
Σας ευχαριστώ
.
.
.
Σημείωση: ακούμε το κομμάτι “Του φεγγαριού”, μια σύνθεση της Τατιάνας Ζωγράφου.
εργαστηριο ακριβων αρωματων του ελληνικου τραγουδιου


Ο ακροατής δε θα συναντήσει εδώ καινούργια τραγούδια που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτές τις εκδόσεις. Ο τρεις αυτοί δίσκοι περιλαμβάνουν όλα τα γνωστά (και κάποια λιγότερο δημοφιλή) παιδικά τραγούδια, από το «Δεν περνάς κυρά Μαρία» και το «Βγαίνει η βαρκούλα», μέχρι το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» και την «Μικρή Ελένη». Τραγούδια πασίγνωστα με τα οποία έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές παιδιών, ανακατεμένα με παιχνίδια, γλωσσοδέτες και αινίγματα, συνθέτουν ένα πολύχρωμο τοπίο γεμάτο παιδικές φωνές και την αντίστοιχη, καλοδεχούμενη “βαβούρα”. Το σημαντικό είναι ότι η Κωχ αφήνει τα παιδιά να τραγουδήσουν. Πραγματικά παιδιά, όχι τα μικρομέγαλα της δεκαετίας που διανύουμε, με τα κακόγουστα βίντεο κλιπ και τις πόζες που παίρνουν στο γυαλί, κακές απομιμήσεις των life – style περιοδικών. Η Μαρίζα Κωχ μαζεύει γύρω της τα παιδιά, κάθονται στο πάτωμα και ξεκινούν το παιχνίδι: τραγούδια, πειράγματα, γέλια, ακόμα και μικρά λαθάκια, όλα τα στοιχεία που οφείλει να έχει μια ζωντανή επικοινωνία με τα παιδιά. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, η Κωχ παροτρύνει, προκαλεί, “τσιγκλάει” του μικρούς της φίλους και τους παρακινεί σε μια διαδικασία όλο κέφι και φαντασία. Αυτό που θέλει η Μαρίζα Κωχ το καταφέρνει και με το παραπάνω: να δημιουργήσει μια ζωντανή ατμόσφαιρα που να μην “κλείνεται” στους τέσσερεις τοίχους του στούντιο, αλλά να μεταδίδεται αυτούσια και στον ακροατή. Δε θα είχε κανένα νόημα να φτιαχτούν τρείς δίσκοι όπου εμείς, οι ακροατές, θα ακούμε μια τραγουδίστρια και μερικά πιτσιρίκια να διασκεδάζουν, από τη στιγμή που δε θα έφτανε σε μας η ενέργεια και το κέφι τους. Και η Κωχ καταφέρνει να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη, κι ας έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε!
Τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι τα πιο απλά, και παράλληλα, τα πιο δύσκολα. Το πρώτο και το σημαντικότερο, είναι η αλήθεια της! Η Κωχ δεν αποσκοπεί σε καμία εμπορική επιτυχία. Δε φιλοδοξεί να χτίσει καριέρα στις “πλάτες” των παιδιών, ούτε να μείνει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού ως η “ειδική” στο παιδικό τραγούδι. Απλά: διασκεδάζει, χαίρεται, γελάει, γεμίζει ενέργεια που τής μεταδίδει η πραγματική επαφή της με τα παιδία. Γίνεται με τη σειρά της ένα με αυτά, δε διστάζει να “τσαλακώσει” την εικόνα της, να γελάσει πιο δυνατά από εκείνα. Και αυτή η αλήθεια της είναι που κάνει αυτούς τους τρεις δίσκους πραγματικά ιδιαίτερους. Τι κι αν δεν περιέχουν καινούργια τραγούδια; Ο ακροατής έχει την ευκαιρία να ακούσει τα δημοφιλέστερα παιδικά και κάποια παραδοσιακά τραγούδια ερμηνευμένα με τρόπο γνήσια παιδικό! Και βεβαίως, η Μαρίζα Κωχ δεν ξεχνάει το “μικρόβιο” του πειραματισμού που κουβαλάει σε όλες τις δουλειές της. Όλο αυτό το σκηνικό το εμπλουτίζουν παραδοσιακά όργανα που συνοδεύουν τις παιδικές φωνές και την ίδια, δεμένα όλα μαζί σε ένα σύνολο άκρως γοητευτικό για τον ακροατή. Τι καλύτερο για τους μικρούς ακροατές, να ακούν το «Κάτω στο γιαλό» και το «Πέρα στους πέρα κάμπους» με τη συνοδεία παραδοσιακών κρουστών και όχι ενός συνθεσάιζερ! Σαντούρι, φλογέρα και άλλα παραδοσιακά όργανα, ολοκληρώνουν ένα αποτέλεσμα καλαίσθητο και κυρίως ζωντανό. Οι τρείς αυτοί δίσκοι της Μαρίζας Κωχ είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ακούσουμε τα πιο γνωστά παιδικά τραγούδια παιγμένα όπως τούς πρέπει.
Δε μπορεί να μιλήσει κανείς για το «Κάτω από ένα κουνουπίδι», δίχως να αναφερθεί παράλληλα στο καλλιτεχνικό μέγεθος του Μάνου Λοϊζου. Έχουν γραφτεί άπειρα κείμενα γι’ αυτόν τον συνθέτη που ό,τι έπιανε το έκανε τραγούδι! Ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, ανήσυχος, αντισυμβατικός, ένας στοχαστής που είχε το χάρισμα να μετατρέπει σε νότες τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες του, προσφέροντας απλόχερα σε όλους εμάς τραγούδια γεμάτα ευαισθησία. Ίσως ακουστεί υπερβολικό, θεωρώ όμως ότι τα παιδικά τραγούδια του Λοϊζου είναι η πιο καλή ευκαιρία να ανακαλύψουμε την ρίζα της μουσικής του μοναδικού αυτού συνθέτη, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο δίσκο του. Στο «Κάτω από ένα κουνουπίδι» συναντάμε όλες τις πτυχές του έργου του: ευαισθησία, φαντασία, ανθρωπιά, αξίες, ακόμα και πολιτική (όχι φυσικά με την έννοια που την “καταλαβαίνουμε” σήμερα). Ο Λοϊζος παίρνει τους απλοϊκούς στίχους του Νεγρεπόντη και πειραματίζεται. Σκαλίζει μουσικές που καταφέρνουν απ’ τη μια να μιλήσουν απλά στους μικρούς ακροατές, κι απ’ την άλλη να διευρύνουν τους ορίζοντές τους. Δημιουργεί εικόνες, παλεύει να μιμηθεί το «παπί που πάει παντού», ζωγραφίζει ένα ηλιοβασίλεμα και “αγωνιά” για την τύχη ενός σπουργιτιού που προσπαθεί να βρει την ησυχία του για ν’ απολαύσει το γεύμα του…
Το πρώτο συστατικό λοιπόν που καθιστά τα 40 αυτά τραγούδια παιδικά, είναι κυρίως οι χρονολογίες κατά τις οποίες γράφτηκαν. Τα περισσότερα είναι συνθέσεις από το 1938 μέχρι και το 1945, κατά τα χρόνια δηλαδή που και ο έφηβος Θεοδωράκης αναζητούσε το μουσικό του στίγμα μέσα από κείμενα ποιητών και τις πρώτες απόπειρες μελοποίησής τους. Υπάρχουν βεβαίως και μεταγενέστερες συνθέσεις του, μέχρι και το 1964˙ το σύνολο όμως των τραγουδιών γράφτηκαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ανάμεσα στα 40 αυτά τραγούδια, ακούμε την «Άρνηση» του Κώστα Βάρναλη, το «Κοιμήσου αγγελούδι μου» του Βίρβου, το «Χρυσοπράσινο φύλλο» σε ποίηση Λεωνίδα Μαλένη και πολλά από τα γνωστά τραγούδια του Θεοδωράκη. Σε αυτό το διπλό άλμπουμ, υπάρχουν βεβαίως και κάποια τραγούδια που δεν είναι γνωστά και ίσως να μην είχαν δισκογραφηθεί ποτέ μέχρι τότε, η πλειοψηφία όμως των τραγουδιών είναι δεύτερες εκτελέσεις δημοφιλών τραγουδιών του συνθέτη. Το δεύτερο χαρακτηριστικό του δίσκου είναι οι ίδιες οι εκτελέσεις. Ηχεί πολύ διαφορετικά να ακούς από μια παιδική χορωδία «Το εκκρεμές» σε στίχους του Νίκου Γκάτσου ή το «Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό», τη στιγμή που τα έχουμε συνηθίσει στις πρώτες τους εκτελέσεις. Βεβαίως, δεν αρκεί να τραγουδηθεί ένα τραγούδι από μια παιδική χορωδία για να θεωρηθεί αυτομάτως …παιδικό! Η Παιδική Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου της Λάρισας ερμηνεύει τα τραγούδια με τον τρόπο που τραγουδούσαν οι παλιές χορωδίες: με ομοιογένεια, χωρίς πολλούς σολίστες, με ορχήστρα που απλά συνοδεύει και δεν καλύπτει την χορωδία, και κυρίως, με καλά “κουρδισμένες” φωνές.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα παρατηρητικός για να διαπιστώσει ότι, στα δισκοπωλεία, μεταξύ των κατηγοριών (λαϊκό, έντεχνο, ελαφρό, κλπ) μέσω των οποίων επιχειρείται η ταξινόμηση των δίσκων, υπάρχει μια ιδιαίτερη γωνιά με τα “Παιδικά”. Οι δισκογραφικές εταιρείες, χρόνια τώρα, έχουν στρέψει το βλέμμα τους στην μαζική έκδοση δίσκων με παιδικά τραγούδια και παραμύθια, απευθυνόμενοι κυρίως στους γονείς που ψάχνουν ποιοτικούς τρόπους για να ψυχαγωγήσουν τα παιδιά τους. Όμως, τα κριτήρια που χρησιμοποιούν οι δισκογραφικές, κάθε άλλο παρά ποιοτικά είναι. Η πλειοψηφία των παραγωγών είναι εξαιρετικά πρόχειρα ηχογραφήματα που ακολουθούν γνωστές και ξεπερασμένες “μεθόδους” διαπαιδαγώγηση, με τραγούδια και παραμύθια που θαρρεί κανείς ότι απευθύνονται σε ανθρώπους μειωμένης αντίληψης και αισθητικής!
Η μεγάλη πλειοψηφία των παιδικών δίσκων, αποτελείται από κάτι άθλιες φτηνές ηχογραφήσεις που χρησιμοποιούν παιδιά (ή, ακόμα χειρότερα, ενήλικες που προσπαθούν να μιμηθούν τα παιδιά), τα οποία συνήθως με τη συνοδεία ενός συνθεσάιζερ “ερμηνεύουν” τα γνωστά, χιλιοειπωμένα τραγούδια όπως το «Μια ωραία πεταλούδα», το «Ένα φράγκο η βιολέτα» και άλλα παρόμοια. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα τέτοιων ηχογραφήσεων είναι επιεικώς απαράδεκτο, και το χειρότερο είναι ότι, όχι μόνο δεν καταφέρνουν να καλλιεργήσουν τη φαντασία και την αισθητική των παιδιών, αλλά αντίθετα, τα προετοιμάζουν με τον καλύτερο τρόπο ώστε αργότερα να δεχτούν με μεγαλύτερη ευκολία τα υπόλοιπα προϊόντα υποκουλτούρας που προωθούν οι εταιρίες, ώστε να διαβούν (ενήλικες πια) τις πόρτες των νυχτερινών κέντρων και να εκτονωθούν εν μέσω λουλουδιών με τραγούδια αντίστοιχης αισθητικής με αυτά που άκουγαν παιδιά. Όσο για τις ηχογραφήσεις παραμυθιών, εκεί τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: απονευρωμένη γλώσσα, δίχως ίχνος φαντασίας, “ερμηνείες” που θυμίζουν το διδακτικό ύφος της γεροντοκόρης δασκάλας περασμένων καιρών, και επιλογή παραμυθιών που απροκάλυπτα προωθούν τον συντηρητισμό, την ηττοπάθεια και την ηθική της μιζέριας και της αποχαύνωσης.
Ενώ στους υπόλοιπους τομείς, όπως για παράδειγμα στο παιδικό βιβλίο, παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες μια σημαντική προσπάθεια με προσεγμένες εκδόσεις, για τις οποίες εργάζονται παιδοψυχολόγοι και αξιόλογοι συγγραφείς με σκοπό την αναβάθμιση του προϊόντος, στη δισκογραφία το τοπίο είναι το ακριβώς αντίθετο: όλο και χειρότερες παραγωγές, ακόμα πιο πρόχειρες, ύποπτα υποβαθμισμένες, χωρίς καμία διάθεση για βελτίωση της αισθητικής και του περιεχομένου τους. Αυτό βεβαίως, δε σημαίνει ότι ανάμεσά τους δεν μπορεί να βρει κανείς και τρομερά αξιόλογες παραγωγές δίσκων με παιδικά τραγούδια. Το κακό όμως είναι ότι, απ’ τη μια αποτελούν μειοψηφία μέσα στο σύνολο των παραγωγών, και απ’ την άλλη, οι πιο αξιόλογοι δίσκοι με παιδικά τραγούδια εκδόθηκαν κατά το παρελθόν, δημιουργώντας την ελπίδα ότι θα υπάρξει και η ανάλογη συνέχεια, κάτι το οποίο τελικά δε συνέβη. Με αφορμή τις παραπάνω σκέψεις, το Άρωμα του Τραγουδιού ανοίγει την Παιδική δισκοθήκη του και με μία σειρά κειμένων, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τις πιο αξιόλογες παραγωγές παιδικών τραγουδιών και παραμυθιών που αποτελούν τις εξαιρέσεις στον κανόνα που αναφέραμε. Η σειρά που θα ακολουθήσει η παρουσίαση δε θα είναι χρονολογική, αλλά (όσο το δυνατόν) θεματική. Παιδικά τραγούδια που γράφτηκαν για το θέατρο και το ραδιόφωνο, ανεξάρτητες παραγωγές που με το δικό τους τρόπο σημάδεψαν τα παιδικά μας ακούσματα και εργασίες σημαντικών δημιουργών που αντιμετώπισαν το παιδικό τραγούδι με την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητα που του αρμόζει. Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, ελπίζω να ανακαλύψουμε μαζί την κρυμμένη παιδική μας αθωότητα, τα ακούσματα που διαμόρφωσαν την αισθητική μας, κύκλους τραγουδιών που δημιούργησαν “σχολή” στο παιδικό τραγούδι και νέες, πολύ αξιόλογες προσπάθειες που αντιστέκονται στην οργανωμένη υποβάθμιση που επιχειρούν οι εταιρείες σ’ ένα τόσο ευαίσθητο κομμάτι του ελληνικού τραγουδιού.
Ένα αφιέρωμα στην παιδική δισκογραφία, δε μπορεί παρά να ξεκινάει με έναν δίσκο – σταθμό που άλλαξε ριζικά την μέχρι τότε αντίληψη για το πώς οφείλει να είναι στην πραγματικότητα το τραγούδι που απευθύνεται στα παιδιά. Δε θα είναι καθόλου υπερβολικό αν πούμε ότι, η παιδική δισκογραφία χωρίζεται σε προ-Λιλιπούπολης, και μετά-Λιλιπούπολης εποχή!


Γύρω από την «Λιλιπούπολη», συγκεντρώθηκε μια ομάδα από νέους ηθοποιούς, συνθέτες και τραγουδιστές, που σταδιακά διαμόρφωσαν την τελική ταυτότητα της «Λιλιπούπολης» όπως αυτή μας παραδόθηκε μέσα από την σειρά πέντε δίσκων με κάποια από τα επεισόδια της σειράς, και ενός ακόμα δίσκου με συγκεντρωμένα τα περισσότερα από τα τραγούδια. Ηθοποιοί όπως η Άννα Παναγιωτοπούλου, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Βασίλης Μπουγιουκλάκης και πολλοί άλλοι, ζωντάνευαν με τις φωνές τους τούς ήρωες της «Λιλιπούπολης» και τροφοδοτούσαν την φαντασία μικρών και μεγάλων που έδιναν το δικό τους ραντεβού με την συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος κάθε απόγευμα. Η μουσική και τα τραγούδια έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης», με τους στίχους της Μαριανίνας Κριεζή και τις μελωδίες της Λένας Πλάτωνος, του Νίκου Κυπουργού και του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, να συμπληρώνουν τα κείμενα και να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των επεισοδίων. Κάθε ήρωας της «Λιλιπούπολης» είχε και το δικό του τραγούδι. Κάθε επεισόδιο αποκάλυπτε στους ακροατές καινούργιες μελωδίες και λόγια ποιητικά. Τόσο οι συγγραφείς των κειμένων (στις οποίες αργότερα προστέθηκε και η Άννα Παναγιωτοπούλου), όσο και η στιχουργός των τραγουδιών, δεν δίσταζαν να μιλήσουν με λόγια ουσιαστικά, και όχι δήθεν “παιδικά”:
Η «Λιλιπούπολη» μεταδόθηκε από την συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος από το 1977 μέχρι και το 1980. Ορισμένα από τα επεισόδια που ηχογραφήθηκαν σε δίσκους ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες αυτών των εκδόσεων, ενώ τα επεισόδια που μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο είχαν διάρκεια συνήθως μισής ώρας, και κάποιες φορές συνδέονταν μεταξύ τους σε συνέχειες. Πέραν των σταθερών συντελεστών, πολλοί ήταν και οι ηθοποιοί που πέρασαν από την «Λιλιπούπολη» και δάνεισαν τη φωνή τους σε ήρωες. Μεταξύ αυτών, η Σαπφώ Νοταρά ως μάγισσα Μπρουνχίλντα και η Αλέκα Παϊζη ως Βασίλισσα, μητέρα του Πρίγκιπα (Λευτέρης Βογιατζής). Παράλληλα, πολλοί ήταν και οι τραγουδιστές που ερμήνευσαν κατά περιόδους τα τραγούδια στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης»: η Νένα Βενετσάνου, η Κρίστη Στασινοπούλου, καθώς και πολλοί ηθοποιοί που υποδύονταν ήρωες της «Λιλιπούπολης». Στην ηχογράφηση του δίσκου με τα τραγούδια, ερμηνευτές ήταν ο Σπύρος Σακκάς, ο Αντώνης Κοντογεωργίου, η Σαβίνα Γιαννάτου και η Μαριελλη Σφακιανάκη, οι οποίοι ήταν και οι κύριοι ερμηνευτές και στο μεγαλύτερο μέρος των επεισοδίων. Αξίζει στο σημείο αυτό να πούμε, ότι οι εκτελέσεις των τραγουδιών που ακούγονταν στα επεισόδια της «Λιλιπούπολης», διαφέρουν αρκετά από τις εκτελέσεις που ηχογραφήθηκαν για τον δίσκο. Για παράδειγμα, τα περισσότερα τραγούδια της Λένας Πλάτωνος τα ερμήνευε η ίδια, ενώ τα πιο πολλά τραγούδια των ηρώων τα τραγουδούσαν στα επεισόδια οι ίδιοι οι ηθοποιοί. Βεβαίως, στην ηχογράφηση του δίσκου που διεύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις, οι ενορχηστρώσεις και οι ερμηνείες προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της παραγωγής του δίσκου.
Έχουν γραφτεί πολλά για αυτή την θρυλική ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος. Το μόνο ίσως που μπορούμε να τονίσουμε, είναι ότι, η «Λιλιπούπολη» αποτέλεσε ουσιαστικά “σχολή” σε αυτό που ονομάζουμε παιδικό τραγούδι. Μπορεί να μην υπήρξε (και πιθανόν να μην υπάρξει και στο μέλλον) αντίστοιχη ραδιοφωνική “συνέχεια” της «Λιλιπούπολης». Το σίγουρο όμως είναι ότι, η αισθητική πρόταση που έφερε αυτή η εκπομπή είχε και συνέχεια στη δισκογραφία, τόσο από τους συνθέτες και ερμηνευτές που συμμετείχαν σε αυτήν, όσο και από άλλους δημιουργούς. Μπορεί η Μπομπίλα και ο Παπαγάλος να μη συνέχισαν το ταξίδι τους στα FM, υπήρξαν όμως κάποιοι δημιουργοί που ανέλαβαν να συνεχίσουν σε επίπεδο αισθητικής το έργο που ξεκίνησε ο Μάνος Χατζιδάκις με το αλάνθαστο κριτήριό του. Αμέσως μετά την «Λιλιπούπολη», κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, υπήρξε ένα κύμα από δίσκους με παιδικά τραγούδια που έδειξαν ότι προσωρινά θα μπορούσε κάτι να αλλάξει στον τομέα της παιδικής δισκογραφίας. Στη συνέχεια του αφιερώματός μας στα παιδικά τραγούδια, θα συναντήσουμε πολλές φορές μπροστά μας την «Λιλιπούπολη» και τους συντελεστές της, και θα διαπιστώσουμε τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η ιστορική εκείνη εκπομπή του Τρίτου..jpg)
Το 1983, εκδίδεται η «Συνέλευση των ζώων», μια πολύ ιδιαίτερη εργασία του συνθέτη Γιώργου Κουρουπού, πάνω σε κείμενο του Περικλή Κοροβέση. Ο Κουρουπός (“παιδί” του Τρίτου Προγράμματος της εποχής του Χατζιδάκι), παίρνει το κείμενο του Κοροβέση και το αντιμετωπίζει σαν λιμπρέτο, μελοποιώντας όλα τα μέρη του και αφήνοντας λίγα αφηγηματικά μέρη που, κι αυτά, ακούγονται σχεδόν τραγουδιστά! Η μελοποίηση της «Συνέλευσης των ζώων» περιλαμβάνει πολλά στοιχεία της λόγιας μουσικής, προσαρμοσμένα με τέχνη στα αυτιά των παιδιών, προσφέροντας ένα αισθητικό αποτέλεσμα που διαφέρει πολύ από αυτό που έχουμε στο νου μας ως παιδικό τραγούδι. Ένα ακόμα στοιχείο που κάνει το έργο αυτό μοναδικό είναι η ενορχήστρωση: ο Κουρουπός μελοποίησε τη «Συνέλευση των ζώων» μονάχα για πιάνο και φωνή. Το πιάνο αναλαμβάνει ολόκληρη την μουσική επένδυση του έργου, δίνοντας την ευκαιρία στο κείμενο να ακουστεί απογυμνωμένο από ενορχηστρώσεις και να αναδειχθεί ο ποιητικός λόγος του Κοροβέση. Ως εξαιρετικός πιανίστας, ο Κουρουπός, “απλώνει” σε ολόκληρη την έκταση των πλήκτρων το κείμενο και δε διστάζει να φτιάξει μια μουσική που για τα ελληνικά δεδομένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και πειραματική (δεδομένου ότι μιλάμε για μουσική που απευθύνεται σε παιδιά). Στην ηχογράφηση, πιάνο παίζει ο ίδιος ο συνθέτης, προσφέροντάς μας ένα εξαιρετικό δείγμα δεξιοτεχνίας και μια μοναδική ευκαιρία να απολαύσουμε ένα έργο παιγμένο από τον ίδιο τον δημιουργό του.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην εξαιρετική ερμηνεία του Σπύρου Σακκά (“παιδί” κι αυτό του Τρίτου και της «Λιλιπούπολης»). Ο Σακκάς στη «Συνέλευση των ζώων» δίνει ένα ανεπανάληπτο ρεσιτάλ ερμηνείας! Εκμεταλλευόμενος την μεγάλη έκταση της φωνής του, μιμείται φωνές ζώων, αφηγείται με ανεπανάληπτη θεατρικότητα την ιστορία, ερμηνεύει κομμάτια εξαιρετικής ρυθμικής δυσκολίας που απαιτούν απόλυτο έλεγχο των αναπνοών, και με παιδικό πάθος βιώνει τη «Συνέλευση των ζώων» σα να πρόκειται για μια ιστορία που συνέβη στην πραγματικότητα. Τι καλύτερο για ένα παιδί να ακούει από τον Σπύρο Σακκά μια μουσική αφήγηση τόσο ζωντανή και γνήσια ποιητική, πάνω σε ένα κείμενο που διευρύνει τη φαντασία, δημιουργεί ατέλειωτες εικόνες και περνάει μηνύματα που καλλιεργούν την ψυχή του! Αναμφισβήτητα, η «Συνέλευση των ζώων» βρήκε στη φωνή του Σπύρου Σακκά τον ιδανικό ερμηνευτή. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, κανένας άλλος τραγουδιστής δεν έχει ξανατραγουδήσει το έργο από τότε. Στην πιο ώριμη στιγμή της καριέρας του, κουβαλώντας την πολύτιμη εμπειρία της «Λιλιπούπολης», αντιμετωπίζει την παρτιτούρα του Κουρουπού με φαντασία και πάθος που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο των ερμηνευτών που έχουν τραγουδήσει έργα που απευθύνονται στα παιδιά.
Κανένας από τους τρεις συντελεστές του έργου δεν κάνει εκπτώσεις στην τέχνη του. Ο Κοροβέσης μιλάει μια γλώσσα σύγχρονη, δίχως να αυτολογοκρίνεται χάριν μιας κακώς εννοούμενης απλοποίησης που πολλοί θεωρούν ότι οφείλει να έχει ένα κείμενο που απευθύνεται στα παιδιά. Ο Κουρουπός πειραματίζεται ανοιχτά και δε διστάζει να προσθέσει στοιχεία ενός “δύσκολου” μουσικού είδους σε ένα παιδικό παραμύθι. Τέλος, ο Σακκάς, επιστρατεύει τέχνη και ψυχή για να ξεδιπλώσει την ιστορία μπροστά στα μάτια των παιδιών. Ο Σπύρος Ορνεράκης με τα σκίτσα του ολοκληρώνει την έκδοση, η οποία εκτός από την «Συνέλευση των ζώων», περιλαμβάνει και τα «Έξι τραγούδια για ποντίκια», σε στίχους του Γιώργου Κουρουπού. Κι εδώ κυριαρχούν τα στοιχεία του πειραματισμού, όπου ο Κουρουπός φτιάχνει έξι τραγούδια σε μορφή lieder, με φαντασία και τέχνη, έξι μικρές ιστορίες για ποντίκια που ερμηνεύει και πάλι ο Σπύρος Σακκάς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, η «Συνέλευση των ζώων» και τα «Έξι τραγούδια για ποντίκια», δεν είναι μια εργασία που θα ακουστεί μία μόνο φορά και μετά θα μπει στο ράφι με τα υπόλοιπα παιδικά δισκάκια.