμα αυτής ήρθε και η συνεργασία μας το 2011. Φτιάξαμε ένα όμορφο τραγούδι, το Έτσι οι μέρες περνούν, το οποίο το διασκεδάσαμε πολύ παρέα και με τον Φώτη Ανδρικόπουλο. Ήταν μια χρονιά η οποία συνεχίστηκε με κοινές μας εμφανίσεις κι έπειτα προέκυψε ακόμα ένα τραγούδι, το Ακόμα είσαι εδώ το οποίο αποφασίσαμε να διαθέσουμε μονάχα μέσω ίντερνετ, δωρεάν. Είναι μια φιλία η οποία μας προκαλεί δημιουργικότητα και σίγουρα θα κάνουμε κι άλλα πράγματα στο μέλλον.
Ο Νικόλας Ζουρνής είναι ένα αρκετά μεγάλο κεφάλαιο στην καλλιτεχνική ζωή μου, γιατί από την ώρα που γνωριστήκαμε είδαμε ότι ταιριάζουνε τα χνώτα μας. Βρίσκω μεγάλη ευχέρεια να γράφω παρέα με τον Νίκο. Τώρα δείχνει σιγά-σιγά δείγματα γραφής, τα οποία με τον καιρό θα τα εξελίξει. Έβγαλε και τον δεύτερό του δίσκο, Όλα τα χρώματα του μπλε, με συμμετοχή μου σε δύο τραγούδια. Τον θεωρώ έναν πολύ καλό δίσκο, όπως και τα Χιλιόμετρα. Ο Νίκος είναι ένα από τα άτομα που του έχω εμπιστοσύνη. Στο συνθετικό του κομμάτι, έχει όλα τα περιθώρια και τις δυνατότητες να αφήσει πίσω του πάρα πολύ όμορφα τραγούδια. Του εύχομαι να είναι τόσο τρυφερός και γλυκός όσο είναι τώρα - και στην καθημερινότητά του, και στα τραγούδια του.


ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΓΕΙΩΣΕΙΣ
Για μένα, η ενασχόληση με τη μουσική ήταν μία φυσική διαδικασία. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τραγουδάω και ζω μέσα στη μουσική. Το σπίτι μου ήταν πάντα μέσα στη μουσική• ακούγαμε πολύ ραδιόφωνο, ο πατέρας μου έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε, η μαμά μου το ίδιο, ο αδερφός μου επίσης. Τελειώνοντας το σχολείο, ήξερα ότι το τραγούδι ήταν ό,τι μου είχε ορίσει η συνθήκη της ζωής μου να κάνω. Έκανα τα μαθήματά μου στο ωδείο, ήμουν στη χορωδία, πέρασα και στα ΤΕΙ για να μπορέσω να πάω στην Αθήνα.
Ερχόμενη στην Αθήνα από την Κρήτη, ήταν αυτονόητο ότι θα κάνω τραγούδι. Όμως, δεν είχα γνωριμίες ούτε άκρες για να μπω στο χώρο. Απλά έτυχε το δεύτερο μήνα και βγήκα σε ένα ρεμπετάδικο και πάνω στο κέφι τραγούδησα. Έτσι έπιασα την πρώτη μου δουλειά. Μετά, πέρασα από μία οντισιόν και συνεργάστηκα με τον Σαββόπουλο. Και μετά μ’ άκουσε ο Σωκράτης, μ’ άκουσε ο Πασχαλίδης, μ’ άκουσε ο Λιδάκης… Όλο αυτό το έργο ήρθε πολύ φυσικά, χωρίς να έχω κάποια απαίτηση να κάνω καριέρα. Σίγουρα ήταν ένα κομμάτι του ονείρου μου να μπω στη δισκογραφία, αλλά δεν είχα κάποιο πρότυπο επιτυχίας.
Πάντα κοιτούσα να μπορώ να εξελίσσομαι και να περνάω καλά σ’ αυτό που κάνω. Να μην έχω απωθημένα και να μην έχω ανασφάλειες, όσο αυτό είναι δυνατό, ειδικά σε ένα χώρο που έχει φώτα, λεφτά, χειροκρότημα και πολλή ματαιοδοξία. Και να μπορώ να έχω καλές συναναστροφές, καλλιτεχνικές και ανθρώπινες. Είναι σημαντικό να έχεις ένα κύκλο ανθρώπων που να είναι υγιείς, γήινοι. Πρέπει να έχεις κάποιον να σου τραβάει το αυτί. Βέβαια, αυτό είναι και επώδυνο, γιατί η επιθυμία μας κάποιες φορές γίνεται επικίνδυνα μεγάλη. Με έπιασα στο παρελθόν να λέω στον εαυτό μου: «γιατί πιστεύεις ότι πρέπει ο άλλος ν’ ακούσει αυτό που έχεις γράψει; Άσε το χρόνο να δείξει». Προσπάθησα να περιορίζω τις ανάγκες και τις επιθυμίες μου ώστε να είμαι ήρεμη και αυτάρκης.
Μια τέτοια στιγμή προσγείωσης ήταν όταν ολοκληρώθηκε η συνεργασία μου με τον Μάλαμα. Εκεί όπου τραγουδούσα σε πέντε χιλιάδες κόσμο, βρέθηκα κάποιες φορές να παρουσιάζω τις δικές μου παραστάσεις μπροστά σε πέντε άτομα στο μαγαζί. Έχοντας ζήσει το σεισμό που συμβαίνει στα live του Σωκράτη και συμμετέχοντας σ’ αυτό, όταν παρουσίασα τα δικά μου live και το δικό μου υλικό όλο αυτό ήρθε μπροστά μου. Και μου είπε: «τώρα είσαι μόνη σου, τώρα έχεις να παλέψεις με το δικό σου έργο, να πεις τα δικά σου πράγματα και να ξανακερδίσεις το κοινό που ενδεχομένως σε άκουσε στις παραστάσεις του Σαββόπουλου, του Παπάζογλου, του Μάλαμα, και σε χειροκροτούσε και σε αποδεχόταν». Το να βρεθώ από τις μεγάλες σκηνές σε μικρούς χώρους, ξανακερδίζοντας το κοινό μου, ήταν μία πολύ σημαντική εμπειρία γείωσης και συνειδητοποίησης. Το ίδιο λέω σε συναδέλφους που τυγχάνει να ζουν μία έντονη επιτυχία μέσα από μία συνεργασία• ότι πρέπει να έχουμε συνείδηση του έργου μας και του εαυτού μας. Μέσα σε όλο αυτό το συμπαντικό γίγνεσθαι, ό,τι κάνουμε είναι μία λεπτομέρεια που συμβάλλει στη δική μας ευχαρίστηση και, ίσως, και στην ευχαρίστηση κάποιων άλλων ανθρώπων. Αλλά δεν τρέχει και τίποτα. Τόσο απλά!

Δεν γράφω για να μ’ ακούσει κάποιος, γράφω γιατί έχω την ανάγκη να εκφραστώ μέσα απ’ αυτό. Στην τωρινή περιοδεία μου, βλέπω άτομα όλων των ηλικιών να είναι εκεί και να στηρίζουν αυτό που κάνουμε. Μετράμε τη ζήτηση με νούμερα, με πωλήσεις δίσκων και λεφτά. Δεν είναι σωστό αυτό. Δεν μειώνει την επιθυμία μου για κάτι το γεγονός ότι δεν έχω το χρόνο ή τα λεφτά να πάω να το ακούσω• μακροπρόθεσμα, αυτή η επιθυμία θα εκφραστεί. Και αν δεν πετύχεις μία ή δύο βραδιές να έχεις ένα γεμάτο μαγαζί, δεν σημαίνει ότι αυτό που κάνεις δεν έχει κάτι να πει. Αλίμονο αν κάθε φορά που μας συνέβαινε αυτό σταματούσαμε να δημιουργούμε. Δεν πρέπει να παίζουμε με όρους εμπορίου, δεν μου αρέσει αυτή η λογική. Σκέψου να λειτουργούσαν μ’ αυτή τη λογική ο Ψαραντώνης και ο Ross Daly! Σκέψου τι σπουδαία πράγματα θα είχαμε χάσει αν στην αρχή της δουλειάς τους έλεγαν «σταματάω επειδή δεν μπορώ να γεμίσω το μαγαζί». Ο Τσιτσάνης πολλές φορές δούλευε για ένα κομμάτι ψωμί, ο Βαμβακάρης το ίδιο, ο Παπαϊωάννου το ίδιο. Αυτοί οι άνθρωποι πάλεψαν πολύ με τον εαυτό τους και με τις καθημερινές οικονομικές τους ανάγκες για να μπορούν να σώζουν την ψυχή τους μέσα από τη μουσική.

ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το concept της φετινής περιοδείας ξεκίνησε το Σεπτέμβρη. Έχω την τύχη να συνεργάζομαι με δύο σπουδαίους μουσικούς, τον Χρυσόστομο Καραντωνίου και τον Λευτέρη Ανδριώτη. Ήθελα να φτιάξω ένα μικρό σχήμα, να είναι ευέλικτο και προσιτό στον κόσμο. Και είπα ότι φέτος θέλω να κάνω μια πολύ μεγάλη βόλτα, να μην υπάρχω μόνο στην Αθήνα. Επειδή κατάγομαι από την επαρχία, ξέρω πόσο σημαντικό είναι να γίνονται πράγματα στην περιφέρεια, τόσο και για τον κόσμο που διψάει, όσο και για τον ίδιο τον καλλιτέχνη που φέρνει το έργο του σε άλλους τόπους.
Θα πάμε στην Κρήτη, στη Μυτιλήνη, στα Κύθηρα, στην Λάρισα, στην Καβάλα, στην Ξάνθη, στη Θεσσαλονίκη, ίσως στην Κοζάνη. Προηγήθηκε η Καλαμάτα, η Πέρδικα Θεσπρωτίας, η Κόρινθος… Αισθάνομαι ότι αν δεν βγεις απ’ την Αθήνα, δεν βλέπεις ότι όλο αυτό που ζούμε είναι και λίγο πλασματικό. Έξω από την Αθήνα τα πράγματα δεν είναι τόσο χάλια. Βλέπεις ευτυχισμένες φάτσες, ανθρώπους που δημιουργούν, που ζουν με ωραία αίσθηση της πραγματικότητας. Σίγουρα υπάρχουν ζόρια, αλλά δεν είναι τόσο σκιερά τα πράγματα όπως εδώ.

Έχω έναν επισκέπτη στα live μου, έναν επισκέπτη εσωτερικό. Πάνω στη σκηνή βάζω πάντα ένα μικρό κάθισμα. Πώς έκαναν οι παλιοί όταν άνοιγαν ένα καινούργιο βαρέλι, που στάζανε λίγο για τους επισκέπτες, για τους προγόνους; Έτσι αφήνω ένα κάθισμα εκεί κοντά μου για τον καινούργιο επισκέπτη• αυτόν που με ακολουθεί μέσα μου, και που ξέρω ότι ακούει και με συντροφεύει. Στην τελευταία συναυλία μου το ανέφερα στο κοινό, γιατί έβλεπαν κάτι περίεργο, μία άδεια καρέκλα. Είναι ο επισκέπτης που έρχεται καθαρός, αγνός, με όλη του την καλή διάθεση. Να ‘ρθει στο σπίτι μου, στην κάθε σκηνή δηλαδή που εμφανίζομαι, και να λάβει αυτό που έχω να του δώσω.

Όσον αφορά τώρα τους επισκέπτες τους πραγματικούς, κατ’ αρχάς στο live θ’ ακούσουν δύο εξαιρετικούς μουσικούς. Η συνεργασία με τον Χρυσόστομο και τον Λευτέρη είναι μια πολύ ευτυχισμένη συγκυρία στη ζωή μου γιατί έχω την δυνατότητα να εξελίσσομαι κι εγώ μέσα από το παίξιμό τους. Τα παιδιά έχουν φοβερές γνώσεις, έχουν φοβερές επιρροές και ποτέ το παίξιμό τους δεν είναι το ίδιο. Όσον αφορά στο υλικό, πέρα από το δικό μου το ρεπερτόριο, έχω βασιστεί στα τραγούδια των συνεργασιών μου: δημιουργίες του Μάλαμα, της Βιτάλη, του συγχωρεμένου του Παπάζογλου, του Σαββόπουλου, του Παυλίδη. Και φυσικά, έχω μέσα και τραγούδια που θαυμάζω και δεν κατάφερα να ερμηνεύσω, από τον Τσιτσάνη μέχρι τον Αγγελάκα. Βρίσκω πάντα κοινό άξονα: τη συγκινησιακή φόρτιση που έχει το κάθε τραγούδι. Υπάρχει δηλαδή ένα αόρατο νήμα που τα συνδέει, είτε ασχολούνται με τον έρωτα, είτε ασχολούνται με την καθημερινότητα, είτε με το κοινωνικό γίγνεσθαι, όπως ένα τραγούδι της Μοσχολιού: «εδώ είναι ο Παράδεισος κι η Κόλαση εδώ».
Επειδή ακριβώς είναι πολύ ζωντανό το live, σε παλμό και σε αίσθηση, καμία βραδιά δεν είναι ίδια. Έχω στημένη μία παράσταση, αλλά από κει και πέρα, επειδή μ’ αρέσει να ξεφεύγω λίγο από τα τετριμμένα, ό,τι κάνουμε ποτέ δεν εξελίσσεται με την ίδια ροή. Από μία ιδέα που θα σου πετάξει ο κόσμος, από ένα τραγούδι, από ένα βλέμμα που θα δεις, μπορεί ν’ αλλάξει όλο το έργο. Στην Πέρδικα Θεσπρωτίας καταλήξαμε να παίζουμε 4,5 ώρες. Και λέω «καταλήξαμε» με μία πολύ όμορφη αίσθηση, γιατί τελικά ο κόσμος ήταν τόσο δυνατός, τόσο γενναιόδωρος, που δε θέλαμε να κατέβουμε από τη σκηνή.
Αυτό είναι η δουλειά μου: να τους ψυχαγωγείς και να τους ταξιδεύεις. Όπως έλεγε κι ο Σαββόπουλος σε μια παλιά του συνέντευξη, «να φεύγουν από το live και να αισθάνονται ότι είναι πιο φωτεινοί». Να αισθάνονται ότι υπάρχει και κάτι άλλο που δεν είχαν δει μέχρι τότε. Εύχομαι να συμβαίνει αυτό και στα δικά μου τα live. Είναι όμορφο να υπάρχει αλληλεπίδραση.
.

ΗΡΑΚΛΕΙΟ - ΑΘΗΝΑ – ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Από τη στιγμή που ζεις σ’ έναν τόπο, δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ αυτόν. Ξέρω ότι όταν κατέβω στο κέντρο της Αθήνας, θ’ αντιμετωπίσω τη δεδομένη πραγματικότητα. Επειδή, όμως, ταξιδεύω πολύ, ίσως φτιάχνω πράγματα επηρεασμένα κι από άλλους τόπους. Με ρυθμικά πλαίσια όχι δημοτικοφανή, αλλά σίγουρα λίγο πιο παραδοσιακά, με επιρροές από το ιστορικό πλαίσιο άλλων τόπων. Εξάλλου, το Ηράκλειο όπου μεγάλωσα διατηρεί στοιχεία μιας μεγάλης επαρχίας. Κάθε φορά που θα κατέβω στο χωριό μου θα πάω στο καφενείο να πιο ρακή με τους φίλους μου, θα βγουν τα όργανα, θα τραγουδήσουμε. Υπάρχει ακόμα ένα κλίμα ρίζας, θα δω ανθρώπους να χορεύουν, και χαίρομαι που όλο και συχνότερα βλέπω νέα παιδιά που λειτουργούν μέσα στον παραδοσιακό χορό. Την Καθαρά Δευτέρα βρέθηκα σε ένα χωριό έξω απ’ το Ηράκλειο, σε ένα καφενείο με μια ξυλόσομπα. Ρακοπίναμε, τραγουδούσαμε και χορεύαμε από τις 3 το μεσημέρι μέχρι τις 11 το βράδυ! Και φεύγοντας, η κυρία που έχει το μαγαζί μας είπε το πολύ ευγενές: «Ευχαριστούμε πολύ που σήμερα μας γλεντήσατε!» Τι πιο ωραίο κομπλιμέντο;
Δεν είναι το ίδιο να ξυπνάς και να βλέπεις το τραμ, τον ηλεκτρικό και την συννεφιασμένη Αθήνα με το να ξυπνάς και να βλέπεις την θάλασσα της Αμμουδάρας και το ανθισμένο χωράφι. Η Κρήτη με επηρέασε και με επηρεάζει. Είναι ο τόπος που αγαπώ, τόσο απλά. Την Κρήτη την αγαπώ γιατί είναι μια ζωντανή κοιτίδα πολιτισμού, έχει πιο ζωντανή τη ρίζα της. Είναι ένας τόπος που βράζει, σε όποιο μέρος της και να πας. Ακόμα κι η γιαγιά που κάθεται και καθαρίζει φασολάκια, μέσα της έχει πολύ μεγάλη και βαθιά γνώση από μαντινάδες, από μουσικό επίπεδο, από υλικό του πολιτισμού, το κουβαλάει μέσα της. Το μεταφέρει με πολύ μεγάλη ευχέρεια και ευγένεια, και συνεχίζουν να γίνονται πράγματα πολύ σημαντικά. Παράγει μουσικούς η Κρήτη. Έχει δική της κοιτίδα που βγάζει ταλαντούχους ανθρώπους, σε όλα τα επίπεδα, και σε μουσική, και σε χορό, και σε πολιτισμό γενικότερα. Οπότε, δε μπορεί παρά να με σημαδεύει. Και γι’ αυτό είναι ένας τόπος που φεύγω για λίγο για να πάρω τις αποστάσεις μου αλλά πάντα ξαναγυρίζω.
Την Κρήτη την αγάπησα αφού έφυγα. Όσο καιρό πέρασα εκεί, δεν ήμουν και πολύ συμβατή ούτε σε σχέση με του Κρητικούς αλλά ούτε και με τον τρόπο ζωής. Κατάλαβα και γνώρισα την Κρήτη αφού πήρα τις αποστάσεις μου απ’ αυτήν. Και άρχισα να επισκέπτομαι το νησί με τελείως διαφορετική λογική, να πηγαίνω σε μέρη που δεν είχα πάει όταν ήμουν εκεί, να βλέπω και να μιλώ με ανθρώπους που δε θα το έκανα αν έμενα εκεί. Όποτε, η αγάπη μου δεν οφείλεται στις αναμνήσεις μου• οφείλεται στην ανακάλυψη που έκανα αφού έφυγα. Είναι σαν έναν μεγάλο έρωτα που όταν τον χάσεις βλέπεις πόσο σπουδαία πράγματα είχε να σου δώσει. Και, ευτυχώς για μένα, με ξαναδέχτηκε πίσω αυτός ο έρωτας. Και δεν είναι μόνο η Κρήτη, είναι πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας που κουβαλούν ιστορία, που κουβαλούν πολιτισμό. Έχω ρίζες και στη Λάρισα από την μητέρα μου, και η Θεσσαλία είναι ένα μέρος που το αγαπώ πολύ, ειδικά για τα μουσικά της δεδομένα. Απλά, έχω λίγο πιο μεγάλη οικειότητα στα ακούσματα της Κρήτης.

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ
Αν δεν κουβαλάς έναν έρωτα μέσα στην ψυχή σου, δε θα βρίσκεις την ένταση της αθανασίας για να γράψεις. Γιατί ο έρωτας κουβαλάει αυτή την φοβερή αίσθηση της αθανασίας που σου δίνει φτερά και μπορείς να κάνεις τα πάντα. Αλλοίμονο αν δεν είμαι ερωτευμένη. Επειδή για μένα αυτό το κομμάτι της ερωτοτροπίας είναι πολύ θεϊκό και κάτι πάρα πολύ σεβαστό, κάνω μία δέηση στον Θεό κάθε μέρα να μ’ αγαπάει και να τον αγαπάω και να με βοηθάει να είμαι πάντα ερωτευμένη μαζί του• να είμαι σε καλύτερο δρόμο απ’ αυτόν που είμαι, σε πιο υγιή δρόμο, και να κουβαλώ πάντα μέσα μου έναν Θείο έρωτα που να με κάνει να συνεχίζω. Τώρα, εάν προσωποποιείται σε κάποια άτομα, είναι ευχής έργο, αλλά δεν παύει να είναι ο Θείος έρωτας που εκφράζεται μέσα απ’ αυτό.
Είναι όμορφο να δημιουργούμε στη ζωή μας ευγενή κλίματα για να ανθίζουν τα λουλούδια που είμαστε εμείς. Και οι άνθρωποι είναι πολύ όμορφα λουλούδια και πρέπει να τα προσέχουμε, να τα ποτίζουμε, να τα φροντίζουμε για να ανθίζουν δίπλα μας. Αλλιώς, με το να συμπεριφερόμαστε ευτελώς και να βιαζόμαστε μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις, μόνο να μαραθούμε μπορούμε.

Μου αρέσει πολύ να ασχολούμαι με τον κήπο και τα λουλούδια. Αγαπώ οτιδήποτε έχει να κάνει με τις καθημερινές συνήθειες της γης και μ’ αυτά που βγάζει η γη. Το να ξέρω ότι θα φυτέψω έναν ωραίο ευκάλυπτο στο μπαλκόνι και θα μου χαρίζει όλη τη μέρα το άρωμά του, είναι κάτι πολύ γοητευτικό. Το προτιμώ από το να κάτσω να δω τηλεόραση. Είναι κάτι που θα με συντροφέψει αργότερα και θα με κάνει να αποκτήσω καλύτερη διάθεση.
Όπως και το να φτιάξω ένα ωραίο φαγητό για να φάει η παρέα μου! Μη φανταστείτε ότι είμαι και καμία τρελή μαγείρισσα, απλά πράγματα φτιάχνω. Απλώς, μου αρέσει όλη αυτή η διαδικασία, είναι μια τελετουργία. Ζηλεύω πολύ αυτές τις παλιές νοικοκυρές που είχαν αυτή τη χάρη, όταν άνοιγαν φύλλο και έφτιαχναν ωραίες πίτες. Είχαν μια Θεία χάρη εκείνη την ώρα, γιατί προετοίμαζαν κάτι με όλη τους την προσήλωση για να το λάβει η παρέα. Αυτό είναι μία ιεροτελεστία. Αυτά τα πράγματα τα έχουμε λίγο ξεχάσει εμείς οι νέες γυναίκες… το να περιποιηθείς ας πούμε το σόι του άντρα σου, όπως έκαναν παλιά οι αρραβωνιαστικιές ή οι νύφες. Έφτιαχναν με ευλάβεια τον καφέ που θα έπινε ο πεθερός, στρώνανε τα ωραία κεντήματα για να κάτσει η πεθερά και να θαυμάσει την προίκα…

Μετά την ακοή, η πιο έντονη αίσθησή μου είναι η μυρωδιά. Συγκρατώ πάρα πολύ έντονα μυρωδιές, και μου αρέσει να αναγνωρίζω τους ανθρώπους απ’ αυτές. Γι’ αυτό και χρησιμοποιώ πολύ την φράση «αν ταιριάζουνε τα χνώτα μας». Όλες οι αισθήσεις είναι βασικές για έναν άνθρωπο. Αν δεν πιάσεις κάτι, αν δεν πλάσεις το χώμα με τα χέρια σου, δεν μπορείς να ξέρεις την αίσθηση. Κάπως έτσι είναι και με τα τραγούδια. Έχουν αισθήσεις μέσα, έχουν παιχνιδίσματα. Και είναι «η φύση των πραγμάτων», όπως λέει μια φράση στον Ερωτόκριτο. Αν δεν αντιληφθείς ποια είναι η φύση των πραγμάτων, δεν μπορείς να ξέρεις τίποτα.
.
.
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ
Τις Ιστορίες και την αποκοπή μου από μία μεγάλη εταιρεία δεν τα είδα ποτέ σαν μια μάχη «όλοι σας και μόνη μου». Είπα απλά ότι, εφόσον δεν ταιριάζουμε, ας το λήξουμε σαν ένα καλό και συναινετικό διαζύγιο γιατί αλλιώς θα ταλαιπωρηθούμε και οι δύο πλευρές. Δεν υπήρχε συνέπεια λόγων, δεν υπήρχε συνέπεια αισθητικής. Μου μετέθεταν την ημερομηνία έκδοσης, μέχρι και το τελικό στάδιο όπου μου ζήτησαν να αλλάξω μέρος του υλικού ώστε να γίνει πιο εύκολο για τον ακροατή σε επίπεδο ενορχήστρωσης και στίχου. Ήθελαν το υλικό να γίνει πιο εύκολο, πιο αντιληπτό. Από εκεί και πέρα, όλα είναι θέμα προτιμήσεων• σε άλλους το ίδιο υλικό αρέσει, σε άλλους δεν αρέσει. Αφού όμως δεν σ’ αρέσει, πες το μου από την αρχή για να το ξέρω. Μόνο εκεί είχα μία μικρή ένσταση με την εταιρεία• αφού βλέπεις ότι δεν ταιριάζουμε, κάνε τα κουμάντα σου από την αρχή.
Ο δίσκος Ιστορίες είχε αρκετά υψηλό προϋπολογισμό, ήταν μία ακριβή παραγωγή, πολλές ώρες στο στούντιο. Σε οικονομικό επίπεδο, μου στοίχισε αρκετά και κάποιες στιγμές το βάρος ήταν δυσβάσταχτο. Δεν είχα ξανακάνει παραγωγή, μπήκα σε ένα πεδίο που δεν ήξερα. Χρεώθηκα και υποχρεώθηκα σε ανθρώπους, γεγονός που με κινητοποίησε ώστε να βρω τρόπους να ανταπεξέλθω οικονομικά και λειτουργικά. Έμαθα την όλη διαδικασία, με αποτέλεσμα πλέον να μην το φοβάμαι και να μπορώ να το ξανακάνω.
Ως προς την υποδοχή του δίσκου, υπήρξαν πράγματι κάποια μέσα στα οποία δεν μπόρεσα να έχω πρόσβαση. Όμως, δεν με ενδιέφερε να έχω τα μέσα ενημέρωσης με το μέρος μου• με ενδιέφερε να έχω με το μέρος μου τον εαυτό μου. Και με το πλήρωμα του χρόνου, είδα ότι αυτοί που πρόκειται να ακούσουν τη δουλειά μου, θα την ακούσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όσο περνάει ο καιρός, μου έρχονται τα αποτελέσματα της δουλειάς μου χωρίς να μπαίνω στο μιντιακό κόλπο. Μέχρι στιγμής, δεν χρειάστηκε να σηκώσω το τηλέφωνο• οι άνθρωποι που έπρεπε να ενδιαφερθούν ενδιαφέρθηκαν. Έτσι κι αλλιώς, το υλικό ήταν «βραδύκαυστο». Και σήμερα, δύο χρόνια μετά, έρχεται κόσμος, εκφράζεται θετικά, φτιάχνει βιντεάκια, το υλικό αποκτά υπόσταση στη συνείδηση του κόσμου. Το να γραφτεί μία άσχημη κριτική δεν έχει και τόση σημασία• σήμερα γράφεται, αύριο ξεχνιέται. Το θέμα είναι να μπορούν τα τραγούδια που γράφεις να μείνουν, να τραγουδηθούν, να μπουν στο στόμα του κόσμου. Αυτή είναι η πιο σημαντική κριτική.
Όσο περνάνε τα χρόνια, το υλικό το δουλεύω όλο και περισσότερο. Στην αρχή ήμουνα λίγο πιο βιαστική και λόγω του νεαρού της ηλικίας, είχα μεγαλύτερη φόρα για τα πράγματα. Στο δίσκο Καλημέρα υπάρχουν στιγμές που θα τις αναθεωρούσα, κυρίως σε επίπεδο ενορχήστρωσης. Δηλαδή, βλέπω και στο Καλημέρα και στις Ιστορίες κάποια πράγματα που θα μπορούσα να τα είχα διαχειριστεί λίγο καλύτερα. Όταν κάνεις ένα mastering ή μία μίξη, υπάρχουνε κάποια πράγματα που ενδεχομένως να μην καταφέρεις να τα βγάλεις έτσι ακριβώς όπως τα έχεις στο μυαλό σου ηχητικά. Με τον καιρό μαθαίνεις, αποκτάς μια μεγαλύτερη ευκολία και με περισσότερη προσοχή φροντίζεις το υλικό για να βγει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν θα άλλαζα όμως κάτι σε επίπεδο υλικού, στιχουργικά και μουσικά• μόνο σε επίπεδο διαχείρισης ενορχηστρώσεων και ηχητικού αποτελέσματος.
Έχω γράψει αγγλόφωνα τραγούδια, απλά δεν τα ‘χω κυκλοφορήσει ακόμα. Υπάρχει πάντως ολοκληρωμένο υλικό με αγγλικό στίχο, γιατί πάντα με γοήτευε και είχα μία ευχέρεια στο στίχο αυτό. Δεν αυτοπεριορίζομαι ούτε ακολουθώ μια ταυτότητα καλλιτεχνική, μια ταμπέλα που να μου απορρίπτει το να κάνω ξενόγλωσσα τραγούδια. Στην Ελλάδα φτιάχνονται πολύ ωραία ξενόγλωσσα τραγούδια, υπάρχουν πολύ ταλαντούχα παιδιά: η Monica, οι Film, η Φαφούτη, που εξυπηρετούν πολύ αποτελεσματικά αυτό που κάνουν. Είναι μια ευκαιρία να βγάλουμε και κάτι προς τα έξω, γιατί ο ελληνικός στίχος έχει μια δυσκολία στο να περάσει τα σύνορα. Εφόσον υπάρχουν άτομα που κάνουν αγγλόφωνο τραγούδι με μεγαλύτερη ευχέρεια, γιατί να μην βγουν προς τα έξω; Θα είναι ευχής έργο κάτι τέτοιο.

ΠΡΟΣΩΠΑ
Με τον Σαββόπουλο συνεργάστηκα την περίοδο 2002 – 2003. Είχε κάνει την παράσταση Αχαρνής στον Κεραμεικό με τον Παπάζογλου. Είχα την τύχη να κάνω μία πολύ μεγάλη περιοδεία με τον Σαββόπουλο στο εξωτερικό, είδα όλο το οργανωτικό κομμάτι. Φοβερή εμπειρία! Σε εκείνη την παράσταση χόρευα και τραγουδούσα, μαζί με την ομάδα της Σοφίας Σπυράτου. Η αλήθεια είναι ότι τον Σαββόπουλο δεν πρόλαβα να τον ζήσω όσο θα ήθελα, και μου λείπει λίγο το να βλέπω έναν τόσο ευφυή άνθρωπο να δουλεύει. Γιατί για μένα είναι πραγματικά ευφυής σε σχέση με την τέχνη του, και έχει μια πολύ μεγάλη αντιληπτική ικανότητα. Αυτό για έναν καλλιτέχνη είναι πολύ σημαντικό. Ο Διονύσης Σαββόπουλος μου συμπεριφέρθηκε εξαιρετικά γλυκά, ήμουν μόνο 19 χρονών όταν δούλεψα μαζί του. Με προστάτεψε από πάρα πολλά πράγματα, με υποστήριξε εκεί που έπρεπε.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι ο Σαββόπουλος μου πήρε ένα mp3 για να γράψω τα πρώτα μου τραγούδια. Σε μένα και στη Βασιλική Καρακώστα, τα δυο κορίτσια που δουλεύαμε μαζί του τότε και γράφαμε τραγούδια και οι δύο, μας πήρε ένα μέσο για να μπορούμε να γράφουμε και να ακούμε. Όταν με πρωτάκουσε στο στούντιο, μου είπε: «εσύ παιδί μου πρέπει να βγεις έξω, δεν κάνεις για να κάθεσαι στην Ελλάδα», γιατί είχα πει και αγγλικά τραγούδια. Ο Σαββόπουλος ήταν μια πατρική φιγούρα τότε. Κι έτσι, όταν τυγχάνει στην πορεία να ακούω σχόλιά του για μένα από κοινούς γνωστούς, νιώθω πολύ μεγάλη χαρά και ευλογία. Γιατί ξέρω ότι παρακολουθεί, ξέρω ότι είναι κοντά σε όλα τα παιδιά που δουλέψαμε δίπλα του, και ξέρω ότι το κάνει με πολύ μεγάλη αγάπη. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο που αποκόμισα, το ότι είχα έναν άνθρωπο να μου δείχνει πώς πρέπει το καθετί να μπαίνει στη θέση του.
Ως προς τον Παπάζογλου, δεν ξέρω αν σε καλλιτεχνικό επίπεδο μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τις απώλειες. Το έργο είναι τόσο σημαντικό και τόσο μεγάλο που δεν φεύγει ποτέ από κοντά μας. Την απώλεια θα την συνειδητοποιήσουν περισσότερο οι άνθρωποι οι οποίοι είχαν προσωπική επαφή μαζί του, η οικογένειά του, οι φίλοι του, οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί του. Κι εγώ νιώθω πολύ μεγάλη ευλογία που βρέθηκα δίπλα στον Νικόλα δύο φορές. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ συγκρατημένος σε όλα τα επίπεδα. Ήταν ένας τύπος λαϊκός, των απλών πραγμάτων• επεδίωκε να κάτσει να πιει ένα ουζάκι με τους φίλους του στη θάλασσα, να ψαρέψει, να βγει βόλτα με το σκαφάκι του. Ήθελε δηλαδή καθημερινά πράγματα, και έφτιαχνε μουσική μέσα απ’ αυτή την καθημερινότητα. Συναναστρεφόταν με μουσικούς παραδοσιακούς, λαϊκούς.
Ίσως ο Νικόλας ήταν ο πρώτος που έβαλε αυτού του είδους τα τραγούδια μέσα στα μεγάλα μαγαζιά. Ήταν ο πρώτος ο οποίος τραγουδήθηκε τόσο πολύ, ειδικά με το Πότε Βούδας πότε Κούδας και την Εκδίκηση της γυφτιάς, από πολύ μεγάλες πίστες μέχρι κουτούκια και τρύπες που δεν τα ήξερε άνθρωπος. Μπήκε παντού, τον έμαθαν όλοι. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει κανένας. Όλο αυτό ξεκίνησε από τη Χαρούλα (σ.σ.: Αλεξίου) μαζί με τη Βιτάλη, που επανέφεραν το δημοτικό τραγούδι μέσα στα πάλκα, στα μπουζούκια, στη νεολαία, σε όλο το εύρος του κόσμου. Και μετά ήρθε ο Νικόλας ο οποίος το στερεοποίησε, έφερε και πολλά στοιχεία της ροκ και τα συνδύασε με το παραδοσιακό. Και μετά ήρθαν όλοι οι μεταγενέστεροι: Μάλαμας, Παπακωνσταντίνου, και άλλοι, οι οποίοι άφησαν και αφήνουν το δικό τους στίγμα.
.

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ
Δεν περίμενα την κρίση για να αποκτήσω και να εκφράσω την πολιτική μου αίσθηση. Όταν έφτιαξα την Φόλα στον προηγούμενο δίσκο, είχα στο μυαλό μου κάτι τέτοιο. Από κει και πέρα όμως, έχω την αίσθηση ότι πολιτική είναι η καθημερινότητά σου. Είναι ο τρόπος που ζεις την ζωή σου. Έτσι ασκείς πολιτική. Είμαι πιο κοντά στο να δηλώνεις με τη στάση της ζωής σου ποια είναι η πολιτική σου θέση, και όχι τόσο με τον λόγο σου. Έχω κουραστεί να μιλάω και να μου μιλάνε. Προτιμώ να πράττω και να μιλάνε οι πράξεις μου για μένα. Δε χρησιμοποίησα ποτέ την ρητορεία για να ασκήσω πολιτική σε επίπεδο μικρόκοσμου, στο περιβάλλον μου. Ούτε την χρησιμοποίησα για να ασκήσω πολιτική μέσα απ’ τα τραγούδια μου. Απλά, ίσως καμιά φορά μέσα από τα τραγούδια βγαίνει και μία πολιτική στάση, η οποία όμως είναι απόρροια της δικής μου ζωής και καθημερινότητάς. Πολιτική είναι η στάση και η ζωή μου όλα αυτά τα χρόνια.

---------------

Στη στήλη «Αγαθόν το εξομολογείσθε», τα τραγούδια διαλέγει ο εκάστοτε καλεσμένος μας.
Οι επιλογές της Μαρίας Λουκα είναι:

1. Σε ποια γη. Από το δίσκο Καλημέρα

2. Μάτια μου ζωγραφιστά. Από το δίσκο Καλημέρα

3. Τίποτα. Απο το δίσκο Ιστορίες

4. Έτσι οι μέρες περνούν. Μουσική - στίχοι: Δημήτρης Καρράς. Τραγούδι: Δημήτρης Καρράς, Μαρία Λούκα, Φώτης Ανδρικόπουλος


---------------


Η περιοδεία της Μαρίας Λούκα συνεχίζεται. 
Επόμενες στάσεις:
20 Απριλίου - Momento (Περιστέρι)
24 Απριλίου - Οδός Ονείρων μαζί με τον Σωκράτη Μάλαμα (Χαλκίδα)
2 Μαΐου  - Μυροβόλος (Καβάλα)
13 Μαΐου - Small Cafe (Πειραιάς)