Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

“...φέγγει και ξημερώνει, γλυκό πουλί κι αηδόνι, τραγούδα μου 'τον π' αγαπώ”

.
- Είναι κάτι ταινίες που πιθανόν να μη σημάδευαν με τον ίδιο τρόπο τη συλλογική μας μνήμη, αν δεν υπήρχε η μουσική τους!
- Είναι και κάτι τραγούδια που δε θα είχαν γραφτεί, αν δεν προέκυπτε η ανάγκη να “ντύσουν” μια κινηματογραφική σκηνή.
- Είναι και μία ταινία, μια μουσική, ένα τραγούδι, μια ερμηνεία που δε θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετικά…
.

1964. Η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής της εποχής εκείνης, η Φίνος Φίλμς, κατασκευάζει το σκηνικό με ένα δρόμο της Τρούμπας: τα “σπίτια”, τα cabaret, το ξενοδοχείο, πεζοδρόμια και πεταμένα σκουπίδια στο δρόμο, σκηνικό ασπρόμαυρο μιας άλλης εποχής, ενός άλλου “υπόκοσμου”.
Η ταινία «Λόλα» δεν είναι η ατάκα “πολλά τα λεφτά Άρη!” (που έμεινε για να αστειευόμαστε εμείς, οι νεοέλληνες)˙ είναι ο “παλικαράς” Κούρκουλος, ο “κακός” Παπαγιαννόπουλος, η “εύθραυστη” Καρέζη, ο “μάγκας” Φέρμας, ο “ευαίσθητος” Ζερβός˙ μα πάνω απ’ όλα, είναι ένα νεαρό κορίτσι ακουμπισμένο στο περβάζι ενός παραθύρου, με ένα μαξιλαράκι κάτω απ’ τους αγκώνες κι ένα τσιγάρο αναμμένο. Η «Λόλα» είναι η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και οι στίχοι του Βαγγέλη Γκούφα. Είναι η Βίκυ Μοσχολιού που τραγουδάει το «Χάθηκε το φεγγάρι» και “χαρακώνει” το σελιλόιντ και την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού με μια ανεπανάληπτη ερμηνεία.


Ο Ιάσωνας Τριανταφυλλίδης στο βιβλίο του «Ταινίες για φίλημα», μας δίνει μια εκδοχή για το πως έγινε η επιλογή της ερμηνεύτριας:
…«το άλλο πρόβλημα ήταν ποιος θα τραγουδούσε το «Χάθηκε το φεγγάρι» στο φινάλε της ταινίας. Απευθύνθηκαν στην Καίτη Γκρέυ η οποία όμως απαίτησε να γραφτεί ο όνομά της στις αφίσες της ταινίας, πράγμα που δεν δέχτηκε ο Φίνος. Μετά από κάποιες άλλες προσπάθειες για άλλες λαϊκές τραγουδίστριες της εποχής, ένα βράδυ ψάχνοντας ο Ξαρχάκος με τον Παντελή Παλιεράκη, πήγαν σε γνωστό λαϊκό κέντρο της εποχής κι άκουσαν μια νεαρή κοπέλα να τραγουδάει. Ζήτησαν από τον υπεύθυνο του κέντρου να τους συστήσει αλλά αυτός είπε: μπα, δεν αξίζει τον κόπο. Ο Ξαρχάκος επέμεινε γιατί του έκανε εντύπωση η φωνή της, η κοπέλα είπε το τραγούδι ακουμπισμένη σ’ ένα παράθυρο σε μακρινό πλάνο στο φινάλε της ταινίας κι έτσι ξεκίνησε η μεγάλη τραγουδιστική καριέρα της Βίκυς Μοσχολιού…»

Ο Σταύρος Ξαρχάκος έγραψε συνολικά 19 μουσικά θέματα και τραγούδια που έντυσαν μοναδικά την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου. Λίγο πριν το φινάλε της ταινίας, όμως, το τραγούδι που σφράγισε την καριέρα της Βίκυ Μοσχολιού και την ίδια στιγμή έγινε το “σήμα κατατεθέν” της ταινίας, έμελε να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη εποχή και να “αναγκάσει” πολλούς θεατές να παρακολουθήσουν ξανά και ξανά τη «Λόλα» για να δουν εκείνη τη σκηνή, να ξανακούσουν την πενιά του Γιώργου Ζαμπέτα και να ακολουθήσουν με το βλέμμα τους τον Κούρκουλο και τον Φέρμα που κατευθύνονται αργά στο Night Club για το φινάλε του φιλμ.

ΧΑΘΗΚΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Του ήλιου σβήστηκε το φως,
εχάθη το φεγγάρι
και πάει το παλικάρι,
καημός και πόθος μου κρυφός.

Πέτρα την πέτρα περπατώ
το αίμα του ανασαίνω,
και πια δεν περιμένω
που σκότωσαν ‘τον π’ αγαπώ.

Καημός και πόθος μου κρυφός,
η νύχτα τον τυλίγει
και τη φωνή μου πνίγει
ο πόνος μού ‘γινε αδερφός.

Πέτρα την πέτρα περπατώ
το αίμα του ανασαίνω,
και πια δεν περιμένω
που σκότωσαν ‘τον π’ αγαπώ.

Ήρθε να με ‘βρει την αυγή
ήρθε να με φιλήσει,
ήρθε για να γεμίσει
γαρύφαλλα κι αστέρια η γη.

Πέτρα την πέτρα περπατώ
φέγγει και ξημερώνει
γλυκό πουλί κι αηδόνι
τραγούδα μου ‘τον π’ αγαπώ.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Ξαρχάκος είχε ήδη στο ενεργητικό του εξαιρετικές μουσικές και τραγούδια για τον κινηματογράφο (την αμέσως προηγούμενη χρονιά, τα «Κόκκινα φανάρια» είχαν εντυπωσιάσει το κοινό τόσο με τη θεματολογία τους, όσο και με τη μουσική τους). Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή που δε νοούνταν κινηματογραφική ταινία χωρίς τραγούδια, είτε πρόκειται για κωμωδία είτε για δράμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η δράση μεταφερόταν σε κάποιο νυχτερινό κέντρο μόνο και μόνο για να ακουστούν κάποια από τα τραγούδια γνωστών λαϊκών ερμηνευτών της εποχής που ήταν ήδη επιτυχίες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι σκηνές των τραγουδιών ήταν και οι πιο βαρετές, ειδικά για τους κινηματογραφόφιλους της εποχής, μιας και σταματούσαν τη ροή του φιλμ και υποχρέωναν τον ακροατή να ακούσει ένα τρίλεπτο τραγούδι που μπορεί και να μην είχε καμία σχέση με τη ροή της υπόθεσης. Μέσα σ’ αυτό όμως το κλίμα, καταγράφηκαν και εξαιρετικά σημαντικές στιγμές, όπου συνθέτες δημιούργησαν μεγάλες μουσικές κατά παραγγελία του σκηνοθέτη με σκοπό να εξυπηρετήσουν αυστηρά συγκεκριμένες ανάγκες των ταινιών. Δε μπορεί για παράδειγμα να ξεχάσει κανείς τη μοναδική σκηνή του τελετουργικού χορού στον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ή τους χαρταετούς πάνω από την «Συνοικία “το όνειρο”» με την εξωστρεφή μουσική του Θεοδωράκη.
Το «Χάθηκε το φεγγάρι» δεν είναι ένα από τα πολλά τραγούδια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή για να συμπληρώσουν μια σκηνή σε κάποια ταινία. Το τραγούδι είναι από μόνο του μια ολόκληρη σκηνή σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο του φιλμ, όπου η πλοκή δεν σταματάει αλλά συνεχίζεται μέσω του ίδιου του τραγουδιού. Οι στίχοι του Βαγγέλη Γκούφα προετοιμάζουν τον θεατή γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Η μουσική του Ξαρχάκου παραμένει στο κλίμα που έχει ολόκληρη η μουσική επένδυση της ταινίας, ενώ παράλληλα δε μοιάζει με κανένα από τα θέματα που έχουν ακουστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή (όπως ο απίθανος «Χορός του Σάκαινα» και το «Όνειρο δεμένο»). Το τραγούδι λειτουργεί σχεδόν όπως τα Χορικά στην αρχαία τραγωδία. Αν και δε μιλάμε για χορωδιακό κομμάτι, το τραγούδι παραπέμπει στα Στάσιμα της αρχαίας τραγωδίας, με τη Μοσχολιού να αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στη δράση ερμηνεύοντας το τραγούδι τελετουργικά. Οι στίχοι του Γκούφα αποδίδουν με ακρίβεια το πένθιμο κλίμα της σκηνής, κι εκείνη η φράση “που σκότωσαν ‘τον π’ αγαπώ”, με μια γλώσσα γνήσια λαϊκή, θα ‘λεγε κανείς ότι κλείνει μέσα της ολόκληρη την υπόθεση της ταινίας.

Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει και στον τρόπο με τον οποίο ο Γιώργος Ζαμπέτας συνοδεύει με το μπουζούκι του το τραγούδι. Ο Ζαμπέτας “χαράζει” με την πένα τού μπουζουκιού του γραμμές που απάνω τους ξεδιπλώνεται η μελωδία του Ξαρχάκου. Το ταξίμι που παίζει στην αρχή του κομματιού, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα αριστούργημα δεξιοτεχνίας που θα μπορούσε να σταθεί κι από μόνο του, σαν αυτόνομο μουσικό κομμάτι. Με το μοναδικό ένστικτο που διαθέτουν οι μεγάλοι μουσικοί, “σχολιάζει” με το μπουζούκι του κατά τη διάρκεια ολόκληρου του τραγουδιού κρατώντας ένα μέτρο, χωρίς να παρασυρθεί ούτε μια στιγμή σε άσκοπες επιδείξεις δεξιοτήτων. Αναμφισβήτητα, η συνοδεία του Ζαμπέτα στο «Χάθηκε το φεγγάρι» σφράγισε την εκτέλεση του τραγουδιού.
Όσο για την ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού στο συγκεκριμένο τραγούδι, έχουν γραφτεί και ειπωθεί τόσα πολλά, που οτιδήποτε άλλο θα ήταν μάλλον περιττό. Στο ξεκίνημα της καριέρας της, έδωσε ένα πραγματικό μάθημα για το πως πρέπει να ερμηνεύεται ένα λαϊκό τραγούδι!



Η νεαρή κοπέλα ακουμπάει τους αγκώνες της σ’ ένα μικρό μαξιλαράκι, στηρίζει το κεφάλι της με τα δυο της χέρια (στο ένα το τσιγάρο), πίσω της η κουρτίνα σαλεύει ελαφρά. Ένας οδοκαθαριστής, ένας μεθυσμένος, κάποια σκουπίδια που παρέσυρε ο πρωινός αέρας.
Ησυχία!
Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδάει…

… και πια δεν περιμένω
που σκότωσαν ‘τον π’ αγαπώ.

.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

“…Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία. Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.”

.
Όταν σκέφτεται κανείς τις μελοποιήσεις που έχουν γίνει σε ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, σίγουρα το πρώτο τραγούδι που του έρχεται στο μυαλό είναι η «Πρέβεζα». Το πιο δημοφιλές ποίημα του Καρυωτάκη (δημοφιλές ίσως εξ’ αιτίας και της μελοποίησής του), δεν ανήκει σε καμία από τις ποιητικές συλλογές που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Σύμφωνα με τον Γ. Π. Σαββίδη, το ποίημα γράφτηκε μεταξύ 22 Ιουνίου και 1 Ιουλίου του 1928, λίγες μέρες πριν από την αυτοκτονία του ποιητή (21 Ιουλίου) και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1930 στην «Νέα Εστία». Τελικός τίτλος του ποιήματος φαίνεται πως ήταν «Επαρχία», όμως, η πρώτη δημοσίευσή του καθώς και όσες ακολούθησαν έχουν τίτλο «Πρέβεζα» κι έτσι παρέμεινε σε όλες τις εκδόσεις με τα άπαντα του ποιητή.

ΠΡΕΒΕΖΑ

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια “ελλιπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
“υπάρχω;” λες, κι ύστερα: “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μες στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Για την πιο σωστή κατανόηση του ποιήματος, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα απόσπασμα από την επιστολή που έστειλε ο Κώστας Καρυωτάκης στον ξάδερφό του Θ. Δ. Καρυωτάκη, με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1928:
«Απόψε το βαπόρι ήρθε σημαιοστολισμένο. Μέγας θόρυβος μέσα στη Νομαρχία, όταν το είδαμε. Ο κ. Α’ Γραμματεύς επήγαινε δώθε – κείθε ανήσυχος. Ποιος είναι μέσα; Ο Νομάρχης; Ο Γεν. Διοικητής ή καμιά άλλη προσωπικότης; Επιτέλους τώρα εξηκριβώθη ότι του πλοίου επέβαινε ο Σεβασμιότατος Ιωαννίνων (την ευχήν του να ‘χεις). Και τότε επέσαμε πάλι στη νάρκη μας.
(…) Αυτά είναι τα νεώτερα της Πρεβέζης. Άλλη είδηση, η οποία ελπίζω να σ’ ενδιαφέρει εξ ίσου, είναι ότι προχθές ο κ. Ειρηνοδίκης απήγαγε την μερίδα που του έφεραν στο ξενοδοχείο
(=εστιατόριο), επειδή την ήβρε ελλιπή, αφού την ετύλιξε πρώτα σ’ ένα καθαρό χαρτί. Την εζύγισε στην Αστυνομία, την έφερε πάλι, την εξεδίπλωσε, την έβαλε στο πιάτο του και την έφαγε».


Αναμφισβήτητα, η πιο δημοφιλής μελοποίηση της «Πρέβεζας» είναι αυτή του Γιάννη Γλέζου, που έγινε ιδιαίτερα γνωστή το 1982 όταν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμήνευσε το τραγούδι στον δίσκο «Φοβάμαι». Όμως, η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού με την μουσική του Γλέζου, ανήκει στον Θανάση Γκαϊφύλλια και την συναντάμε ήδη από το 1975 στον “κλασικό” πλέον δίσκο «Ατέλειωτη εκδρομή». Την ίδια χρονιά, ένας ακόμα συνθέτης, ο Δήμος Μούτσης, μελοποιεί την «Πρέβεζα» και την εντάσσει στον δίσκο «Τετραλογία». Ο Μούτσης εμπιστεύτηκε την ερμηνεία του τραγουδιού σε έναν από τους πιο ιδιαίτερους ερμηνευτές της εποχής εκείνης, τον Χρήστο Λεττονό.
Είναι πολύ συχνό φαινόμενο στην ελληνική δισκογραφία να συναντάμε διαφορετικές μελοποιήσεις των ίδιων ποιημάτων. Ποιήματα του Νίκου Καββαδία, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη και άλλων ποιητών, έχουν ντυθεί με διαφορετικές μουσικές από συνθέτες που έχουν αναφορά σχεδόν σε όλο το φάσμα της ελληνικής μουσικής (έντεχνο, λαϊκό, ροκ). Με την «Πρέβεζα» του Κώστα Καρυωτάκη, είναι ίσως η μοναδική φορά που δύο συνθέτες παρουσίασαν την δικιά τους εκδοχή την ίδια χρονική στιγμή! Ο Γιάννης Γλέζος και ο Δήμος Μούτσης ηχογραφούν και οι δύο το 1975 την «Πρέβεζα», ο μεν πρώτος στον προσωπικό δίσκο του Θανάση Γκαϊφύλλια, ο δε δεύτερος εντάσσοντάς την σ’ έναν κύκλο τραγουδιών με μελοποιήσεις ποιημάτων των Καρυωτάκη, Σεφέρη. Καβάφη και Ρίτσου. Εξετάζοντας κανείς την ιστορική συγκυρία κατά την οποία οι δύο συνθέτες καταπιάστηκαν με το συγκεκριμένο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο που η «Πρέβεζα» απέσπασε το ενδιαφέρον του Γλέζου και του Μούτση. Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει ο ποιητής το ασφυκτικό περιβάλλον της επαρχίας του μεσοπολέμου, δε θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους συνθέτες της γενιάς της μεταπολίτευσης. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά για τη μορφή και το περιεχόμενό του ποίημα του Καρυωτάκη, γίνεται πηγή έμπνευσης για την γενιά των μουσικών που βλέπουν πολλά κοινά σημεία του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής βίωσε το κλειστό και αποπνικτικό περιβάλλον της επαρχίας του μεσοπολέμου, με τα χρόνια της επταετούς χούντας που μόλις είχε τελειώσει.
Κατ’ αυτή την έννοια, μια σημερινή μελοποίηση της «Πρέβεζας», θα έδινε έμφαση περισσότερο (ίσως και αποκλειστικά) στην καθαρά πεσιμιστική πλευρά του ποιήματος, “φωτίζοντας” με μουσική τα υπαρξιακά αδιέξοδα που εκφράζει ο ποιητής. Αντίθετα, οι συνθέτες της μεταπολίτευσης βρήκαν στην «Πρέβεζα» το τοπίο που και οι ίδιοι βίωσαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μία “στρατιωτικού” τύπου καθημερινότητα το ίδιο ασφυκτική και καταπιεστική με κείνη που εμπνευσμένα αποτυπώνει ο ποιητής. Ο Καρυωτάκης στην «Πρέβεζα» (καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου), έχει σαν αφετηρία τα προσωπικά του αδιέξοδα, δεν μένει όμως πάντα μόνο σ’ αυτά. Η φωνή του Καρυωτάκη, από ψίθυρος ενός σκυμμένου και “γονατισμένου” ψυχικά ανθρώπου, μετατρέπεται την ίδια στιγμή σε φωνή διαμαρτυρίας απέναντι στην μικροαστική τάξη του καιρού του που τον καταπιέζει και τον πνίγει καθημερινά. Η ειρωνεία και η κοφτερή σαν ξυράφι γλώσσα στα ποιήματά του, από άμυνα μετατρέπεται σε επίθεση ενάντια σε ότι τον καταπιέζει και θεωρεί ότι είναι πέρα των δικών του δυνάμεων˙ και αυτό τελικά, είναι η μικροαστική τάξη στην οποία ανήκει και ο ίδιος. Η ίδια εσωτερική “φωνή” εμπνέει αρκετά χρόνια μετά δυο μουσικούς που ανήκουν στην ίδια γενιά και, που “διαβάζουν” το ποίημα του Καρυωτάκη με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, έχοντας όμως την ίδια αφετηρία: την βαθύτερη φωνή του ποιητή που ξεπερνά το πεσιμιστικό περίβλημα και επικεντρώνει την προσοχή του στο εχθρικό περιβάλλον της χαύνωσης και της μιζέριας, της ανελεύθερης τελικά ζωής.


Ο Γιάννης Γλέζος ντύνει με μουσική την «Πρέβεζα» ακολουθώντας μία περισσότερο ροκ αισθητική. Η επανάληψη της λέξης «Θάνατος» στις τρεις πρώτες στροφές του ποιήματος, οδηγούν τον Γλέζο σε μια μελοποίηση που πρωταγωνιστεί ο ροκ ρυθμός με τα τύμπανα και την ηλεκτρική κιθάρα να κυριαρχούν. Παρ’ όλ’ αυτά, η μουσική ακολουθεί τις διακυμάνσεις του κειμένου, με ειρωνική διάθεση εκεί που απαιτείται και οργισμένη στα σημεία που ο στίχος γίνεται “κοφτερός”. Σ’ αυτή την εκδοχή της «Πρέβεζας», ο συνθέτης επιλέγει την τέταρτη στροφή για ρεφρέν του τραγουδιού. Από μόνη της, η δομή του ποιήματος οδηγεί τον Γλέζο σ’ αυτή την επιλογή. Την ίδια στιγμή, κλείνει το τραγούδι με την πέμπτη στροφή και τη μουσική του ρεφρέν, "κατασκευάζει" με αυτό τον τρόπο ακόμα ένα ρεφρέν που ολοκληρώνει το τραγούδι δημιουργώντας την αίσθηση ότι κάτι έμεινε μετέωρο. Ο συνθέτης παίρνει το κείμενο του Καρυωτάκη και το μετατρέπει σε τραγούδι ακολουθώντας πιστά την δομή του κουπλέ - ρεφρέν - κουπλέ. Στην μελοποίηση του Γλέζου, έχει παραληφθεί η έκτη και τελευταία στροφή του ποιήματος, ένα σημείο του κειμένου που κατά τη γνώμη μου κλείνει όλη την ειρωνεία και την απέχθεια του Καρυωτάκη προς το μίζερο περιβάλλον που τον καταπιέζει.
Η μελοποίηση του Γιάννη Γλέζου φωτίζει περισσότερο την οργισμένη πλευρά του ποιήματος. Η μουσική του είναι θυμωμένη, ασφυκτιά, φωτίζει το ποίημα με τέτοιο τρόπο που τελικά δίνει την αίσθηση του ξεσπάσματος αλλά και ενός παράπονου που ξεχειλίζει από τους στίχους. Δεν είναι τυχαίο που και η δεύτερη εκτέλεση του τραγουδιού με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου βρήκε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό (επί χρόνια ο Παπακωνσταντίνου περιελάμβανε την «Πρέβεζα» στο ρεπερτόριο των ζωντανών εμφανίσεών του, δημιουργώντας ...“σκηνές ροκ”!). Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας απ’ την άλλη, υπηρετεί το κείμενο και τη μουσική με έναν τρόπο ισορροπημένο και ουσιαστικό. Ο τρόπος που μεταδίδει την οργισμένη μελοποίηση του Γλέζου, είναι εκείνος ο μοναδικός τρόπος που έχει ο Γκαϊφύλλιας να “ροκάρει” χωρίς να το φωνάζει.


Απ’ την άλλη μεριά, ο Δήμος Μούτσης μελοποιεί την «Πρέβεζα» “διαβάζοντας” το κείμενο σχεδόν κατά λέξη! Εδώ, η επανάληψη της λέξης "θάνατος" οδηγεί τον Μούτση σε πιο λυρικά μονοπάτια. Η χρήση του συνθεσάιζερ (ιδιαίτερα πρωτοποριακή προσέγγιση για εκείνη την εποχή), δίνει από την αρχή του τραγουδιού μια σχεδόν εφιαλτική αίσθηση, που ενισχύεται ολοένα από τα τύμπανα και το κοφτό παίξιμο του πιάνου. Ο Μούτσης αλλάζει την σειρά των τριών πρώτων στροφών, επιλέγοντας με αυτό τον τρόπο τους τελευταίους στίχους της δεύτερης στροφής («ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους») ως προετοιμασία της τέταρτης στροφής («Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης…»), ενώ την ίδια στιγμή ο ρυθμός του τραγουδιού επιβραδύνεται, σχεδόν καταργείται!
Την ίδια στροφή που χρησιμοποιεί ο Γλέζος για ρεφρέν, ο Μούτσης την ερμηνεύει μουσικά με ένα τελείως διαφορετικό και πρωτότυπο τρόπο: δανείζεται το βασικό θέμα του 2ου βαλς από την «2η Σουίτα για Τζαζ Ορχήστρα» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς και προσαρμόζει πάνω στη μελωδία του ολόκληρη την τέταρτη στροφή! Φυσικά, η “λύση” που δίνει ο Μούτσης στο συγκεκριμένο σημείο της μελοποίησης, δεν είναι καθόλου τυχαία: ο ρυθμός του βαλς τονίζει ακόμα περισσότερο την εικόνα της μπάντας που «θα ακούσουμε την Κυριακή», ενώ παράλληλα το γνωστό βαλς του Σοστακόβιτς “ζωγραφίζει” με τον καλύτερο τρόπο το μικροαστικό τοπίο που αποτυπώνει ο Καρυωτάκης στη συγκεκριμένη στροφή. Μια απρόβλεπτη και ευφυής μουσική “αυθαιρεσία” του Δήμου Μούτση, που όμως κατά τη γνώμη μου υπηρετεί απόλυτα την απόδοση της ατμόσφαιρας των στίχων του Καρυωτάκη. Αμέσως μετά, ο συνθέτης διατηρεί τον ρυθμό του βαλς, μόνο που αυτή τη φορά ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος, πιο εφιαλτικός. Ο Μούτσης μελοποιεί ολόκληρη των «Πρέβεζα» (σε αντίθεση με τον Γλέζο που παρέλειψε την τελευταία στροφή) και ολοκληρώνει το τραγούδι με την επανάληψη των δύο πρώτων στροφών, για να κλείσει τελικά το τραγούδι με τον «ήλιο, θάνατο μέσα στους θανάτους». Όσο για την ερμηνεία του Χρήστου Λεττονού, η θεατρικότητα με την οποία αποδίδει το τραγούδι, καθιστούν την συγκεκριμένη εκτέλεση της «Πρέβεζας» αξεπέραστη!


Όλα τα παραπάνω, δεν έχουν σκοπό να συγκρίνουν τις δύο μελοποιήσεις της «Πρέβεζας» με πρόθεση να απορριφθεί η μία απ’ τις δύο ως η λιγότερο καλή. Αντίθετα, εξετάσαμε δύο μελοποιήσεις που η κάθε μια ξεχωριστά φωτίζει το ποίημα του Καρυωτάκη με τον προσωπικό “προβολέα” του δημιουργού της. Ο μεν Γλέζος προσεγγίζει την οργισμένη και ροκ πλευρά του ποιήματος, ο δε Μούτσης την περισσότερο επική και ειρωνική. Και οι δύο όμως, διατηρούν ατόφια την μελαγχολία του ποιητή όταν εκείνος αντικρίζει το πνιγηρό μικροαστικό τοπίο που εισχωρεί και μέσα του, για να τον οδηγήσει τελικά στην αυτοκτονία, λίγες μέρες αργότερα. Δύο από τους σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς των συνθετών της μεταπολίτευσης, κατέθεσαν τις δικές τους μουσικές εκδοχές σε ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη. Σε εμάς δε μένει τίποτ’ άλλο, από το να τις (ξανα)ανακαλύψουμε.






Πηγές:
1. «Κ. Γ. Καρυωτάκης. Ποιήματα και Πεζά». Επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης. Εκδόσεις Ερμής, 1972 (1991).
2. Ένθετα των δίσκων «Ατέλειωτη εκδρομή» του Θανάση Γκαϊφύλλια & «Τετραλογία» του Δήμου Μούτση
3. Ευχαριστώ τον Γιώργο Φλωράκη για τις πληροφορίες σχετικά με το βαλς του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
.
.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

“Με μια άσπρη κιμωλία, κάνει κύκλους η ζωή...”

.
Τον συνθέτη Δημήτρη Μαρκατόπουλο, τον γνωρίσαμε για πρώτη φορά το 1991, όταν συμμετείχε μαζί με τον στιχουργό Χρίστο Γ. Παπαδόπουλο στους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού» στην Καλαμάτα που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις (κατά κάποιο τρόπο, ήταν η αναβίωση των θρυλικών «Αγώνων Ελληνικού Τραγουδιού» που είχε διοργανώσει και πάλι ο Χατζιδάκις το ’81 και ’82 στην Κέρκυρα). Η συμμετοχή τους στους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού» και η γνωριμία τους με τον Μάνο Χατζιδάκι, οδηγεί τους δύο δημιουργούς στο σπίτι του δεύτερου, όπου του παρουσιάζουν έναν κύκλο τραγουδιών ζητώντας τη γνώμη του. Η απάντηση του Μάνου Χατζιδάκι ήρθε την αμέσως επόμενη μέρα: “Τα ονόμασα «Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή». Θα τα εκδώσουμε στο «Σείριο»”!
«Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή» δεν πρόλαβαν τελικά να εκδοθούν όσο ζούσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Η έκδοσή τους ολοκληρώθηκε το 2001 (περίπου 9 χρόνια μετά από την έγκριση του Μάνου Χατζιδάκι) και ο «Σείριος» παρουσίασε μια από τις πιο ολοκληρωμένες δισκογραφικές δουλειές που έχει στο ενεργητικό του από το 1994 μέχρι και σήμερα. Τα τραγούδια του δίσκου ερμήνευσε ο Παντελής Θεοχαρίδης (γνωστός κυρίως από την αξεπέραστη ερμηνεία του στην «Μικρή πατρίδα» των Ανδρέου – Καρασούλου), φωτίζοντας με τη φωνή του τα τραγούδια και προσθέτοντας στο ενεργητικό του μια ακόμα εξαιρετική εργασία σαν αυτές που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια.


Ο Δημήτρης Μαρκατόπουλος και ο Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος, σημειώνουν για «Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή»:

Τραγούδια που δε γράφτηκαν από αυτούς που τα υπογράφουν.
Υπήρχαν σκόρπια από πάντα. Άναρχα σαν το θεό και σαν τον έρωτα. Κομμάτια αναπόσπαστα του σύμπαντος κόσμου. Τα μετάφεραν με την αφή οι άνθρωποι που ήρθαν κι έφυγαν, οι άνθρωποι που ήρθαν κι έμειναν. Ακτινοβολούν την ενέργεια των ανθρώπων που δεν ήρθαν ακόμα.
Όλοι όσοι τα προκάλεσαν ηθελημένα η άθελά τους, είναι οι ποιητές. Χαμένοι ποιητές στην ουσία. Άλλος άφησε μια συλλαβή, μια νότα, ένα κόμμα, ένα σφύριγμα μελωδικό. Κάποιοι πιθανόν να άφησαν μια ολόκληρη πρόταση, μια αντιστικτική γραμμή. Άλλοι κρατάνε τα σεκόντα. Τα ίχνη που αντέχει αφήνει ο καθένας. Σημεία στίξης στο χρόνο. Τελείες όσοι έφυγαν. Θαυμαστικά οι παρόντες. Το μέλλον γεμάτο ερωτηματικά.
Σημάδια αναρίθμητα ύπαρξης συντελεσμένης, παρούσας και αναπόφευκτης.
Δώδεκα υιοθετημένα τραγούδια του χαμένου ποιητή του κόσμου…


«Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή» αποτελούν ένα από τα καλύτερα δείγματα έντεχνου τραγουδιού της δεκαετίας. Η μουσική του Μαρκατόπουλου, αισθητικά, βαδίζει πάνω στα χνάρια της μουσικής του Χατζιδάκι, χωρίς όμως να αντιγράφει (πως θα μπορούσε άλλωστε;) και να μιμείται ένα “χατζιδακικό” ύφος. Αναγνωρίζει κανείς πίσω από τα τραγούδια τις επιρροές από τη μουσική του Χατζιδάκι, παράλληλα όμως ξεχωρίζει και μια ιδιαίτερη γραφή που έχει στραμμένη τη ματιά στην ουσία του τραγουδιού. Οι μελωδίες του Μαρκατόπουλου είναι εμπνευσμένες και ουσιαστικές. Το κάθε τραγούδι έχει το δικό του ιδιαίτερο ύφος, αλλά και όλα μαζί αποτελούν μια ενότητα, με εξαιρετικές μουσικές που δεν αρκούνται στις “εύκολες λύσεις” και τις απλοϊκές μελωδίες . Η ακρόαση των «Τραγουδιών του χαμένου ποιητή» θέλει ιδιαίτερη προσοχή για να αντιληφθεί κανείς τον πλούτο που μεταφέρουν. Αυτό δε σημαίνει βεβαίως πως είναι τραγούδια “δύσκολα”˙ η αξία τους είναι ακριβώς αυτή: αγγίζουν με ιδιαίτερο τρόπο τις ευαίσθητες χορδές μας και αφήνουν πίσω τους ένα γλυκό άρωμα από τραγούδια αυθεντικά και ουσιαστικά.
Ο Μαρκατόπουλος ενορχηστρώνει τα κομμάτια με έμπνευση και γνώση. Τα χάλκινα πνευστά, τα έγχορδα, το μαντολίνο και το πιάνο, συνυπάρχουν αρμονικά και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικούς ρόλους όποτε χρειάζεται να αποδώσουν την αίσθηση της μουσικής και των στίχων. Αξίζει στο σημείο αυτό, να πούμε ότι σε όλα τα τραγούδια του δίσκου χρησιμοποιήθηκαν φυσικά όργανα και όχι synthesizers, samples ή οποιοδήποτε άλλο μέσον αναπαραγωγής ήχων. Ένα σύνολο από 20 περίπου σολίστες (!), αποδίδει με εξαιρετική ακρίβεια τα τραγούδια του δίσκου συμβάλλοντας καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα. Αισθητικά, «Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή» θυμίζουν ακριβές στιγμές της ελληνικής δισκογραφίας πριν “ανακαλυφθεί” η εύκολη και φθηνή λύση της αναπαραγωγής ήχων από ένα μηχάνημα.

Οι στίχοι του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου είναι από τα πιο δυνατά στοιχεία του δίσκου. Λυρικός, λαϊκός, βαθιά ποιητικός, ο λόγος του Παπαδόπουλου ακουμπάει κατευθείαν την ευαισθησία μας και απογειώνει το συναίσθημα με στίχους εμπνευσμένους:

Ανασαίνω μες στη σκόνη των χαμένων μου επαφών.
Όλοι έρχονται και γράφουν… Και τι έγινε λοιπόν;
Σφουγγαράκι το κορμί μου σ’ ένα μαύρο πίνακα,
της αγάπης μου τα λάθη διορθώνει μαγικά.
Από το τραγούδι «Σφουγγαράκι»

Μέχρι να ‘ρθει ο έρωτας γλυκά να με μαγέψει,
ποιος ουρανός, ποια θάλασσα, ποια γη θα με αντέξει…
Από το τραγούδι «Αναμονή»

Θα ‘ρθείς με πόθου λεωφορεία,
του δρόμου την ανία
μη φοβηθείς.
Αν είχες τα φτερά μου,
το πέταγμά σου θα ‘μουν,
μην κουραστείς.
Από το τραγούδι «Στην αρχή του αιώνα»


Οι στίχοι των «Τραγουδιών του χαμένου ποιητή» μιλούν για τον έρωτα και την απώλεια, τα πάθη και τα ταξίδια του νου, ακόμα και για το παράλογο της στρατιωτικής θητείας, όλ’ αυτά όμως με έναν ποιητικό τρόπο που προϋποθέτει ταλέντο και καλλιέργεια από τη μεριά του δημιουργού, και (κυρίως) ένα κατάλληλα προετοιμασμένο κοινό που δεν αρκείται στα “εύκολα” στιχάκια και τα εύπεπτα μηνύματα. Με τους στίχους του Παπαδόπουλου, συμβαίνει ότι ακριβώς περιγράφαμε πριν με τη μουσική του Μαρκατόπουλου. Τίποτα δε λέγεται στην τύχη. Οι λέξεις τοποθετούνται στη σειρά για να κεντρίσουν ευαίσθητες χορδές και να ολοκληρώσουν ιστορίες που μπορούν να ταξιδεύουν τον ακροατή. Πέρα από τον Χρίστο Γ. Παπαδόπουλο, σε δύο τραγούδια τους στίχους υπογράφει ο Γιάννης Τσατσόπουλος (γνωστός από τη συνεργασία του στους πρώτους δίσκους του Σωκράτη Μάλαμα), εξίσου ουσιαστικός και ποιητικός, προσθέτει στην γενικότερη αισθητική του δίσκου το δικό του στίγμα:

Στη λερή ταβέρνα, στα σφαγεία βγαίνω Σάββατο
μια πλανόδια φωτογραφία με το θάνατο.
Πίνω μ’ άλλους δυο απ’ το ποτήρι και σηκώνομαι,
με της εφηβείας τους τη γύρη φαρμακώνομαι.
Από το τραγούδι «Το χασάπικο του λούμπεν»


Άφησα για το τέλος την εξαιρετική ερμηνεία του Παντελή Θεοχαρίδη. Πιστεύω πως, «Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή» δε θα μπορούσαν να βρουν ιδανικότερο ερμηνευτή για να μας παραδοθούν. Μια από τις πιο σεμνές και ουσιαστικές παρουσίες στο χώρο του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού, ό,τι έχει τραγουδήσει μέχρι τώρα ο Παντελής Θεοχαρίδης το χαρακτηρίζει η ποιότητα και το άρτιο αποτέλεσμα. Στα «Τραγούδια του χαμένου ποιητή» η ερμηνεία του καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα. Ανήκει σε κείνη την κατηγορία των τραγουδιστών που πρώτ’ απ’ όλα αφουγκράζονται σε βάθος το τραγούδι και αφού το περάσουν από προσωπικά φίλτρα και το “κάνουν δικό τους”, τότε και μόνο το ερμηνεύουν. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι πραγματικά ολοκληρωμένο. Θα τολμήσω να πω πως, ο τρόπος που αντιμετωπίζει «Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή», θυμίζουν παλιότερες κορυφαίες ερμηνείες ομότεχνών του, όπως τη Μαρία Δημητριάδη στα τραγούδια «Για την Ελένη» και τον Δημήτρη Ψαριανό στον «Μεγάλο ερωτικό» του Χατζιδάκι. Αξίζει να ακούσει κανείς πως ερμηνεύει τις «Δάφνες» και το «Quid donum», την «Παρέλαση» και το «Ουσιαστικό», αλλά και όλα τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου.

Ο Δημήτρης Μαρκατόπουλος και ο Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος, μας παρέδωσαν ένα δίσκο που κρατάει ζωντανές τις αισθήσεις μας από το πρώτο έως το τελευταίο τραγούδι του. «Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή» είναι ένας κύκλος τραγουδιών που κάτω από διαφορετικές (δισκογραφικές) συνθήκες, θα μπορούσε και να καταγραφεί σαν ένας από τους κλασσικούς δίσκους της δεκαετίας που διανύουμε. Το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε, είναι να φτάνουν συνεχώς στα χέρια μας τέτοιας αξίας δίσκοι, που να προσθέτουν ένα ακόμα λιθάρι σ’ αυτό που ονομάζουμε καλό ελληνικό τραγούδι.




Η επίσημη ιστοσελίδα των «Τραγουδιών του χαμένου ποιητή» βρίσκεται εδώ.
.
.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

Παίζουμε τις “τρεις ευχές”?


Τρία αγαπημένα blogs (τα “Άσματα και Μιάσματα”, τα “Μουσικά Προάστια” και ο “Ιστός…”), προσκάλεσαν το “Άρωμα του τραγουδιού” να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι με τον απλούστατο όρο: να γράψω τρεις ευχές, μία για μένα, μία για κάποιον άλλον και μια για τον εχθρό μου! Σκάλισα λοιπόν αγαπημένα τραγούδια και ξετρύπωσα τρία από αυτά, που μες στους στίχους τους βρίσκονται οι τρεις ευχές μου.

Πάμε λοιπόν:


Μία ευχή για μένα.
Τη βρίσκω στα στιχάκια ενός αγαπημένου τραγουδιού των Δυνάμεων του Αιγαίου από το δίσκο “Ήχος Β”. Η μουσική και η ερμηνεία είναι του Χρίστου Τσιαμούλη και οι στίχοι του Δημήτρη Γιαλαμά. Και εδώ η ευχή για μένα είναι διπλή: η πρώτη περιλαμβάνεται στον τίτλο του τραγουδιού, μιας και το Ραδιόφωνο και η ενασχόλησή μου με αυτό, ήταν και παραμένει για μένα ο μεγάλος στόχος (άρα και ευχή). Η δεύτερη, βρίσκεται σε κείνο το στίχο που λέει: «θα μείνω παιδί, κι ας μοιάζω μεγάλος»!

ΑΝΟΙΓΩ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

Ανοίγω ραδιόφωνο, πιάνω βραχέα
δεν είναι αλήθεια πως ζούμε τυχαία
απ’ το παράθυρο μπαίνει μια θλίψη
είσαι μακριά και πολύ μού ‘χεις λείψει.

Φιλώ το λαιμό σου, γυρίζεις με νάζι
στον κόσμο αυτό, καθετί με τρομάζει
το βλέμμα σου απόψε, στιλέτο με γράμμα
οι άνθρωποι παίζουν στο ίδιο το δράμα.

Φορώ τα παπούτσια, μου δίνεις το χέρι
πως θα ‘μαστε αύριο, κανένας δεν ξέρει
μιλώ και φωνάζω, σαχλός παπαγάλος
θα μείνω παιδί, κι ας μοιάζω μεγάλος.


Μια ευχή για κάποιον άλλον.
Δε θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερη ευχή για κάποιον άλλον, πέρα από κείνη που λέει η Αρλέτα στο “Τσιφτετέλι ξιδάτο” από τον “Έμπορο ονείρων”:
“Θα σ’ αγαπήσουνε πολλοί, πολλοί θα σε μισήσουν
σου δίνω μόνο μιαν ευχή, να μην αδιαφορήσουν”.

ΤΣΙΦΤΕΤΕΛΙ ΞΙΔΑΤΟ

Τελειώνει φίλε η εκδρομή κι αρχίζει το ταξίδι
ρίξε στον έρωτα φωτιά και στη σαλάτα ξίδι.
Κι αν σε πληγώνει τ’ όνειρο, που τρέχει και δεν πιάνεται
ρίξε την πίκρα στο γιαλό, φέρε κι ένα κρασί καλό
και βερεσέ μην κάνετε, γιατί ο κακός δε χάνεται.

Θα σ’ αγαπήσουνε πολλοί, πολλοί θα σε μισήσουν
σου δίνω μόνο μιαν ευχή, να μην αδιαφορήσουν.

Κράτησε συ την πρόσθεση και δωσ’ μου την αφαίρεση
κράτησε τον κανόνα εσύ και δωσ’ μου την εξαίρεση.


Μια ευχή για τον εχθρό μου.
Εδώ, τα πράγματα είναι πιο απλά: από τη στιγμή που ο εχθρός μου δε με αγαπάει (και είναι πολύ φυσικό αυτό), ε! ας αγαπήσει τουλάχιστον όλα τα υπόλοιπα (τα βουνά, τα πέλαγα, τα νησιά, τα ποτάμια, κ.ο.κ)! “Ν’ αγαπάς”, του Παντελή Θαλασσινού και του Νίκου Βελιώτη, από τον δίσκο “Στης καρδιάς μου τ’ ανοιχτά”.

Ν’ ΑΓΑΠΑΣ

Ν' αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα,
τους γνωστούς και τους άγνωρους τόπους,
τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σύννεφα,
και πολύ ν' αγαπάς τους ανθρώπους.

Τα θεριά ν' αγαπάς και τ' ανήμερα,
τα νησιά, τα ποτάμια, τ' αστέρια.
Κι αν ποτέ σε πληγώσουν κατάστηθα
φίλοι, αγρίμια, λευκά περιστέρια.

Ν' αγαπάς, να ξεχνάς και να χαίρεσαι
τη δική σου γαλήνη και κείνα
που μ' αγάπη το νου μας φωτίζουνε,
και βλασταίνουν αμάραντα κρίνα.




Να καλέσω με τη σειρά μου στο παιχνίδι: negma, xrysfish, ναυάγιο, south of the river και όποιον άλλον επιθυμεί…