Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Μελοποιήσεις ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου



Ψάχνοντας κανείς στην ελληνική δισκογραφία για να βρει μελοποιήσεις ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου, σε καμία περίπτωση δε θα καταφέρει να συλλέξει αντίστοιχο αριθμό, με αυτών των ποιημάτων του Ελύτη, του Καββαδία ή του Καρυωτάκη, αλλά και πολλών άλλων που τα ποιήματά τους μελοποιήθηκαν ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του ’70. Οι περισσότερες μελοποιήσεις που βρίσκουμε στη δισκογραφία έχουν ηχογραφηθεί μετά το θάνατο του ποιητή (1975). Ο εισηγητής του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αλλά και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ο ποιητής και πεζογράφος που αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα (Υψικάμινος, 1935), κατά κάποιο τρόπο ξέφυγε από τους μουσικούς, που μοιάζει να «φοβήθηκαν» να αγγίξουν τα ποιητικά του κείμενα
Ο λόγος είναι προφανής: η ποίηση του Εμπειρίκου περιέχει μουσική, και μάλιστα μουσική γεμάτη εκπλήξεις! Η ιδιοτυπία της γλώσσας του Εμπειρίκου με λόγιους τύπους και σχηματισμούς, αλλά και καθεαυτή η θεματολογία των ποιημάτων του, ηχούν από μόνα τους σαν μουσική που μοιάζει να μην αφήνει κανένα περιθώριο για μια περαιτέρω μουσική ανάγνωση από έναν μουσικό. Φτάνει να ακούσει κανείς τον ίδιο τον Εμπειρίκο να απαγγέλει ποιήματά του (δίσκος: «Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο», πρώτη έκδοση: Διόνυσος, 1964) και αμέσως έχει την αίσθηση ότι ακούει τον ποιητή να τραγουδάει μια μελωδία μοναδική, γεμάτη χρώματα και ξαφνικά γυρίσματα.



Η πιο γνωστή μελοποίηση ποιήματος του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι το ποίημα Διάφανες Αυλαίες, από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Το ποίημα ανήκει στη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου (Ενδοχώρα, 1945) και ο Παπακωνσταντίνου το εντάσσει μελοποιημένο στον πρώτο του προσωπικό δίσκο (Αγία Νοσταλγία, 1996).
.
Είναι τα βλέφαρά μου
διάφανες αυλαίες.
Όταν τα ανοίγω βλέπω
μπρος μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω
μπρος μου ό,τι ποθώ.

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μελοποιεί ένα μικρό ποίημα του Εμπειρίκου χωρίς περιττά μουσικά στολίδια, με λαϊκά όργανα να ηχούν σχεδόν ερασιτεχνικά, δίχως ανούσιες επαναλήψεις των στίχων ή φορτωμένη μουσική εισαγωγή. Το αποτέλεσμα είναι ένα τραγούδι πραγματικά λαϊκό.
Ο Παπακωνσταντίνου όμως, δείχνει να μην έχει «ξεμπερδέψει» ακόμα με τον Ανδρέα Εμπειρίκο! Στον δίσκο Διάφανος (2006), υπάρχει ένα ορχηστρικό κομμάτι με τον σουρεαλιστικό τίτλο Οι μύγες βαλσαμώνονται με βαλς. Μέχρι εδώ, τίποτα το περίεργο (με δεδομένο ότι μιλάμε για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου!). Ρίχνοντας όμως μια ματιά στους μουσικούς που παίζουν στο συγκεκριμένο κομμάτι, διαπιστώνουμε πως με εξαίρεση τον Αλέξη Αποστολάκη, όλοι οι μουσικοί αναφέρονται με ψευδώνυμα, όλα παρμένα από τους χαρακτήρες του Μεγάλου Ανατολικού (8τομο μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, έργο ζωής για τον ποιητή που εκδόθηκε μετά το θάνατό του). Οι μουσικοί αναφέρονται ως «Ορχήστρα επιβατών γνωστού υπερατλαντικού ατμοπλοίου» (Μέγας Ανατολικός είναι το υπερωκεάνιο πάνω στο οποίο εκτυλίσσονται οι ιστορίες των ηρώων του μυθιστορήματος) με ονόματα όπως «Ναθαναήλ Λαίην», «Λουδοβίκος Νουμπάρ» και «Αγνώστου ταυτότητος λαγνοβοών θαλαμηπόλος»!!! 



Πορεία που μοιάζει αντίστροφη με αυτή του Παπακωνσταντίνου, ακολουθούν δισκογραφικά ο Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας. Ενώ ο Παπακωνσταντίνου πρώτα μελοποιεί ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου και αρκετά χρόνια μετά ηχογραφεί ορχηστρικό κομμάτι που το συνδέει (με τον δικό του τρόπο) με τον ποιητή, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας παρουσιάζουν πρώτα ένα ορχηστρικό και αργότερα μελοποιούν ποιήματα.
Στον δεύτερο δίσκο των αδερφών Κατσιμίχα, το Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις, βρίσκουμε το ορχηστρικό με τίτλο Εχεμύθεια. Οι Κατσιμίχα σημειώνουν: Πέρσι τον Αύγουστο, αργά, με τη θερμή δροσιά του απογεύματος, η «Εχεμύθεια» του Ανδρέα Εμπειρίκου μας ψιθύρισε την κρυμμένη της μουσική. Την αφιερώνουμε στον ποιητή.
.
Με την ριπή του άνεμου στα μαλλιά
της γυναικός που στροβιλίζεται μεσ' το σαλόνι
και παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται
Και με στολίδια και παιδιά
που την λατρεύουν κι όλο λέγουν τ' όνομά της
Και με τους άντρες που σηκώνουν
το χέρι όρθιο στον ουρανό
μεσ' την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
στον στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει
τα στήθη τους στα στήθη της γυναίκας


Το κομμάτι είναι το μόνο ορχηστρικό του δίσκου. Ένα κομμάτι διάρκειας 2 λεπτών, με τη γνώριμη φυσαρμόνικα του Πάνου να παίζει αρχικά το θέμα και να ολοκληρώνεται από μια τρομπέτα. Δεν πρόκειται για μελοποίηση του ποιήματος, αλλά γι’ αυτό ακριβώς που περιγράφουν οι Κατσιμίχα: την «κρυμμένη μουσική» του. 
Η απόπειρα της μουσικής αποκωδικοποίησης του ποιήματος του Ανδρέα Εμπειρίκου, προσθέτει στο δίσκο των αδερφών Κατσιμίχα την αίσθηση ότι θα υπάρξει και συνέχεια: κάτι που τελικά έγινε λίγα χρόνια αργότερα στον επόμενο δίσκο τους, τον Απρίλη, ψεύτη! (1989).
Εκεί αποκαλύπτεται πλέον η μελοποίηση στο ποίημα Εχεμύθεια μιας και συναντάμε την ίδια μελωδία που μας παρουσίασαν οι Κατσιμίχα λίγα χρόνια πριν, αυτή τη φορά ως ολοκληρωμένο τραγούδι. Με διάθεση λυρική αλλά και μια ενορχήστρωση κάπως πιο ηλεκτρονική, το τραγούδι εντάσσεται στο δίσκο μαζί με τη μελοποίηση ενός άλλου ποιήματος του Εμπειρίκου, τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ (και τα δύο ανήκουν στην ποιητική συλλογή Ενδοχώρα).
.
Θα πούμε το τραγούδι του που ξεκινά απ’ τον ήλιο
με την απόκρημνη λαλιά του τηλεβόα
Ολκάδος που συνάντησε το νεαρό Τιτάνα
με ρίγανη στα χείλη του κι ολόκληρη τη χώρα
Μες στο στήθος του…
στο στήθος του…
Το ρήμα κρουσταλώθηκε και φέγγει
κι ακόμη τρέχουν τα κορίτσια
Μες στα πλατιά φουστάνια τους
στις δροσερές μαρμαρυγές της άσπιλης ημέρας
Μέσα σε ρίγος που γελά καθώς ξανθή γοργόνα
σ’ ένα καράβι ορθόπλωρο που πλέχει
στον ουρανό της θάλασσας με τα μεγάλα μάτια
Φωνές θερμές γλυκές παιδίσκες των ερώτων
πάνω στη γη κι επί των χόρτων ή στα φύλλα βιβλίου
γιομάτου δέντρα πράσινα
σαν παραθύρια που βλέπουν προς την Άνοιξη
Χωρίς απροσδιόριστη φενάκη μα με πλήθος
πολύχρωμο παλμό μεταξωτής αιώρας
σε κάστρο δόξας μυρμηγκιάς με πλούσια ζώνη
σφιγμένη δυνατά στη μέση της ημέρας
Πλατιά τα στέρνα μας
και τα πουλιά μας τρέχουν στον αέρα

Εδώ, οι αδερφοί Κατσιμίχα επιστρατεύουν την Έλλη Πασπαλά καθώς και την παιδική χορωδία του Γιάννη Τσιαμούλη για να αποδώσουν με ακρίβεια την ατμόσφαιρα ενός υπέροχου ποιήματος του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η διάρκεια του τραγουδιού είναι περίπου 5μιση λεπτά. Επιλέγουν μια γυναικεία φωνή να ερμηνεύσει μόνο την πρώτη στροφή του ποιήματος, ενώ μια παιδική χορωδία επαναλαμβάνει φράσεις του ποιήματος εκεί που καταλήγει η κάθε στροφή. Αξιοσημείωτο είναι πως οι Κατσιμίχα αφήνουν την παιδική χορωδία να πει το τελευταίο δίστιχο! Ηχεί τόσο περίεργα αλλά και απόλυτα ταιριαστά με το ποίημα, να ακούει κανείς τις παιδικές φωνές να τραγουδούν το «αθυρόστομο» δίστιχο που ολοκληρώνει το ποίημα. Αναμφισβήτητα, μια από τις ωραιότερες στιγμές του δίσκου!

Το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, έχει μελοποιηθεί αρκετά χρόνια πριν και από τον Νίκο Μαμαγκάκη. Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1971 στο δίσκο Συλλογή 1 (ο δίσκος βινυλίου είναι εξαιρετικά σπάνιος και βρίσκεται μόνο σε ιδιωτικές συλλογές). Το τραγούδι ερμήνευσε ο Γιώργος Ζωγράφος. Η μελοποίηση του Μαμαγκάκη είναι λυρική, σχεδόν επική, με επαναλήψεις στίχων και κάπως φορτωμένη ενορχήστρωση (ήταν άλλωστε και η εποχή που δεν επέτρεπε λιτές ενορχηστρώσεις, ειδικά στη μελοποίηση ποιημάτων). Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην ηχογράφηση του τραγουδιού, το τελευταίο δίστιχο έχει παραληφθεί(!): είτε κόπηκε από τη λογοκρισία (μη ξεχνάμε ότι ο δίσκος ηχογραφήθηκε μέσα στη χούντα), είτε ο συνθέτης δε μελοποίησε καν το τελευταίο δίστιχο με τη βεβαιότητα ότι δε θα συμπεριλιφθεί στην ηχογράφηση. Το πιο πιθανό πάντως, είναι να επενέβη η λογοκρισία, καθώς, σύμφωνα με μαρτυρίες θεατών, ο Γιώργος Ζωγράφος τραγουδούσε ολόκληρο το τραγούδι στις μπουάτ που εμφανιζόταν εκείνη την εποχή.

Ακόμα ένας συνθέτης που μελοποίησε ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου, είναι ο Γιώργος Κουρουπός. Τα ποιήματα Κόρη, Βορειοανατολική παλάμη και Τα βέλη, τα συναντάμε στο δίσκο Η ωραία μας άγνωστη (1998) αλλά και στο δίσκο Λόγος μουσικός, με ερμηνευτή τον Σπύρο Σακκά. Εδώ, έχουμε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με όλες τις παραπάνω μελοποιήσεις ποιημάτων του Εμπειρίκου. Ο Κουρουπός αντιμετώπισε τα κείμενα του Εμπειρίκου με τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έχουμε συνηθίσει. Οι μελοποιήσεις είναι λόγιες, τα τραγούδια γραμμένα για πιάνο και φωνή. Το αποτέλεσμα είναι άκρως γοητευτικό και απόλυτα μέσα στο πνεύμα του κειμένου. Όσο ελεύθερος είναι ο λόγος του ποιητή, άλλο τόσο ελεύθερος και ο μουσικός, που καταθέτει τη δική του λόγια πινελιά, παρουσιάζοντας ένα αποτέλεσμα ισορροπημένο και πρωτότυπο.

Η ποίηση του Εμπειρίκου στάθηκε αφορμή και για ένα τραγούδι του συγκροτήματος Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω. Ο Βασίλης Νικολαϊδης γράφει τους στίχους στο τραγούδι Je revies toujours και τους δίνει στον Χάρη Καβαλλιεράτο, ο οποίος με τη σειρά του τους μελοποιεί και το τραγούδι εντάσσεται στον 5ο δίσκο των Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω με τον τίτλο Τα παροίνια (1988). Οι στίχοι του τραγουδιού που έγραψε ο Βασίλης Νικολαϊδης είναι εμπνευσμένοι από το ποιητικό κείμενο Αργώ ή Πλους Αεροστάτου του Ανδρέα Εμπειρίκου. Μία εκτενής και υπέροχα διατυπωμένη αναφορά του Βασίλη Νικολαϊδη για το τραγούδι Je reviens toujours, έχει καταγραφεί στο Άρωμα του Τραγουδιού εδώ:
http://toaromatoutragoudiou.blogspot.gr/…/je-reviens-toujou….

Τέλος, η μόνη απόπειρα μελοποίησης αποσπασμάτων από τον Μέγα Ανατολικό του Ανδρέα Εμπειρίκου, έχει γίνει από τον Παναγιώτη Βήχο. Ο εξαιρετικά σπάνιος δίσκος βινυλίου έχει τίτλο: Ο Μέγας Ανατολικός - Ο Παναγιώτης Βήχος μελοποιεί Ανδρέα Εμπειρίκο, και τραγουδούν ο Γιώργος Ρούσσης και η Θέλμα Καραγιάννη, ενώ το έργο ερμηνεύουν τα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ.
Στην ουσία, ο Παναγιώτης Βήχος μελοποίησε κάποιες προτάσεις από το ογκώδες Μέγα Ανατολικό του Εμπειρίκου ενώ το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου είναι αυτόνομα μουσικά κομμάτια ή μουσικές που συνοδεύουν τη φωνή του ποιητή που διαβάζει ποιήματά του. Το κλίμα των μελοποιήσεων είναι στο στιλ του ελαφρού τραγουδιού της δεκαετίας του ’50 και εκτός κλίματος του ρυθμού της ποίησης του Εμπειρίκου.




Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Αντί προλόγου: Ένα Όνειρο

Δεν υπάρχει πόρτα. Μόνο μια πολύχρωμη κουρτίνα, απ’ αυτές που χώριζαν κάποτε τα δωμάτια στα προσφυγικά σπίτια. Την παραμερίζω και βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο γεμάτο καπνό τσιγάρου. Στη μέση ένα πιάνο με ουρά που αργότερα έμαθα πως τον ήχο του είχε ελέγξει η Τζίνα Μπαχάουερ.

Μπροστά στα πλήκτρα καθιστός ο Χατζιδάκις. Το κάθισμα ανασηκωμένο, φοράει το ίδιο κοντομάνικο που έχω δει στις φωτογραφίες από την ηχογράφηση του «Μεγάλου Ερωτικού».
Δεξιά, ο Ζαμπέτας με τρίχορδο μπουζούκι και το τσιγάρο περασμένο ανάμεσα στα δάχτυλα, η γραβάτα λυμένη, το τασάκι μπροστά του γεμάτο μισοτελειωμένα santé άφιλτρα.

Πιο κει, με γερμένο το κεφάλι η Νταντωνάκη τραγουδάει Τσιτσάνη:

…«δεν ρώτησες τόσον καιρό για μένα
πώς πέρασα, τρελή, στην ξενιτιά
σ’ αγάπησα, δυστύχησα για σένα
και σέρνομαι, πανούργα, μακριά»…

Αριστερά απ’ το πιάνο, ακουμπώντας με το δείκτη του χεριού του μια μπάσα νότα μι, ο Εμπειρίκος απορροφημένος συμπληρώνει ένα ακόμα κεφάλαιο στον «Μέγα Ανατολικό».

Κλεφτές ματιές πιο δίπλα ρίχνει η Χατζηλαζάρου, ενώ ο Τσαρούχης δείχνει πιο απορροφημένος από όλους: ακίνητος, εκστασιασμένος, παρακολουθεί τον Θεόφιλο που ζωγραφίζει πάνω σε ένα κομμάτι από κεραμίδι όλη τη σκηνή.


Σου έχει τύχει ποτέ να μη θες να ξυπνήσεις;