Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

O ΘΙΑΣΟΣ: Το σάουντρακ μιας εποχής

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μετρονόμος, τεύχος 34, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2009, και αποτελεί την πρώτη από κοινού συν-γραφική “εργασία” με τον φίλο Ηρακλή Οικονόμου. Το κείμενο δημοσιεύεται ταυτόχρονα και στα Μουσικά Προάστια).

.
.
Ο Αγγελόπουλος, ο Κηλαηδόνης, κι ο μύθος
των Μάκη Γκαρτζόπουλου και Ηρακλή Οικονόμου

Καθώς η «Σκόνη του Χρόνου», η τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, βρέθηκε ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ θυμάται την ταινία-σταθμό «Ο Θίασος» και το σάουντρακ που υπέγραψε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Τόσο η ταινία όσο και η μουσική της παραμένουν επίκαιρες και βαθιά διαχρονικές, παραπέμποντας σε εποχές “όπου όλοι οι δρόμοι μοιάζανε ανοιχτοί κι όλα τα ταξίδια ελπίδες”.
.

.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Γυρισμένη το 1973, η ταινία ακολουθεί τη διαδρομή ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952. Το ρεπερτόριο του θιάσου περιορίζεται σε ένα και μοναδικό έργο, το βουκολικό δράμα του Περεσιάδη «Γκόλφω, η βοσκοπούλα», που ο θίασος προσπαθεί να παρουσιάσει εν μέσω μιας από τις πιο ταραγμένες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: από το τέλος της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την κατοχή των Γερμανών, την Απελευθέρωση, την έλευση των «συμμάχων» (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), τον Εμφύλιο και τις διώξεις των κομμουνιστών, μέχρι τις εκλογές του 1952 όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς. Τα μέλη του θιάσου μετατρέπονται σε φορείς της ιστορίας, ο βίος τους πλέκεται αξεδιάλυτα με τη μοίρα του τόπου, και η θεατρική παράσταση του μπουλουκιού σχεδόν ποτέ δεν ολοκληρώνεται (εκτός από μία και μοναδική φορά, μπροστά στους Εγγλέζους "συμμάχους"), ακολουθώντας κι αυτή τη δίνη της πολιτικής διαδρομής της Ελλάδας.
Οι περιπέτειες του θιάσου, τα περισσότερα μέλη του οποίου ανήκουν στην ίδια οικογένεια, παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. Η Ηλέκτρα, ο Αγαμέμνονας, ο Αίγισθος, η Κλυταιμνήστρα, ο Ορέστης, πρόσωπα όλα τους τραγικά το καθένα με τον τρόπο του, ενός αρχαίου μύθου που ο Αγγελόπουλος με μαεστρία επανατοποθετεί στη σύγχρονη Ελλάδα και τους μετατρέπει σε φορείς της νεοελληνικής ιστορίας. Ο συνεργός των ναζί (Βαγγέλης Καζάν) και εραστής της μητέρας (Αλίκη Γεωργούλη), ο πατέρας (Στράτος Παχής), η κόρη (Εύα Κοταμανίδου) και ο γιος (Πέτρος Ζαρκάδης), χάνουν σταδιακά τα ατομικά τους χαρακτηριστικά και γίνονται φορείς του μύθου που μετουσιώνεται σε ιστορία, μέσα στη δίνη των πιο σκληρών και εντέλει καθοριστικών χρόνων της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο πατέρας εκτελείται από του γερμανούς μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή τής μητέρας, ο γιος, αντάρτης της Αριστεράς θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα και τον εραστή της, για να ακολουθήσει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του Εμφυλίου. Όλ’ αυτά, μέσα σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό με αλλεπάλληλους χρονικούς ελιγμούς και την ποιητική σκηνοθετική ματιά του Αγγελόπουλου να δημιουργεί ένα κλίμα υπόγειας έντασης, όμοιο με τη σκληρότητα των χρόνων που διαδραματίζεται η ταινία. Η ταινία αρχίζει το 1939 για να τελειώσει το 1952 μ’ ένα πανομοιότυπο πλάνο: την άφιξη των μελών του θιάσου στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αιγίου.
Ο τετράωρος «Θίασος» σάρωσε τα βραβεία στην Ελλάδα και σε διεθνή φεστιβάλ, ενώ έχει επανειλημμένα επιλεγεί ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Για τον Αγγελόπουλο, ο «Θίασος» “…είναι η ταινία που μ’ έκανε γνωστό. Αυτή που μου έδωσε τις περισσότερες συγκινήσεις στη διάρκεια του γυρίσματός της, αυτή που αγαπήθηκε περισσότερο από το Ελληνικό και το διεθνές κοινό. Για μένα ακόμα το παραμικρό σ’ αυτή την ταινία, μια φωτογραφία, ένα τραγούδι, δυο φράσεις από το διάλογο ακουσμένες τυχαία, με ξαναγυρίζουν πίσω σε μια περίοδο της ζωής μου, της γενιάς μου, σε μια περίοδο της Ιστορίας αυτού του τόπου, όπου όλοι οι δρόμοι μοιάζανε ανοιχτοί κι όλα τα ταξίδια ελπίδες”.


.
ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΚΗΛΑΗΔΟΝΗ
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης θυμάται πως κι από που ξεκίνησαν όλα: “Είναι καλοκαίρι του 1973, και εγώ έχω κάνει τη μουσική για το Ελεύθερο Θέατρο και την παράσταση στο Άλσος Παγκρατίου «Κι εσύ χτενίζεσαι», η οποία παιζόταν με μεγάλη επιτυχία μέσα στη δικτατορία. Τότε έρχεται στο θέατρο ο Θόδωρος και εκεί τον πρωτογνώρισα, ή με πήρε τηλέφωνο πρώτα, δεν θυμάμαι, δεν έχει καμία σημασία. Μου είπε ότι ετοιμάζει μια ταινία και θα ήθελε να του κάνω τη μουσική. Μου είπε με δυο λόγια περί τίνος επρόκειτο. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Όλοι οι συνεργάτες, ο Δημήτρης Αρβανίτης στη φωτογραφία, ο Θανάσης Αρβανίτης στον ήχο, ο Μικές Καραπιπέρης στα σκηνικά, η ομάδα του Θόδωρου πίστεψαν από την πρώτη στιγμή ότι εδώ γίνεται κάτι πάρα πολύ σοβαρό”.Ο «Θίασος» άνοιξε νέους δρόμους στη σχέση κινηματογράφου και μουσικής. Στην ταινία ακούγονται πάνω από τριάντα τραγούδια και ορχηστρικά, τα οποία ποικίλουν ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό τους. Ο θεατής-ακροατής θα συναντήσει από ελαφρά τραγούδια («Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει», «Άστα τα μαλλάκια σου») μέχρι ρεμπέτικα («Κάνε λιγάκι υπομονή») και δημοτικά («Μωρή κοντούλα λεμονιά»), και από εμβατήρια («Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά»), και αντάρτικα («Λαέ σκλαβωμένε», «Παιδιά σηκωθείτε») μέχρι σουίνγκ («In the mood»). Το κριτήριο επιλογής του Κηλαηδόνη υπήρξε σαφές: “Κάθε ένα διαλέχτηκε με κριτήρια τού κατά πόσο το τραγούδι αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως σύμβολο του είδους που ανήκει και της κατάστασης που εκφράζει”. Η χρήση παλαιών κομματιών της εποχής δεν είναι τυχαία, ούτε υπηρετεί κάποιο «ρετρό» για να γίνει μόδα. Αντίθετα, υποδηλώνει την ιστορικότητα της ταινίας, εγκαθιστώντας την μέσα στο χρόνο και στις μουσικές αναφορές της δεδομένης κοινωνίας. Δικαιολογημένα, η ταινία έχει χαρακτηριστεί ως «ιστορικό μιούζικαλ». Ακόμα και η επιλογή των μουσικών υπηρέτησε μια συγκεκριμένη αναγκαιότητα. Όπως σημειώνει ο συνθέτης, “έγινε προσπάθεια, οι μουσικοί να είναι παλιοί, έτσι που να ’χουν παίξει τα κομμάτια αυτά στην εποχή τους”.Είναι αξιοσημείωτο ότι η μουσική της ταινίας δεν αναπαράχθηκε στο στούντιο, αλλά εκτελέστηκε και ηχογραφήθηκε - με τα περίφημα δικάναλα Nagra - στους τόπους όπου γυρίζονταν οι σκηνές, ταυτόχρονα μ’ αυτές. Έτσι, δημιουργείται μια ξεχωριστή αίσθηση του ήχου μέσα στο χώρο και το χρόνο. Όπως τα μακρινά πλάνα της ταινίας υπηρετούν τη μη διακοπή του εσωτερικού ρυθμού της ταινίας, έτσι και η επιτόπια εκτέλεση της μουσικής τονίζει την ενότητα χώρου και χρόνου. Σχεδόν κάθε σκηνή αρχίζει ή τελειώνει με μουσική, η οποία έχει πάντα μια συγκεκριμένη προέλευση, είτε τραγουδιέται από τους ηθοποιούς, είτε παίζεται από κάποια ορχήστρα. Χωρίς τη μουσική, γίνεται αδύνατη η εξέλιξη της ταινίας. Συνεπώς, εδώ το σάουντρακ απομακρύνεται εντελώς από το μοντέλο της μουσικής διακόσμησης - επένδυσης και από τη λειτουργία της συναισθηματικής υπογράμμισης που αυτό επιφυλάσσει, και καθίσταται συμπληρωματικό στοιχείο της δράσης.

.
Συνολικά, η μουσική στον «Θίασο» εμφανίζεται ως άμεσο παράγωγο της κοινωνικής δράσης του λαού. Κάθε επιλογή του Κηλαηδόνη αντανακλά μία συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχέση μουσικής και κοινωνίας. Σύμφωνα με τον ίδιο: “Σε κάθε τόπο και σε κάθε ιστορική στιγμή, η μουσική ενός λαού εκφράζει απόλυτα την κοινωνικοπολιτική του κατάσταση. Έτσι κι εδώ, η πορεία του Θιάσου μέσα στα χρόνια ’39-’52 έπρεπε να σηματοδοτηθεί μουσικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά είδη, ενώ παράλληλα να αποκαλυφθεί τι σήμαινε κάθε ένα από αυτά. Μ’ αυτό τον τρόπο, μέσα από την πορεία της μουσικής διαγράφεται η πορεία της ίδιας της Ελλάδας στα χρόνια αυτά”.


Ο ΓΡΙΦΟΣ ΤΟΥ «ΓΙΑΞΕΜΠΟΡΕ» ΚΑΙ ΤΟ «ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ 1946»
Χαρακτηριστικό ηχητικό μοτίβο της ταινίας είναι το τραγούδι «Γιαξεμπόρε». Η φράση «Γιαξεμπόρε» ήταν ένας χαιρετισμός - παραφθορά του «Γεια σου αμόρε» που φώναζαν οι Ιταλοί θεατρίνοι και τραγουδιστές – πρώτοι δάσκαλοι του βαριετέ στην Ελλάδα – προς τους θαμώνες των καφέ-σαντάν. Με αυτοσχέδιους στίχους και σχεδόν πάντα την ίδια μουσική, το «Γιαξεμπόρε» πέρασε στα ελληνικά μπουλούκια ως κάλεσμα, δηλαδή ως επιθεωρησιακός πρόλογος για την προσέλκυση θεατών πριν από την παράσταση. Ο Κηλαηδόνης εξηγεί: “Το τραγούδι σπονδυλώνεται στα διάφορα μοτίβα, που προσθέτονται ή αφαιρούνται, ανάλογα με τις ανάγκες του Θιάσου. Μας τραγούδησε κάποτε κάποιος παλιός μπουλουκτσής δύο μοτίβα του τραγουδιού που θυμότανε. Ξεκινώντας από τα μοτίβα αυτά, έγραψα 4-5 μοτίβα ακόμα, στο ύφος των άλλων, τα οποία υπήρξαν και καθοριστικά για το όλο ύφος του τραγουδιού. Προσπάθησα το τραγούδι να κρατήσει το Σλάβικο χαρακτήρα του (ο ρυθμός του είναι χασαποσέρβικος), και, παράλληλα, ν’ απαντήσει μουσικά τις μνήμες από παλιούς ιταλικούς και γαλλικούς θιάσους που περιόδευαν την Ελλάδα στις αρχές του αιώνα και που υπήρξαν οι πρώτοι δάσκαλο του είδους «μπουλούκι»”.
.Στον Θίασο, τα τραγούδια «γράφουν» στην κυριολεξία ιστορία· μια ιστορία γραμμένη με αίμα αλλά και με νότες. Μία χαρακτηριστική σκηνή, που έχει καταγραφεί ως μία απ’ τις κορυφαίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, είναι η σκηνή του κέντρου διασκέδασης, όπου βρίσκεται η τραγουδίστρια του μαγαζιού και τραγουδά το «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει» των Γιώργου Μουζάκη - Κώστα Κοφινιώτη, κάτω από την επιγραφή «ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 1946». Ήδη στο μαγαζί βρίσκεται μια παρέα βασιλόφρονων αντρών ντυμένων με παλτά και ρεπούμπλικες. Η εύθυμη ατμόσφαιρα διακόπτεται με την είσοδο μιας παρέας από νεαρά ζευγάρια η οποία κάθεται απέναντι (κομμουνιστές). Η ομάδα των βασιλοφρόνων διακόπτει την τραγουδίστρια. Η «μάχη» με τραγούδια ξεκινάει με το ρεφραίν από το τραγούδι «Του αητού ο γιος», ενώ η απάντηση των αριστερών έρχεται με το αντιστασιακό τραγούδι «Είμαστ’ εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου». Οι παρακρατικοί απαντούν με μια παραλλαγή στο κουπλέ από το «Του αητού ο γιος», για να έρθει η απόκριση της παρέας των κομμουνιστών με το γνωστό προσκοπικό τραγούδι «Γιουπι-για-για», με παραλλαγμένους τους στίχους του υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας. Το ίδιο τραγούδι ακούγεται ξανά, αυτή τη φορά με στίχους υπέρ της ακροδεξιάς, παρακρατικής οργάνωσης «Χ». Η σκηνή τελειώνει με μια εκδοχή του τραγουδιού «In the mood» των Andy Razaf - Joe Garland:

Το πουλί του Σκόμπυ είναι κόμποι – κόμποι
κι έβγαλε φιρμάνι για να ξεθυμάνει
μες στο Κολωνάκι ψάχνει γι’ αγοράκι
το πουλί του Σκόμπυ είναι κόμποι – κόμποι,
κι αν λυθούν οι κόμποι τι θα γίνει Σκόμπυ
με την Αγγλική πολιτική;(…)


Η ελληνική εκδοχή των Νίκου Γκάτσου, Αγγελόπουλου και Κηλαηδόνη αναφέρεται στο σήμα που έφεραν τα βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση, υπό την ηγεσία του Στρατηγού Σκόμπυ, το οποίο παρίστανε έναν πελαργό σε κύκλο. Τελικά, ο μουσικός διάλογος διακόπτεται με τον κρότο ενός πιστολιού, το οποίο κραδαίνει ένας από τους βασιλόφρονες. Με αργές κινήσεις, η άοπλη παρέα των αριστερών φεύγει από το κέντρο... 





Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΑΟΥΝΤΡΑΚ
Ο δίσκος με το σάουντρακ του «Θίασου» έχει τη δική του, περιπετειώδη ιστορία. Κυκλοφόρησε μόλις το 1992, δύο δεκαετίες περίπου μετά την παραγωγή της ταινίας Τον λόγο μας τον εξηγεί ο Αλέξης Βάκης, ο παραγωγός του δίσκου: “Η έκδοση σε δίσκο του soundtrack από το «Θίασο» είχε «κολλήσει» λόγω της ύπαρξης ενός παλιού –αλλά σε ισχύ- νόμου που απαγόρευε την «αναμόχλευση» των πολιτικών παθών. Η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Προεδρίας δεν θα έδινε άδεια κυκλοφορίας για όσα ηχογραφήματα ενέπιπταν σ’ αυτή την «αναμόχλευση». Με δεδομένο πως στο Θίασο ακούγονταν πολλά αντάρτικα τραγούδια, όπως και τραγούδια της άλλης πλευράς, δεν έγινε καν απόπειρα μιας τέτοιας κυκλοφορίας από τον Λουκιανό”. Ρόλο στην πολυετή αυτή καθυστέρηση έπαιξαν και κάποιες αρχικές αμφιβολίες του συνθέτη ως προς τη δυνατότητα αυτόνομης παρουσίας της μουσικής έξω απ’ την ταινία.
.
Με τα χρόνια, το ζήτημα ξεχάστηκε. Το 1992, όμως, καθώς είχε χαλαρώσει η λογοκρισία και είχαν υποχωρήσει και οι όποιοι προβληματισμοί του Κηλαηδόνη, τα αδέρφια Αλέξης και Δημήτρης Βάκης αποφάσισαν να εγκαινιάσουν τον κατάλογο της νεοσύστατης τότε εταιρείας «ΤΡΟΧΟΣ» με το σάουντρακ του «Θίασου». Ο δίσκος δεν περιλαμβάνει απλά τα τραγούδια που ακούγονταν στην ταινία. Πρόκειται για ένα αυτόνομο και με δικό του σενάριο ακρόαμα που κινείται παράλληλα με το φιλμ, περιλαμβάνοντας έως και διαλόγους. Για την επεξεργασία του ακροάματος στο στούντιο χρησιμοποιήθηκε η αρχική ηχητική μπάντα του φιλμ, την οποία εμπιστεύτηκε στους παραγωγούς ο ίδιος ο Αγγελόπουλος. Η μίξη στο στούντιο Acoustic έγινε με τη συμβολή του μοντέρ Γιάννη Τσιτσόπουλου και του ηχολήπτη Κώστα Πρικόπουλου. Κυκλοφόρησαν 2.000 αντίτυπα δίσκων βινυλίου, που διακινήθηκαν από την ίδια την εταιρεία παραγωγής. Υπήρξε σημαντική ανταπόκριση από το κοινό και πουλήθηκαν τα περισσότερα από τα αντίτυπα που κυκλοφόρησαν. Σταδιακά όμως, η ολοσχερής μεταστροφή της αγοράς προς το δίσκο ακτίνας σήμανε την εξαφάνιση του δίσκου από την αγορά. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα το σάουντρακ δεν έχει κυκλοφορήσει σε cd, αλλά ελπίζουμε ότι αυτή η παράλειψη θα διορθωθεί σύντομα!
Αντί επιλόγου, δίνουμε δικαιωματικά τον λόγο στον Κηλαηδόνη: “Θυμάμαι περιπετειώδη γυρίσματα, σαν εκείνο στα χιόνια όπου είμαστε όλοι στο χιόνι από τις 9 το πρωί ως τις 6 το απόγευμα. Ο Θόδωρος είναι με ένα μπερεδάκι, ένα σακάκι και κάτι παλιά παπούτσια μέσα στον πάγο, κι εμείς είμαστε δίπλα του. Ο Αντρέας (σ.σ. Τσεκούρας) έπαιζε ακορντεόν με 15 υπό το μηδέν πάνω στα Ζαγόρια, οι γυναίκες ήταν με τα τακούνια μες στη λάσπη και τα χιόνια, και κατέβαιναν το βουνό. Όλοι όμως είχαμε πιστέψει ότι αυτό που γίνεται είναι σημαντικό. Και είχαμε σαν παράδειγμα τον Θόδωρο, ο οποίος δεν έλεγε κάτι και μετά χωνόταν στο καφενείο μέχρι να γυριστεί η σκηνή. Ήταν εκεί, παρών, το πίστευε, το πιστεύαμε όλοι, το υπερασπιστήκαμε μέχρι το τέλος”..
.
ΠΗΓΕΣ:
- Συνέντευξη του Λουκιανού Κηλαηδόνη στους Μ.Γ και Η.Ο., 9 Νοεμβρίου 2008.
- Συνέντευξη του Αλέξη Βάκη στους Μ.Γ. και Η.Ο., 16 Μαΐου 2009.
- Αφιέρωμα στον «Θίασο», περιοδικό «Θούριος», 13 Οκτωβρίου 1975.
- Οπισθόφυλλο δίσκου «Ο Θίασος», Τροχός 001, 1992.
- Κώστας Σταματίου, ‘Ο Θίασος ή Ο μύθος του Σισύφου – μια πρώτη προσέγγιση’, Τα Νέα, 13 Οκτωβρίου 1975.
.
Οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι από το επίσημο site του Θόδωρου Αγγελόπουλου http://www.theoangelopoulos.gr
.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Κάποτε στην Κέρκυρα...

.
Θα μπορούσε να είναι κουίζ σε κάποια μουσική ραδιοφωνική εκπομπή: Που και πότε τραγούδησαν την ίδια βραδιά ο Βαγγέλης Γερμανός, η Κρίστη Στασινοπούλου, ο Ηλίας Λιούγκος, η Σόνια Θεοδωρίδου και η Τάνια Τσανακλίδου; Ποιο είναι το πρώτο τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου που ηχογραφήθηκε σε δίσκο; Έχει ερμηνεύσει ο Βασίλης Λέκκας τραγούδι του Χρήστου Κυριαζή ή του Πέτρου Δουρδουμπάκη;… και πολλές ακόμα ερωτήσεις που έχουν μία μονάχα απάντηση: τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας.
.

Οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού διοργανώθηκαν στην Κέρκυρα το Σεπτέμβριο του ‘81 και ’82 από το Μάνο Χατζιδάκι. Είχαν προηγηθεί το ‘79 οι Μουσικές Γιορτές των Ανωγείων, και το ’80 και ’81 ο Μουσικός Αύγουστος στο Ηράκλειο της Κρήτης, δύο απ’ τις σημαντικότερες πολιτιστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν όσο ο Χατζιδάκις ήταν διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Αξιοποιώντας τις δυνατότητες που του έδινε η θέση του στο Τρίτο, θέλησε να “πραγματοποιήσει τις ακριβές καφενειακές του ιδέες”¹, ανοίγοντας εκ βαθέων συζητήσεις που αφορούσαν τόσο την παράδοση, με τις Μουσικές Γιορτές και τους Αγώνες Λύρας στα Ανώγεια, όσο και τις σύγχρονες μουσικές τάσεις, προσκαλώντας στα πλαίσια του Μουσικού Αύγουστου καλλιτέχνες διεθνούς φήμης όπως ο Astor Piazzolla, ο Nicola Piovani και η Gizela May. Μέσα στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεων, η διοργάνωση από μεριάς του Χατζιδάκι ενός μουσικού διαγωνισμού που σκοπό θα είχε την προβολή νέων δημιουργών στο χώρο του τραγουδιού, έμοιαζε σχεδόν αναπόφευκτη.

.
Κατά την προκριματική φάση οι ενδιαφερόμενοι έστελναν μέχρι δύο ηχογραφημένα τραγούδια στο Τρίτο Πρόγραμμα. Μετά την διαδικασία της τελικής επιλογής, οι δημιουργοί που είχαν προκριθεί ενημερώνονταν για το εάν θα συμμετείχαν στους Αγώνες με το ένα ή και τα δύο τραγούδια τους. Την τηλεφωνική ενημέρωση στους υποψηφίους την έκανε ο ίδιος ο Χατζιδάκις, προς μεγάλη έκπληξη των νεαρών που βρίσκονταν στην άλλη μεριά της γραμμής! Την πρώτη χρονιά προκρίθηκαν 30 τραγούδια ενώ τη δεύτερη διαγωνίστηκαν 25, από τα οποία, και στις δύο περιπτώσεις, βραβεύτηκαν τα τρία πρώτα. Αξίζει να αναφερθούν μονάχα ορισμένα από τα ονόματα όσων συμμετείχαν στις κριτικές επιτροπές των δύο ετών, για να καταλάβουμε αμέσως και τα κριτήρια με τα οποία έγιναν οι βραβεύσεις, ξεκινώντας από τους πρώτους Αγώνες του 1981: Νίκος Γκάτσος, Γιάννης Τσαρούχης, Γιώργος Κουρουπός, Διονύσης Σαββόπουλος, κ.α., ενώ την επόμενη χρονιά στην επιτροπή συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Γιώργος Κουρουπός, ο Σπύρος Σακκάς, ο Μίνως Αργυράκης, η Άλκη Ζέη και ο Νίκος Ασλάνογλου. Αμέσως γίνεται αντιληπτό το μέγεθος και η σημασία που έπαιρναν οι Αγώνες Τραγουδιού, όχι μονάχα εξαιτίας της ακτινοβολίας του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και των σημαντικών προσώπων του πολιτισμού και των τεχνών που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του και συμμετείχαν στη διαδικασία διάκρισης νέων τραγουδοποιών. Οι Αγώνες δεν ήταν ένα ακόμα Φεστιβάλ τραγουδιού. Ούτε βεβαίως ένας διαγωνισμός που εξασφάλιζε στους νικητές συμβόλαια με δισκογραφικές εταιρείες και εφήμερη προβολή. Τότε, τι ήταν; Τι διαφορετικό πρέσβευαν και ποια ανάγκη τους γέννησε;

1981. Τα μέλη της επιτροπής

Στην προσπάθειά μας να δώσουμε απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, αλλά κυρίως, να αφουγκραστούμε την εποχή και την σπουδαιότητα των Αγώνων Ελληνικού Τραγουδιού, συζητήσαμε με ορισμένους από τους πρωταγωνιστές των δύο εκείνων ετών που με το λόγο τους φώτισαν τα “έργα και τις ημέρες” της Κέρκυρας. Το παρόν κείμενο δε θα είχε το ίδιο περιεχόμενο δίχως τις πολύτιμες καταθέσεις των – αλφαβητικά – Σαβίνας Γιαννάτου, Χάρη Καβαλλιεράτου, Πάνου Κατσιμίχα, Ηλία Λιούγκου, Γιώργου Μακρή, Βασίλη Νικολαΐδη, Σταύρου Παπασταύρου, Ηρακλή Πασχαλίδη, και Ηδύλης Τσαλίκη. Τους ευχαριστούμε θερμά.
.
.
Οι Αγώνες ήταν το πρόσχημα²


Η διοργάνωση των Αγώνων ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτούσε να ξεπεραστούν πολλές και σοβαρές οργανωτικές δυσκολίες, από την διαδικασία πρόκρισης των τραγουδιών ανάμεσα σε δεκάδες κασέτες που κατέφθαναν στην διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος, μέχρι τις πρόβες της ορχήστρας και τον συντονισμό των νεαρών διαγωνιζομένων που θα συγκεντρώνονταν για ένα τριήμερο στην Κέρκυρα. Ένα τέτοιο εγχείρημα χρειαζόταν και ένα πολύ σοβαρό κίνητρο για να αξίζει να πραγματοποιηθεί. Ο Βασίλης Νικολαΐδης πιστεύει ότι “ο Χατζιδάκις έκανε τους Αγώνες κατ’ αρχήν για να ικανοποιήσει τη δική του περιέργεια. Να ανακαλύψει τι υπάρχει στις παρυφές της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και παράλληλα να δώσει ένα βήμα στους νέους δημιουργούς που δεν έβρισκαν τον τρόπο να δημοσιοποιήσουν τα τραγούδια τους”. Αυτός είναι και ο λόγος που συναντάμε τελείως ετερόκλητα τραγούδια και τις δύο χρονιές των Αγώνων. Πολλά από αυτά πλησιάζουν σε εξαιρετικό βαθμό την αισθητική του Χατζιδάκι, υπάρχουν όμως και αρκετά που απέχουν πολύ από τις φόρμες τού τραγουδιού του. Αυτή όμως ήταν και η γοητεία του εγχειρήματος. Μεταξύ των ρεμπέτικων κομπανιών που την εποχή εκείνη ήταν της μόδας, και των ροκ συγκροτημάτων που ξεφύτρωναν σε κάθε συνοικία, η Κέρκυρα επενέβη δραστικά και φανέρωσε μια δυναμική στο ελληνικό τραγούδι που έμενε στη σκιά και αναζητούσε τρόπους να εκφραστεί.
Παράλληλα, οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού ήταν και μία έμμεση απάντηση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που ούτως ή άλλως διένυε τα χρόνια της παρακμής του. Κουβαλώντας όλα τα κατάλοιπα της αισθητικής που κληρονόμησε από τη δικτατορία, εξακολουθούσε και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80 να αντιμετωπίζει το τραγούδι με τρόπο επιδερμικό και ανώδυνο, αδυνατώντας ουσιαστικά να παρακολουθήσει την εξέλιξή του. Αυτή η “λαμέ” αισθητική, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ηρακλής Πασχαλίδης, απουσίαζε πλήρως από τους Αγώνες της Κέρκυρας. Και εξηγεί: “εάν παρατηρήσει κανείς ακόμα και την εμφάνιση των συντελεστών και των διαγωνιζομένων τις βραδιές των Αγώνων θα διαπιστώσει ότι, από τον παρουσιαστή που ήταν ο Άρης Δαβαράκης, μέχρι την ορχήστρα και τον ίδιο τον Χατζιδάκι, η εικόνα που προβάλλονταν δεν είχε τίποτα κοινό με τις λαμπερές τουαλέτες και τα φράκα των παρουσιαστών και τις ορχήστρας του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης”. Η διαφορετικότητα των Αγώνων εκφραζόταν ακόμα και μέσα από τη μορφή παρουσίασης του διαγωνισμού. Στην Κέρκυρα αναζητήθηκε η ουσία του τραγουδιού και όχι η εικόνα του. Αυτός είναι και ο λόγος που στο κάλεσμα της ανταποκρίθηκαν νέοι μουσικοί που δε θα είχαν καμία ελπίδα συμμετοχής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και που βεβαίως δεν τους αφορούσε ο συγκεκριμένος τρόπος προβολής των τραγουδιών τους.
Οι Αγώνες λοιπόν, ήταν μονάχα ένα πρόσχημα˙ ήταν το όχημα που φιλοδοξούσε, όπως αναφέρει και ο Μάνος Χατζιδάκις, “να συγκεντρώσει αληθινά και αυστηρά επιλεγμένα τραγούδια καινούργιων ανθρώπων – νέων στο περιεχόμενο και στους οραματισμούς – που να εκπροσωπούν πραγματικά την ευαισθησία μας και όχι μιαν αυθαίρετη εγωπαθή ελληνικότητά μας”³. Αυτός είναι και ο λόγος που στη συνείδηση του κοινού, ακόμα και 28 χρόνια μετά, οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού δεν έχουν καταχωρηθεί σαν ένας ακόμα διαγωνισμός με ακριβά χρηματικά έπαθλα στους νικητές και δισκογραφική συνέχεια μονάχα για εκείνους που βραβεύτηκαν. Ό,τι είχε προηγηθεί ως προσπάθεια ανάδειξης και προώθησης νέων προσώπων στο ελληνικό τραγούδι, απέχει πολύ από τη φιλοσοφία με την οποία οργανώθηκαν και πραγματοποιήθηκαν οι Αγώνες της Κέρκυρας. Και βεβαίως, σε καμία περίπτωση δε συγκρίνονται και με ότι ακολούθησε: τα κάθε λογής τηλεοπτικά talent shows με τους παρουσιαστές – σταρ, τις κριτικές επιτροπές που αποτελούνται από ανθρώπους που ελάχιστη σχέση έχουν με το τραγούδι, και τους διαγωνιζομένους που ανέχονται να μπαίνουν σε μια ψυχοφθόρα διαδικασία ανταγωνισμού στο όνομα μιας λαμπρής καριέρας και της πιθανότητας υπογραφής συμβολαίων με δισκογραφικές εταιρείες. Φωτεινές εξαιρέσεις από την Κέρκυρα και μετά είναι οι Πρώτοι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας που διοργανώθηκαν το 1991 επίσης από τον Μάνο Χατζιδάκι και ήταν η “συνέχεια” της Κέρκυρας, καθώς και οι Ακροάσεις της Μικρής Άρκτου που διοργανώνονται περίπου κάθε δύο χρόνια από το 2002 μέχρι και σήμερα από τον Παρασκευά Καρασούλο.










.
Κέρκυρα 1981: Γιώργος Μακρής, Ηδύλη Τσαλίκη, Βασίλης Νικολαΐδης

.
Τα πρόσωπα της Κέρκυρας και η εποχή

Όπως είναι φυσικό, το ισχυρότερο κίνητρο για να στείλει κανείς τα τραγούδια του με την ελπίδα να συμμετάσχουν στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού, ήταν ο διοργανωτής και τα μέλη της κριτικής επιτροπής. Ο Σταύρος Παπασταύρου θυμάται: “η όποια επιφυλακτικότητά μου που είχε να κάνει με τα πάσης φύσεως φεστιβάλ και διαγωνισμούς, διαλύθηκε από την πιθανότητα να κριθούν τα τραγούδια μου από τον Χατζιδάκι και τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής. Αυτό ήταν ένα βαρόμετρο, το μοναδικό κίνητρο”. Στο ίδιο πνεύμα, η Σαβίνα Γιαννάτου τονίζει ότι “η διαφορά των Αγώνων της Κέρκυρας ήταν καθαρά ποιοτική, και αυτό ήταν που τους διαφοροποιούσε από οποιοδήποτε άλλο φεστιβάλ ή διαγωνισμό”, και ο Ηλίας Λιούγκος επισημαίνει: “είναι πολύ μεγάλο ζήτημα να ξέρει κανείς να αξιολογεί τη μουσική και να διακρίνει τη σημασία της. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε το χάρισμα και τη γνώση να διαλέγει ένα καλό τραγούδι”.
.
Οι Αγώνες σύστησαν στο κοινό μια σειρά νέων τραγουδοποιών, πολλοί απ’ τους οποίους είχαν συνέχεια και κατέθεσαν σημαντικές δισκογραφικές δουλειές τα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτή είναι ακόμα μία σημαντική διαφορά των Αγώνων της Κέρκυρας και του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης των χρόνων μετά τη δικτατορία. Ενώ το Φεστιβάλ ήταν ένας ετήσιος θεσμός που είχε στη διάθεσή του την κρατική υποστήριξη και τα ανάλογα κεφάλαια, δεν κατάφερε μετά από τόσα χρόνια να αναδείξει ανθρώπους που να παραμείνουν ενεργοί στα μουσικά πράγματα. Αντίθετα, οι Αγώνες της Κέρκυρας, αν και πραγματοποιήθηκαν μονάχα για δύο χρονιές, μάς σύστησαν έναν αξιόλογο αριθμό σημαντικών καλλιτεχνών, πολλοί από τους οποίους καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό τραγούδι στα επόμενα χρόνια. Εκεί συναντάμε για πρώτη φορά τον Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα με το Μια βραδιά στο Λούκι, τρία χρόνια πριν εκδοθούν τα Ζεστά ποτά, καθώς επίσης και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου με τη Χελώνα, το πρώτο τραγούδι του που δισκογαφήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα των Αγώνων. Η Κέρκυρα μάς σύστησε επίσης τον Βασίλη Νικολαΐδη, τον Ηρακλή Πασχαλίδη, τους Χάρη Καβαλλιεράτο, Γιώργο Φιλιππάκη και Αργύρη Αμίτση που αμέσως μετά δημιούργησαν τους Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, τον Κλέωνα Αντωνίου που σήμερα τον συναντάμε στους Mode Plagal, το Γιώργο Μακρή που μουσικά δραστηριοποιείται με το συγκρότημα ZOOlixoλίγο, τον Πέτρο Δουρδουμπάκη, τον Πάνο Τσαπάρα και πολλούς ακόμα.
.










Κέρκυρα 1982: Πάνος Κατσιμίχας, Σαβίνα Γιαννάτου - Θανάσης Μπίκος, Ηλίας Λιούγκους
.
.
Στην Κέρκυρα διαγωνίστηκαν επίσης δημιουργοί και ερμηνευτές που είχαν ήδη ενεργό συμμετοχή στη δισκογραφία, όπως ο Βαγγέλης Γερμανός που μόλις είχε εκδώσει Τα μπαράκια, ο Σταύρος Παπασταύρου που είχε στο ενεργητικό του τον δίσκο Ξάγρυπνη πόλη, ο Λάκης Παπαδόπουλος που συμμετείχε το ’81 με το τραγούδι Και θα χαθώ, και άλλοι. Παράλληλα, στους Αγώνες δόθηκε η ευκαιρία σε ορισμένους ερμηνευτές να εμφανιστούν και με την ιδιότητα του συνθέτη. Έτσι, συναντάμε το Νανούρισμα σε μουσική τού Ηλία Λιούγκου που αργότερα ερμήνευσε η Φλέρυ Νταντωνάκη, την κιθαρίστα Στέλλα Κυπραίου με το τραγούδι Και λες πως είναι Τρίτη σε στίχους του Κώστα Πολίτη, και τη Σαβίνα Γιαννάτου με το τραγούδι Αιώρα που επί σκηνής ερμήνευσε με τη συνοδεία του Θανάση Μπίκου στην κιθάρα. Ανάμεσα στους παραπάνω δημιουργούς, αξίζει να προσθέσουμε και μία σειρά νεαρών τραγουδιστών που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν τραγούδια συνθετών που υμμετείχαν στο διαγωνισμό, όπως η Τάνια Τσανακλίδου, ο Βασίλης Λέκκας, η Ισιδώρα Σιδέρη, η Γιάννα Κατσαγιώργη, η Κρίστη Στασινοπούλου, η Σόνια Θεοδωρίδου και πολλοί άλλοι.
.

Χάρης Καβαλλιεράτος - Γιώργος Φιλιππάκης (αρχείο Χ. Καβαλλιεράτου)

.
Το γεγονός ότι όλα αυτά να νέα πρόσωπα συγκεντρώθηκαν αυτές τις δύο χρονιές στην Κέρκυρα, καταδεικνύει και την σημασία των Αγώνων που την εποχή εκείνη προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση και φανέρωσαν ένα κρυμμένο δυναμικό στο τραγούδι. Ο Γιώργος Μακρής αναφέρει χαρακτηριστικά: “δεν ξέρω αν θα βρισκόταν κάποιος άλλος τότε να ασχοληθεί με τραγούδια που δεν ακολουθούσαν την επικρατούσα για την εποχή φόρμα και διέφεραν από αυτά που επέλεγαν οι δισκογραφικές εταιρείες για να προωθήσουν”. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται, αρκεί να ξανακούσει κανείς τα περισσότερα από τα τραγούδια που διαγωνίστηκαν τότε στην Κέρκυρα και κυκλοφόρησαν σε δύο διπλούς δίσκους, για να διαπιστώσει πως, ακόμα και σήμερα ακούγονται το ίδιο σύγχρονα και πρωτότυπα. Τα τραγούδια αυτά υπήρχαν. Απλά, οι Αγώνες λειτούργησαν ως το κανάλι για να βρουν τον τελικό τους προορισμό, το κοινό. Και αυτή ακριβώς ήταν η μεγάλη επιτυχία τους.
.
Πως ήταν όμως η εποχή κατά την οποία γεννήθηκαν οι Αγώνες; Ο Πάνος Κατσιμίχας δίνει την ταυτότητα της μουσικής που κυριαρχούσε στην Ελλάδα: “από τη μία μεριά η ξένη, η Disco και το Νew Wave που μόλις είχε αρχίσει να εδραιώνεται σαν κατάσταση, και από την άλλη, πήγαινε να ξεφουσκώσει το αντάρτικο των μεταπολιτευτικών χρόνων, ενώ παράλληλα κυριαρχούσαν οι ρεμπέτικες κομπανίες και οι γνωστοί τραγουδιστές της εποχής, Πάριος, Αλεξίου, Νταλάρας κλπ”. Παράλληλα, στη διεθνή μουσική σκηνή, βρισκόμαστε σε μία μεταβατική περίοδο την οποία περιγράφει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο η Ηδύλη Τσαλίκη: “σκεφτείτε ότι, το 1979 οι Pink Floyd έβγαλαν το The Wall, και το 1989 κέρδισαν τα βραβεία Grammy οι Milly Vanilly!”. Αναμφισβήτητα, η δεκαετία του ’80 ήταν μία από τις πιο καθοριστικές για την ελληνική αλλά και παγκόσμια μουσική σκηνή. Όσον αφορά ειδικά τα ελληνικά μουσικά πράγματα, μπορεί μεν να χαρακτηρίζεται από την εκρηκτική άνθιση της τραγουδοποιίας και μιας γενιάς νέων συνθετών που έφερε σημαντικές τομές στο τραγούδι, παράλληλα όμως ήταν η δεκαετία που επιβλήθηκε και τελικά επικράτησε ένας τρόπος διασκέδασης που βρήκε καταφύγιο στις μεγάλες πίστες εν μέσω σπασμένων πιάτων και μιας αισθητικής υποβάθμισης του τραγουδιού στο σύνολό του.
.
Οι συνθήκες στις οποίες δημιουργήθηκε αυτή η νέα κατάσταση στην ελληνική μουσική και το τραγούδι δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν μέσα σε λίγες γραμμές. Αξίζει όμως να έχουμε κατά νου αυτό που εύστοχα αναφέρει ο Βασίλης Νικολαΐδης: “η Κέρκυρα ήταν απλά ένα επεισόδιο σε αυτή τη μεταβατική εποχή, κατά την οποία το τραγούδι βρισκόταν στην αρχή μιας συστηματικής διαδικασίας ομογενοποίησης, που στην ουσία το αποστείρωσε από τη δυνατότητά του να αναπαράγεται”. Και ο Πάνος Κατσιμίχας συμπληρώνει: “Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Κέρκυρα ήταν σαν την μύγα μες στο γάλα. Ένα μικρό UFO που ήρθε, προσγειώθηκε για λίγο και έφυγε αθόρυβα για το Σείριο, το γενέθλιο τόπο του εμπνευστή της”. Αυτός είναι και ο μοναδικός λόγος που μας αναγκάζει να θυμόμαστε είκοσι οκτώ χρόνια μετά τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού: η τόλμη που επέδειξε ο Μάνος Χατζιδάκις να αδιαφορήσει για τους κανόνες που επικρατούσαν στα μουσικά πράγματα και τη δισκογραφία της εποχής, και να ξεκινήσει έναν αγώνα προς ανακάλυψη νέων δημιουργών με περιεχόμενο και συγκεκριμένη αισθητική στο έργο τους.
.
.
Αντί επιλόγου


Για τον φινάλε αυτής της αναφοράς στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας, αρκεί μονάχα να δανειστούμε τον λόγο του Χάρη Καβαλλιεράτου: “στους Αγώνες επιλέχτηκαν τραγούδια όχι για να κολακέψουν τα αντανακλαστικά του αγοραστικού κοινού, μα όσα μέσα τους πήγε να ηχήσει το ακομπανιαμέντο εκείνο της πολύ προσωπικής ώρας, αυτού που βυθισμένος στον εαυτόν του αισθάνεται αίφνης ότι καλείται... Καλείται από τι, να κάνει τι; Να... τραγουδήσει... και το κάνει! Να τι είδους παρηγοριά είναι αυτή που μας αποζημιώνει...”
.
.

¹ Απόσπασμα από το «Βιογραφικό σε πρώτο πρόσωπο» (επίσημος διαδικτυακός τόπος www.manoshadjidakis.gr)
² Παράφραση του τίτλου του μυθιστορήματος της Ευγενίας Φακίνου «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα» (εκδόσεις Καστανιώτης, 1994).
³Από το σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι στο δίσκο με τα 30 τραγούδια από τους πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού το ’81.
.
.
.
.
.
.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο (τεύχος 164, Οκτώβριος 2009)
.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Επανεκδόσεις δίσκων. Το κυνήγι του χαμένου θυσαυρού

.
Ελληνικοί δίσκοι που για χρόνια απουσίαζαν από τα ράφια των δισκοπωλείων, επιστρέφουν για να μας θυμίσουν αξιόλογες δουλειές που αφορούν κυρίως το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων 30 ετών. Οι σύγχρονες επανεκδόσεις είναι εδώ για να αποκαλύψουν χαμένους θησαυρούς που πριν από μερικά χρόνια μόνο σε τίτλους γνωρίζαμε.
.
.
.

Πάνε κοντά 20 χρόνια από τότε που το cd επικράτησε στην ελληνική αγορά και άλλαξε ριζικά τον τρόπο που μέχρι τότε αγοράζαμε και κυρίως ακούγαμε μουσική. Δύσκολο να ξεχάσουμε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 στις προθήκες των δισκοπωλείων τις παράλληλες εκδόσεις σε βινύλιο, cd αλλά και κασέτες. Ήταν το μεταβατικό στάδιο μέχρι την κατάργηση πρώτα της κασέτας και έπειτα του lp, και την οριστική επικράτηση του δίσκου ακτίνας.
Την ίδια περίοδο, οι εταιρείες επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου με την επανέκδοση σε cd, όσο περισσότερων δίσκων του παρελθόντος μπορούσαν. Οι περισσότερες επανεκδόσεις της εποχής ήταν ως επί το πλείστον πιστά αντίγραφα των βινυλίων, άλλες φορές «2 σε 1» (η χωρητικότητα του νέου μέσου επέτρεπε την έκδοση δύο δίσκων lp σε ένα cd), και άλλες σε αυτόνομες εκδόσεις. Το θέμα όμως ήταν ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία έμενε ανεκμετάλλευτο ένα μεγάλο προνόμιο του καινούργιου μέσου: η ψηφιακή επεξεργασία του ήχου. Παράλληλα, οι πρώτες αυτές επανεκδόσεις είχαν ελλείψεις που αφορούσαν κυρίως τα ένθετα των δίσκων. Η ποιότητα των εκτυπώσεων ήταν ιδιαιτέρως χαμηλή, οι στίχοι και τα σημειώματα των δημιουργών συνήθως απουσίαζαν, και η γενικότερη εικόνα υποβάθμιζε αισθητά το προϊόν. Ήταν όμως ο μοναδικός τρόπος να αποκτήσει κανείς τους δίσκους που σε πρώτη έκδοση είχαν τυπωθεί σε βινύλιο και επανεκδίδονταν πλέον σε δίσκους ακτίνας.
Λίγο αργότερα, ορισμένες από τις επανεκδόσεις του πρώτου εκείνου «κύματος» άρχισαν να αποσύρονται σταδιακά από τα ράφια των δισκοπωλείων. Για χρόνια έμεινε εκτός εμπορίου ένας μεγάλος αριθμός από αξιόλογες δουλειές που με τον καιρό απέκτησαν συλλεκτική αξία. Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε ότι, η πλειοψηφία των επανεκδόσεων που αποσύρθηκε αφορούσε κυρίως δίσκους της δεκαετίας του ’80, πριν καν δηλαδή κλείσουν μια δεκαετία «ζωής». Το ίδιο ιδιότυπο «εμπάργκο» υπέστησαν και οι δημιουργοί τους, από τη στιγμή που οι εργασίες τους δεν αποτελούσαν προτεραιότητα για τις δισκογραφικές εταιρείες και έπαψαν να επανεκδίδονται. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα καλλιτεχνών (όπως ο Βασίλης Νικολαΐδης, οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω, ο Μιχάλης Γρηγορίου κ.α.) που οι εργασίες τους είτε δεν εκδόθηκαν ποτέ σε cd, είτε αποσύρθηκαν μετά από το πρώτο «κύμα» επανεκδόσεων κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αυτός ο αποκλεισμός συνεχίστηκε μέχρι και τις μέρες μας, ώσπου μια νέα φουρνιά από δίσκους που κάποτε εκδόθηκαν για πρώτη φορά σε lp και τώρα ξανακυκλοφορούν σε cd, άρχισε κάπως να διαφοροποιεί το δισκογραφικό τοπίο τα τελευταία χρόνια.
.
Οι σύγχρονες επανεκδόσεις εκμεταλλεύονται άριστα τις δυνατότητες που παρέχει η ψηφιακή τεχνολογία και τυπώνονται πλέον με νέα ηχητική επεξεργασία. Τα ένθετα είναι συνήθως εμπλουτισμένα με φωτογραφικό υλικό, τους στίχους των τραγουδιών και τα σημειώματα των δημιουργών. Πολλές είναι βέβαια και οι περιπτώσεις όπου οι δίσκοι επανεκδίδονται με εντελώς διαφορετικό εξώφυλλο απ’ αυτό της πρώτης έκδοσης, διασπώντας έτσι τη συνοχή και την αισθητική που πρότειναν αρχικά οι δημιουργοί. Πέρα όμως απ’ τις τεχνικές λεπτομέρειες και τη μορφή, η ουσία είναι ότι μας δίνεται ξανά η δυνατότητα να ανακαλύψουμε χαμένους θησαυρούς του ελληνικού τραγουδιού που για χρόνια αναζητούσαμε στα δισκοπωλεία. Ανεξάρτητα από το εάν η ανάγκη που γεννά αυτές τις επανεκδόσεις είναι η ευαισθητοποίηση των εταιρειών για ένα υλικό που καταδικάστηκε κάποτε στην αφάνεια ή η μη διάθεση διερεύνησης καινούργιου υλικού, η νέα αυτή τάση στη δισκογραφία μόνο θετική μπορεί να χαρακτηριστεί. Ήταν καιρός να βρούμε ξανά συνδετικούς κρίκους που έλειπαν σε μια αλυσίδα που αφορά κυρίως το ελληνικό τραγούδι, και που η επιστροφή τους στις προθήκες των δισκοπωλείων μάς επιφυλάσσει πολλές ευχάριστες εκπλήξεις.
.
Στο παρόν σημείωμα επιχειρείται μια πρώτη καταγραφή ορισμένων μονάχα δίσκων που στην πλειοψηφία τους κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά σε βινύλιο, και μετά απ’ την περιπετειώδη διαδρομή τους στα χρόνια που ακολούθησαν, μοιάζει να μας ξανασυστήνονται˙ σε εμάς δε μένει, παρά να τους ανακαλύψουμε απ’ την αρχή.
.
.
.

Φοίβος Δεληβοριάς. Η Παρέλαση
«(…)Ο Δεληβοριάς αποτελεί μια ζωντανή και πρωτότυπη παρουσία στο σύγχρονο αληθινό τραγούδι του τόπου μας. Μόλις δεκάξι χρονών με μεγάλο ταλέντο κι εντελώς απρόοπτα περιεκτικός και προβληματισμένος. Εύχομαι κι ελπίζω να προχωρήσει ανοδικά και ν’ αντέξει την ελληνική μας «αυριανική» πραγματικότητα. Προς το παρόν, σας στον παρουσιάζω υπεύθυνα κι από καρδιάς – που λένε». Με αυτά τα λόγια καλωσόρισε ο Μάνος Χατζιδάκις την πρώτη δισκογραφική δουλειά του Φοίβου Δεληβοριά στο σημείωμα τού δίσκου, εν έτει 1989. Η ιστορία είναι πλέον γνωστή: ο έφηβος Δεληβοριάς συστήνεται στον Χατζιδάκι ως «συνάδελφός» του, κι εκείνος τον οδηγεί ένα χρόνο αργότερα στο Σείριο για να ηχογραφήσει την «Παρέλαση». Ο δίσκος εκδόθηκε σε βινύλιο και 7 χρόνια αργότερα σε cd για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Μεσολάβησε πάνω από μία δεκαετία, περίοδος κατά την οποία εκδόθηκαν τέσσερεις ακόμα δίσκοι του τραγουδοποιού, για να ξανάρθει στο φως η πρώτη εκείνη δισκογραφική του απόπειρα, που από νωρίς μας αποκάλυψε το ταλέντο ενός απ’ τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού.
.
Άκης Πάνου. Επειγόντως
Κάθε ηχογράφηση ζωντανού προγράμματος ή συναυλίας, πέρα από ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα που εκθέτει «γυμνό» τον καλλιτέχνη, αποτελεί αναμφίβολα ένα μοναδικό ντοκουμέντο που καταγράφει τη στιγμή και την ατμόσφαιρα της επικοινωνίας του με το κοινό. Όταν μάλιστα πρόκειται για την επανεμφάνιση του Άκη Πάνου μετά από 31 ολόκληρα χρόνια απουσίας από τη νυχτερινή ψυχαγωγία, τότε το ηχητικό ντοκουμέντο δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ζωντανές καταγραφές του λαϊκού τραγουδιού. Στο δίσκο συναντάμε την ηχογράφηση ενός μεγάλου μέρους τού προγράμματος τού συνθέτη στο κέντρο «Επειγόντως», από τις 12 έως 26 Απριλίου 1989. Κύριος υπεύθυνος για αυτή την καταγραφή είναι ο Μανώλης Ρασούλης που οργάνωσε τις εμφανίσεις του Άκη Πάνου, ενώ ο Θοδωρής Μανίκας στο ρόλο του παραγωγού επιμελήθηκε την έκδοση του δίσκου. Στο «Επειγόντως», πέραν των 15 παλαιότερων αλλά και πιο πρόσφατων τραγουδιών του συνθέτη, ο ακροατής έχει και μία μοναδική ευκαιρία να ακούσει τον Άκη Πάνου σαν τραγουδιστή και σαν μουσικό. Η έκδοση, αν και κυκλοφόρησε σχεδόν παράλληλα σε βινύλιο και δίσκο ακτίνας, έμεινε για χρόνια εκτός κυκλοφορίας μέχρι την πρόσφατη επανέκδοσή της.
.
Μιχάλης Γρηγορίου. Ανεπίδοτα γράμματα
Ο συνθέτης Μιχάλης Γρηγορίου καταπιάστηκε με τις μελοποιήσεις ποιημάτων του Άρη Αλεξάνδρου το 1972 και εκδόθηκαν πέντε χρόνια αργότερα με τον γενικό τίτλο «Ανεπίδοτα γράμματα». Πρόκειται για τις μελοποιήσεις επτά ποιημάτων που γράφτηκαν το 1948, κατά το διάστημα που ο ποιητής ήταν εξόριστος στο Μούδρο. Ο Γρηγορίου έντυσε μουσικά τα κείμενα παντρεύοντας στοιχεία της λόγιας μουσικής και του έντεχνου τραγουδιού. Τα τραγούδια ερμηνεύουν εκπληκτικά οι νεότατοι τότε Σάκης Μπουλάς και Αφροδίτη Μάνου. Χρησιμοποιώντας ως βάση το πιάνο και ένα κουιντέτο εγχόρδων μέσα στο οποίο παρεμβαίνουν διάφορα ξύλινα πνευστά, ο συνθέτης δημιουργεί ένα μωσαϊκό από ήχους που μετατρέπουν τον ποιητικό λόγο του Αλεξάνδρου σε τραγούδι, εγχείρημα καθόλου εύκολο, δεδομένης τής ιδιαίτερης γραφής του ποιητή. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ο δίσκος εκδόθηκε και σε cd, σύντομα όμως ακολούθησε τη μοίρα πολλών επανεκδόσεων της εποχής και για πάνω από 15 χρόνια έμεινε εκτός εμπορίου. Στην πρόσφατη επανέκδοση τον συναντάμε με διαφορετικό εξώφυλλο, με πλούσιο όμως υλικό στο ένθετο βιβλιαράκι και ιδιαίτερα προσεγμένη ηχητική επεξεργασία.
.
Τάσος Καρακατσάνης. Καπέλα
Αφορμή για το δίσκο στάθηκε η συνεργασία του συνθέτη, ενορχηστρωτή και πιανίστα Τάσου Καρακατσάνη με τους ηθοποιούς Κώστα Ζαχαράκη και Χρήστο Στέργιογλου για τις ανάγκες της ομώνυμης θεατρικής παράστασης του 1987. Ο Γιώργος Χρονάς έγραψε τα κείμενα και τους στίχους και έδωσε τίτλους στα οργανικά μέρη. O Καρακατσάνης έστησε μια πρωτότυπη μουσική ιστορία σε στιλ γερμανικού καμπαρέ. Η κυριαρχία του πιάνου σε συνδυασμό με τις θεατρικές ερμηνείες των ηθοποιών και της Κατερίνας Γιαμαλή, δημιουργούν μια ιδιαίτερη μουσική ατμόσφαιρα, εμπλουτισμένη με ηχοχρώματα της τζαζ και αρκετές δόσεις πειραματισμού, κυρίως μέσω της χρήσης συνθεσάιζερ. Μοναδικές στιγμές του δίσκου αποτελούν η ερμηνείες της αξέχαστης Μαρίας Δημητριάδη σε δύο απ’ τα τραγούδια, πραγματικά μαθήματα τραγουδιστικής τέχνης! Πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη δισκογραφική εργασία που έπρεπε να περιμένει είκοσι χρόνια για να εκδοθεί σε cd. Στο δίσκο περιλαμβάνονται επίσης τέσσερα οργανικά και ένα τραγούδι από τη μουσική του συνθέτη για την τηλεοπτική μεταφορά του μονόπρακτου του Σαρογιάν «Ε, εσείς οι απέξω».
.
Βασίλης Νικολαΐδης. Ατασθαλίες

Το όνομά του έγινε γνωστό το 1981 όταν διακρίθηκε στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις στην Κέρκυρα, και η «Οδός Σανταρόζα» έγινε το εισιτήριο του για την ελληνική δισκογραφία. Ο δίσκος «Ατασθαλίες», αν και απ’ την αρχή κυκλοφόρησε μόνο σε cd (1993), δεν παρέμεινε στα ράφια των δισκοπωλείων για μεγάλο διάστημα. Άλλωστε, είναι ο μόνος δίσκος του τραγουδοποιού που κυκλοφόρησε σε cd, αφού καμία από τις τρεις πρώτες δουλειές του στη δεκαετία του ’80 δε μεταγράφηκε από τους δίσκους βινυλίου! Με την πρόσφατη επανέκδοση του τέταρτου κατά σειρά δίσκου του, δίνεται η δυνατότητα να έρθουμε ξανά σε επαφή με τον ανατρεπτικό κόσμο των τραγουδιών ενός τροβαδούρου που οι μπαλάντες του ακολουθούν το δρόμο που χάραξε ο Georges Brassens, και με τους καυστικούς του στίχους βρίσκει τον τρόπο να περιγράφει τις ευφάνταστες ιστορίες του με όχημα το χιούμορ και την ευαισθησία του. Αναμφισβήτητα, η πιο ξεχωριστή στιγμή του δίσκου είναι η ανατρεπτική «Ιστορία της Μαρίας Νο1»˙ ένα τραγούδι – χρονικό της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που ξεκινάει από την Κατοχή, περνάει απ’ την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, μέχρι και τη δεκαετία του ’60.
.
Θανάσης Γκαϊφύλλιας και Τα Ανάκαρα. Ωτοστόπ
Το «Ωτοστόπ» ήταν το πρώτο lp του Θανάση Γκαϊφύλλια, αφού είχε προηγηθεί λίγα χρόνια πριν το ντεμπούτο του στη δισκογραφία με ένα δισκάκι 45 στροφών. Στο δίσκο συναντάμε τον τραγουδοποιό το 1971, όταν οι κοινές εμφανίσεις του με το συγκρότημα Ανάκαρα (μέλος του οποίου ήταν και ο νεαρός Νίκος Ζιώγαλας) τους οδηγεί στο στούντιο και ηχογραφούν δώδεκα τραγούδια απολύτως ενταγμένα στο ροκ κλίμα της εποχής. Τα τραγούδια έχουν γράψει ο Γκαϊφύλλιας και Τα Ανάκαρα, ένα ο Δημήτρης Ψαριανός και ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, ένα τραγούδι ο Γιώργος Κοντογιώργος και ο Γιάννης Κακουλίδης, ενώ υπάρχουν διασκευασμένα και δύο παραδοσιακά. Πρόκειται για μία απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες ηχογραφήσεις της εποχής, με τις ηλεκτρισμένες ενορχηστρώσεις του Γιώργου Κοντογιώργου να μεταφέρουν ατόφιο το κλίμα αμφισβήτησης της γενιάς που, εν μέσω δικτατορίας άρθρωνε το δικό της λόγο επηρεασμένη από το αμερικάνικο κυρίως ροκ μουσικό κίνημα. Σίγουρα, η επιστροφή του «Ωτοστόπ» στη δισκοθήκη μας προσθέτει ένα ακόμα κομμάτι που έλειπε απ’ το πολύχρωμο «κολάζ» της ποπ-ροκ αισθητικής των 70s.
.
Αρλέτα. Έξη μέρες
Πρόκειται σίγουρα για τον πιο αδικημένο και λιγότερο δημοφιλή δίσκο της Αρλέτας, τόσο την εποχή που κυκλοφόρησε όσο και στα χρόνια που ακολούθησαν. Ήταν ο τρίτος προσωπικός της δίσκος και η πρώτη φορά που έγραφε τη μουσική σε όλα τα τραγούδια και μελοποιούσε στίχους μιας μονάχα στιχουργού, της Παυλίνας Παμπούδη. Ακούγοντας σήμερα ξανά τις «Έξη μέρες» στην πρόσφατη επανέκδοση, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τους λόγους που δεν κατάφεραν στην εποχή τους να γίνουν τόσο γνωστές όσο τους άξιζε. Οι σκοτεινοί και άκρως σουρεαλιστικοί στίχοι της Παμπούδη, οι λυρικές μελωδίες της Αρλέτας, και οι πρωτοποριακές για την εποχή ενορχηστρώσεις του Τάσου Καρακατσάνη, μπορούν εύκολα να δικαιολογήσουν το γιατί εν έτει 1970 ο δίσκος πέρασε σχεδόν απαρατήρητος. Υπάρχουν στο δίσκο στιγμές μοναδικής αισθητικής, με την Αρλέτα να ερμηνεύει τα τραγούδια μέσα σ’ ένα κλίμα «θρησκευτικής» θα λέγαμε, κατάνυξης, και την ορχήστρα στημένη με φαντασία από τον Καρακατσάνη να πλαισιώνει τη φωνή της πλουτίζοντας το αποτέλεσμα. Ένας δίσκος που σίγουρα αξίζει πολλές ακροάσεις μέχρι να μας αποκαλύψει τα «μυστικά» του.
.
Ηλίας Λιούγκος. Νυχτερινή δοκιμασία
Το 1984, ο Ηλίας Λιούγκος εκδίδει την πρώτη του προσωπική δισκογραφική δουλειά με δικούς του στίχους, του Γιάννη Τσέρτου και της Ζωής Αντιόχου η οποία ερμηνεύει και δύο απ’ τα τραγούδια. Πρωτίστως, η «Νυχτερινή δοκιμασία» σηματοδοτεί την επανεμφάνιση στη δισκογραφία, μετά από δώδεκα χρόνια, της Φλέρυς Νταντωνάκη, που ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο τρία απ’ τα τραγούδια. Την ενορχήστρωση έκανε ο Νίκος Κυπουργός και τη διεύθυνση της ορχήστρας ο Μάνος Χατζιδάκις. Πρόκειται για έναν ιστορικής σημασίας δίσκο, τόσο για την καταλυτική παρουσία της Ντανωνάκη, όσο και για τον ιδιαίτερο τρόπο που αποτυπώνει ο νεαρός συνθέτης την προσωπική του αισθητική πρόταση για το τραγούδι, σε μία περίοδο που η νέα γενιά τραγουδοποιών άρθρωνε τον δικό της πρωτοποριακό για την εποχή λόγο. Στο επίπεδο της σύνθεσης, η μαθητεία του Ηλία Λιούγκου στο πλευρό του Χατζιδάκι είναι κάτι παραπάνω από εμφανής και στα επτά τραγούδια του δίσκου. Η πρώτη έκδοση σε δίσκο βινυλίου θεωρείται πλέον συλλεκτική, ενώ η πρόσφατη, δεύτερη κατά σειρά επανέκδοσή του, διατίθεται με διαφορετικό εξώφυλλο απ’ αυτό του βινυλίου.
.
Απόστολος Καλδάρας. Οι μπαλάντες του περιθωρίου

Ο τελευταίος δίσκος του Απόστολου Καλδάρα, εκδόθηκε σε βινύλιο δύο μόλις μήνες πριν από το θάνατό του, το Φεβρουάριο του 1990. Πρόκειται για έναν κύκλο λαϊκών τραγουδιών με κεντρικό θέμα τις παλιές κακόφημες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά: την Τρούμπα, την οδός Σωκράτους, την πλατεία Ομονοίας, τους τεκέδες, τα πορνεία και τα καταγώγια˙ ένα ολόκληρο σκηνικό μιας άλλης εποχής, εκείνης που διαμόρφωσε το ρεμπέτικο στα προπολεμικά χρόνια και που με μοναδική τέχνη ιστορεί μέσα απ’ τα τραγούδια του ένας απ’ τους σημαντικότερους συνθέτες του ελληνικού τραγουδιού. «Οι μπαλάντες του περιθωρίου» είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να απολαύσουμε τραγούδια με γνήσια λαϊκή καταγωγή, πλασμένα με ευαισθησία και πλήρως απαλλαγμένα από το άγχος του σουξέ. Καθόλου τυχαία, ο Καλδάρας επέλεξε να ερμηνεύσουν τα τραγούδια δύο νέοι, πρωτοεμφανιζόμενοι - την εποχή εκείνη - τραγουδιστές: ο Ανδρέας Καρακότας και ο Μιχάλης Παπαζήσης. Ο δίσκος επανεκδόθηκε το 1995 σε cd. Σύντομα όμως αποσύρθηκε, μέχρι την προ τετραμήνου επανέκδοσή του από το Σείριο, διατηρώντας το εξαιρετικό εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης.
.
Κώστας Βόμβολος – Ηρακλής Πασχαλίδης. Μουσική και τραγούδια από παραστάσεις της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης»
Τα ονόματα του Κώστα Βόμβολου (γνωστός από τη συμμετοχή του στους Χειμερινούς Κολυμβητές και το συγκρότημα Primavera en Salonico) και του Ηρακλή Πασχαλίδη (παλιός γνώριμος από τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού το ’81 στη Κέρκυρα), είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την πολύχρονη πορεία της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» στη Θεσσαλονίκη. Έγραψαν μουσικές και τραγούδια για δεκάδες θεατρικές παραστάσεις από το 1984 μέχρι και το 1994, σε ένα ευρύ ρεπερτόριο που περιελάμβανε από αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες, μέχρι έργα του κλασσικού ρεπερτορίου και σύγχρονα έργα ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, εκδόθηκε ένα cd με το γενικό τίτλο «Θεατρικά», που περιελάμβανε αποσπάσματα από το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών των δύο συνθετών για την Πειραματική Σκηνή. Μετά την απόσυρσή του λίγα χρόνια αργότερα, επανεκδόθηκαν δύο cd που το καθένα περιλαμβάνει ξεχωριστά τις μουσικές και τα τραγούδια τού κάθε συνθέτη. Τα περισσότερα τραγούδια ερμηνεύει η Ρούλα Μανισσάνου και οι ηθοποιοί του θιάσου (με την παρουσία της Λυδίας Φωτοπούλου να ξεχωρίζει), ενώ στο cd του Ηρακλή Πασχαλίδη συναντάμε και τη Μαρία Φαραντούρη που συμμετέχει σε δύο τραγούδια.
.
Γιώργος Ρωμανός – Το ρολόι
Υπήρξε μια εποχή που η κάθε δισκογραφική εταιρεία είχε το δικό της ραδιοφωνικό σήμα, που χρησίμευε για εισαγωγή στις εβδομαδιαίες παρουσιάσεις των καινούργιων δίσκων απ’ τα FM. Ιστορική έχει μείνει η διασκευή της «Συννεφιασμένης Κυριακής» που ήταν το σήμα της Columbia, αλλά και η εισαγωγή από το τραγούδι «Το ρολόι» του Γιώργου Ρωμανού (του πρώτου ερμηνευτή της «Μυθολογίας» του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου), που στις δεκαετίες του ’60 και ‘70 αποτελούσε το ραδιοφωνικό σήμα της Lyra. Πρόσφατα εκδόθηκε ένα cd single με δύο εκτελέσεις του τραγουδιού, την ορχηστρική εκδοχή και την εκτέλεση που ο Ρωμανός ερμηνεύει το τραγούδι, και τα δύο με την ενορχήστρωση του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Λίγο πριν ο Παπαθανασίου αναχωρήσει για το Παρίσι και δημιουργήσει τους Aphrodite’s Child, ενορχήστρωσε με εκπληκτικό τρόπο «Το ρολόι», αναπαράγοντας στην εισαγωγή τον ήχο της λατέρνας με τα πρωτόγονα συστήματα της εποχής και παίζοντας τα περισσότερα όργανα. Μια ηχογράφηση με ιστορική σημασία, που στην επανέκδοση συνοδεύεται από δύο ακόμα τραγούδια του Γιώργου Ρωμανού, το «Ει, κορίτσι» και «Η αγάπη μας κοιμάται στα νερά».
.
.
.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, τεύχος 162, Ιούνιος 2009.
.

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Εύα Λουκάτου. Έτσι θα γίνει

.
.
Στην πρώτη της ολοκληρωμένη δισκογραφική εργασία, η Εύα Λουκάτου καταθέτει οκτώ τραγούδια και ένα ορχηστρικό, τα πέντε σε στίχους της ίδιας και τα υπόλοιπα τρία σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, του Κώστα Φασουλά και του Γιώργου Κορδέλλα. Ο ρυθμός του tango κυριαρχεί στα περισσότερα τραγούδια του δίσκου, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν οι λαϊκές φόρμες σε τρία τραγούδια με τη συμμετοχή της Σοφίας Παπάζογλου (η ερμηνεία της οποίας στο «Ποτάμι της ψυχής μου» είναι υποδειγματική). Οι θεατρικές ερμηνείες της Χριστίνας Γκόλια αποδεικνύονται επαρκείς για να αποτυπώσουν το πάθος των tangos που συνέθεσε η Λουκάτου, ενώ στο ίδιο κλίμα και η συμμετοχή του Απόστολου Ρίζου σε ένα τραγούδι, ολοκληρώνει τη γενικότερη αίσθηση του δίσκου που δεν κρύβει την αγάπη της δημιουργού στο tango noevo. Οι μελωδίες έχουν πολλές ενδιαφέρουσες στιγμές, ειδικά όταν κινούνται σε τέτοιους ρυθμούς, ενώ στα πιο λαϊκότροπα τραγούδια στέκονται μάλλον αμήχανα απέναντι σε ρυθμούς όπως το ζεϊμπέκικο και το τσιφτετέλι. Το αυτοβιογραφικό περιεχόμενο των στίχων (συνηθισμένο φαινόμενο στα τραγούδια πρωτοεμφανιζόμενων τραγουδοποιών, που συνήθως αποτελεί αρνητικό στοιχείο για ένα δίσκο), εδώ λειτουργεί τελικά σαφώς υπέρ του αποτελέσματος. Πρόκειται για μία αξιοπρόσεκτη προσπάθεια πολύ καλών προθέσεων, που με σαφήνεια προσδιορίζει το μουσικό δρόμο στον οποίο έχει τις δυνατότητες να κινηθεί η δημιουργός και στο μέλλον.
.
.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, τεύχος 162, Ιούνιος 2009.
.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Ματ σε 2 υφέσεις. Τρύπιο φεγγάρι

.
.
Από την πρώτη του δισκογραφική δουλειά, πριν από έξι χρόνια, το μουσικό σχήμα Ματ σε 2 Υφέσεις τοποθέτησε ψηλά τον πήχη των προσδοκιών μας. Το επιτυχημένο πάντρεμα παραδοσιακών ήχων της ανατολής με jazz ιδιώματα, που από νωρίς κατέταξε το συγκρότημα στον ευρύτερο χώρο που συμβατικά αποκαλούμε ethnic jazz, το συναντάμε και στον πρόσφατο, τρίτο κατά σειρά δίσκο τους. Για ακόμα μία φορά οι προσδοκίες μας δε διαψεύδονται! Για 52 λεπτά απολαμβάνουμε μια σειρά από 14 τραγούδια που, τόσο στο επίπεδο της σύνθεσης όσο και του στίχου (με τις υπογραφές του Σταύρου Δάλκου, Μαρίνου Καρβελά, Γιάννη Μανιάτη και Νίκου Γράψα), ολοκληρώνουν ένα αποτέλεσμα γεμάτο εκπλήξεις, όμορφες ρυθμικές ανατροπές και jazz συγχορδίες, και την αρμονική συνύπαρξη ετερόκλητων μουσικών στοιχείων ανατολής και δύσης που το συγκρότημα φαίνεται να έχει αφομοιώσει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με τους δύο προηγούμενους δίσκους. Η συμμετοχή του Χρήστου Θηβαίου σε ένα τραγούδι και οι εκφραστικές ερμηνείες του Δημήτρη Βαρελόπουλου, του Αλέξανδρου Καψοκαβάδη και της Σπυριδούλας Μπάκα (ιδιαίτερα στην jazzy διασκευή του «Μοιάζεις κι εσύ σαν θάλασσα» του Μανώλη Χιώτη), σε συνδυασμό με τις γεμάτες φαντασία ενορχηστρώσεις, ολοκληρώνουν ένα πολύ αξιόλογο αποτέλεσμα, που φανερώνει τη μουσική γνώση και κυρίως τη δουλειά των μελών του σχήματος πάνω και στην παραμικρή λεπτομέρεια των τραγουδιών.
.
.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, τεύχος 162, Ιούνιος 2009.
.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Χρήστου Βακαλόπουλου: «Έντεκα συνειρμοί και τα ανάλογα Τραπεζάκια»

.
Οι παλαιότεροι ίσως και να το θυμούνται. Το ΝΤΕΦΙ, ήταν ένα διμηνιαίο περιοδικό για το τραγούδι, που κυκλοφόρησε απ’ τις αρχές μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’80. Διαβάζοντας τα ονόματα των υπευθύνων, συναντάμε τους εκδότες Γιάννη Μπασιπαγλή και Σωτήρη Νικολακόπουλο, στους συνεργάτες, μεταξύ άλλων, τον Θοδωρή Μανίκα, τον Στέλιο Κούλογλου, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Μανώλη Ρασούλη και τον Γιάννη Καλαϊτζή, ενώ η επιτροπή του περιοδικού αποτελούνταν από τους Άκη Πάνου, Γιώργο Κοντογιάννη, Γιώργο Παπαδάκη, Δημήτρη Θ. Αρβανίτη, Στέλιο Ελληνιάδη και Τάσο Φαληρέα. Και μόνο από τα ονόματα που ενδεικτικά αναφέρθηκαν, μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς ότι, το Ντέφι ήταν μια απ’ τις πιο σοβαρές και ολοκληρωμένες προσπάθειες καταγραφής της ιστορίας και της επικαιρότητας του τραγουδιού, σε μια δεκαετία όπου πραγματοποιήθηκαν οι μεγαλύτερες και ίσως πιο καθοριστικές ζυμώσεις στο ελληνικό τραγούδι.
.
Το εξώφυλλο του 6ου τεύχους του περιοδικού, σχεδιασμένο από τον Αλέξη Κυριτσόπουλο
.
Στο αρχείο του Αρώματος του Τραγουδιού, υπάρχουν ορισμένα απ’ τα παλιά εκείνα τεύχη του περιοδικού, μεταξύ των οποίων και το Νο6 που κυκλοφόρησε το δίμηνο Απριλίου – Μαΐου 1983 (για την ιστορία, να αναφέρω ότι η τιμή πώλησής του ήταν 100 δραχμές!). Ολόκληρο το τεύχος ήταν αφιερωμένο στον Διονύση Σαββόπουλο και ειδικά στα «Τραπεζάκια έξω» που μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Με μία σειρά από άρθρα για τον τραγουδοποιό και τον καινούργιο του δίσκο, συντάκτες του περιοδικού μοιράζονται τις σελίδες του τεύχους με σημειώσεις από τις συναυλίες που πραγματοποίησε εκείνη την περίοδο (η μεγάλη συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο έγινε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς), κείμενα για την μέχρι τότε καλλιτεχνική του πορεία και σχόλια για τα τραγούδια του δίσκου. Είναι αποκαλυπτικό να διαβάζει κανείς έπειτα από 26 ολόκληρα χρόνια κείμενα για τα «Τραπεζάκια έξω», ενός δίσκου που πλέον θεωρείται κλασσικός, ενώ εκείνη την περίοδο ήταν το καινούργιο, το φρέσκο, ακόμα και το “περίεργο” νέο lp του Σαββόπουλου, που για πολλούς σήμανε και την καλλιτεχνική – πολιτική του “στροφή”.
Ανάμεσα στα διάφορα άρθρα, υπάρχει κι ένα του συγγραφέα, σκηνοθέτη και ραδιοφωνικού παραγωγού Χρήστου Βακαλόπουλου με τίτλο «Έντεκα συνειρμοί και τα ανάλογα Τραπεζάκια». Με αυτό το κείμενο, το Άρωμα του Τραγουδιού ανοίγει το αρχείο του, με αναδημοσιεύσεις άρθρων και ντοκουμέντων που αφορούν το ελληνικό τραγούδι και την εποχή του. Τα «Τραπεζάκια έξω» του Διονύση Σαββόπουλου και οι ανάλογοι «συνειρμοί» του Χρήστου Βακαλόπουλου, είναι ίσως η καλύτερη ευκαιρία για να ξαναθυμηθούμε (άραγε, ξεχάσαμε ποτέ;) ένα δίσκο – σταθμό, αλλά κυρίως να μελετήσουμε τα αντανακλαστικά και την πρώτη αίσθηση που προκάλεσαν στον συντάκτη το περιοδικού τα ολοκαίνουργια τραγούδια του δίσκου. Α! και βεβαίως, να θυμηθούμε και την εποχή: τα λιγοστά παραλιακά τζουκ-μποξ, την πολαρόιντ, τις ντισκοτέκ, τους δίσκους που κάποτε είχαν πρώτη και δεύτερη πλευρά…



ΕΝΤΕΚΑ ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΑΛΟΓΑ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙΑ

του Χρήστου Βακαλόπουλου


(Τα τραγούδια που μου ανοίγουν τις πύλες τους είναι διαδρομές που με οδηγούν, είναι πέτρες που δημιουργούν παράλληλους κύκλους στη λίμνη του νου μου. Έρχονται από μακριά κουβαλώντας μνήμες και προφητείες και μου κάνουν ένα νεύμα να τα ακολουθήσω)΄.

Νέο Κύμα. Αν δεν ήταν τραγούδι θα ήταν μια μοναχική διαδρομή με τον ηλεκτρικό στην Κηφισιά. Κάθομαι στο άδειο βαγόνι και θέλω να εξομολογηθώ σε κάποιον, στο τέλος όμως τα λέω στον εαυτό μου ανάβοντας παράνομο τσιγαράκι. Στο τέρμα της διαδρομή σκέφτομαι πάντα ότι υπάρχει περίπτωση κάποιος να έχει φανταστεί τη ζωή μας από την πρώτη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, ακριβώς όπως ο υπεύθυνος της εταιρείας δίσκων σκαρφίστηκε τον όρο «Νέο Κύμα».
Μας βαράνε ντέφια. Η Αθήνα έγραψε αυτό το κομμάτι, αυτή η μυστηριώδης πόλη που ξέρει ακόμα να ανάβει ολόκληρη όταν χρειάζεται, ακριβώς όπως η κοπέλα που αναφέρεται στους στίχους. Αυτό το δημώδες rap ηχεί σαν τον ύμνο της βαθύτερης επικοινωνίας. Τραγούδι για το πρωινό ξύπνημα, εκεί γύρω στις δύο το μεσημέρι, όταν ο καφές έχει τελειώσει και η ζέστη του καλοκαιριού δε συγκρίνεται με τίποτα με την απίστευτη θέρμη των ψυχών και των σωμάτων. Επίσης, ιδανικό για τα τζουκ μποξ στα παραλιακά κέντρα (όσα αντιστέκονται και επιμένουν ακόμα).
Χουλιγκάνοι. Χειμερινό άσμα, ο νεαρός που το ακούει είναι σκεπτικός, φοράει τα γάντια του κι είναι έτοιμος να βγει έξω και να τα σπάσει. Κρυώνει και δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Θαυμάζει τις αμερικάνικες ταινίες, η ψυχή του όμως είναι εδώ, κολλημένη στην άσφαλτο. Αυτή τη σκηνή θα τη θυμηθεί πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο γιος του θα τον ρωτήσει “Μπαμπά, τι είναι αυτός ο δίσκος με τον ουρανό και τα τραπεζάκια;”. Υποψιάζομαι ότι θα απαντήσει: “Τίποτα, έχει ένα ωραίο κομμάτι, που το άκουγα όταν έκανε πολύ κρύο”.
Όπως παρατήρησε σωστά ο Γιώργος Κουτσονάσιος, η ορχήστρα στο τέλος ηχεί σαν την απογειωμένη φασαρία που συνοδεύει τις λαϊκές φίρμες στα μεγάλα μπουζουξίδικα. Εγώ θα πρόσθετα την κυκλοφορία της φωνής από τη μοναξιά του κοντέρ στο πάθος του ντισκ τζόκεϋ.
Μυστικό τοπίο. Νυχτερινή προσευχή, απ’ αυτές που σου σφίγγουν το στομάχι όταν τις ακούς τυχαία ανοίγοντας το ραδιόφωνο ενώ ορμάς σα διάβολος στην Εθνική, τα καύσιμα έχουν τελειώσει κι όλα τα βενζινάδικα είναι κλειστά. Η Χαρά που οδηγεί δίπλα μου είναι αμίλητη κι ο Γιώργος στο πίσω κάθισμα πίνει μια γουλιά βότκα. Αυτοί οι δύο είχαν γνωριστεί παλιά στο Κύτταρο, όταν είχε κυκλοφορήσει το «Βρόμικο ψωμί». Τώρα πια είναι φίλοι κι έχουν σταθεί πολλές φορές μπροστά στην πολαρόιντ γελαστοί. Έχουν περάσει δέκα χρόνια, ζωγραφίζοντας αθόρυβα ένα μυστικό τοπίο.
Δεν είναι ρυθμός. Η μεγαλοφυής ιδέα εδώ είναι τα χειροκροτήματα που αγκαλιάζουν το τραγούδι, αλλά και το ευλύγιστα σίγουρο σόλο του Σαλέα που εμφανίζεται πάνοπλος, σαν μοναχικός καβαλάρης. Είναι περίεργο, αλλά αυτός ο λαϊκός ψαλμός μού φέρνει στο νου την Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού. Το ίδιο πάθος που περισσεύει, μια θεσπέσια και σχεδόν άναρθρη κατάσταση.
Πρωτομαγιά. Αυτός είναι ένα πίνακας χωρίς καταπιεστική “τεχνοτροπία”. Κάθομαι μόνος στην αίθουσα του μουσείου και τον παρατηρώ. Πως μπορεί ένας άνθρωπος να ζωγραφίζει με τη φωνή του; Μήπως είμαι υπερβολικός; Μάλλον όχι, γιατί οι εικόνες κάποια σχέση πρέπει να έχουν με αυτό που υπάρχει μέσα μας. Κι αυτοί οι αφηρημένοι στίχοι είναι πετυχημένοι γιατί λειτουργούν σαν πινελιές κι όχι ως προγραμματικές δηλώσεις. Άλλωστε η ζωγραφική μου αρέσει γιατί μου λέει μια ιστορία, γιατί κάποιο ανθρώπινο χέρι είναι από πίσω. Το ίδιο και το τραγούδι που κλείνει όμορφα την πρώτη πλευρά.
Φλόγες. Εσωστρεφής στιγμή που όμως σε παρασύρει, άλλο ένα κομμάτι που δεν γράφτηκε ποτέ από τους άτολμους εκπροσώπους του νέου κύματος. Το ακούω αργά το βράδυ όταν γυρνάω σπίτι κι έχουν κλείσει τα πάντα. Δεν είναι ακόμα η εποχή για να την πέσω στις βεράντες, ας χωθώ μέσα στο πικάπ. Τα γυναικεία φωνητικά θαυμάσια, σαν κοφτερά ξίφη, μπαινοβγαίνουν κλείνοντας με προσοχή πίσω τους τις πόρτες. Ο Σαββόπουλος, από τη Ρεζέρβα και μετά, έχει επιδοθεί σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βγάλει ένα – ένα, με το τσιμπιδάκι, τα ανόητα φτιασίδια που κόλλησαν στις γυναικείες φωνές που διαθέτουμε, λογής λογής έντεχνοι.
Ας κρατήσουν οι χοροί. Με συγκινεί αυτή η αντίληψη των ελλήνων εξωγήινων που έχουν μυριστεί ότι τα κόλπα είναι αλλού. Πολλοί από μας αισθανόμαστε έτσι, όπως αισθανόντουσαν πολλοί από τους προγόνους μας. Κι ας χορεύεις άρυθμα στα μπαρ του Παγκρατίου ή στις ντισκοτέκ της Γλυφάδας, κατά βάθος ξέρεις τι είναι οι συνάξεις μας, αγαπητή μου φίλη. Πέρασες κι εσύ από κει, δεν είναι δύσκολο να δεις ποιο είναι το τέρμα του δρόμου. Στο μεταξύ, βάλε σε λειτουργία τους πομπούς, ίσιωσε τις κεραίες!
Canto. Το τραγούδι – κλειδί του δίσκου γιατί μιλάει για μια συγκεκριμένη παρέα και ταυτόχρονα για όλες τις παρέες, δηλαδή για τις ανώτερες μορφές οργανωμένης συνύπαρξης που γνωρίζει αυτός ο έρημος πολιτισμός. Κι ο δίσκος αυτός δεν θα υπήρχε χωρίς αυτές, όπως κι όλοι οι προηγούμενοι του τραγουδοποιού, αφού ότι κάνουμε το κάνουμε πρώτα απ’ όλα για τους φίλους μας κι ίσως μόνο γι’ αυτούς. Πως λοιπόν κάτι τυπικά περιορισμένο, απελευθερώνεται από τα όριά του και μιλάει σαν βέλος που χτυπάει τις καρδιές των αγνώστων; Αυτές είναι οι περιπέτειες της “γλώσσας”, αυτό είναι το θέμα του Canto, τραγουδιού που με αγγίζει ελαφρά στον ώμο.
Το χειμώνα ετούτο. Ο Ντύλαν έχει γράψει ανάλογα πράγματα και τα έχει τραγουδήσει με την ίδια επαναληπτική μελαγχολική διάθεση. Βαλκανικό ροκ λοιπόν, το παλιό σχέδιο που δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλειφθεί, αυτό το μυρίζομαι και το ξέρω. Το κομμάτι που μου έρχεται στο νου είναι το Tombstone Blues, τρία ακόρντα συνέχεια και ο ηχολήπτης να έχει μείνει άναυδος. Τραγούδι που μπορεί να βάλει φωτιά στα ηχεία των ντισκοτέκ, οι τελευταίες όμως είναι αφιλόξενοι χώροι, σχεδόν φυλακές διασκέδασης. Κι ο Κηλαηδόνης θα έπρεπε να το ακούσει και πολλοί άλλοι που ενώ δεν είναι ούτε ΠΑΣΟΚ ούτε ΚΚΕ, δεν είναι ότι είναι κι ότι τραγουδούν γι’ αυτές, παρά με πολύ σπρώξιμο.
Τσάμικο. Εδώ καταθέτω τα όπλα και ακούω. Δεν μπορώ να γράψω γιατί κάποιος τραγουδάει πραγματικά, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα γιατί κάποιος μου απευθύνεται. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να σου τηλεφωνήσω στο Παρίσι, εκεί που μπλέχτηκες με τους αποικιοκράτες και να σου βάλω αυτό το δίλεπτο κομμάτι.

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ντέφι, στο τεύχος Νο6, Απρίλιος-Μάιος 1983. Η αναδημοσίευση, αφιερώνεται στη μνήμη τού συντάκτη του).

.

.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

“…οι τελευταίες γενιές των κοριτσιών, ψυχικές προεκτάσεις των ταμείων…”

.
Όταν σκεφτόμαστε τον όρο λογοκρισία στο ελληνικό τραγούδι, το μυαλό μας πηγαίνει αυτόματα στην περίοδο της επταετίας και τις απαγορεύσεις που υπέστη το πολιτικό τραγούδι. Βεβαίως, η επίσημη κρατική λογοκρισία, δεν είναι κάτι που αφορά μόνο το πολιτικό τραγούδι και φυσικά δεν έχει να κάνει μονάχα με μία περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας. Από το ρεμπέτικο και τις διώξεις κυρίως των τραγουδιών που είχαν σαφείς αναφορές σε ουσίες, μέχρι το πολιτικό ή μάλλον καλύτερα, κοινωνικό τραγούδι, ο κατάλογος των λογοκριμένων στίχων είναι μεγάλος. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα τραγούδια αυτά δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ, άλλες φορές εκδόθηκαν με τροποποιημένους τους στίχους και κάποιες άλλες, οι δημιουργοί αρνήθηκαν να αλλάξουν το περιεχόμενο των στίχων, που τελικά αντικαταστάθηκαν από το “σήμα κατατεθέν” της λογοκρισίας: το μακρόσυρτο “μπιπ”. Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο» το 1979, αντικατέστησε τους λογοκριμένους στίχους με τον ήχο μιας μαγνητοταινίας που παίζει σε γρήγορη ταχύτητα, οι κομμένες φράσεις των στίχων στα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου στο soundtrack της ταινίας «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου καλύφθηκαν από το γνωστό μπιπ, και ένα σωρό άλλοι δημιουργοί αναγκάστηκαν να ανεχτούν παρόμοιες παρεμβάσεις προκειμένου να εκδώσουν τα τραγούδια τους, έστω και …κακοποιημένα.
.
Με μεγάλη έκπληξη, διαπιστώνουμε ότι αυτή η ιστορία δεν αφορά αποκλειστικά τις παλαιότερες δεκαετίες, αλλά φτάνει μέχρι και τις αρχές του ’90! Συγκεκριμένα, στο δίσκο της Λένας Πλάτωνος, «Μη μου τους κύκλους τάρατε» του 1991, συναντάμε το τραγούδι «Υπεραγορά Ι» το οποίο λογοκρίθηκε με την υπ’ αριθ. Γεν. Πρωτ. 23015/Ζ1/2173 απόφαση της δευτεροβάθμιας επιτροπής ελέγχου τραγουδιού. Στο τραγούδι, η Πλάτωνος τροποποίησε το «Σύμβολο της Πίστεως», κρατώντας τον κύριο κορμό του κειμένου και αντικαθιστώντας λέξεις και φράσεις, προκαλώντας την άμεση αντίδραση της επιτροπής λογοκρισίας. Το “βλάσφημο” περιεχόμενο του «Πιστεύω» της Πλάτωνος δεν ηχογραφήθηκε ποτέ, και η δημιουργός υποχρεώθηκε να εκδώσει το τραγούδι αφήνοντας μονάχα τη μουσική να παίζει χωρίς να ακούγονται οι επίμαχοι στίχοι. Ωστόσο, στο εσώφυλλο της πρώτης έκδοσης του βινυλίου, αναγράφονταν όλοι οι στίχοι του τραγουδιού χωρίς περικοπές, ως δείγμα “ανοχής” μιας λογοκρισίας που μπορεί μεν να είχε “εκδημοκρατιστεί”, δεν έπαυε όμως να παρεμβαίνει δραστικά κάθε φορά που οι δημιουργοί “ξεπερνούσαν τα όρια” που έθετε ο νόμος.
.
ΥΠΕΡΑΓΟΡΑ Ι
.
Οι τελευταίες γενιές των κοριτσιών των ταμείων
πατάνε τα πλήκτρα των αριθμομηχανών μηχανικά
και οι σκέψεις τους ποιος ξέρει που πετάνε
σε ποια τοπία σεισμικά, σε ποια ροδοσταχτιά ουτοπία
με βλέμμα απλανές βγάζουν απ΄ το στόμα τους
άφωνες χάρτινες κραυγές λογαριασμών
το χρήμα γλιστράει, πως γλιστράει
κι ό,τι γλιστράει σαν τίποτα γλιστράει
μέσα από τα χέρια τους
χέρια εξουδετερωμένα εργατικά.

Γεμίζουν τις σακούλες με τα είδη των ειδών
οι τελευταίες γενιές των κοριτσιών
ψυχικές προεκτάσεις των ταμείων
πρόδρομοι των κωδικών μηχανισμών.

Τώρα πια ένα απ’ τα κορίτσια αυτά
μέσα απ’ την τσέπη μου, μου διηγείται:
γεννήθηκα Κάρτα με αριθμό Κωδικό
σφραγίδα της Νέας Εποχής
άριστη η σχέση μου με την Εξουσία
το όνομά μου, Αναστασία
χαμόγελο αγγελικό, προκαλώ την έλξη.
Και πίσω από τη μάσκα ο άγνωστος Χ
με βυθίζεις μέσα στην τρύπα του υπολογιστή; να η εξυπηρέτηση
π.χ. Χρονική Κάρτα Απεριορίστων Διαδρομών
ο αριθμός της 666, ξέρεις
πιστεύω στο Χριστιανισμό:

Πιστεύω εις έναν Κωδικό Πατέρα Παντοκράτορα
ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων
και εις έναν Κύριον Αριθμόν τον Υιόν του Κωδικού τον μονογενή
του εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων.
Φως εκ φωτός. Κωδικόν αληθινόν εκ Κωδικού αληθινού
γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιω τω πατρί δι ου τα πάντα εγένετο.
Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν
κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκοθέντα εκ πνεύματος Συμφέροντος
και Απληστίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα.
Και Σταυρωθέντα επί Ημερών Ενανθρωπήσεως
και παθόντα και ταφέντα εις τους Υπολογιστάς
και αναστάντα την τρίτην ημέρα κατά την Μαζικήν Πληροφόρησιν
και ανελθόντα εις τους ουρανοξύστας
και καθιζόμενον εκ δεξιών του Κωδικού Πατρός
και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης
κρίναι ζώντας και νεκρούς
ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος.
Και εις την Κάρταν την Αγίαν την Ζωοποιόν
την εκ του Πατρός εκπορευομένην και συνδοξαζομένην
και λαλήσαν δια του Πολιτισμού.
Και εις μίαν Αγίαν Κωδικήν Εξουσίαν
ομολογώ εμβάπτισμα εις τας σχισμάς των Υπολογιστών
προσδοκώ ανάστασιν νεκρών
και ζωήν Κωδικήν του μέλλοντος αιώνος
αμήν, Αναστασία.




Η Κατερίνα Κούκα ερμήνευσε το “βλάσφημο” tango της Λένας Πλάτωνος, ενώ η ίδια ανέλαβε με την απαγγελία της το ρόλο του “κοριτσιού των ταμείων”, αφήνοντας στη μέση την αφήγησή της κατ’ εντολή της επιτροπής λογοκρισίας. Θεωρώ πως δε χρειάζεται να υπερασπιστούμε εμείς για λογαριασμό της δημιουργού τόσο το δικαίωμά της στην ελευθερία του λόγου, όσο και το ίδιο το ποιητικό και βαθιά πολιτικό περιεχόμενο του τραγουδιού. Άλλωστε, το έπραξε η ίδια, με το να συμπεριλάβει στο δίσκο την «Υπεραγορά Ι» χωρίς να δεχτεί να αφαιρέσει το μουσικό μέρος που συνόδευε τους λογοκριμένους στίχους, παραπέμποντας την ίδια στιγμή τον ακροατή στο εσώφυλλο του δίσκου για να “απαγγείλει” πλέον ο ίδιος το κείμενο που κόπηκε. Ούτε βεβαίως χρειάζεται εμείς να μιλήσουμε για το αυτονόητο: ότι δηλαδή, πρόκειται για ένα εκπληκτικό τραγούδι που με τον πιο σκληρό τρόπο πραγματοποιεί ένα βαθύ και ουσιαστικό σχόλιο πάνω στη σύγχρονη υπερκαταναλωτική κοινωνία, την αλλοτρίωση και τη μοναξιά, την πραγματική φτώχεια που στριμώχνεται στις φουσκωμένες από ψώνια πλαστικές σακούλες του supermarket. Τα “εξουδετερωμένα εργατικά χέρια” των κοριτσιών των ταμείων, το “αγγελικό τους χαμόγελο”, η “αφήγηση μέσα απ’ την τσέπη” μας, όλ’ αυτά συνθέτουν ένα εφιαλτικό σκηνικό που είναι τελικά μέρος της καθημερινότητας όλων μας. Και το καινούργιο «Πιστεύω» της σύγχρονης κοινωνίας, αναδύεται μέσα από τους στίχους και τη μουσική της Πλάτωνος, αφήνοντας κυριολεκτικά εμβρόντητο όποιον αντέχει να αντικρίσει κατάματα αυτή την πραγματικότητα, απαλλαγμένος από θρησκευτικές ή άλλες προκαταλήψεις.
.